Definitiones medicales

Τζόρτζιο Ντε Κίρικο: «Η Μελαγχολία», σχέδιο, 1918
Τζόρτζιο Ντε Κίρικο: «Η Μελαγχολία», σχέδιο, 1918

Από πού έρχεται ο Ιμπν αλ Μασούρ; Η πατρίδα των προγόνων του, η Παλμύρα, είναι χαμένη στην Ανατολή, εκεί όπου οι τέχνες του κορμιού ανθούν. Ένας μακρινός προπάππος του, ο Ακάμας, είχε κάνει τη βλακώδη επιλογή να ζητήσει ακρόαση από τον αυτοκράτορα Πόπλιο Λικίνιο Ιγνάτιο Γαλιανό κατά το πρώτο και τελευταίο του ταξίδι στη Ρώμη, το 258 μ..Χ., όταν είχε καθίσει μαζί μ’αυτόν και την αυτοκράτειρα Σαλονίνα στους κήπους του Καπιτωλίου.
Ο Γαλιανός είχε μόλις απωθήσει τους Γερμανούς με τη βοήθεια των πραιτωριανών και του ζωντανού πληθυσμού της Ρώμης αφού, ένα μήνα νωρίτερα, τους είχε συντρίψει κοντά στο Μιλάνο. Οπότε την ημέρα της συνάντησης ήταν στα καλύτερά του - φορούσε πορφυρό χιτώνα και είχε πασπαλίσει τα μαλλιά του με ρινίσματα χρυσού. «Τι ζητάς, άρχοντα της Κολόνια;» είχε ρωτήσει ο αυτοκράτορας χωρίς να κοιτάζει τον Ακάμαντα, κι ενώ άλειφε το χέρι της συζύγου του με κομμάτια βουτύρου που ζέσταινε πάνω από αναμμένο κερί.
Λίγα πράγματα συζήτησαν εκείνη την ημέρα για τη μαύρη χολή. Γιατί ελάχιστα γνώριζαν περί αυτού. Ο Γαλιανός βίωνε μια εσωτερικευμένη αηδία για οτιδήποτε αγαπούσε, αυτό ήταν το σύμπτωμα: μια αηδία που τού έφερνε εμετό κάθε λίγο, και που τον καθιστούσε χαρακτηριστικό εκπρόσωπο αυτού που σήμερα ονομάζουμε «θλιμένο βασιλιά». Ένας σύγχρονός μας ψυχίατρος θα το χαρακτήριζε αυτό ναρκισσιστική καθήλωση, με μείωση της αυτοεκτίμησης και κυρίαρχο το συναίσθημα του αβοήθητου.
Όμως, όταν η Σαλονίνα αποσύρθηκε στα ενδιαιτήματά της, η συζήτηση εκτυλίχθηκε απρόσκοπτα, παρακάμπτοντας την εγγενή δυσθυμία αμφοτέρων των συζητητών και αγνοώντας το κοινωνικό χάσμα που τους χώριζε-αυτό ήταν μοιραίο, βεβαίως, όπως πιστοποιεί η εξέλιξη των γεγονότων. Στη σύντομη στιχομυθία τους οι δύο άνδρες ανέφεραν κάποιους αρχαίους Έλληνες: τον Αρεταίο, που είχε ζήσει στην Καππαδοκία στον πρώτο μεταχριστιανικό αιώνα και το σύγγραμμα «Περί των εν νεφροίς και κύστει παθών» του φυσιοδίφη Ρούφου από την Έφεσο. Ο εστεμμένος, μη διακρίνοντας στόχο στη συζήτηση[1], μετέθεσε το θέμα, ζητώντας από τον Ακάμαντα να του πει ποιο ήταν το όνομα της πατρίδας του.
Ο τόπος του Ακάμαντα ονομαζόταν Ταντμόρ. Η Πλαγγών, η γυναίκα του, θα τον περίμενε –είπε στον βασιλιά βγάζοντας έναν στεναγμό νοσταλγίας- πίσω στο μακρινό Ταντμόρ. Εκείνη την ώρα θα ήταν ξαπλωμένη στην αιώρα της, που ήταν φτιαγμένη από πλεξίδες παπύρου συγκολημμένες με αλεύρι. Θα μπορούσε κανείς, είπε, να διακρίνει τον αντικατοπτρισμό του ουρανού πίσω από το θέατρο, αρκεί να έσκυβε κάτω από την αψίδα της εισόδου και να μισοέκλεινε τα μάτια. Το είδωλο του ουρανού πάνω στις αχανείς αμμώδεις εκτάσεις ισοδυναμούσε με τη ματαίωση της επιστροφής του[2]. Κι αυτήν την αίσθηση, είπε προφητικά, την αποκαλούσε «λευκό πένθος»[3], στοχαζόμενος πάνω στην εντύπωση που του έκαναν τα πράγματα[4].
Ο αυτοκράτωρ υπεξέφυγε την οξύτητα της συζήτησης, εφόσον ούτε η Ρητορική, ούτε η Φιλοσοφία μπορούσαν να του προσφέρουν διέξοδο στο προσωπικό του αδιέξοδο. Ένα αμφίστομο όπλο, ένας διπλούς πέλεκυς ήταν η εξουσία του. Την αντιλαμβανόταν ως αλγεινό μειδίαμα της Ιστορίας[5], ως ειρωνικό ξεγλίστρημα σε μια πρότερη κατάσταση, αυτήν του κτήνους. Και το κατάλαβε αυτό από την παγερή πνοή που διέτρεξε τη σπονδυλική του στήλη - μια πνοή ανάμεικτη με ένα ηδονικό συναίσθημα αδιέξοδης φαυλότητας- τη στιγμή που διέκοψε τη συζήτηση, φώναξε τους παριστάμενους φρουρούς και τους διέταξε να θανατώσουν με καυτό λάδι τον συνομιλητή του.


Η όαση Έφκα ρίχνει ακόμη και σήμερα τις ευεργετικές σκιές της κάτω από τα φοινικόδεντρα. Τα νερά είναι λιγότερο θολά το απομεσήμερο, ενώ το γκρεμισμένο ανάκτορο της Ζηνοβίας και ο ναός του Βήλου λάμπουν στο βάθος, μη επιτρέποντας στην πάροδο του χρόνου να επικρατήσει, ούτε στα ρήγματα να ανοίξουν κι άλλο, ούτε στη μαύρη χολή να χυθεί στο τοπίο της Παλμύρας και να το μολύνει.
Με μια μετωνυμική αποσπασματικότητα, στα πλαίσια της οποίας κάνουμε άλμα στον χρόνο, μπορούμε αίφνης ν’ ακούσουμε μουσική από το βάθος, μικρά τύμπανα σε ρυθμούς μακάμ που αντηχούν ελεγειακά στο κενό τοπίο. Σαν να διέτρεξε αυτή η μουσική τους αιώνες, ζωγραφίζοντας τη μοίρα του τόπου αυτού από τότε έως σήμερα, που οι τζιχαντιστές εφορμούν και γκρεμίζουν, ισοπεδώνουν τα πάντα στο διάβα τους.
Σ’αυτό το σημείο η μνήμη είναι τόσο οδυνηρή, ώστε να ενσωματώνεται αυτόματα στη συγκρότηση της ταυτότητας του αφηγητή μας:[6] ο Ιμπν αλ Μασούρ είναι σήμερα είκοσι οκτώ χρονών, είναι ποιητής και γεννήθηκε στον πόλεμο Ισραήλ-Παλαιστίνης. Η διατριβή του πάνω στη Μελαγχολία έχει ήδη πάρει έκταση και έχει συζητηθεί στους πανεπιστημιακούς κύκλους της Συρίας. Ιδιαίτερα εντυπωσίασε η μονογραφία του για τον αρχαίο φυσιολόγο Ιπποκράτη και τη θεωρία του για τον «αντικοινωνικό άνθρωπο».
Η εν λόγω μονογραφία περιλαμβάνει και τις επιστολές ενός Ψευδο-Ιπποκράτη, του δεύτερου ημίσεος του 1ου μ.Χ αιώνα, ιδιαίτερα μία επιστολή που απευθυνόταν στον μαθητή του Φιλοποίμενα,[7] όπου ο αρχαίος γιατρός περιγράφει τους φιλοσόφους ως «απόμακρους, μονάζοντες, περιφρονητικούς και υπερόπτες απέναντι στους άλλους ανθρώπους, στοχαστικούς και κάθε άλλο παρά πρακτικούς».
Είναι, όμως, ο Ιμπν αλ Μασούρ τέτοια περίπτωση; Σήμερα που μαίνεται ο πόλεμος, ποιο είναι το νόημα μιας τέτοιας αναζήτησης; Γιατί κυκλοφορεί διαρκώς ντυμένος με κουρέλια; Γιατί τον κατατρύχει ένα άγχος αφανισμού; Γιατί στον ύπνο του επικρατούν διωκτικού τύπου φαντασιώσεις, όπως για παράδειγμα ότι περιστοιχίζεται από τεμαχισμένα πτώματα αλεπούδων που ξαφνικά ξυπνούν; Οι μνήμες του ενσωματώνονται σκόπιμα στο αφήγημά του όταν γίνονται ιδιαίτερα οχληρές; Είναι, μήπως, «αποσπάσματα μιας τεμαχισμένης ψυχής»,[8] μιας διχασμένης συνείδησης;
Από την άλλη, μήπως ο Ιμπν αλ Μασούρ μετουσιώνει τις φαντασιώσεις του σε πένθος και ζει με ένα παρατεταμένο αίσθημα κόπωσης; Μήπως, κατηγορώντας τους άλλους για όσα κακά συμβαίνουν, χάνει την αίσθηση της πραγματικότητας; Πότε κάνει διάλειμμα στη μελέτη του για ν’ αφουγκρασθεί τη μουσική των τυμπάνων που φτάνει στ’αυτιά του από τα βάθη των αιώνων; Μήπως το γέλιο είναι το μοναδικό αντίδοτο που του έχει απομείνει απέναντι σ΄αυτή τη χρόνια πάθηση;
Μήπως ο μαύρος ελλέβορος – αυτό το σκάρφι με τα μικρά στρογγυλά φυλλαράκια που μάζεψε από τα περίχωρα της Δαμασκού- θα τον βοηθήσει να συγκεντρώσει τις σκέψεις του, να αξιοποιήσει τις πηγές του, να διαχειριστεί τις απώλειές του; Σε τι συνίστανται οι μνήμες που καταθέτει στο χαρτί; Ξέρουμε τελεσίδικα ότι ο Ιμπν αλ Μασούρ έρχεται από την Ανατολή κι ότι το ύφος της γραφής του είναι γνώρισμα μιας ρομαντικής ιδιοσυγκρασίας. Θα μπορέσουμε, δε, να διευκρινίσουμε εάν πρόκειται για μνήμες ευφορικές ή για μνήμες-τιμωρούς, όταν αντιληφθούμε και πού πηγαίνει.


 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: