Τα κούτσουρα

Τα κούτσουρα


Μου λένε πως υπεραμύνομαι των νοητικών λειτουργιών μου κι εγώ τους απαντώ: άντε γαμηθείτε.

——— ≈ ———

Τη δουλειά με τον μπαλτά οι χασάπηδες την κάνουν πάνω σε ξύλινα τρίποδα γνωστά ως: «Τα Κούτσουρα». Είναι μασίφ το Κούτσουρο και ογκώδες και στέκεται σε πόδια λεπτά σαν του εντόμου. Δεν τα προσέχεις καν τα πόδια όσο πλησιάζεις. Βλέπεις μόνον το βαρύ σώμα λες κι είναι φυσικό να αιωρείται το Κούτσουρο πάνω απ’ τη γη και μάλιστα να μην κουνά ρούπι παρά τα χτυπήματα συνεχώς και το όλο σκόρτσο που σηκώνει. Στο τέλος της βάρδιας ο χασάπης ξύνει την επιφάνεια του Κούτσουρου πότε με κινήσεις αργές και πότε με γρήγορες εξίσου μεθοδικές, τη γδέρνει μάλλον την επιφάνεια για να φεύγουν τ᾽ απομεινάρια της σφαγμένης σάρκας κι οι κηλίδες το αίμα. Με τα χρόνια το Κούτσουρο φυραίνει και κονταίνει σαν μολύβι. Κι ο χασάπης ξέρει να του ενισχύει τα πόδια με αυτοσχέδιες σφήνες, ώστε το Κούτσουρο ανακτά το αρχικό του ύψος παρόλο που ποτέ δεν πατά ίσα όπως πρώτα κι η επιφάνειά του γίνεται γυαλιστερή και τραχιά μαζί σαν καβούκι. Από κοντά παρατηρείς ότι οι σφήνες είναι κόκκινες για να μη διακρίνεται το αίμα που στάζει στο έδαφος και τις λεκιάζει. Κι αν περιεργαστείς το Κούτσουρο ακόμη λίγο, τότε διαπιστώνεις πως αυτές οι σφήνες είναι ξύλινοι κύβοι που έγιναν ένα με τα πόδια του Κούτσουρου επειδή κρατιούνται στη θέση τους σφιχτά με εγκάρσιες σανίδες και μαζί αγκαλιάζουν τα πόδια σαν θήκες ή γάντια. Λοιπόν! Εμμονή μου ’χουν γίνει εδώ κι ένα μήνα οι κόκκινοι κύβοι που κρατούν τα ξυσμένα Κούτσουρα στο ύψος τους περίπου, όλη αυτή η πατέντα που σχηματίζει προσθετικά μέλη για κάθε άκρο, κι είμαστε οι εμμονές μας πάντα, ως γνωστόν, κάθε μέρα σκέφτομαι αυτά τα εξαρτήματα δίχως όνομα, γιατί ποιος ζήτησε ποτέ λέξη να τα ονοματίσει, γενικώς δεν έχουμε λέξεις για τα άγνωστα στηρίγματα, για ό,τι μας βαστάει δίχως να ζητεί προσοχή ή το παραμικρό.

——— ≈ ———

17 Απριλίου· η λεγόμενη Δευτέρα του Πάσχα, ήλιος ανοιξιάτικος κι εγώ με κοντομάνικο μέσα στις μαργαρίτες της Βάρκιζας, δείτε που φυτρώνουν ως και στην άμμο της παραλίας μέσα!, είπε η μητέρα μου, όμως γιατί τα χέρια μου είναι τόσο άσπρα, ποτέ δεν θυμάμαι να ‘χα χέρια τόσο άσπρα και αδύναμα, τα δικά μου είναι;

——— ≈ ———

Φλανάροντας εξαντλημένος στον Δρόμο του Ελέους, τη Via Misericordia, νιώθεις το εξής: ό,τι δεν εκθηλύνεται, πεθαίνει. Μπορεί και να ‘ταν έτσι ανέκαθεν· μα και πάλι η θηλυκότητα της εποχής είναι καινοφανής, ζητεί να παραμένει αγρατζούνιστη αυτή η θηλυκότητα, ένα έκθεμα από γυαλί ή μια επιτέλεση που την παρατηρείς με δέος, ορατή μεν απ’ όλους και από παντού, καθώς το απαιτεί η ίδια, όμως ακραία εύθραστη σαν τα πλευρά εκείνης της μικρής λευκής τίγρης που δεν τη γλίτωσε την ευθανασία γιατί και τα χάδια ακόμη των ανθρώπων της έσπαγαν τα κόκαλα. Όχι σαν τα κακομούτσουνα τα Κούτσουρα που υπομένουν τον μπαλτά και στάζουν αίμα.

——— ≈ ———

Καλός χασάπης μας έγινες κι εσύ! Καλός χασάπης, όποιος περπατεί και ζει και ψάχνει πού θα βάλει τις ταμπέλες· καλός χασάπης κι ο συγγραφέας κι ο στοχαστής, καλός χασάπης όποιος τα βρίσκει με τον χρόνο και τον πόνο. Διαθέσιμη για όλους η χασάπικη τέχνη, τώρα που φιλοσοφίες κι ιδέες ψυχορραγούν, επιτέλους, γιατί πολύ γελοίες είναι οι ιδέες κι οι ιδεολογίες όταν υπηρετούν μόνον συντεχνίες καλλιτεχνών και πολιτικών και καθηγητών.

——— ≈ ———

Σήμερα τα γράμματα είναι ντεκαυλέ. Πολύ ωραία! Άδηλο μόνον τι πήρε τη θέση της απολεσθείσης καύλας. Νέες καταστάσεις, θα μου πείτε, αυτές που λέγονται μόνον με λέξεις ξεδιαλεγμένες και προσεκτικά αποστειρωμένες σαν των ατρόμητων Σχολαστικών του Μεσαίωνα:

Αποεπένδυση (ψυχική, συναισθηματική, ώρα για)
Κάδος σύμμεικτων απορριμμάτων
Απρεπής εκφορά λόγου
Υβριδικό σεμινάριο
Ψηφιακοί νομάδες
Φυσική παρουσία
Ενεργοί μπαμπάδες
Θηλυκότητες
Bao Buns
Γυναικοκτονίες
Πραγματοποιησιμότητα
Πλαισιοθέτηση
Επιτέλεση (μα όλα πια μια επιτέλεση;)
Onassis Stegi
Θα γίνω μάνα στα πενήντα
Είσαι νάρκισσος (παλιά λέγαμε απλώς: είσαι μαλάκας)
Τοξική θηλυκότητα (λίγους μήνες πριν ήταν: τοξική αρρενωπότητα)
Υψηλής αναπνευστικής προστασίας (μάσκες)
Να του βάλεις όρια
Pets versus Kids (θα πει: μήπως καλύτερα γατομάνες και σκυλομπαμπάδες;)
Aποκατασκευή
(μια αποκατασκευή του κόσμου λαμβάνει χώρα μέσα μου από μέρα σε μέρα, νομίζω)
Δεν μπορώ να το διαχειριστώ

Δεν μπορείτε να διαχειριστείτε το εξής – πως όλα μεταβάλλονται αλλά δεν κατευθύνονται πουθενά.

——— ≈ ———

Στον αντίποδα πάντοτε η Δημοτική μας Παράδοση· υπέροχη βρήκα εχθές τη λέξη ψωλαρπάχτρα, πόσο νέα πάντα κι αντάξια του ρεβιζιονισμού ενός Ψυχάρη!

——— ≈ ———

Ό,τι κι αν γράφεις είναι ένα νέο άκρο σου και μια ακμή ακόμη γιατί βγαίνει απ’ τ’ ακροδάχτυλα κι αν είχες ποτέ πιστέψει σ᾽ έναν θεό, τότε αυτός κατοικεί σ’ ό,τι σου τρέχει από τα χέρια όταν γράφεις κι εκεί που εσύ τελειώνεις να που κάτι πασχίζει να πάρει σχήμα για σένα μήπως και το δεις, πάντως ελπίζεις σε τέτοια άκρα που προκύπτουν αδιάκοπα απ’ το παραμικρό και μένουν ανερεύνητα, ελπίζεις λοιπόν σε τέτοιες σκέψεις εδώ και τώρα εξ αφορμής ασήμαντων εικόνων και να που γράφεις ακόμα, Νικήτα. Άλλωστε συνειρμός είναι ό,τι στέκει όταν πέφτουν όλες οι κατασκευές κι ενίοτε οι μάσκες.

——— ≈ ———

Απέναντι σ᾽ όλα· το πιο ανόητο πράγμα μου τραβά την προσοχή σωτήρια: μια πάστα ποντικάκι. Αυτή δεν έχει αλλάξει σχήμα, τη θυμάμαι από παιδί. Πόσα γλυκά σε συνοικιακά ζαχαροπλαστεία δεν αλλάζουν σχήμα! Ο άνθρωπος που έχει την πολυτέλεια να μην βαριέται στην ουρά του ζαχαροπλαστείου είναι ήδη ένας άνθρωπος που αντέχει, θέλω να ελπίζω.

——— ≈ ———

Η νότια Κρήτη θα γίνει έρημος κι έπεται η Αθήνα, αργότερα η Ανταρκτική, η απερήμωση είναι καθοδόν κι ήδη τα σημάδια είναι ορατά στα παρμπρίζ των Αθηναίων το πρωί, θα ‘χετε προσέξει την κίτρινη σκόνη απ᾽ την Αφρική, κίτρινη σκόνη σαν γύρη αλλά πιο αρρωστιάρικη ακόμα, παλιότερα δεν ήταν έντονο εν Αθήναις το φαινόμενο της αφρικανικής σκόνης, νέα εξέλιξη κι αυτή επειδή η έρημος επεκτείνεται με ρυθμούς ταχείς, τρέχει η έρημος να μας προλάβει, οι αμμοθύελλες απ’ τη Σαχάρα κινούνται βόρεια κι όλο πιο βόρεια και ακόμη βορειότερα. Εν τω μεταξύ Απρίλη μήνα υπάρχουν σμήνη κουνούπια μέσα στην πόλη πια, φταίνε και τα βρομόνερα στα ρέματα, παιδί διάβαζα στον κήπο του πατρικού κάτω από το πεύκο, τώρα δεν αντέχω πέντε λεπτά.

——— ≈ ———

Γράφω στο «Καφέ Ριζάρη» κι είναι δώδεκα το μεσημέρι (δηλαδή το πρωί). Ο γέρος απέναντι σηκώνεται αργά. Σέρνεται ως την τουαλέτα. Βγαίνει δέκα λεπτά αργότερα. Δυο βήματα προς το τραπέζι. Μεταβολή. Ξανά στην τουαλέτα, κάτι δεν έκανε όπως έπρεπε ή κάποια λειτουργία θα άφησε ημιτελή. Απ’ τη μεριά μου έχω λίγες μέρες τώρα που γράφω στο χέρι όπως η γάτα θάβει τα σκατά της· τακτικά και με φροντίδα, η ταφή να ‘ναι σωστή.



ΥΓ
Τη μικρή εκείνη τίγρη την είχανε βαφτίσει Χασίγια, που θα πει ελπίδα.
Ευθανασία στην ελπίδα.
Καλό κι αυτό!

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: