Το υπερ- και το μετα-

Πιέρ Σουλάζ: « Άτιτλο»
Πιέρ Σουλάζ: « Άτιτλο»






Τα προ­θέ­μα­τα υπερ-, με­τα- στην σύγ­χρο­νη γλώσ­σα εγεί­ρουν ερω­τή­μα­τα και υπαι­νιγ­μούς. Αμ­φό­τε­ρες ελ­λη­νι­κές λέ­ξεις απο­τε­λούν το λαϊ­τμο­τίφ της επο­χής μας με νε­ο­λο­γι­σμούς που δί­νουν στα πρώ­τα νο­ή­μα­τα άλ­λες ση­μα­σί­ες και υπο­νο­ού­με­να. Μπο­ρού­με να πού­με ότι ιστο­ρι­κά στην πα­γκό­σμια γλώσ­σα προη­γή­θη­κε το υπερ- και ακο­λού­θη­σε το με­τα-, ενώ με αυ­ξα­νό­με­νη συ­χνό­τη­τα τα συ­να­ντού­με πλέ­ον εί­τε αυ­τό­νο­μα ως επί­θε­τα, εί­τε σε σύν­θε­τες λέ­ξεις και ως hyper, meta, post, ad, outre. Δε­δο­μέ­νου ότι πο­λι­τι­σμι­κά εί­μα­στε κλω­νο­ποι­η­με­νοι, πρό­κει­ται για ένα νέο λά­κτι­σμα στην γλώσ­σα η οποία άλ­λω­στε αντέ­χει ανα­πλά­σεις, με­τα­τρο­πές και δια­με­σο­λα­βή­σεις.
Στην κουλ­τού­ρα της υπερ­βο­λής και του άμε­τρου στην οποία αιω­ρού­μα­στε, ένα ιδε­ο­λη­πτι­κό état d' esprit αρ­θρώ­νει εκτα­τι­κές επι­θυ­μί­ες υπερ- και με­τα-, πό­θους υπέρ­βα­σης, διό­γκω­σης, επι­τά­χυν­σης, απλη­στί­ας αμε­σό­τη­τας. Πράγ­μα­τι εύ­κο­λα μα­ντεύ­ου­με ότι κά­τω από την μά­σκα της όψι­μης νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τας εί­ναι οι νο­ή­μο­νες μη­χα­νές αυ­τές που εγ­γυώ­νται ότι όλα εδώ εί­ναι απτά, σε αφθο­νία και τέ­λεια ορ­γά­νω­ση και αν απλώ­σεις το χέ­ρι προ­σφέ­ρο­νται αφει­δώς συ­ναρ­πα­στι­κές απο­λαύ­σεις πλη­ρό­τη­τας εαυ­τού.
Ο απρό­σκο­πτος όμως αυ­τός κομ­φορ­μι­σμός προ­κα­λεί συγ­χρό­νως και κο­ρε­σμό νοη­μά­των και δια­λο­γι­σμών. Δεν υπάρ­χει πλέ­ον ανά­γκη προ­σφυ­γής του υπο­κει­μέ­νου σε κά­ποιο ανα­στο­χα­σμό και εσω­στρέ­φεια, το βλέμ­μα δεν αρ­κεί­ται σε συμ­βο­λι­κά συ­στή­μα­τα αξιών αλ­λά εκτεί­νε­ται μα­κριά όσο πιά­νει το μά­τι και πα­ρα­πέ­ρα, κα­θώς η και­νούρ­για επαυ­ξη­μέ­νη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα της τε­χνο­λο­γί­ας και των κα­το­πτρι­κών ει­δώ­λων, η υπερ­πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, μας πα­ρα­σύ­ρει στην δρά­ση, μας γοη­τεύ­ει και μας υπερ­κα­λύ­πτει. Απο­τε­λεί η ίδια ξε­πέ­ρα­σμα ακό­μα και αυ­τής της υπερ­βα­τι­κό­τη­τας. Αν απο­δε­χτού­με αυ­τήν την ει­ρω­νεία, αυ­τόν τον ηθι­κά απα­ρά­δε­κτο κυ­νι­σμό που λέ­ει ότι δεν έχου­με πλέ­ον να ονει­ρευό­μα­στε τί­πο­τα για­τί τα έχου­με όλα, κα­τα­νο­ού­με ότι τό­σο το υπερ- όσο και το με­τα- στην επι­κοι­νω­νια­κή σκη­νή του διαρ­κώς και άρ­δην με­τα­βαλ­λό­με­νου πε­δί­ου της νέ­ας τά­ξης πραγ­μά­των, εί­ναι δυ­νη­τι­κά δι­φο­ρού­με­να και αμ­φί­ση­μα. Ενώ ερεί­δο­νται σε ένα πρί­σμα αυ­το­α­να­φο­ράς και αυ­το­γνω­σί­ας του ση­μαι­νό­με­νου [η αυ­το­α­φή­γη­ση πχ. εί­ναι ένα με­τα – θέ­μα], εξω­θούν την ση­μα­σία του στα άκρα κρα­τώ­ντας ανοι­χτά τα νοη­μα­τι­κά όρια υπε­ρά­νω και πέ­ραν σε μια δι­φο­ρού­με­νη μορ­φή ρε­α­λι­σμού, χω­ρίς τε­λι­κό­τη­τα ,χω­ρίς φι­νά­λε και ολο­κλή­ρω­ση και χω­ρίς να απο­κλεί­ουν μια ανώ­νυ­μη προ­ο­πτι­κή αρ­νη­τι­κό­τη­τας που έχει σύμ­πτω­μα την ρή­ξη βε­βαιο­τή­των και εν­δε­χό­με­νες δυ­στο­πί­ες και κιν­δύ­νους.
Μή­πως όμως το υπερ- και πέ­ραν εί­ναι εγ­γε­νώς απε­ριό­ρι­στα; Όταν λέ­με ότι η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα εί­ναι υπερ­πραγ­μα­τι­κή εν­νο­ού­με κατ αρ­χήν ότι ο πραγ­μα­τι­κός κό­σμος εί­ναι όντως πραγ­μα­τι­κός, κά­νο­ντας όμως στρο­φή στο με­τά του χρό­νου, δια­στέλ­λο­ντας τα όρια, μια επαυ­ξη­μέ­νη αδια­φα­νής πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, μια θε­ω­ρη­τι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα απλώ­νε­ται ad infinitum σε εναλ­λα­κτι­κά δί­κτυα δε­δο­μέ­νων επό­με­νων γε­νε­ών. Η συ­νε­χής διέ­γερ­ση και επα­γρύ­πνη­ση που μας προ­κα­λεί αυ­τό το προ­βά­δι­σμα της δια­στο­λής των ορί­ων απο­κα­λύ­πτει έλ­λει­ψη συ­γκί­νη­σης με τα ιδε­ώ­δη της ηδο­νι­στι­κής κουλ­τού­ρας μας. Θέ­λου­με να ζή­σου­με μια ζωή πέ­ρα από αυ­τό που εί­ναι τώ­ρα δυ­να­τόν, κυ­νη­γά­με με αλα­ζο­νεία εξω­πραγ­μα­τι­κές πα­ραλ­λα­γές του πε­ρισ­σό­τε­ρου ή και του με­τα- σε μορ­φές ζω­ής που δεν έχουν ακό­μα όνο­μα.

Πιέρ Σου­λάζ, «Άτι­τλο» [πέ­ραν του μαύ­ρου]




Ανα­φέ­ρω δειγ­μα­το­λη­πτι­κά με­ρι­κά πα­ρα­δείγ­μα­τα λέ­ξε­ων με πρό­θε­μα υπερ- και με­τα- μέ­σα από ένα γλωσ­σι­κό τρά­βε­λινγκ:

Υπερ­πα­ρα­γω­γή, υπε­ρη­χη­τι­κός, υπερ­πλη­θω­ρι­σμός, υπερ­δι­κτύ­ω­ση, υπερ­προ­ϊ­όν, υπερ­χώ­ρος, υπερ­σύ­μπαν, υπε­ρα­νά­πτυ­ξη, υπε­ρά­νο­σο, υπε­ρορ­θο­λο­γι­κός, υπε­ρα­ντα­πό­κρι­ση, υπερ­μο­λυ­σμα­τι­κό­τη­τα, υπε­ρα­ντα­γω­νι­στι­κός, υπερ­κει­με­νι­κός, υπερ­σύν­δε­σμος, υπερ­τε­χνο­λο­γία, υπε­ρε­στί­α­ση, υπερ­θε­α­τό­τη­τα, υπε­ρα­γο­ρά, υπε­ρε­μπό­ρευ­μα, υπε­ρα­ντι­στάθ­μι­ση, υπερ­πλη­ρο­φό­ρη­ση κ.λπ.

όπως και

με­τα­γλώσ­σα, με­τα­δε­δο­μέ­να, με­τα­μνή­μη, με­τα­κρι­τι­κή, με­τα­γνώ­ση, με­τα­ε­πι­στή­μη, με­τα­θε­ω­ρία, με­τα­λό­γος, με­τα­μή­νυ­μα, με­τα­συ­ναί­σθη­μα, με­τα­κα­νό­νας, με­τα­θε­ώ­ρη­μα, με­τα­μο­ντέ­λο, με­τα­ε­πι­κοι­νω­νία, με­τα­κα­τα­νά­λω­ση, metaverse, με­τα­α­νά­λυ­ση, postinternet, Meta [ το επί­ση­μο όνο­μα του facebook] κ.λπ.

Το υπερ- και το με­τα- επη­ρε­ά­ζουν ρι­ζι­κά και μοι­ραία με την πρά­ξη του ομι­λείν και φα­ντά­ζε­σθαι την τρο­πι­κό­τη­τα του ασυ­νεί­δη­του, τό­σο του ομι­λη­τή όσο και του δέ­κτη.

Στον χώ­ρο της ψυ­χα­να­λυ­τι­κής λα­κα­νι­κής άπο­ψης η υπέρ­βα­ση της από­λαυ­σης πέ­ραν της αρ­χής της ηδο­νής δεν εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρη ηδο­νή αλ­λά πό­νος, ‘’ο­δυ­νη­ρή ηδο­νή­’’, αφού το υπο­κεί­με­νο μπο­ρεί να αντέ­ξει μό­νο συ­γκε­κρι­μέ­νο εύ­ρος της. Αλ­λά και στον ει­κα­στι­κό χώ­ρο συ­να­ντού­με το με­τα- ως outre- στην πε­ρί­πτω­ση του Pierre Soulages, του εμ­βλη­μα­τι­κού Γάλ­λου ζω­γρά­φου μετρ του μαύ­ρου χρώ­μα­τος και του λυ­κό­φω­τος, που στις αρ­χές του 1979 ονό­μα­σε την νέα απο­κα­λυ­πτι­κή σει­ρά έρ­γων του outrenoir [πέ­ραν του μαύ­ρου]. Συν­θέ­σεις αφαι­ρε­τι­κές που με την μα­ε­στρία του καλ­λι­τέ­χνη το ultra noir απο­κτά φω­τει­νό­τη­τα, απη­χεί τις αντα­να­κλά­σεις του μαύ­ρου που πο­τέ δεν εί­ναι απο­λύ­τως μαύ­ρο , εξαρ­τά­ται από την ύλη της επι­φά­νειας που εί­ναι απλω­μέ­νο όπως και από το πε­ριρ­ρέ­ον φως το οποίο άλ­λω­στε απορ­ρο­φά και στην συ­νέ­χεια δια­χέ­ει. Χρη­σι­μο­ποιώ­ντας το πρό­θε­μα outre- ο Pierre Soulages εστιά­ζει σε έναν με­τέ­πει­τα άυ­λο χώ­ρο όπου ολο­κλη­ρώ­νο­νται οι ιλου­ζιο­νι­στι­κές απο­χρώ­σεις και τα δια­κρι­τι­κά υπο­στρώ­μα­τα του μαύ­ρου. Ο θε­α­τής των έρ­γων του εμ­βυ­θί­ζε­ται σε ένα φα­ντα­σια­κό το­πίο που βρί­σκε­ται πέ­ραν, εκεί που το μυ­στι­κό φως του μαύ­ρου οπτι­κο­ποιεί­ται μέ­σα από σκιές.
Τε­λι­κά οι λέ­ξεις κλει­διά υπερ- και με­τα- δη­λώ­νουν πά­θος για το μέλ­λον μιας ου­το­πί­ας που στο εξής ξε­τυ­λί­γε­ται με τρό­πο ανε­παί­σθη­τα αδιά­φο­ρο προς εμάς;

Τι υπάρ­χει με­τά τον χι­μαι­ρι­κό ορί­ζο­ντα του υπερ- και του με­τα-;

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: