Οι στάχτες δεν λογαριάζονται.

Οι στάχτες δεν λογαριάζονται.

«Τι θα έλεγες αργότερα για ένα νυχτερινό περίπατο η μήπως προτιμάς να μείνουμε σπίτι απόψε;» της λέει εκείνος αφηρημένα πλησιάζοντας τον μπουφέ και γεμίζοντας δυο ποτήρια μπράντι.

«Η Κυριακή με την ψεύτικη γαλήνη της μου φαίνεται πάντα τόσο πληκτική», λέει αυτή φορώντας το αισθησιακό βραδινό της φόρεμα.

Τυλίγει τα χέρια της γύρω του και τον τραβά στην αγκαλιά της παθιασμένα.

«Αλλά δεν είναι μόνο αυτό», του ψιθυρίζει στο αυτί με την ζεστή ανάσα της, «δεν ξέρω πώς να στο πω αλλά εδώ και καιρό ένα προαίσθημα, μια υποψία τριγυρίζει βασανιστικά στο μυαλό μου σαν ίσκιος κοφτερός, σαν μαχαίρι».

Αδειάζει με απληστία το ποτήρι ακούγοντας την με προσοχή.

«Μου περνά από το μυαλό ότι δεν είσαι πια εκείνος που ήσουν, κρύβεις ακόμα και από εσένα τον ίδιο τα διλλήματα σου», τα μάτια της εστιάζουν στο πρόσωπο του «με βασανίζει η σκέψη ότι θα με εγκαταλείψεις απροειδοποίητα· ενώ την μια στιγμή είμαστε μαζί, την άλλη σαν να μην τρέχει τίποτα τα ξεχνάς όλα και φεύγεις», συνεχίζει και ο ψίθυρος της μοιάζει με λυγμό.

Έκπληκτος την σφίγγει επάνω του τρυφερά και φιλά τον γυμνό της ώμο.

«Κοίταξε να δεις», της λέει, «αναρωτιέμαι τι εννοείς, αλλά ναι, αν εννοείς ότι ο έρωτας είναι αμφίθυμος, τότε ναι, συμφωνώ ότι βαδίζω μαζί σου με πεισματική βεβαιότητα σαν να ξέρω τι κατεύθυνση παίρνουμε και πού πηγαίνουμε ενώ δεν ξέρω τίποτα· αυτό ισχύει».

Ένα πικρό γέλιο αναβρύζει γάργαρο από τα χείλη της.

«Είτε το πιστεύεις είτε όχι μολονότι νοιώθω ένα σχοινί να με δένει μαζί σου, νομίζω ότι άθελα σου μου στήνεις παγίδα, ότι παρ' όλη την ένταση του παιχνιδιού βρίσκεις τρόπο και όλο με πετάς έξω» συνεχίζει εκείνη.

«Γλυκιά μου, ακούγεσαι ανήσυχη», της λέει, κοιτάζοντάς την διαπεραστικά και αποτραβιέται ανάβοντας τσιγάρο· «είναι δύσκολο να πω ποιος από τους δυο μας βρίσκεται σε πιο αμήχανη θέση, ναι, το τέλος έρχεται ξαφνικά λες και ένας άγνωστος κινεί τα νήματα του έρωτα, τον έχω μάθει αυτόν τον κίνδυνο και τον δέχομαι, αξίζει όμως το ρίσκο έτσι δεν είναι;»

Η φωνή του ηχεί ζωηρά μέσα στο δωμάτιο, ανοίγει το παράθυρο και κοιτάζει την κίνηση στο σταυροδρόμι. Ο ήλιος, έτοιμος να δύσει, βάφει τον ουρανό χρυσοπράσινο σαν μπρούτζο, ο θόρυβος και η φασαρία του δρόμου έρχονται καταπάνω του σαν ζεστή πλημύρα, η πόλη μοιάζει λαμπερό και πολύχρωμο φίδι τεντωμένο πάνω στο ήσυχο γκρι νερό του ποταμού. Αίφνης μένει για δευτερόλεπτα αποσβολωμένος, κολλημένος στο περβάζι ανοιγοκλείνει τα μάτια του με τρόμο, η ανάσα του επιταχύνεται, εκεί στο βάθος του δρόμου φιγούρες γυναικείες σκεπασμένες με εσάρπες που μισοκρύβουν τα πρόσωπα τους καυγαδίζουν και οχλαγωγούν αφηνιασμένες, εξάπτονται σαν αρχαίος χορός με σηκωμένα χέρια και φοβερές κραυγές διεκδίκησης του νεκρού άντρα που αιωρείται από πάνω τους κρεμασμένος από τα καλώδια ηλεκτροδότησης , εκεί ακριβώς στο σημείο που διασταυρώνονται οι τέσσερεις δρόμοι. Χωρίς να βγάλει άχνα, απορώντας με αυτό που βλέπει, η καρδιά του σκιρτά, νοιώθει την αγωνία να δονεί όλη την ύπαρξή του. Χαλαρώνει την γραβάτα του, τραβά μια βαθειά ρουφηξιά από το τσιγάρο του και αναρωτιέται προς στιγμήν αν είναι αλήθεια.

Περνά ένα ολόκληρο λεπτό σαν υπνωτισμένος μέχρι να συνέρθει, ταλαντεύεται, στηρίζεται στον τοίχο νιώθοντας μια αίσθηση ιλίγγου, και μετά «θα ήθελα ένα ποτό ακόμα», ακούει την φωνή του να λέει βραχνά πλησιάζοντας με ασταθές βήμα τον μπουφέ,«ναι, όλα τα πράγματα που αγαπώ είναι τόσο ρευστά…. ο έρωτας πεθαίνει ξαφνικά μόνος του και δεν πρόκειται για στρατηγική κίνηση κανενός από εμάς», επαναλαμβάνει σοβαρός βγάζοντας το σακάκι του, «τι να σου πω», συνεχίζει, «πιστεύω ότι το μυστικό είναι να παραμένεις ρομαντικός στον αιώνα του υλισμού, αν και μερικές φορές θλίβομαι ιδιαιτέρως και αναρωτιέμαι αν μέσα μου υπάρχει αγάπη… είμαι βλέπεις απολύτως μπασμένος στο γεγονός ότι είμαστε μπλεγμένοι στις συμπτώσεις, χωρίς καμία προειδοποίηση η τύχη γυρίζει τα πράγματα ξαφνικά και θα πρέπει να είσαι έτοιμος να αλλάζεις και να γίνεσαι το αντίθετο, ο σκανδαλώδης και εγκληματικός έρωτας μού μαθαίνει ξανά και ξανά το ίδιο πράγμα…»

Νιώθει να την διαπερνά μια ανατριχίλα, το βλέμμα της λάμπει.

«Δε θέλω να τρέχω πίσω σου, να επιμένω μάταια κυνηγώντας τα ενδεχόμενα, ο συγχρονισμός είναι σπάνιος και σχεδόν πάντα μένει μια εκκρεμότητα μαζί σου· πες μου, για πόσον καιρό μπορεί ένας άνθρωπος να είναι έρμαιο στον αέρα; Για πες μου, για έλα στη θέση μου», προσθέτει και απομακρύνεται από κοντά του.

«Δεν περιμένεις να συμβεί κάτι, εσύ το προκαλείς, είναι η διαβολεμένη επιθυμία που ωθεί κάποιον να κάνει κάτι παρ' όλες τις αντιξοότητες», της λέει σκεπτικός· «θυσίες και στάχτες δεν λογαριάζονται», συμπληρώνει κλείνοντάς της το μάτι.

«Διάλεξε επιτέλους!», του φωνάζει εκείνη με απόγνωση τινάζοντας το τσιγάρο της στο πάτωμα, «πάρε μια απόφαση ή τώρα ή ποτέ! Θέλω να σε κρατήσω και ανακαλύπτω ότι δεν μπορώ να κρατήσω τίποτα από αυτά που μου αρέσουν, όλα γλιστρούν από επάνω μου σαν σταγόνες νερού στα τζάμια».

Ύστερα ξαπλώνει στα μαξιλάρια και πνίγοντας κάθε άλλη σκέψη βλέπει τον εαυτό της να γραπώνεται από επάνω του, να σπαράζει μαζί του σαν ζώο ολόγυμνη στο κρεβάτι, ενώ κάτι σαν αερικό, σαν σκιάχτρο, σαν ωχρή, πεινασμένη μορφή με αλλοιωμένα χαρακτηριστικά ψαχουλεύει μέσα στο σκοτάδι τρεκλίζοντας γύρω από το κρεβάτι τους.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: