Μικρή κλίμακα: Χαρίκλεια Πανουτσοπούλου, Θοδωρής Ρακόπουλος, Χρυσόστομος Τσαπραΐλης

H στήλη αυτή προτείνει κάθε μήνα σε τρεις-τέσσερις συγγραφείς μια λέξη ή φράση που θα αποτελεί τον τίτλο ή θα εμπεριέχεται σε ένα αδημοσίευτο πεζό κείμενό τους (έως 250 λέξεις). Ενίοτε θα δίνεται και μη ρηματική ιδέα συγγραφής. Στόχος της στήλης είναι αφενός να δημιουργηθεί μια δεξαμενή συλλογής πρωτογενούς υλικού και αφετέρου μια εν προόδω χαρτογράφηση της ελληνικής περίπτωσης στο τοπίο της σύγχρονης ελληνικής μικρομυθοπλασίας.

Στους τρεις συγγραφείς αυτού του τεύχους έχει δοθεί η λέξη:
«Σάββας».

Μικρή κλίμακα: Χαρίκλεια Πανουτσοπούλου, Θοδωρής Ρακόπουλος, Χρυσόστομος Τσαπραΐλης

Ο δόκτωρ

Ο Σάββας Schimmel, γεννηθείς εν Ελλάδι εν έτει 1852, υιός του Γερμανού βαρόνου von Schimmel και Ελληνίδος μητρός, εκ παιδικής εισέτι ηλικίας παρουσίασεν έμφυτον κλίσιν εις την ιατρικήν. Μετέβη δια σπουδάς εις Βερολίνον, όπου ανηγορεύθη διδάκτωρ ιατρικής δι εναισίμου διατριβής, υπό τον τίτλον Περί της στρυχνίνης εις την Φαρμακολογίαν.
Επιστρέψας εις τα πάτρια εδάφη, διετέλεσεν πρόεδρος Εθνικού Ιατρικού Συμβουλίου επί σειράν ετών, περιεβλήθη υπό της ακαδημαϊκής χλαμύδος, εξέδωσεν δε λίαν επιτυχώς πλείστα συγγράμματα, εις τα οποία εκθειάζει τας σπανίας θεραπευτικάς ιδιότητας της στρυχνίνης εις τον ανθρώπινον οργανισμόν. Η στρυχνίνη εθεωρείτο μέχρι τούδε άχρους, κρυσταλλίνη ουσία της οικογενείας των στρυχνοειδών, σφοδρότατον δηλητήριον εις απειροελαχίστας ακόμη δόσεις, προκαλόν αναστολήν της αναπνευστικής και καρδιακής λειτουργίας, παραλυσίαν και τέλος επώδυνον θάνατον.
Η ανακοίνωσις της μελέτης του εθεωρήθη μείζον επιστημονικό γεγονός και άριστον εφόδιον δια τους μεταγενεστέρους επιστήμονας, παρ' ότι ορισμένοι δύσπιστοι ήγειραν αμφιλεγομένας αντιρρήσεις. Εν ολίγοις ο δόκτωρ ισχυρίζεται ότι η στρυχνίνη, υπό μορφήν σταγόνων και εις τας ενδεδειγμένας δόσεις, δρα ως παυσίπονον ψυχικών και σωματικών αλγών, αντιπυρετικόν, αντιγηραντικόν, εξόχως αποτελεσματικόν εις περιστατικά μαλακύνσεων των υποφλοιωδών περιοχών του εγκεφάλου. Συνιστάται επίσης ανεπιφυλάκτως, υπό μορφήν αλοιφής, δια την εξαφάνισιν επιδερμικών ερυθημάτων νεογνών, εφαρμοζόμενη in situ τρις ημερησίως, ενώ, ωσαύτως, πέντε σταγόνες εκχυλίσματος στρυχνίνης ως αφέψημα, αποτελεί δοκιμαστικήν πράξιν, προκειμένου περί εξακριβώσεως αναποδείκτου ενοχής των εγκληματιών. Ο υποτιθέμενος ως ένοχος εγκλήματος, σημειώνει ο δόκτωρ, αλλά μη αποδεικνυόμενος ως τοιούτος, ποτίζεται δια του αφεψήματος και εάν μεν αποθάνει θεωρείται ένοχος, εάν όχι ανακηρύσσεται αθώος.

Χαρίκλεια Πανουτσοπούλου

Μικρή κλίμακα: Χαρίκλεια Πανουτσοπούλου, Θοδωρής Ρακόπουλος, Χρυσόστομος Τσαπραΐλης

Στο χωριό των Μαρωνιτών

Απέναντι από την κεντρική εκκλησία (το χωριό είχε άλλες δύο), του Μαρ Γεωργίου, είναι η ταβέρνα «Γιάννης». Είχε 34 βαθμούς Κελσίου και στις δύο μεριές της χώρας. Αυτή, βέβαια, είναι η τρίτη. Υπάρχουν στο νησί δύο τουλάχιστον πατρίδες, κι ανάμεσά τους, αναποφάσιστος, ο Λίβανος. Βάλε και το ίδιο το νησί μέσα, την πραγματική πατρίδα, λέω στον Γιάννη (όχι τον ταβερνιάρη, τον φίλο που μαζί ταξιδεύαμε), γίνονται τέσσερις. Με κοίταξε βαριεστημένα, με ιδρωμένο βλέμμα, περιμένοντας το κλικ, στημένος για αναμνηστική μπροστά στη φασάντ της εκκλησίας.
Χωθήκαμε στη δροσιά του μόνιμου έαρ κοντίσιο της ταβέρνας. Προσέχουμε το αφεντικό, καπνίζει ενώ μιλάει ελληνικά στη σερβιτόρα. Από τα ηχεία ακούγεται μακρόσυρτα, αποδομένος από κασέτα μάλλον, ένας νεαρός Μητροπάνος. Στις τέσσερις ώρες που καθίσαμε, η μουσική πέρασε όλη την καριέρα του, ως το θάνατο. Στους τοίχους εικόνες από διάφορους Μαρ, και για κάποιον λόγο τον ορθόδοξο αλλά λεβαντίνο Άγιο Σάββα. Τα λείψανά του βρίσκονται στη Δυτική Όχθη, είπα στον Γιάννη. Ράψ' το και λίγο, μου απάντησε.
Η σερβιτόρα είναι αυτό που λέμε στα κυπριακά τόπακας, γέννημα θρέμμα. Στον υπαίθριο αλλά σκεπασμένο χώρο (ένεκα το έαρ κοντίσιο), πέντε τραπέζια, όλα γεμάτα: Τουρκοκύπριοι και, κρίνουμε από τις προφορές, κυρίως Τούρκοι.
Λέμε «καλημέρα», στα καλαμαρίστικα. Η κοπέλα μας απαντάει στ’ αγγλικά, αφήνει το μενού. Επιστρέφει μετά δέκα λεπτά. Λέω, εντωμεταξύ, στον Γιάννη, για την πολυγλωσσία των ντόπιων – μου κάνει σήμα να το βουλώσω.
Η σερβιτόρα έρχεται, «Γεια σας και πάλι», λέμε. Μας το ξεκαθαρίζει: «Εγώ μιλώ αγγλικά, αραβικά, τούρκικα. Τι θα πάρετε;»

Θοδωρής Ρακόπουλος

Μικρή κλίμακα: Χαρίκλεια Πανουτσοπούλου, Θοδωρής Ρακόπουλος, Χρυσόστομος Τσαπραΐλης

Καρκινική γραφή

Ο Σάββας γεννήθηκε νεκρός στη σκιά του Νοέμβρη. Την επόμενη νύχτα όλη η γειτονιά μαζεύτηκε στην ταράτσα της τετραώροφης πολυκατοικίας με την ξύλινη, βωβή καμπάνα. Σχημάτισαν με λευκά κεράκια έναν αντικατοπτρισμό του αστερισμού του Ωρίωνα και οι γονείς πέρασαν το πεθαμένο νεογέννητο πάνω από τις φλόγες, τραγουδώντας ύμνους από την Οδησσό. Έπειτα μαζεύτηκαν όλοι στην ανατολική πλευρά της ταράτσας, εκεί που πέρναγε η συνονόματη του Σάββα οδός. Είχαν μια τερατώδη γλάστρα όπου σιωπούσε ένας μανδραγόρας με καταπράσινα φύλλα στιλπνά. Μέσα της έθαψαν τον μικρό Σάββα. Με το που σάλεψε η πρώτη ακτίνα του ηλίου, σπρώξανε όλοι μαζί τη γλάστρα διακόσια κιλά κεραμικά και χώμα και κρύα σάρκα, στο κεφάλι ενός περαστικού με ξανθά μαλλιά και θαμπές ρυτίδες. Τον ανέβασαν γοργά στην κορυφή του κτηρίου και τον έπλυναν με ένα ραβδωτό πράσινο λάστιχο. Οι γονείς του Σάββα έβαλαν τον νεκρό περαστικό ανάμεσά τους και τον πίεσαν απότομα, όπως αυτόν που πνίγεται από σταφύλι, μέχρι που πήρε μια βαθιά ανάσα. Το επόμενο καλοκαίρι τον βάπτισαν Σάββα σε εκείνη την ταράτσα, κι οι ρυτίδες του είχαν βρει τη λάμψη τους.

Χρυσόστομος Τσαπραΐλης

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: