Πονόδοντος

Έργο του Ότο Ντιξ (1926). Μητροπολιτικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, Νέα Υόρκη
Έργο του Ότο Ντιξ (1926). Μητροπολιτικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, Νέα Υόρκη



«Ο ισχυ­ρός πο­νό­δο­ντος περ­νά­ει και ξε­χνιέ­ται», έλε­γε η χή­ρα Μάρ­θα Μπούα, πριν την γνω­ρί­σω και έδει­χνε τα δό­ντια της όπως ο γάι­δα­ρος που ετοι­μά­ζε­ται να γκα­ρί­ξει. «Ο μό­νι­μος πο­νό­δο­ντος εί­ναι για τους γε­ναί­ους», επέ­με­νε. Δεν θα προ­γραμ­μά­τι­ζα λοι­πόν εκεί­νο το τα­ξί­δι με το τρέ­νο για την Αθή­να αν ο πο­νό­δο­ντος δεν με βα­σά­νι­ζε από και­ρού πολ­λού αν δεν απα­τώ­μαι, η θα­νού­σα μη­τέ­ρα μου υπο­στή­ρι­ζε πως δεν ήταν εκ γε­νε­τής, αλ­λά από κα­κές συ­να­να­στρο­φές. Στην πρω­τεύ­ου­σα, έγρα­φαν τα βι­βλία και επι­βε­βαί­ω­ναν οι δια­δό­σεις, οι κα­λύ­τε­ροι οδο­ντο­για­τροί, εκεί οι πρό­ο­δοι της επι­στή­μης για θε­ρα­πεί­ες από πο­νό­δο­ντους βα­σκα­νιών και ονει­ρο­πο­λή­σε­ων. «Όπως βλέ­πω, δεν θα χρεια­στείς μα­σέ­λα όσο αντέ­χεις», έλε­γε η χή­ρα Μάρ­θα Μπούα όταν με γνώ­ρι­σε και ανα­σή­κω­σε με τους αντί­χει­ρες τα χεί­λη μου για να εξε­τά­σει τα ού­λα μου. «Κα­λύ­τε­ρα από γάι­δα­ρου», από­ρη­σε. Και αφού έξυ­σε την κα­σί­δα της, συ­μπλή­ρω­σε: «Όχι για τα έξο­δα, αλ­λά για­τί, αν δεν αντέ­ξεις και βά­λεις μα­σέ­λα, δεν θα μι­λάς όπως εσύ –εσύ– θέ­λεις, αλ­λά όπως η μα­σέ­λα θα προ­στά­ζει, αλ­λιώς θα σε χτυ­πά­ει. Κάλ­λιο ο πο­νό­δο­ντος λοι­πόν πα­ρά η θε­ρα­πεία».

— Φρο­ντί­ζω τα δό­ντια μου, εί­πα.
— Τα πλέ­νεις με αλά­τι...
— Με χο­ντρό αλά­τι.
— Ρώ­τη­σες όμως τα δό­ντια σου αν τους αρέ­σει το αλά­τι;
— Με ρώ­τη­σαν εμέ­να αν αντέ­χω τέ­τοιο πο­νό­δο­ντο;
— Όπως τα δο­κι­μά­ζεις εσύ με το αλά­τι, σε δο­κι­μά­ζουν αυ­τά με τον πο­νό­δο­ντο. Δύ­σκο­λα συ­γκά­νει ο άν­θρω­πος με τα δό­ντια του. Του φταί­νε! Και νο­μί­ζει πως τα εκ­δι­κεί­ται, επει­δή τα αφαι­ρεί, τα πε­τά­ει, φο­ρά­ει μα­σέ­λα και πι­στεύ­ει πως όλα κα­λά. Δεν περ­νά­ει από το νου του ότι η μα­σέ­λα σε προ­στά­ζει, σε χτυ­πά­ει όταν τα λό­για σου δεν της αρέ­σουν, σε υπο­χρε­ώ­νει να την βγά­ζεις από το στό­μα σου, να την τρί­βεις για να ηρε­μή­σει, να την βου­τάς το βρά­δυ σε πο­τή­ρι με νε­ρό για να μη δι­ψά­σει και στε­γνώ­σει, έτσι εί­ναι η ζωή πια: ξε­δο­ντια­σμέ­νη κα­θώς δια­βαί­νει, έχει ξε­χά­σει τον πό­νο, δεν εκτι­μά­ει τον πο­νό­δο­ντο του γεν­ναί­ου. Δεν εί­ναι λί­γοι εκεί­νοι που δεν έχουν δό­ντια και που δεν παύ­ουν να μι­λούν, αν λό­για βγαί­νουν από το στό­μα τους και όχι φθόγ­γοι γλι­τσε­ροί σαν σά­λιο σε κα­τή­φο­ρο. Ζουν με την αυ­τα­πά­τη ότι μι­λούν, αυ­τή την αυ­τα­πά­τη με­τα­δί­δουν στους άλ­λους και στε­γνώ­νουν την ζωή. Αν η μα­σέ­λα δεν υπήρ­χε, ο κό­σμος θα άντε­χε τον πο­νό­δο­ντο, θα ήταν ένας κό­σμος γεν­ναί­ων, πράγ­μα αδύ­να­το, η γεν­ναιό­τη­τα προ­κα­λεί κό­πω­ση. Έρ­χε­ται η στιγ­μή που ανα­ζη­τάς την μα­σέ­λα.

— Γι' αυ­τό θα φύ­γω... Για να μην με βά­λει κά­τω η μα­σέ­λα και μου ξε­ρι­ζώ­σει τα δό­ντια.
— Γι' αυ­τό θα μεί­νεις, γέ­λα­σε. Κρά­τα τον πο­νό­δο­ντο, όπως οι γεν­ναί­οι!

Έφτα­σα, συ­νο­δευό­με­νος από αυ­τές τις λέ­ξεις, στον σι­δη­ρο­δρο­μι­κό σταθ­μό της Ανα­κα­σιάς.

— Ει­σι­τή­ριο για Αθή­να, εί­πα.
— Μέ­σω Λια­νο­κλά­δι πά­ει το τρέ­νο, αλ­λά φτά­νει στο τέρ­μα, με ενη­μέ­ρω­σε ο κο­λο­κυ­θο­κέ­φα­λος υπάλ­λη­λος.
— Δεν έχει κα­τευ­θεί­αν;
— Με­τ' επι­στρο­φής; ρώ­τη­σε.
— Μπο­ρεί, σκέ­φτη­κα.

Έρι­ξε μια μα­τιά στον πί­να­κα δρο­μο­λο­γί­ων.

— Έρ­χε­ται η τα­χεία της Αθή­νας, μουρ­μού­ρι­σε, σαν να μην το πί­στευε.
— Σε πό­ση ώρα;
— Αύ­ριο.
— Όχι με­τ' επι­στρο­φής λοι­πόν, απο­φά­σι­σα εν τη ρύ­μη του λό­γου.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: