Μουσείο Προπλασμάτων

Μουσείο Προπλασμάτων


Συνθήκες έκτακτες μ’ έβαλαν στο Μουσείο Προπλασμάτων, συνθήκες που τις λες κι ακραίες. Αγνοούσα την ύπαρξη του Μουσείου, παρόλο που ζούσα τρία χρόνια στη γειτονιά, συχνά δεν έχεις ιδέα τι βρίσκεται δίπλα σου και ποιος απέναντί σου, πόσο μάλλον όταν ο καιρός περνά με αγάπη σ’ ένα σπίτι ζεστό. Θα ’λεγα, μάλιστα, πως η αγάπη κι η ζεστασιά είναι ανασταλτικοί παράγοντες για την παρατήρηση του περίγυρου, αν δεν την ακυρώνουν κιόλας, πάντως την κάνουν να μοιάζει με σύμπτωμα ανωριμότητας κι υπόθεση του παρελθόντος, λοιπόν υπό κανονικές συνθήκες θα συνέχιζα το βιολί μου και θα προσπερνούσα το Μουσείο, όμως έμπλεξα στα χιόνια εκείνο το απόγευμα, τα χιόνια με ανάγκαζαν να επιβραδύνω ήδη απ’ την Πλατεία Βραζιλίας και να προχωρώ σημειωτόν με την προσοχή μου ασυνήθιστα οξυμμένη, μια εξέλιξη που την έκρινα θετικά, καθώς πάντα ψάχνω αφορμές για να χρονοτριβώ στα πέριξ, με ελκύει ίσως η ονομασία Πλατεία Βραζιλίας, η δε χιονόπτωση ήταν πρωτοφανής για την Αθήνα, όπως βεβαίωσαν οι μετεωρολόγοι αργότερα, τουλάχιστον για το κέντρο της πόλης· «προσέξτε, γιατί τα χιόνια κάνουν τα πάντα να φαίνονται αλλιώτικα!», προειδοποιούσαν ανήσυχοι κι οι αγαπητοί μας επαγγελματίες της ψυχικής υγείας, βλέπετε η έντονη χιονόπτωση προκαλεί μια ψυχοσωματική υπερδιέγερση απ’ τον φόβο μη βρεθείς στο έδαφος, υπερδιέγερση που παραπέμπει σε μια αλλοιωμένη κατάσταση της συνείδησης, αρκετή εν προκειμένω για να δω στο ύψος του Κάραβελ ό,τι προσπερνούσα επί τρία χρόνια, μια μικρή ταμπέλα σ’ ένα από τα βοηθητικά κτίρια του Νοσοκομείου «Ανδρέας Συγγρός», η οποία έγραφε:

ΜΟΥΣΕΙΟ ΚΕΡΙΝΩΝ ΠΡΟΠΛΑΣΜΑΤΩΝ
ΔΕΡΜΑΤΙΚΩΝ-ΑΦΡΟΔΙΣΙΩΝ ΝΟΣΗΜΑΤΩΝ

Η επιγραφή ήταν χαραγμένη στον σκοτεινό μπρούτζο μιας άλλης εποχής, δεκαετίες τώρα οι άνθρωποι έχουν ξεμάθει να κοιτούν τις μπρούτζινες ταμπέλες. Ο λόγος, πάντως, που προσπερνάς το Μουσείο Προπλασμάτων είναι άλλος, κι έχει να κάνει με την κύρια ιδιαιτερότητά του, πως ιδρύθηκε και λειτουργεί απ’ το 1912 μέσα στην επικράτεια του πρότυπου νοσοκομείου, κι ασφαλώς δεν περιμένεις να βρεις ένα μουσείο σ’ ένα νοσοκομείο, χωρίς να το αποκλείεις κιόλας αν στο πει κανείς, απλώς δεν πηγαίνει ο νους σου με τη μία, ευλόγως και αυτομάτως εικάζεις πως οι δευτερεύουσες είσοδοι των νοσοκομείων είναι για τα επείγοντα κι ανοίγεις το βήμα, μακριά απ’ τα νοσοκομεία, λες, μακριά!, ορίστε μια πλάνη διαδεδομένη, όταν νομίζουμε ότι ξέρουμε τι θα διαβάσουμε και τι μας περιμένει και προτρέχουμε, κι έτσι χάνουμε ένα σωρό πράγματα που μας καλούν με τον ιδιαίτερο τρόπο τους. Από την είσοδο του νοσοκομείου κοίταξα κλεφτά το σπίτι μας, τη «φωλιά», όπως το λέγαμε το σπίτι μας, κι αφού είχα οπτική επαφή με τη φωλιά μάλλον θα την έφτανα κιόλας ευκολότερα απ’ όσο νόμιζα, παρά τα χιόνια, αλλά να που δεν συνέχισα για τη φωλιά, προτίμησα να μπω στο νοσοκομείο και να ψάχνω για το Μουσείο Προπλασμάτων μουρμουρίζοντας πως ασφαλώς κι ήταν καλύτερα να περάσει ο χιονιάς για να γυρίσω σπίτι, ή αλλιώς πως ήμουν καταφανώς υποχρεωμένος από τα πράγματα να επισκεφτώ εδώ και τώρα το Μουσείο Προπλασμάτων, ναι, η ευθύνη βαραίνει την εξέλιξη των πραγμάτων που μοιάζει πάλι να ’ναι ισχυρότερη από μένα, αν όχι τα ίδια τα πράγματα που είναι πάντοτε άδηλα και ολίγον δολερά· ή και ιδιαιτέρως δολερά, όπως συμβαίνει με το είδος χρονοτριβής καθοδόν που προοικονομεί άσχημες καταστάσεις, αν δεν τις απεργάζεται κιόλας, αρκεί ν’ αναλογιστούμε πόσες φορές φλανάρουμε στην πόλη και αυτοσχεδιάζουμε, αθώα τάχα, ενώ στην πραγματικότητα όλη αυτή η αβελτηρία μας σχετίζεται –ας είμαστε ειλικρινείς– με βιαστικές αποφάσεις που έπονται, με κρίσιμα λάθη και τα παρόμοια, γι’ αυτό κι οι πιο έμπειροι εξ ημών στη ζωή δηλώνουν συντηρητικοί και ιδιαιτέρως επιφυλακτικοί με τα σεργιανίσματα σε μια πόλη σαν την Αθήνα, κάποιοι μάλιστα δεν ξεμυτίζουν καν.



Πρέπει εδώ να σας πω ότι είμαι σκληρόπετσος κι εγωιστής και ότι δύσκολα συνδέομαι με τους ανθρώπους, σε αντιστάθμισμα όμως, αν μπορεί κανείς να το πει έτσι, διατηρώ μια ευαισθησία για τα ίχνη και τ’ απομεινάρια τους, τα οποία με αγγίζουν περισσότερο από τους ίδιους και τα παίρνω για ζωντανά, από ταμπακέρες μέχρι δόντια, κι η σάρκα που χαλάει κάθε μέρα έχει μια τέτοια επίδραση επάνω μου, ρυτίδες, διπλοσάγονα, ζάρες και κοιλιές με συγκινούν περισσότερο απ’ τους ανθρώπους που τις κουβαλούν, αυτοί παραμένουν από αδιάφοροι έως απεχθείς, γενικώς νομίζω πως η οικειότητα αναβλύζει απ’ τις πληγές κι απ’ την αναμονή των πληγών. Ίσως γι’ αυτό στο Μουσείο Προπλασμάτων με υποδέχθηκαν ενθουσιωδώς κι εν χορώ συφιλιδικά εξανθήματα, φαγεδαινικά έλκη του αιδοίου, φλεγμονές των όρχεων, γάγγραινες της ακροποσθίας, ψευδείς ερμαφροδιτισμοί και φοβεροί λύκοι ελεφαντιακοί, μια συλλογή καμωμένη με φροντίδα και λεπτομέρεια ώστε ν’ ανταγωνίζεται τα δερματικά αίσχη της Μητέρας Φύσης, εκατοντάδες κέρινα μέλη τεμαχιστά και κεφάλια αληθοφανή όσο το δέρμα που με περικλείει και το κεφάλι που κουβαλώ, μύτες τερατώδεις με οσμίζονταν, χείλη σκασμένα μειδιούσαν και παραμορφωμένοι κώλοι ανοίγονταν απαθανατισμένοι γλυπτικά, προϊόντα μιας τέχνης λησμονημένης που δεν έχουμε την ανάγκη της πια, έτσι νομίζουμε οι αδαείς, κι ας υπήρξε τέχνη πρωτοπόρος άλλοτε, τότε που η φωτογραφία δεν είχε βρει ακόμη εφαρμογή στην εκπαίδευση των ιατρών κι η διδασκαλία εξαρτιόταν από τη γλυπτική για να καταγράψει τα συμπτώματα των πιο φρικτών παθήσεων και ανωμαλιών. Γιατροί, καλλιτέχνες και ασθενείς στις πιο προηγμένες δερματολογικές κλινικές των αρχών του εικοστού αιώνα συνεργάστηκαν για την κατασκευή τέτοιων προπλασμάτων, συνωμότησαν στο Βερολίνο, στο Παρίσι, στο Τόκιο και στην Αθήνα για να ξεπεράσουν το λεπτό όριο τέχνης κι επιστήμης τοποθετώντας γύψο επί της δερματικής βλάβης και φτιάχνοντας εκμαγεία, απ’ τα οποία προέκυψαν με τη σειρά τους τα κέρινα ομοιώματα, σε κάποια μάλιστα εμφυτεύτηκαν αληθινά μαλλιά και μάτια από γυαλί ή από όστρακα δημιουργώντας ένα γκροτέσκο εικαστικό αποτέλεσμα που αντιστρέφει τη διακοσμητική λογική της αρχαίας νεκρικής μάσκας, δεν προείχε πια η λείανση κι η εξιδανίκευση του προσώπου ενόψει της αιωνιότητας αλλά η έκθεση του πόνου και της παραμόρφωσης εδώ και τώρα. Λέγεται, πως ένας από τους καλλιτέχνες που ειδικεύθηκαν στην κατασκευή τέτοιων προπλασμάτων αφροδισίων και δερματικών παθήσεων, ο Γεώργιος Μητρόπουλος –ο οποίος διαδέχθηκε τον πατέρα του Κ. Χ. Μητρόπουλο, τον καλλιτέχνη που πρώτος συνεργάστηκε με τον δημιουργό του Μουσείου στην Αθήνα, τον Καθηγητή Γεώργιο Φωτεινό– αγάπησε τόσο την ιδιαίτερη εργασία του, ώστε έμενε μέσα στο νοσοκομείο με τους ασθενείς, έχοντας πλήρη συνείδηση της παιδευτικής σημασίας και της ιδιαιτερότητας της αποστολής του, όπως μάλλον θα είχε κι ένας Γάλλος ομότεχνός του, ο πρωτοπόρος Jules Baretta, που επέλεξε συνειδητά να μην αποκαλύψει σε κανέναν τα μυστικά της τέχνης του, σήμερα μοιάζει πράγματι απόκρυφη και αλλόκοτη αυτή η τέχνη των ιατρικών προπλασμάτων, εφόσον πια περιεργαζόμαστε τα αποτυπώματα της ασθένειας γρήγορα και άμεσα για λόγους διαγνωστικούς και επιστημονικούς χωρίς τη μεσολάβηση της τέχνης, ας πούμε εκτυπωμένα σε μια ακτινογραφία ή ένθετα σε μια παρουσίαση Powerpoint, τι να το κάνουμε πια ένα τεχνούργημα κατ’ εικόνα και ομοίωση της βλάβης, τι χρειάζεται όλος ο τρόμος, η φρίκη να βλέπεις ένα φτιαχτό φαγεδαινικό αιδοίο μέσα στις τρεις διαστάσεις του χώρου; Ξεμάθαμε τη σάρκα, ναι την έχουμε ξεμάθει, κάθε μέρα που ξυπνώ σ’ αυτήν την πόλη είναι μια υπενθύμιση ότι ξεμάθαμε το βάθος της σάρκας και το βάρος και τα παθήματά της, όπως ξεμάθαμε να περιπλανιόμαστε στις πληγές των άλλων. Η τέχνη έχει απομακρυνθεί από το πραγματικό σώμα που νοσεί, ξέκοψε απ’ τη φυσική εκδοχή της ασθένειας, ξεθωριάζει σ’ ένα νέφος ψηφιακής αοριστίας, όλα είναι πολύ ασφαλή, γρήγορα και ανώδυνα πια, διότι λησμονιέται μια πολύ αρχαία κι αναγκαία γνώση, πως όσο η ασθένεια παραφυλάει, τόσο σε ωθεί προς το Ωραίο, το Υψηλό και τη Zωή, όπου όλα είναι δυνατά· η τέχνη ξόφλησε όταν οι καλλιτέχνες έπαυσαν να ταλανίζονται από αφροδίσια νοσήματα, διατράνωναν κάποιοι που στις μέρες μας δικαιώνονται πανηγυρικά! Βέβαια, η συνάρτηση της ορμής για ζωή και της ασθένειας ενέπνευσε στους γιατρούς και κάποιους ισχυρισμούς που επ’ ουδενί δεν συζητιούνται σήμερα, ας πούμε πως οι φυματικές γυναίκες είναι ελευθεριάζουσες και λάγνες, επειδή τάχα οι τοξίνες της φυματίωσης χαλαρώνουν την αίσθηση της αιδούς με αποτέλεσμα οι φυματικές να καυλώνουν όσο αρρωσταίνουν και να αίρονται οι αναστολές τους, μια περίεργη θεωρία, αναμφίβολα, απ’ αυτές που βρίσκει κανείς σωρηδόν στην ιστορία της ιατρικής, όμως οι παράξενες θεωρίες ενδέχεται να είναι εσωτερικά συνεπείς, εν προκειμένω η συνέπεια απορρέει εκ του αξιώματος ότι από ένα σημείο και πέρα το σώμα που υποφέρει δεν βοηθιέται με τις ιδέες και την επιστήμη, αλλά σαν εκκρεμές επιστρέφει σε μια πρωταρχική σεξουαλική αστασία απαιτώντας να παραμείνει στη ζωή· ίσως γι’ αυτό κι οι Αμαζόνες ακρωτηρίαζαν τα αρσενικά, όπως διαβεβαιώνει ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, πεπεισμένες καθώς ήταν πως η οδύνη οδηγεί τον λειψό άντρα στη συσσώρευση επιθυμίας και στην παραγωγή σπέρματος ανώτερης ποιότητας, άλλωστε ήταν σε θέση να ισχυριστούν οι Αμαζόνες πως ξέρουν καλά για τι πράγμα μιλάνε, αφού έκοβαν κι αυτές τον δεξιό μαστό τους για να τοξεύουν καλύτερα, η αρτιότητα είναι η ασθένεια, έλεγαν, να την προσέχετε την ξεκομμένη ορθότητα και την αρτιότητα, μήπως δεν βλέπεις πως οι πιο κομψές και ταλαντούχες υπάρξεις κινδυνεύουν να τιλτάρουν πρώτες;



Πλησίασα μια στιβαρή δρύινη βιτρίνα που αποπνέει το κύρος των ιατρικών σχολών της φωτισμένης Εσπερίας. Έντρομος στάθηκα μπρος σε μια φριχτή περίπτωση φίμωσης του πέους και κρεμάμενης ακροποσθίας, δεκαετίες θα ’μενε το όργανο του άντρα χωρίς ιατρική φροντίδα, στην Ελλάδα των αρχών του εικοστού αιώνα η πρόσβαση στην περίθαλψη δεν ήταν διόλου αυτονόητη, ιδίως αν λάβεις υπόψη τις προσφυγικές ροές από τη Μικρασία, οι άνθρωποι μάθαιναν να ζουν με τα έλκη τους, ολόκληρη η ύπαρξη του άντρα εκείνου θα ’χε καταντήσει μια δυσλειτουργία, αναρωτήθηκα πώς θα εκσπερμάτιζε ένα όργανο τόσο κακοφορμισμένο και τι διέξοδο θα ’βρισκε το σπέρμα του, κακορίζικο σπέρμα όπως οι έρωτες που σαπίζουν φασκιωμένοι μες στα χρόνια, τέτοια βλαστήματα τα κρύβουν τα ζευγάρια απ’ τα βλέμματα των χωριανών και των γειτόνων, λες και δεν το ξέρουμε όλοι πως ο έρωτας εκφυλίζεται σ’ ένα βάρος που το κουβαλάς και οφείλεις να ξεχνάς, μόνον κάποιες φορές η τύχη τα φέρνει έτσι και σου χύνεται σε δημόσια θέα ό,τι λησμονείς, τις προάλλες έπεσα πάνω σ’ έναν παλιό μεγάλο μου έρωτα που ‘χει στρουμπουλέψει κι αυτός, πολύ κακοφορμίζουν οι παλιοί έρωτες γι’ αυτό μην εύχεσαι ποτέ να συναντήσεις παλιούς έρωτες, την είδα απ’ το ανοιχτό παράθυρο που καταβρόχθιζε μια μακαρονάδα, απ’ τη μύτη την αναγνώρισα, ήταν εκείνη η μύτη που είχα ερωτευτεί, κατά τ’ άλλα οι ρυτίδες στον λαιμό πλέκονταν με τα μακαρόνια που της ’πέφταν, η γενική χαλαροδερμία μπερδεύει πρόσωπα και πράγματα προς κατανάλωση, κι η βουλιμία επίσης, κι ήταν κι η δική μου αντανάκλαση πάνω της μια ασχήμια, με τ’ αχτένιστα αραιωμένα μου μαλλιά και τη σαμπρέλα στη μέση, ψέλλισα ένα «γεια σας», επειδή η σπάνια συγκυρία μου φάνηκε πως επέβαλλε τον πληθυντικό της ευγενείας και της μεγαλοπρεπείας, μόνον που δεν βρήκα τι άλλο να πω, έμοιαζε κι εκείνη με αυγό δεινόσαυρου κι οι ρυτίδες της στον λαιμό με τους δακτύλιους του Κρόνου, το πρώτο που μας κάνει ο χρόνος είναι να μας στρογγυλεύει και να παίρνει τις γωνίες, πάντως δεν με κοίταξε καν, άφησε τον τρόμο και την περιφρόνησή της να καθαρίσουν για ’κείνην και να κάνουν τη δουλειά τους, ανέκαθεν ήταν γυναίκα της σωματικής επικοινωνίας, όχι σαν κάτι άλλες που χρειάζεται ν’ ανοίξουν το στόμα τους για να σε βρίσουν, «Τώρα ξέρω πώς ένιωσε ο Βαν Γκογκ εκείνη τη μέρα», της είπα κι έφυγα, μια δήλωση δίχως νόημα και αμφιβόλου εγκυρότητος, τ’ ομολογώ, γιατί προφανώς αγαπώ αρκετά τη ζωή για να μην κόψω το αυτί μου, τουλάχιστον για την ώρα, κι έπειτα στις μέρες μας ποιος γεννιέται καμωμένος από τη στόφα της αληθείας για να νιώθει τα χτυπήματα όπως ένας Βαν Γκογκ, στα λόγια μόνον πετάμε διάφορα για εντυπωσιασμό, μελοδραματικά αστροπελέκια που δεν αγγίζουν κανέναν, ένιωθα βέβαια λιγάκι κομμένος, αυτό είναι αλήθεια, θα γινόμουν καλό πρόπλασμα, οι στιγμές που είσαι όλος ένα οίδημα προσφέρονται για να σου φτιάξουν το εκμαγείο γιατί τότε γίνεσαι πιο πολύ αυτός που όντως είσαι και λιγότερο κάποιος άλλος, «πήγαινε για τρέξιμο!» με διέταξα, πήγαινε και τρέχα τώρα όσο είσαι νέος ακόμα, τι νέος δηλαδή που παίζω ήδη στο δεύτερο ημίχρονο της ζωής και βλέπετε πώς τα πάω, τρέχα στη θάλασσα που σου αρέσει, κι όντως πήγα και έτρεξα κυφός ανάμεσα στους γέρους, παρόλο που δεν μπορούσα να σύρω τα πόδια μου, ένιωθα πως μου έραψαν πόδια ελέφαντα τη νύχτα, μήπως γέρασα κι εγώ, ή κάποια γάγγραινα από μέσα, σημειωτέον πως οι γιατροί συνέδεαν τη γάγγραινα με τη συνήθη μου υπερδιέγερση, που τη λέγανε, άλλοτε, synaisthesia sexualis, τα πρόσωπα των γέρων είναι αξιοθαύμαστα, νομίζω. Αντέχουν την πρόσκρουση στην πραγματικότητα.


[ H συνέχεια στο επόμενο ]



Σημείωση: Ευχαριστώ τη διεύθυνση του Μουσείου Προπλασμάτων του Νοσοκομείου «Ανδρέας Συγγρός» για την άδεια να φωτογραφίσω τα εκθέματα και ιδιαιτέρως την υπεύθυνη του Μουσείου, Κυρία Μαίρη Πολυχρονοπούλου, για τις πληροφορίες και την ξενάγηση στον κόσμο του Μουσείου. Το Μουσείο Προπλασμάτων είναι ανοιχτό για το κοινό από Δευτέρα έως Παρασκευή 9.00 – 12.30 και εκτός από τον ιστορικό, διατηρεί ακόμη τον εκπαιδευτικό του χαρακτήρα για μαθητές και φοιτητές παρέχοντας πολύτιμες πληροφορίες για τις δερματοπάθειες και τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα. Βρήκα το περιβάλλον του Μουσείου εξαιρετικό και την πρόσφατη ανακατασκευή του υποδειγματική.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: