Μαύρο - μαύρο


εις τού­τον τον αιώ­νιον κα­τά­μαυ­ρον αέ­ρα
Dante Alighieri

Pierre Soulages, Ζωγραφική (74x165 εκ.), 2013
Pierre Soulages, Ζωγραφική (74x165 εκ.), 2013

 

P Sou M 84 002 O 2

Είναι το μαύ­ρο χρώ­μα φτιαγ­μέ­νο από στά­χτες κα­μέ­νης αστρι­κής ύλης και χά­ους,
εί­ναι το μαύ­ρο χρώ­μα ένα με την άβυσ­σο, το χθό­νιο σκο­τά­δι,
εί­ναι το μαύ­ρο συ­νον­θύ­λευ­μα φο­νι­κών λέ­ξε­ων και σκο­τει­νών σιω­πών,
εί­ναι το μαύ­ρο χρώ­μα που σα­γη­νεύ­ει και απο­πλα­νά με την συμ­φυρ­μα­τι­κή συμ­βο­λι­κή του δύ­να­μη τον σε­ξουα­λι­κό λό­γο του homo sexualis,
εί­ναι το μαύ­ρο χιού­μορ που μπο­ρεί να σε κά­νει να κλά­ψεις,
εί­ναι το μαύ­ρο χρώ­μα του μοι­ραί­ου, μυ­στι­κού, κα­τα­ρα­μέ­νου, εκ­μαυ­λι­στι­κού τό­που που αφη­γεί­ται την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα του κα­κού[αν δε­χθού­με τον μα­νι­χαϊ­στι­κό δια­χω­ρι­σμό του κα­κού που αντι­τί­θε­ται στο κα­λό],
εί­ναι ‘’αυ­τός ο μαύ­ρος ου­ρα­νός των αν­θρώ­πων και όχι απλά ζω­γρα­φι­σμέ­νος πά­νω στο τζά­μι­’’ του Samuel Beckett,
εί­ναι η από­κο­σμη ετε­ρό­τη­τα του μαύ­ρου χρώ­μα­τος πί­σω από τις λευ­κές προ­σό­ψεις,
εί­ναι το μαύ­ρο με­τα­ξω­τό φό­ρε­μα της χή­ρας που κρύ­βει τον κρυ­φό ανα­βρα­σμό της σάρ­κας της,
εί­ναι το μπρο­στι­νό μαύ­ρο σα­λό­νι του πα­λιού ξε­νο­δο­χεί­ου με τις σκι­σμέ­νες μαύ­ρες τα­πε­τσα­ρί­ες, εκεί που το βρά­δυ συ­να­ντώ­νται και φλυα­ρούν πε­λά­τες με πυ­ρε­τώ­δη, άπλη­στα μά­τια δια­λέ­γο­ντας πόρ­νες,
εί­ναι τα σα­πι­σμέ­να μαύ­ρα δό­ντια του με­θυ­σμέ­νου γέ­ρου ζη­τιά­νου στο πε­ζο­δρό­μιο όταν χά­σκει ανα­θε­μα­τί­ζο­ντας την μαύ­ρη μοί­ρα του,
εί­ναι τα κα­τά­μαυ­ρα μαλ­λιά του πα­τέ­ρα μου κολ­λη­μέ­να με αστρα­φτε­ρή μπρι­για­ντί­νη,
εί­ναι οι ανά­γλυ­φες μαύ­ρες ρα­βδώ­σεις και η λαν­θά­νου­σα φω­τει­νό­τη­τα των μαύ­ρων απτι­κών καμ­βά­δων του μαιτρ του μαύ­ρου Pierre Soulages,
εί­ναι τα μαύ­ρα φω­τει­νά βέ­λη της ρε­κλά­μας που ανα­βο­σβή­νουν εκ πε­ρι­τρο­πής,
εί­ναι η σκο­τει­νή δί­νη ενός ασά­λευ­του εφιάλ­τη μου με έναν άν­δρα που πο­ζά­ρει κα­μα­ρω­τός φο­ρώ­ντας μαύ­ρο άνε­το κο­στού­μι κρύ­βο­ντας έντε­χνα ένα ψεύ­τι­κο μέ­λος,
εί­ναι το μαύ­ρο χρώ­μα της ανταρ­σί­ας, της προ­δο­σί­ας, της εκ­δί­κη­σης,
εί­ναι οι μαύ­ροι δεί­κτες του εκ­κρε­μούς που γλι­στρούν από το ένα μαύ­ρο νού­με­ρο στο άλ­λο στε­νεύ­ο­ντας τις προ­ο­πτι­κές μου,
εί­ναι οι μαύ­ροι ξε­ρα­μέ­νοι λε­κέ­δες από το αί­μα της γυ­ναί­κας στα κόκ­κι­να κα­θί­σμα­τα της Φορντ,
εί­ναι το μαύ­ρο σμό­κιν που το συν­δυά­ζεις με ένα μο­νόκλ με μαύ­ρο σκε­λε­τό όταν εί­σαι προ­σκε­κλη­μέ­νος σε αρι­στο­κρα­τι­κά σα­λό­νια,
εί­ναι η μαυ­ρί­λα του βί­αιου και εγκλη­μα­τι­κού κό­σμου,
εί­ναι οι μαύ­ροι κύ­κλοι γύ­ρω από τα μαύ­ρα μά­τια της, οι μαύ­ρες ψεύ­τι­κες βλε­φα­ρί­δες και οι μι­κρές ρυ­τί­δες εξα­σκη­μέ­νης ει­ρω­νεί­ας,
εί­ναι το μαύ­ρο αι­λου­ροει­δές που ορ­μά σαν σα­ΐ­τα στον βρά­χο και αρ­πά­ζει στα δό­ντια του την ανυ­πο­ψί­α­στη μαύ­ρη σαύ­ρα,
εί­ναι η μαύ­ρη εξω­τι­κή χο­ρεύ­τρια του κα­μπα­ρέ μέ­σα στο κα­μα­ρί­νι της φο­ρώ­ντας τις μαύ­ρες με­τα­ξω­τές κάλ­τσες της,
εί­ναι το μαύ­ρο με­λό­δρα­μα της ζω­ής μου,
εί­ναι η εγ­γε­νής επι­νοη­τι­κό­τη­τα του μαύ­ρου που δεν υπο­λο­γί­ζει τί­πο­τα — αδια­φο­ρεί για την λευ­κό­τη­τα σαρ­κά­ζο­ντας την αγνό­τη­τα της,
εί­ναι το μαύ­ρο χρώ­μα της πορ­νο­γρα­φι­κής εκτρο­πής, του φε­τι­χι­στι­κού πά­θους, των σα­δο­μα­ζο­χι­στι­κών σχέ­σε­ων, των από­κρυ­φων επι­θυ­μιών, των δια­στρο­φών,
εί­ναι το μαύ­ρο δά­κρυ και τα ανα­φι­λη­τά της ανέ­ρα­στης γριάς παρ­θέ­νας τις νύ­χτες στο κρε­βά­τι της,
εί­ναι τα μαύ­ρα δα­ντε­λω­τά γυ­ναι­κεία εσώ­ρου­χα που εξά­πτουν την φα­ντα­σία απο­σιω­πώ­ντας έτσι την έλ­λει­ψη στο γυ­ναι­κείο σώ­μα,
εί­ναι η μαύ­ρη επο­χή του πέν­θους, της απώ­λειας και των δα­κρύ­ων της μαύ­ρης εντέ­λειας του θα­νά­του,
εί­ναι ένα μαύ­ρο τσούρ­μο από μαύ­ρες σκέ­ψεις που με έχουν βά­λει στο μά­τι και με κα­τα­διώ­κουν,
εί­ναι το κα­τά­μαυ­ρο σκο­τά­δι που κοι­τά­ζω με τρό­μο έξω από το μι­κρό πα­ρά­θυ­ρο του αε­ρο­πλά­νου μό­λις ο κυ­βερ­νή­της αναγ­γέλ­λει ανα­γκα­στι­κή προ­σγεί­ω­ση,
εί­ναι το εβέ­νι­νο κο­ντά­ρι που προ­ϋ­πο­θέ­τει άσπρα γά­ντια και δυ­να­τά χέ­ρια,
εί­ναι το μαύ­ρο μπου­ντρού­μι με τους μαύ­ρους αρου­ραί­ους που τον έρι­ξαν για να με­τα­νο­ή­σει,
εί­ναι ο μαύ­ρος ορί­ζο­ντας σε αντί­θε­ση με το κοκ­κι­νω­πό φέγ­γος της μη­τρό­πο­λης τα με­σά­νυ­χτα,
εί­ναι το μαύ­ρο αν­θρώ­πι­νο κου­φά­ρι που πε­τά­χτη­κε εκεί­νη την νύ­χτα με ορ­μή από το κα­τά­στρω­μα και βυ­θί­στη­κε στα μαύ­ρα νε­ρά της θά­λασ­σας,
εί­ναι η πίσ­σα και η απαν­θρα­κω­μέ­νη γη,
εί­ναι το μαύ­ρο κι­γκλί­δω­μα πά­νω στο οποίο έπε­σε το μαύ­ρο αυ­το­κί­νη­το με έμε­να μέ­σα,
εί­ναι το μαύ­ρο του νο­ή­μα­τος και το μαύ­ρο της ύλης,
εί­ναι η μαύ­ρη κου­βέρ­τα που σκε­πά­ζει το γυ­μνό πτώ­μα της νε­α­ρής ξαν­θιάς γυ­ναί­κας άγνω­στων στοι­χεί­ων κά­τω από την γέ­φυ­ρα,
εί­ναι αυ­τή η μαύ­ρη νύ­χτα που θα μπο­ρού­σε να εξε­λι­χτεί σε κά­τι συ­ναρ­πα­στι­κό ανά­με­σά μας μα ξη­μέ­ρω­σε απρό­βλε­πτα,
εί­ναι η πει­ρα­τι­κή ση­μαία,
εί­ναι τα κάρ­βου­να σβη­στά και αναμ­μέ­να πά­νω στα όποια κά­θο­μαι,
εί­ναι η μαύ­ρη αλή­θεια που υπο­βό­σκει ανά­με­σα σε πα­ρα­πλα­νη­τι­κούς η εσφαλ­μέ­νους συ­σχε­τι­σμούς στοι­χεί­ων,
εί­ναι η μαυ­ρί­λα της πί­κρας,
εί­ναι «το κα­τά­μαυ­ρο διά­στη­μα με σαπ­φεί­ρι­να άστρα» του Νά­νου Βα­λα­ω­ρί­τη,
εί­ναι μια μαύ­ρη κουκ­κί­δα στο μυα­λό μου εν­σάρ­κω­ση πα­λιάς ένο­χης πρά­ξης που πά­ντα αμ­φι­βάλ­λω αν υπήρ­ξε πράγ­μα­τι,
εί­ναι το υπο­βλη­τι­κό μαύ­ρο θε­α­τρι­κό σκη­νι­κό με την ευ­φά­ντα­στη ατμό­σφαι­ρα του κά­τω κό­σμου,
εί­ναι η μαύ­ρη νο­σταλ­γία που με παίρ­νει ξω­πί­σω σαν μαύ­ρο σκυ­λί και με πιά­νει κά­τι σαν μαύ­ρη απελ­πι­σία,
εί­ναι η με­γά­λη μαύ­ρη λί­στα των ποι­νι­κών αδι­κη­μά­των,
εί­ναι τα μου­τζου­ρω­μέ­να με μαύ­ρο με­λά­νι πε­πραγ­μέ­να της ζω­ής μου, οι χει­ρα­ψί­ες, τα φι­λιά, - όλα αυ­τά με τις αντί­στοι­χες ημε­ρο­μη­νί­ες, σε μια κου­ρε­λια­σμέ­νη σε­λί­δα χω­μέ­νη στην μαύ­ρη τσέ­πη του πα­ντε­λο­νιού μου,
εί­ναι η υπε­ρο­ψία και αδιαλ­λα­ξία του μαύ­ρου σε αρ­χέ­γο­νη δια­μά­χη με την παρ­θε­νία και αθω­ό­τη­τα του λευ­κού,
εί­ναι το μαύ­ρο αστέ­ρι σύμ­βο­λο αυ­το­νο­μί­ας,
εί­ναι το μαύ­ρο χρώ­μα της δια­φθο­ράς, της πα­ρα­νο­μί­ας, της συ­νο­μω­σί­ας,
εί­ναι η μαύ­ρη μα­γεία,
εί­ναι το μαύ­ρο τα­τουάζ με την τρί­αι­να πά­νω στην λευ­κή τρυ­φε­ρή σου σάρ­κα,
εί­ναι ‘’το μαύ­ρο τε­τρά­γω­νο­’’ εμ­βλη­μα­τι­κός πί­να­κας του Kasimir Malevich,
εί­ναι το μαύ­ρο πε­ρί­στρο­φο που τι­νά­ζε­ται απα­νω­τά σε κά­θε πυ­ρο­βο­λι­σμό,
εί­ναι το μαύ­ρο πέν­θος κά­ποιας χα­μέ­νης μα­κρι­νής Εδέμ που κου­βα­λά­με αιω­νί­ως μέ­σα μας,
εί­ναι το μαύ­ρο φαρ­μά­κι που στά­ζει η γλώσ­σα και ού­τω κα­θε­ξής.

Kazimir Malevich, «Μαύρο τετράγωνο», λάδι σε καμβά  (90 Χ 80 εκ.), 1924
Kazimir Malevich, «Μαύρο τετράγωνο», λάδι σε καμβά (90 Χ 80 εκ.), 1924

 

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: