Μικρή Κλίμακα: Παναγιώτης Παγιάτης, Τζακ Πορτόνι, Ροζαλί Σινοπούλου

¤¦ H στήλη αυτή προτείνει κάθε μήνα σε τρεις-τέσσερις συγγραφείς μια φράση που θα αποτελεί τον τίτλο ή θα εμπεριέχεται σε ένα αδημοσίευτο πεζό κείμενό τους (έως 250 λέξεις). Ενίοτε δίνεται και μη ρηματική ιδέα συγγραφής, μια μουσική ή μια φωτογραφία. Στόχος της στήλης είναι αφενός να δημιουργηθεί μια δεξαμενή συλλογής πρωτογενούς υλικού και αφετέρου μια εν προόδω χαρτογράφηση της ελληνικής περίπτωσης στο τοπίο της σύγχρονης ελληνικής μικρομυθοπλασίας.

Στους τρεις συγγραφείς αυτού του τεύχους έχει δοθεί η φράση: «στην άβυσσο».


Σάντρο Μποτιτσέλι: «Η άβυσσος της Κόλασης»
Σάντρο Μποτιτσέλι: «Η άβυσσος της Κόλασης»


Σπουδή

Την πρώτη φορά πήρε μια καρφίτσα και άρχισε να σκαλίζει την παχιά κοιλιά μιας μύγας. Είχε ξαπλώσει μπρούμυτα στο ξύλινο πάτωμα και παρακολουθούσε εκστασιασμένος τις κιτρινωπές προνύμφες καθώς ξεχύνονταν από τα ανοιγμένα σωθικά και γέμιζαν τον χώρο μπροστά στο μητρικό πτώμα. Ενώπιόν του λάμβανε χώρα μια υπέροχη αντίθεση: μέσα από το σφαγμένο σώμα ξεπηδούσε αδηφάγος η ζωή για να συνεχίσει τον κύκλο της.

Τη δεύτερη φορά εκσφενδόνισε ένα βατράχι πάνω στο συρματόπλεγμα του κοτετσιού. Ύστερα άπλωσε από κάτω καλαμπόκι. Οι κότες κατέφθασαν κακαρίζοντας. Καθισμένος στο πεζούλι, τις παρατηρούσε να βουτούν βουλιμικά στο καλαμπόκι κι αμέσως να αλλάζουν προσανατολισμό και να πηδούν όλες μαζί στον αέρα αρπάζοντας με τα ράμφη τους κομμάτια από το μαλακό κρέας. Όσες δεν τα κατάφερναν, τσιμπιούνταν μεταξύ τους με μανία ξεσκίζοντας η μία την άλλη.

Ακολούθησαν μια τρίτη, μια τέταρτη, μια πέμπτη· ακόμα και μια έκτη φορά. Έβλεπε πως ο σπόρος της καταστροφής βρισκόταν θαμμένος παντού γύρω του· και κάθε τι που συνέβαινε —η ωρίμανση ενός φρούτου, το χτίσιμο μιας φωλιάς, η γέννηση ενός ζώου— τον καλούσε να βουτήξει ο ίδιος στην άβυσσο ώστε να ανοίξει, μια ώρα νωρίτερα, το δρόμο στη φθορά και τον θάνατο.

Δεν μπορεί να θυμηθεί πότε ακριβώς έπαψε αυτές του τις παρεμβάσεις. Είναι σίγουρος, όμως, πως με τα παιδικά εκείνα παιχνίδια δεν έκανε τίποτε άλλο από το να αντιδρά σε ένα βαθιά ριζωμένο μέσα του αίσθημα απελπισίας, ένα αίσθημα την αντανάκλαση του οποίου μπορούσε να διακρίνει στην όψη καθενός από τα πλάσματα που συναντούσε.

Παναγιώτης Παγιάτης




Της γυναίκας η καρδιά είναι μια

Όποτε ο πατέρας μου νευρίαζε με τη μάνα μου, έβγαινε από τη σιωπή του ξαφνικά και τραγουδούσε Στράτο Διονυσίου με νόημα: της γυναίκας η καρδιά είναι μια άβυσσος / πότε κόλαση και πότε ο παράδεισος. Η μάνα μου, που τον είχε πάρει χαμπάρι και με το τραγούδι αυτό έβγαινε από τα ρούχα της, ακριβώς πάνω στη λέξη άβυσσος προκαλούσε ένα θόρυβο: έσερνε μια καρέκλα, έβηχε, έσπαγε ένα ποτήρι, έκλεινε με δύναμη μια πόρτα· να τον αποσυντονίσει. Και τον έκανε να θυμώνει πιο πολύ. Όλα αυτά μέχρι τη στιγμή που ο πατέρας μου αποφάσισε να της στήσει μια παγίδα. Την επόμενη φορά λοιπόν -ήταν μια μέρα που είχε βρέξει λάσπη παντού- λίγο πριν την επίμαχη λέξη πάτησε απότομα «φρένο». Δε συνέχισε. Εικάζω πως αυτός ήταν για τη μάνα μου ο απόλυτος αιφνιδιασμός. Και το υπόκωφο μπαμ που ακούστηκε -το άκουσα ολοκάθαρα, παρότι απορροφημένος στη μελέτη της Μπλε Ορχιδέας του Έλις- δεν ήταν από την μυγοσκοτώστρα που κρατούσε στα χέρια, έτοιμη να λιώσει τη μύγα στο τζάμι.

Αυτό που απεχθάνομαι να ακούω, ακόμη και τώρα, τόσα χρόνια μετά, είναι το ανυπόφορο κλισέ, δηλαδή πώς εκείνη, με τόσο γερή κράση ανθρώπου που δεν έκανε καταχρήσεις, πέθανε έτσι ξαφνικά.

Περιττό να πω ότι το γεγονός πως ο πατέρας μου βυθίστηκε στην άβυσσο μιας παντοτινής αφωνίας έκτοτε, το θεώρησαν απολύτως φυσιολογικό.

Τζακ Πορτόνι

.


Στην άβυσσο

Για την τσίχλα που, γλιστρώντας μέσα από τα δάχτυλα αδιάφορα, εξαφανίζεται στο έρεβος της σχάρας του υπονόμου, κάτω από τα πόδια της μαθήτριας.

Για τη στάχτη του τσιγάρου που, παρασυρμένη από το νυχτερινό αεράκι, πετάει στο σκοτάδι πριν διαλυθεί στον απέραντο ωκεανό, πέρα από την κουπαστή.

Για το κέρμα που, με έναν παφλασμό, καταβυθίζεται στη δροσερή δίνη του νερού, στο σιντριβάνι, ως φόρος τιμής στις επιθυμίες του τουρίστα.

Για το βλέμμα που, όχι αθώα, μα ασυναίσθητα, προσπαθεί μάταια να κατηφορίσει τα στενά ανάμεσα στα μισοκρυμμένα γυναικεία στήθη.

Για τη γυαλιστερή που, τσούζοντας ήδη από το λεμόνι, κατεβαίνει με συσπάσεις τον οισοφάγο για να διαλυθεί αμετάκλητα από τα οξέα του στομαχιού.

Για το ζυμάρι που, χωρισμένο σε φραντζολάκια, χάνεται μέσα στο πυρωμένο στόμιο του φούρνου, πριν εκτεθεί, λαχταριστό, στα ράφια του αρτοπωλείου.

Για το νερό που ρουφιέται αχόρταγα από το σιφόνι, καταλήγοντας στον υπόνομο κι έπειτα στη θάλασσα για να ξαναβγεί από τη βρύση κάποτε.

Για το μπατόν που, άγαρμπα, πέφτει στη χαράδρα καθώς ο νεαρός ορειβάτης παραπατά και θυσιάζει την πλέον ανώδυνη προέκταση του εαυτού του.

Για την ορμή που πήγε να αναδυθεί, αλλά απωθήθηκε στο αχανές Αυτό από το αμείλικτο Υπερεγώ.

Για τον γονιό που ξαφνικά περνά στο άχρωμο σύμπαν της ανυπαρξίας, αφήνοντας το παιδί αποσβολωμένο να προσπαθεί να ενηλικιωθεί, σε κάθε ηλικία.

Για καθετί που σβήνει μέσα στα σκοτάδια, γρήγορα ή αργά, μα πάντα βασανιστικά, όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα. Για τον τουρίστα, τη μαθήτρια, τον ορειβάτη, τον καθένα, την καθεμιά μας… μια σκέψη.

Ροζαλί Σινοπούλου

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: