Επιστολές ή περί άλλα...

¤¦ Στη στή­λη αυ­τή δη­μο­σιεύ­ο­νται εν­δια­φέ­ρου­σες επι­στο­λές γνω­στών καλ­λι­τε­χνών (συγ­γρα­φέ­ων, μου­σι­κών, ζω­γρά­φων,...) απευ­θυ­νό­με­νες σε φί­λους, συ­να­δέλ­φους, οι­κεί­ους ή απλώς γνω­στούς, στις οποί­ες ανα­φέ­ρο­νται σε θέ­μα­τα που ου­δε­μία σχέ­ση έχουν με το καλ­λι­τε­χνι­κό τους έρ­γο ού­τε, ει δυ­να­τόν, με τις τέ­χνες γε­νι­κό­τε­ρα. Μπο­ρεί να πρό­κει­ται για θέ­μα­τα προ­σω­πι­κά ή επι­και­ρό­τη­τας, να αφο­ρούν τρα­γι­κά συμ­βά­ντα ή να σα­τι­ρί­ζουν κα­τα­στά­σεις και αν­θρώ­πους. Το πιο ση­μα­ντι­κό κρι­τή­ριο για την επι­λο­γή τους θα εί­ναι το εν­δια­φέ­ρον που πα­ρου­σιά­ζουν, φυ­σι­κά, αλ­λά και το κα­τά πό­σο, μέ­σα από αυ­τές, δια­φαί­νο­νται πλευ­ρές της προ­σω­πι­κό­τη­τας των επι­στο­λο­γρά­φων ή των απο­δε­κτών, που απέ­χουν ή και επι­βε­βαιώ­νουν τη συμ­βα­τι­κή ει­κό­να που έχου­με δια­μορ­φώ­σει στο νου μας για τους καλ­λι­τέ­χνες αυ­τούς σαν άτο­μα. Ως εκ τού­του, η επι­λο­γή των επι­στο­λών εί­ναι κα­θα­ρά υπο­κει­με­νι­κή.


Ο Ρεμπώ στο Χαράρ της Αβησσυνίας
Ο Ρεμπώ στο Χαράρ της Αβησσυνίας

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ

ΑΡΘΟΥΡΟΥ ΡΕΜΠΩ

ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΤΟΥ

Άντεν, 10 Σεπτεμβρίου 1884

Αγαπητοί μου φίλοι1

Πάει καιρός που δεν πήρα νέα σας. Θέλω όμως να πιστεύω ότι όλα πάνε καλά στο σπίτι και σας εύχομαι καλή συγκομιδή και ένα μακρύ φθινόπωρο. Πιστεύω ότι είστε καλά στην υγεία σας και ήρεμες, όπως συνήθως.

Σύντομα θα περάσει ο τρίτος μήνας του νέου εξάμηνου συμβολαίου μου. Οι δουλειές δεν πάνε καθόλου καλά και νομίζω ότι στο τέλος Δεκεμβρίου θα πρέπει να ψάξω για άλλη δουλειά, που, άλλωστε, ελπίζω ότι θα βρω εύκολα. Δεν σας έστειλα τα χρήματά μου γιατί δεν ξέρω πού να πάω, δεν ξέρω πού θα βρεθώ μετά από λίγο καιρό και ίσως χρειαστεί να χρησιμοποιήσω το κεφάλαιο αυτό για κάποιο κερδοφόρο εμπόριο.

2ο Υπάρχει το ενδεχόμενο, στην περίπτωση που θα χρειαστεί να φύγω από το Άντεν, να πάω στην Βομβάη, και εκεί θα βρω να καταθέσω ό,τι έχω με ένα γερό επιτόκιο σε αξιόπιστες τράπεζες και ίσως θα μπορώ να ζω με τις προσόδους αυτές: 6.000 ρουπίες προς 6% θα μου δίνει 360 ρουπίες το χρόνο, δηλ. 2 φράγκα την ημέρα και θα μπορώ να ζω με αυτά περιμένοντας άλλες δουλειές.

Όποιος δεν είναι μεγαλέμπορος και δεν διαθέτει σεβαστά κεφάλαια ή δάνεια, αυτός που δεν έχει παρά ένα μικρό κεφάλαιο, κινδυνεύει εδώ να το χάσει μάλλον, παρά να το δει να αυξάνεται, γιατί παραμονεύουν χίλιοι κίνδυνοι, και η ζωή, για όποιον θέλει να ζήσει κάπως άνετα, κοστίζει ακριβότερα από όσα κερδίζει, καθώς οι υπάλληλοι στην Ανατολή είναι σήμερα το ίδιο κακοπληρωμένοι όπως και στην Ευρώπη, η τύχη τους μάλιστα είναι πιο αβέβαιη, λόγω του απαίσιου κλίματος και της εκνευριστικής ζωής. – Εγώ, έχω σχεδόν προσαρμοστεί σε αυτά τα κλίματα, κρύα ή ζεστά, δροσερά ή ξερά, και δεν κινδυνεύω να αρπάξω τους πυρετούς ή τις άλλες αρρώστειες του εγκλιματισμού, νιώθω όμως ότι γερνάω πολύ και πολύ γρήγορα, κάνοντας τέτοια βλακώδη επαγγέλματα ή δουλεύοντας για τούτες τις εταιρείες των αγροίκων και των ηλιθίων.

Όπως και νάχει, και νομίζω πως κι εσείς το ίδιο θα σκέφτεστε με μένα, πώς από τη στιγμή που κερδίζω τη ζωή μου εδώ, κι αφού ο καθένας μας είναι σκλάβος αυτού του θλιβερού πεπρωμένου,2 είναι καλύτερα εδώ παρά κάπου αλλού, όπου δεν με γνωρίζουν ή με έχουν ξεχάσει, και όπου θα πρέπει να ξεκινήσω πάλι απ’την αρχή! Όσο λοιπόν βγάζω το ψωμί μου εδώ, προφανώς εδώ πρέπει να μείνω, όσο δεν έχω αρκετά ώστε να ζω ήσυχος και το πιθανότερο είναι ότι δεν θα αποκτήσω ποτέ αρκετά, και ούτε θα ζήσω ούτε θα πεθάνω ήσυχος. Όπως λένε οι μουσουλμάνοι λοιπόν: Είναι γραφτό! – Έτσι είναι η ζωή, δύσκολο πράγμα.

Εδώ το καλοκαίρι τελειώνει στο τέλος Σεπτεμβρίου και μετά θα έχουμε μόνο 25 με 30 εκατονταβάθμους την ημέρα και 20 με 25 τη νύχτα, αυτό είναι που λέμε εδώ χειμώνα. Κι έτσι, όλα τα παράλια αυτής της βρώμικης Ερυθράς Θάλασσας βασανίζονται από τις υψηλές θερμοκρασίες. Ένα γαλλικό πολεμικό καράβι βρίσκεται στο Ομπόκ, από τους 70 άντρες του πληρώματος, οι 65 είναι άρρωστοι με τροπικούς πυρετούς, και ο πλοίαρχος πέθανε χτες. Στο Ομπόκ επίσης, που βρίσκεται τέσσερις ώρες με ατμόπλοιο από εδώ, είναι πιο δροσερά από το Άντεν. Εδώ όμως το κλίμα είναι πιο υγιεινό, μόνο που είναι εκνευριστικό λόγω της υπερβολικής ζέστης.

Κι εκείνος ο απερίγραπτος Φρεντερίκ3 σταμάτησε πιά τις τρέλες του; Τι είναι όλες αυτές οι γελοίες ιστορίες που μου λέτε; Τον έχει πιάσει φρενίτιδα γάμου λοιπόν αυτόν τον άνθρωπο. Περιμένω νέα σας για όλα αυτά.

Δικός σας

Ρεμπώ
_________
Οίκος Μπαρντέ
Άντεν

Ο Αρθούρος με τον αδελφό του Φριδερίκο (όρθιος) κατά την πρώτη τους κοινωνία
Ο Αρθούρος με τον αδελφό του Φριδερίκο (όρθιος) κατά την πρώτη τους κοινωνία

                                    ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. «Αγαπητοί φίλοι» (“Chers amis”), στο αρσενικό γένος, ήταν ο τρόπος που ο Ρεμπώ απευθυνόταν στην μητέρα του και στην αδελφή του.

2. Βλ. σε αντιπαράθεση: «...καμιά ύπαρξη δεν ξεφεύγει από το πεπρωμένο της ευτυχίας...» («Μια εποχή στην κόλαση», μτφ. Χριστόφορου Λιοντάκη, εκδ. Γαβριηλίδη, 2004).

3. Ο «περίφημος Φρεντερίκ» όπως σαρκαστικά τον αποκαλεί, ήταν ο κατά ένα χρόνο μεγαλύτερος αδελφός του Frédéric Rimbaud (1853-;) που έζησε αφανής, στη σκιά του Αρθούρου, ο οποίος τον υποτιμούσε ή ακριβέστερα περιφρονούσε. Ο Φρεντερίκ έζησε όλη του την ζωή στις Αρδένες, δουλεύοντας οδηγός άμαξας και είχε ιδιαίτερα δύσκολες σχέσεις με την δεσποτική μητέρα τους. Όταν μάλιστα εκείνη αρνιόταν να δώσει την άδειά της, όπως απαιτούνταν τότε, προκειμένου να παντρευτεί, αναγκάστηκε να προσφύγει στα δικαστήρια και να δικαιωθεί, ώστε να γίνει ο γάμος. Πέθανε από σηψαιμία μετά τον ακρωτηριασμό του ποδιού του ύστερα από ατύχημα.
Η αδελφή του Ιζαμπέλ, που καλλιέργησε τον μύθο του Ρεμπώ, τον εξαφάνισε κυριολεκτικά από την ζωή του Αρθούρου, αφαιρώντας τον ακόμα και από την φωτογραφία των δύο τους κατά την πρώτη τους κοινωνία.

Ο Ρεμπώ στο Άντεν (1880)
Ο Ρεμπώ στο Άντεν (1880)


Ο Αρθούρος Ρεμπώ (Arthur Rimbaud, 1854-1891), όταν έστειλε την επιστολή αυτή είχε δημοσιεύσει την ποιητική συλλογή Μια εποχή στην κόλαση (1873), είχε γράψει τις Εκλάμψεις (Illuminations, 1872-74), είχε διαγράψει την μετεωρική εμφάνισή του στα γαλλικά γράμματα, είχε προκαλέσει με την ταραχώδη ζωή του και την σκανδαλώδη τότε ερωτική σχέση του με τον Βερλέν. Μετά από αρκετές περιπλανήσεις σε χώρες της Ευρώπης και Μέσης Ανατολής, επιστρέφοντας κάθε φορά στο οικογενειακό σπίτι, έφτασε το 1880, μέσω Κύπρου, στο Χαράρ της Αβησυνίας, για να εγκατασταθεί τελικά στο Άντεν της Υεμένης, εργαζόμενος για την εμπορικό οίκο Μπαρντέ (Bardey). Το 1885 θα κάνει την αποτυχημένη απόπειρα πώλησης όπλων στον βασιλιά Μενελίκ, για να ασχοληθεί στη συνέχεια με διάφορα μικροεμπόρια. Στις αρχές του 1891 παρουσιάστηκε μόλυνση στο δεξί του γόνατο που επιδεινώθηκε, αναγκάζοντάς τον να επιστρέψει με φορείο στη Μασσαλία, όπου έγινε ακρωτηριασμός του ποδιού και επέστρεψε στο οικογενειακό σπίτι. Η κατάστασή όμως επιδεινώθηκε, νοσηλεύτηκε πάλι σε νοσοκομείο της Μασσαλίας όπου πέθανε στις 10 Νοεμβρίου 1891, μέσα σε αφόρητους πόνους, έχοντας συνεχώς στο πλευρό του την αδελφή του Ιζαμπέλ.

Η Βιταλί Ρεμπώ (Vitalie Cuif Rimbaud 1825-1907), μητέρα του Αρθούρου, ήταν σύζυγος του λοχαγού Φρεντερίκ Ρεμπώ, με τον οποίο απέκτησε τέσσερα παιδιά, εκ των οποίων ο Αρθούρος ήταν ο δευτερότοκος. Ήταν πολύ αυταρχική, πιστή Καθολική και μεγάλωσε μόνη τα παιδιά της, καθώς ο σύζυγός της είχε εγκαταλείψει την οικογένεια. Είχε αδυναμία στον Αρθούρο, και του συγχωρούσε τα πάντα, ακόμα και την σχέση του με τον Βερλέν, ενώ θεωρούσε τον Φρεντερίκ ανίκανο για ο,τιδήποτε αξιόλογο.

Η Ιζαμπέλ Ρεμπώ (Isabelle Rimbaud 1860-1917) ήταν το μικρότερο παιδί της οικογένειας, ζούσε μαζί με την μητέρα της και ήταν συναποδέκτης των επιστολών του Αρθούρου. Στάθηκε δίπλα στον αδελφό της στο νοσοκομείο της Μασαλίας μέχρι τον θάνατό του και αυτή έφερε τον ιερέα για την τελευταία μετάληψη. Παντρεύτηκε το 1897 τον καλλιτέχνη Paterne Berrichon και πέθανε στο Νεϊγί από καρκίνο στο γόνατο. Καλλιέργησε, μαζί με τον σύζυγό της, τον μύθο του ποιητή και φρόντισε, ως κάτοχος των δικαιωμάτων, για την δημοσίευση και ανάδειξη του έργου του.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: