Το άλογο του Στάθη

Το άλογο του Στάθη



Kαι που λέτε, παιδιά, μια φορά που ερχόταν η γιορτή μου, ο συχωρεμένος ο πατέρας μου είπε: Πέσε νωρίς να κοιμηθείς, για τη γιορτή σου θα σου φέρω ένα άλογο. Tου λέω εγώ: «Άλογο πραγματικό;» Kι εκείνος μου λέει: «Πέσε να κοιμηθείς και μη ρωτάς». Eγώ με το μυαλό μου είχα βάλει πως θα ήταν άλογο αληθινό. Ίσως πάλι ο πατέρας μου να ήθελε να πει άλογο ψεύτικο, παιχνίδι ξύλινο ή κουκλί, από εκείνα που τότε παραγέμιζαν με πίτουρο ή ροκανίδι και τους έβαφαν τα μάτια με κοντύλι μαύρο. 'Ολη τη νύχτα έμεινα ξάγρυπνος, περίμενα να ακούσω το άλογο. O πατέρας μου ήταν άνθρωπος άκακος, είχε γυρίσει πλευρό, σειόταν το σπίτι από το ροχαλητό του, ροχάλιζε και η μάνα μου, περισσότερο όμως ροχάλιζε ο πατέρας μου, έλεγα πως λόγω το ροχαλητό, δεν άκουγα το άλογο να έρχεται, μου είχε μπει στο κεφάλι πως ο πατέρας μου το είχε παραγγείλει και όπου να 'ναι έρχεται. Ύστερα είπα μέσα μου πως για να κοιμάται έτσι ο πατέρας μου πάει να πει πως το είχε φέρει κιόλας το άλογο, θα το είχε δέσει στην αυλή, θα μου το έδειχνε το πρωί, άλογο ψηλό, φαρδοκάπουλο, χοντροπόδαρο, σαν μια φοράδα που είχαμε και την πουλήσαμε από ανάγκη για κάτι εργολαβίες, ήταν ζώο καλό. Ήθελα να σηκωθώ, αλλά το κρεβάτι μου βρισκόταν στη μέσα μεριά, ήταν στενά, δεν μπορούσα να περάσω, φοβόμουν να ξυπνήσω τον πατέρα μου μήπως του κακοφανεί και δεν μου δώσει το άλογο, αλλά τα χαράματα δεν κρατιόμουν άλλο. Συρτά και με κόπο, με κρατημένη την ανάσα πήγα ίσαμε το παραθύρι και τραβάω λίγο το κουρτινάκι και τι βλέπω: έξω απ’ την αυλή μας, όλος ο τόπος γεμάτος καβαλίνες στη σειρά, κάτι τόσες καβαλίνες, πολλές καβαλίνες, τι να σας λέω. Λέω κι εγώ μέσα μου: να το άλογο, αυτό είναι, το έφερε ο πατέρας μου, αλλά ήταν άγριο, ατίθασο να πούμε, θα έκοψε το σκοινί, θα έφυγε, ίσως κάπου να βοσκάει, έτσι εξηγούνται οι καβαλίνες. Kαι δεν πειράζει που έφυγε, ο πατέρας μου θα μου το φέρει πίσω. Kαι αν δεν το φέρει πίσω αυτό το ίδιο, τώρα που άρχισε να αγοράζει άλογα, θα φέρει άλλο και καλύτερο. Σύρθηκα πίσω στο κρεβάτι μου, κουκουλώθηκα και κοιμήθηκα, είδα όνειρα πολλά, χρωματιστά.

Ύστερα που ξύπνησα, πήρα βόλτα τους δρόμους, βρήκα τους φίλους μου, έπιανα έναν-έναν από το χέρι, τους πήγαινα μπροστά στην πόρτα μας, «τα βλέπετε», τους έλεγα, «να το άλογο», τους έλεγα, τους έδειχνα τις καβαλίνες. «Mόνο που ήταν άγριο και έφυγε. Αν ο πατέρας μου δεν το βρει να βόσκει εδώ γύρω, θα μου φέρει άλλο». Kαι το απόγευμα βγήκε η συχωρεμένη η μάνα μου και λέει: πω, πω, τι καβαλίνες είν’ ετούτες και έβαλε να τις μαζέψει, πάνω τους έμεναν σμάρι οι μύγες, ήταν καβαλίνες χοντρές σαν γροθιά, σφιχτές.

Ο πατέρας μου, λοιπόν, δεν μπόρεσε τότε να μου αγοράσει άλογο. Γιατί σε λίγο αρρώστησε η μάνα μου και έξοδα πολλά, τότε ακόμα δεν είχε πολλές δουλειές, δεν του περίσσευαν λεφτά και εγώ δεν τα ήθελα τα γράμματα, βγήκα να δουλέψω, πήγα στο βαρελάδικο της οινοποιίας, στην αρχή η μυρουδιά του σπίρτου μου έφερνε ζαλάδα και εμετό. Όταν έκαμα σπίτι, είχαμε υποχρεώσεις, με τα πολλά μπόρεσα και πήρα ένα γάιδαρο, είκοσι χρόνια έζησε κοντά μας και πέθανε από κλαπάτσα. Δεν έχω παράπονο, αλλά τι να τα κάμεις τώρα όλα αυτά; Θα πεθάνω, παιδιά, θα πεθάνω. Eίδα στον ύπνο μου τη συχωρεμένη τη μάνα μου να μου μιλάει και να μου λέει: «γιατί αργείς και δεν έρχεσαι». Kαι εγώ τη ρώτησα: «γιατί να έρθω; Kαλά είμαι εδώ, τον κόσμο δεν τον έμαθα ακόμα, γιατί να μη τον μάθω». «Ως εδώ τα μαθήματα», μου λέει εκείνη, «είναι η σειρά σου». «Nα την πάρει άλλος», της λέω εγώ. Είχαμε τέτοια κουβέντα. Ύστερα φανερώθηκε ένας γέρος, κατσιασμένος και μαυριδερός, έτσι όπως ντύνεται ο Xάρος, που παίρνει σβάρνα τα σπίτια των ανθρώπων, έχει τον κατάλογό του, ρωτάει το όνομά σου να βεβαιωθεί πως εσένα θα πάρει, να μην κάμει λάθος και ο Θεός τον τιμωρήσει. Όπως ήρθε κοντύτερα ο βρομόγερος, μου λέει: «Εσύ είσαι ο Στάθης;» «Λάθος κάνεις, καλέ μου άνθρωπε», του λέω, «λάθος κάνεις και ο Θεός θα σε τιμωρήσει· εγώ δεν είμαι ο Στάθης, ούτε ξέρω κανέναν Στάθη στη γειτονιά, στον τόπο μας, στην οικουμένη. Άντε στο δρόμο σου και ξέχασέ το αυτό το όνομα». Ξύπνησα, παιδιά μου, γελώντας, αλλά σκέφτηκα πως όνειρο ήταν και πως τέτοιες επιτυχίες είναι παρηγοριές, γιατί το καταλαβαίνω πως θα πεθάνω...

―Πήγε χαμένος.
―Στον Παράδεισο θα πήγε, εκεί θα είναι τα βαρέλια και τα κρασιά, εκεί θα είναι τα πεπόνια. Θα κόβει πεπόνια, θα έχει το κρασάκι του, του άρεσε να πίνει κρασί τρώγοντας πεπόνι, θα μαζεύει ένα σωρό κόσμο γύρω του, θα λέει ιστορίες, θα πίνει και θα χαίρεται.

―Τέτοια δεν γίνονται στον Παράδεισο, εκεί είναι γαλήνη.

Εκείνη τη χρονιά ξύδιασαν τα κρασιά.

―Eίναι από το νοτιά.
―Eίναι που πέθανε ο Στάθης.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: