Ένας γνωστός ζωγράφος / ένας άγνωστος συγγραφέας

Ένας γνωστός ζωγράφος / ένας άγνωστος συγγραφέας

Βιογραφικά


Γεν­νή­θη­κε στην Αθή­να την 1.1.1900, κα­τά τον φί­λο του Τά­κη Πα­πα­τσώ­νη. Κα­τ’άλ­λες πη­γές όμως, έτος γέν­νη­σής του μπο­ρεί να εί­ναι το 1901 ή το 1902 ή, ακό­μα, το 1903. Ο πα­τέ­ρας του Στέ­φα­νος ήταν από­γο­νος φα­να­ριώ­τι­κης οι­κο­γέ­νειας λο­γί­ων και δι­πλω­μα­τών της Υψη­λής Πύ­λης, με προ­γό­νους που πε­ρι­λαμ­βά­νουν τον Μάρ­κο Μου­σού­ρο και τον Αθα­νά­σιο Βο­γο­ρί­δη, αλ­λά και τον Φώ­τιο Φω­τιά­δη, πρώ­το με­τα­φρα­στή του Δά­ντη στα ελ­λη­νι­κά. Μη­τέ­ρα του ήταν η Πη­νε­λό­πη Χω­ρέ­μη, της γνω­στής αλε­ξαν­δρι­νής οι­κο­γέ­νειας.
Ο Βα­σί­λης Φω­τιά­δης ήταν ο νε­ό­τε­ρος από τα έξη παι­διά του πα­τέ­ρα του και έζη­σε τα παι­δι­κά και εφη­βι­κά του χρό­νια στην Αθή­να, όπου και πή­ρε, από πο­λύ νε­α­ρή ηλι­κία, με πρω­το­βου­λία της μη­τέ­ρας του, τα πρώ­τα μα­θή­μα­τα ζω­γρα­φι­κής από τον Οδυσ­σέα Φω­κά.
Το 1919, με­τά τον θά­να­το του πα­τέ­ρα του, ανα­χώ­ρη­σε με την μη­τέ­ρα του στο εξω­τε­ρι­κό, τα­ξί­δε­ψαν σε διά­φο­ρες χώ­ρες της Ευ­ρώ­πης και τε­λι­κά εγκα­τα­στά­θη­καν στο Πα­ρί­σι, όπου ζού­σε ήδη ο ετε­ρο­θα­λής αδελ­φός του Κων­στα­ντί­νος, (ο γαλ­λό­φω­νος συγ­γρα­φέ­ας Constantin Photiadès). Εκεί, και με τη βο­ή­θεια του αδελ­φού του, γνώ­ρι­σε και συ­να­να­στρά­φη­κε πολ­λούς ση­μα­ντι­κούς ζω­γρά­φους και συγ­γρα­φείς (Μα­τίς, Ντε­ρέν, κ.π.ά., κα­θώς και Μαλ­ρώ, Ζιντ, Βα­λε­ρύ, κ.ά., ακό­μα και τον Τ.Σ. Έλιοτ), με αρ­κε­τούς από τους οποί­ους δια­τή­ρη­σε μα­κρό­χρο­νη αλ­λη­λο­γρα­φία και φι­λία.
Γνώ­ρι­σε, επί­σης, τον Δη­μή­τριο Γα­λά­νη, από τον οποίο έμα­θε διά­φο­ρες τε­χνι­κές της χα­ρα­κτι­κής και συν­δέ­θη­κε με με­γά­λη φι­λία μα­ζί του, μέ­χρι τον θά­να­το του το 1966, δια­τη­ρώ­ντας τα­κτι­κή αλ­λη­λο­γρα­φία. Χα­ρα­κτι­κά του Γα­λά­νη κο­σμούν και το βι­βλίο του Φω­τιά­δη Το δέ­ντρο με τους βώ­λους.
Στο Πα­ρί­σι, επί­σης, έκα­νε τις πρώ­τες του εκ­θέ­σεις ζω­γρα­φι­κής, ει­κο­νο­γρα­φή­σεις βι­βλί­ων, δη­μο­σί­ευ­σε τα πρώ­τα του πε­ζά κεί­με­να. Εκεί εκ­δό­θη­κε και το πρώ­το του βι­βλίο.
Το 1936 εγκα­τα­στά­θη­κε μό­νι­μα στη Λω­ζάν­νη, για λό­γους υγεί­ας της μη­τέ­ρας του. Εκεί γνώ­ρι­σε, το 1940, την Ιρέν Αβιο­λά, την οποία πα­ντρεύ­τη­κε λί­γα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα και έζη­σε μα­ζί της μέ­χρι το τέ­λος της ζω­ής του.
Στη Λω­ζάν­νη πέ­ρα­σε όλα τα υπό­λοι­πα χρό­νια του, κα­θώς η οι­κο­νο­μι­κή άνε­ση της οι­κο­γέ­νειάς του τού επέ­τρε­ψε να ζή­σει χω­ρίς το βά­ρος του βιο­πο­ρι­σμού, ζω­γρα­φί­ζο­ντας, εκ­θέ­το­ντας συ­στη­μα­τι­κά σε ελ­βε­τι­κές και πα­ρι­σι­νές γκα­λε­ρί, εκ­δί­δο­ντας βι­βλία πε­ζο­γρα­φί­ας και ποί­η­σης, αρ­θρο­γρα­φώ­ντας τα­κτι­κά σε το­πι­κές εφη­με­ρί­δες πά­νω σε θέ­μα­τα τέ­χνης, αι­σθη­τι­κής και λο­γο­τε­χνί­ας.
Πέ­θα­νε στη Λω­ζάν­νη στις 14 Ια­νουα­ρί­ου 1975.

Ένας γνωστός ζωγράφος / ένας άγνωστος συγγραφέας

Το έργο του


Ο Βα­σί­λης Φω­τιά­δης εί­ναι γνω­στός στο εξω­τε­ρι­κό και στην Ελ­λά­δα κα­τά κύ­ριο λό­γο σαν ζω­γρά­φος, κα­θώς η ζω­γρα­φι­κή ήταν και η κύ­ρια ενα­σχό­λη­σή του. Η ζω­γρα­φι­κή του εί­ναι πα­ρα­στα­τι­κή, επη­ρε­α­σμέ­νη από τους ιμπρε­σιο­νι­στές, τους ιτα­λούς ζω­γρά­φους της Ανα­γέν­νη­σης, ει­δι­κά τους βε­νε­τσιά­νους Τι­σια­νό και Τζιορ­τζιό­νε, κα­θώς επί­σης από τον Κο­ρό, το έρ­γο του οποί­ου εκτι­μού­σε ιδιαί­τε­ρα.
Τα θέ­μα­τά του εί­ναι το­πία, νε­κρές φύ­σεις, προ­σω­πο­γρα­φί­ες και γυ­μνά. Στους πί­να­κες του κυ­ριαρ­χούν πα­στέλ χρώ­μα­τα που δη­μιουρ­γούν, όπως έγρα­ψε κά­ποιος κρι­τι­κός, «μια με­σο­γεια­κή ατμό­σφαι­ρα». Τα το­πία που απει­κο­νί­ζο­νται συ­νή­θως εί­ναι της Ελ­βε­τί­ας, της Ιτα­λί­ας, αλ­λά και της Ελ­λά­δας, ιδιαί­τε­ρα της Ατ­τι­κής και πε­ρι­λαμ­βά­νουν πολ­λές από­ψεις της Ακρό­πο­λης, ενώ στις προ­σω­πο­γρα­φί­ες του κυ­ριαρ­χούν πορ­τρέ­τα γυ­ναι­κών και ιδιαί­τε­ρα της συ­ζύ­γου του. Πί­να­κές του υπάρ­χουν σε πολ­λά μου­σεία και ιδιω­τι­κές συλ­λο­γές και συ­χνά πε­ρι­λαμ­βά­νο­νται σε κα­τα­λό­γους οί­κων δη­μο­πρα­σιών.
Το 1966 οι εκ­δό­σεις τέ­χνης «Ides et Calendes» εξέ­δω­σαν ένα πλού­σια ει­κο­νο­γρα­φη­μέ­νο λεύ­κω­μα, αφιε­ρω­μέ­νο στο ζω­γρα­φι­κό του έρ­γο, με κεί­με­νο και επι­μέ­λεια του γάλ­λου τε­χνο­κρι­τι­κού Κλωντ Ρο­ζέ-Μαρξ. Στο βι­βλίο πε­ρι­λαμ­βά­νο­νται και πολ­λές κρί­σεις γνω­στών συγ­γρα­φέ­ων για το έρ­γο του, κα­θώς και ένα ανα­λυ­τι­κό βιο­γρα­φι­κό ση­μεί­ω­μα γραμ­μέ­νο από τον ποι­η­τή και φί­λο του, Θε­ό­δω­ρο Γρί­βα, από το οποίο (και ελ­λεί­ψει άλ­λων σο­βα­ρών πη­γών) αντλή­σα­με πο­λύ­τι­μες πλη­ρο­φο­ρί­ες για τη ζωή του και μας βο­ή­θη­σε στην ανα­ζή­τη­ση και εύ­ρε­ση πε­ρισ­σό­τε­ρων στοι­χεί­ων που να τον αφο­ρούν.

Β. Φω­τιά­δη: «Δ. Γα­λά­νης»

Το χα­ρα­κτι­κό έρ­γο του Φω­τιά­δη πε­ρι­λαμ­βά­νει κυ­ρί­ως ξυ­λο­γρα­φί­ες, λι­θο­γρα­φί­ες και οξυ­γρα­φί­ες, τις οποί­ες τύ­πω­νε σε μι­κρό αριθ­μό αντι­τύ­πων και, συ­νή­θως, χά­ρι­ζε σε φί­λους του. Ορι­σμέ­να από τα χα­ρα­κτι­κά χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­καν για την ει­κο­νο­γρά­φη­ση βι­βλί­ων. Εί­ναι πο­λύ γνω­στή μια προ­σω­πο­γρα­φία του Κ.Π.Κα­βά­φη, που δη­μο­σιεύ­τη­κε στην έκ­δο­ση των Ποι­η­μά­των (1947 και 1973), σε με­τά­φρα­ση στα γαλ­λι­κά του Θ. Γρί­βα.

Β. Φω­τιά­δη: «Κ.Π. Κα­βά­φης»
Β. Φω­τιά­δη: «Κ. Πα­λα­μάς»

Σαν τε­χνο­κρι­τι­κός, δη­μο­σί­ευ­σε τα βι­βλία: Ρε­νουάρ: Τα γυ­μνά (Renoir: Nus) (1960) και Η ζω­γρα­φι­κή του 18ου αιώ­να (La peinture du XVIIIe siècle) (1964), το οποίο με­τα­φρά­στη­κε σε πολ­λές ευ­ρω­παϊ­κές γλώσ­σες. Πολ­λά άρ­θρα του για θέ­μα­τα τέ­χνης, ιδιαί­τε­ρα ζω­γρα­φι­κής, κα­θώς και πα­ρου­σιά­σεις και κρι­τι­κές καλ­λι­τε­χνών δη­μο­σιεύ­τη­καν σε γαλ­λι­κά και ελ­βε­τι­κά πε­ριο­δι­κά και εφη­με­ρί­δες και σε κα­τα­λό­γους εκ­θέ­σε­ων.  

Ο λο­γο­τέ­χνης Βα­σί­λης Φω­τιά­δης ήταν ολι­γο­γρά­φος, «σπά­νιος» συγ­γρα­φέ­ας και έγρα­φε απο­κλει­στι­κά στα γαλ­λι­κά. Βι­βλία του: η νου­βέ­λα Μα­ρυ­λέν ή σε ποιόν να το πεις; (Marylène ou à qui le dire?) (1936), δύο συλ­λο­γές δι­η­γη­μά­των: Το δέ­ντρο με τους βώ­λους (Larbre à billes), (1946) (αριθ­μη­μέ­νη έκ­δο­ση με χα­ρα­κτι­κά του Δ. Γα­λά­νη) και Οι δια­φα­νείς (Les transparents) (1958), κα­θώς και δύο ποι­η­τι­κές συλ­λο­γές: Στί­χοι (Vers) (1962) και Δί­στι­χα (Distiques) (1974).
Στο αρ­χείο του υπάρ­χουν αρ­κε­τά ολο­κλη­ρω­μέ­να έρ­γα (συλ­λο­γές δι­η­γη­μά­των, ποι­η­τι­κές συλ­λο­γές, ένα μυ­θι­στό­ρη­μα), ορι­σμέ­να εκ των οποί­ων εί­χαν προ­χω­ρή­σει πο­λύ στον σχε­δια­σμό προς έκ­δο­ση, πα­ρέ­μει­ναν όμως ανέκ­δο­τα. Εκτός από τις πα­ρα­πά­νω αυ­το­τε­λείς εκ­δό­σεις, πολ­λά δι­η­γή­μα­τα, ποι­ή­μα­τα, άρ­θρα, δη­μο­σιεύ­τη­καν σε πε­ριο­δι­κά, εφη­με­ρί­δες και συλ­λο­γι­κούς τό­μους.

Η ποί­η­ση του Φω­τιά­δη εί­ναι κλα­σι­κή, λυ­ρι­κή, σε πλή­ρη αρ­μο­νία με το ζω­γρα­φι­κό του έρ­γο. Πο­λύ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά γρά­φει ο Τά­κης Πα­πα­τσώ­νης: «στον Βα­σί­λη Φω­τιά­δη … πα­ρα­τη­ρού­με τού­το το θαυ­μά­σιο φαι­νό­με­νο, πώς το ει­κα­στι­κό έρ­γο πε­ριέ­χει όλο τον λυ­ρι­σμό του ποι­η­τι­κού του λό­γου και το ποι­η­τι­κό όλη την χρω­μα­τι­κή ευαι­σθη­σία του ζω­γρα­φι­κού».

Τα πε­ζά του κι­νού­νται σε δια­φο­ρε­τι­κό κλί­μα, αυ­τό του φα­ντα­στι­κού, «του θαυ­μα­στού και του πα­ρά­ξε­νου» όπως γρά­φει ο Ρο­ζέ-Μαρξ. Κα­τά τον Γάλ­λο κρι­τι­κό, η ζω­γρα­φι­κή («η γρα­φή του πι­νέ­λου») και τα γρα­πτά του Φω­τιά­δη έχουν τα ίδια χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, όπου εί­ναι αδύ­να­τον να δια­χω­ρι­στεί το ορα­τό από το μη ορα­τό: «οι δύο (αυ­τές) γρα­φές μάς απο­κα­λύ­πτουν την ίδια σφρα­γί­δα και την ίδια μα­γεία». Τα δι­η­γή­μα­τά του έχουν επιρ­ρο­ές από Γάλ­λους συγ­γρα­φείς του 19ου αιώ­να και Γερ­μα­νούς ρο­μα­ντι­κούς. Οι ιστο­ρί­ες του, όμως, έχουν πρω­το­τυ­πία, λε­πτο­δου­λε­μέ­νη γρα­φή, ιδιαί­τε­ρους χα­ρα­κτή­ρες, και, μέ­σα από την αφή­γη­ση, το στοι­χείο του φα­ντα­στι­κού προ­βάλ­λει αβί­α­στα˙ όλα αυ­τά, συ­χνά σε συν­δυα­σμό με έναν «εκλε­πτι­σμέ­νο ερω­τι­σμό», οδη­γούν στην τε­λι­κή ανα­τρο­πή. Ο Φω­τιά­δης, μι­λώ­ντας για τον εαυ­τό του, στην ει­σα­γω­γή που εί­χε γρά­ψει για συλ­λο­γή δι­η­γη­μά­των του που θα εί­χε τί­τλο Η σκο­τει­νή πλευ­ρά (η οποία πα­ρέ­μει­νε ανέκ­δο­τη), έλε­γε ότι εί­χε την «φυ­σι­κή προ­διά­θε­ση» να αφου­γκρά­ζε­ται «την αθέ­α­τη πλευ­ρά … αυ­τού που συ­νή­θως απο­κα­λού­με πραγ­μα­τι­κό­τη­τα».

Για το έρ­γο του εί­χε πει: «αν κά­τι έχω προ­σφέ­ρει, το οφεί­λω στο φως το ελ­λη­νι­κό κι όλα τ’ άλ­λα στη Γαλ­λία, αυ­τήν που με δί­δα­ξε από δε­κα­πε­ντά­χρο­νο παι­δί τον Μπω­ντε­λαίρ και τον Μαλ­λαρ­μέ, τον Κο­ρό και τον Ντε­λα­κρουά».

Ένας γνωστός ζωγράφος / ένας άγνωστος συγγραφέας

Φωτιάδης και Ελλάδα

Ο Βα­σί­λης Φω­τιά­δης επι­σκε­πτό­ταν συ­χνά την γε­νέ­τει­ρά του, ζω­γρά­φι­σε πολ­λά το­πία της Αθή­νας και της Ατ­τι­κής και πά­ντα ανέ­φε­ρε και προ­έ­βαλ­λε την ελ­λη­νι­κή κα­τα­γω­γή του. Μά­λι­στα το 1942, με δι­κή του πρω­το­βου­λία, εκ­δό­θη­κε στην Ελ­βε­τία ο τό­μος Αφιε­ρώ­μα­τα στην Ελ­λά­δα (Hommages à la Grèce) με πρό­λο­γο του ίδιου και κεί­με­να που προ­σέ­φε­ραν αφι­λο­κερ­δώς οι Ρε­νάν, Μπα­ρές, Μω­ράς, Ντε Λα­κρε­τέλ, Ρα­μύζ, κ.ά. Οι ει­σπρά­ξεις του βι­βλί­ου αυ­τού, όπως ανα­φέ­ρε­ται και στον κο­λο­φώ­να, δια­τέ­θη­καν «για το έρ­γο της βο­ή­θειας προς τα Ελ­λη­νό­που­λα».

Όποιος ψά­χνει για τον Φω­τιά­δη και το έρ­γο του, στα ελ­λη­νι­κά, θα ξε­κι­νή­σει φυ­σι­κά από το ανα­πό­φευ­κτο δια­δί­κτυο, όπου υπάρ­χουν αρ­κε­τές ανα­φο­ρές σε αυ­τόν, ως ζω­γρά­φο απο­κλει­στι­κά.
Πε­ρισ­σό­τε­ρα για τον συγ­γρα­φέα Βα­σί­λη Φω­τιά­δη, που μας απα­σχο­λεί πε­ρισ­σό­τε­ρο στο πα­ρόν αφιέ­ρω­μα, θα πρέ­πει να ανα­ζη­τη­θούν σε πα­λαιο­βι­βλιο­πω­λεία και σε δη­μό­σιες βι­βλιο­θή­κες, ξε­φυλ­λί­ζο­ντας πα­λιές εφη­με­ρί­δες και πε­ριο­δι­κά.
Με το τρό­πο αυ­τό εντο­πί­σα­με στο πε­ριο­δι­κό Εκλο­γή (τεύ­χος 154, Αυ­γού­στου 1958), το δι­ή­γη­μα Το πρά­σι­νο δω­μά­τιο. Η με­τά­φρα­ση (όνο­μα με­τα­φρα­στή δεν ανα­φέ­ρε­ται) έχει αρ­κε­τές πε­ρι­κο­πές και συ­ντο­μεύ­σεις, όμως πα­ρ’ό­λα αυ­τά, δεν χά­νε­ται τε­λεί­ως η ατμό­σφαι­ρα του πρω­το­τύ­που και, τέ­λος πά­ντων, εί­ναι η μο­να­δι­κή δη­μο­σί­ευ­ση λο­γο­τε­χνι­κού κει­μέ­νου του στα ελ­λη­νι­κά που μπο­ρέ­σα­με να εντο­πί­σου­με. Έχει εν­δια­φέ­ρον και το σύ­ντο­μο κεί­με­νο πα­ρου­σί­α­σης του ίδιου και του βι­βλί­ου του Οι δια­φα­νείς (το οποίο, ση­μειω­τέ­ον, μό­λις εί­χε εκ­δο­θεί), που προ­τάσ­σε­ται του δι­η­γή­μα­τος.

Άνοιγ­μα ει­κό­νας σε με­γέ­θυν­ση

Ανα­σύ­ρα­με επί­σης μια επι­φυλ­λί­δα του, με τί­τλο Η αφη­ρη­μέ­νη τέ­χνη, δη­μο­σιευ­μέ­νη στην εφη­με­ρί­δα Κα­θη­με­ρι­νή στο φύλ­λο της 21ης Μαρ­τί­ου 1957. Και εδώ προ­τάσ­σε­ται ένα σύ­ντο­μο αλ­λά ιδιαί­τε­ρα εν­δια­φέ­ρον κεί­με­νο πα­ρου­σί­α­σής του, με αρ­κε­τά και έγκυ­ρα στοι­χεία για τον καλ­λι­τέ­χνη, γραμ­μέ­νο, προ­φα­νώς, από κά­ποιον που εί­χε γνώ­ση του έρ­γου του.

Εκτός από λί­γα σκόρ­πια δη­μο­σιεύ­μα­τα σε εφη­με­ρί­δες που αφο­ρούν τη ζω­γρα­φι­κή του, το πιο ση­μα­ντι­κό κεί­με­νο για τη ζωή και το έρ­γο του εί­ναι αυ­τό του Τ.Κ.Πα­πα­τσώ­νη, με τί­τλο Βα­σί­λης Φω­τιά­δης – Ο μά­γος της Λω­ζάν­νης 1900-1975, που δη­μο­σιεύ­τη­κε στο πε­ριο­δι­κό Νέα Εστία, τεύ­χος 1143, 15/2/1975, ένα μή­να δη­λα­δή με­τά τον θά­να­τό του. Σ’αυ­τό ο γνω­στός ποι­η­τής και φί­λος του Φω­τιά­δη ανα­φέ­ρε­ται με αγά­πη και εκτί­μη­ση στον άν­θρω­πο και τον καλ­λι­τέ­χνη, μι­λώ­ντας για το έρ­γο του και δί­νο­ντας πολ­λές προ­σω­πι­κές πλη­ρο­φο­ρί­ες γι' αυ­τόν. Ανα­φέ­ρε­ται μά­λι­στα εκτε­νώς και στο συγ­γρα­φι­κό του έρ­γο.

Επι­στο­λές του Γα­λά­νη στον Φω­τιά­δη

Από δια­φο­ρες πη­γές, τέ­λος, απο­κα­λύ­πτε­ται ότι ο (άγνω­στος αυ­τός) Βα­σί­λης Φω­τιά­δης αλ­λη­λο­γρα­φού­σε με τον Γιώρ­γο Σε­φέ­ρη και τον Γιώρ­γο Κα­τσί­μπα­λη – του­λά­χι­στον κα­τά τη δε­κα­ε­τία του ‘30. Εί­χε μά­λι­στα προ­σφερ­θεί τό­τε να δώ­σει στον Σε­φέ­ρη συ­στα­τι­κή επι­στο­λή προ­κει­μέ­νου να συ­να­ντή­σει τον Έλιοτ. Ας ση­μειω­θεί, επί­σης, εδώ ότι, σε επι­στο­λή του προς τον Κα­τσί­μπα­λη, ήδη από το 1931, εγκω­μί­α­ζε τον ποι­η­τή της Στρο­φής, γρά­φο­ντας: «στο πρό­σω­πό του έχου­με έναν αλη­θι­νό ποι­η­τή».

Αν ο ζω­γρά­φος Βα­σί­λης Φω­τιά­δης εί­ναι σχε­τι­κά γνω­στός σε ένα ορι­σμέ­νο κοι­νό στην Ελ­λά­δα, ο συγ­γρα­φέ­ας πα­ρα­μέ­νει πα­ντε­λώς άγνω­στος. Ίσως αυ­τό δεν πρέ­πει να μας εκ­πλήσ­σει, δε­δο­μέ­νου ότι ο ίδιος δεν επε­δί­ω­ξε να γί­νει γνω­στός ού­τε και στα γαλ­λι­κά ή γαλ­λό­φω­να γράμ­μα­τα, πα­ρά τις προ­σω­πι­κές σχέ­σεις του με σπου­δαί­ους συγ­γρα­φείς της επο­χής και τις επαι­νε­τι­κές κρι­τι­κές που εί­χαν τα βι­βλία του.
Επι­πλέ­ον, όσον αφο­ρά την Ελ­λά­δα, εκτός από τα πα­ρα­πά­νω, κα­θο­ρι­στι­κό ήταν προ­φα­νώς το γε­γο­νός ότι έγρα­φε απο­κλει­στι­κά στα γαλ­λι­κά, δεν με­τα­φρά­στη­κε πο­τέ και ζού­σε μό­νι­μα στο εξω­τε­ρι­κό. Εξ άλ­λου πο­τέ δεν ανα­μί­χθη­κε στην ελ­λη­νι­κή πνευ­μα­τι­κή ζωή, αν και, ηλι­κια­κά του­λά­χι­στον, ανή­κε στη «Γε­νιά του '30» και εί­χε, όπως ανα­φέ­ρα­με, επα­φή με έναν, του­λά­χι­στον, κατ ’ε­ξο­χήν εκ­πρό­σω­πό της.

Όσο για τον ζω­γρά­φο Φω­τιά­δη και κα­τά πό­σο αυ­τός έκα­νε πο­τέ έκ­θε­ση με έρ­γα του στον τό­πο μας, η ανα­ζή­τη­ση δεν έφε­ρε στο φως κα­νέ­να δη­μο­σί­ευ­μα. Μό­νο ο Γρί­βας, στο βιο­γρα­φι­κό ση­μεί­ω­μα που δη­μο­σί­ευ­σε στο λεύ­κω­μα για τον Φω­τιά­δη, ανα­φέ­ρει ότι το 1931 εξέ­θε­σε στην Αθή­να μια θρη­σκευ­τι­κή σύν­θε­ση («Ευαγ­γε­λι­σμό της Θε­ο­τό­κου»), η οποία στη συ­νέ­χεια δό­θη­κε στην ορ­θό­δο­ξη εκ­κλη­σία στο Πα­ρί­σι. Ανα­φέ­ρει μά­λι­στα ότι ο Ζα­χα­ρί­ας Πα­πα­ντω­νί­ου την επαί­νε­σε σε άρ­θρο του στην εφη­με­ρί­δα Εστία, το οποίο πά­ντως δεν κα­τα­φέ­ρα­με να εντο­πί­σου­με.

Αυτοπροσωπογραφία
Αυτοπροσωπογραφία

Φωτιάδης, Photiadès, ή τι άλλο;

Και ο Έλ­λη­νας ανα­γνώ­στης δι­καί­ως μπο­ρεί να ανα­ρω­τη­θεί: «τε­λι­κά, εί­ναι Βα­σί­λης Φω­τιά­δης ή Vassily Photiadès;». Εί­ναι ένας Έλ­λη­νας συγ­γρα­φέ­ας που έγρα­ψε και στα γαλ­λι­κά, όπως ο Ζαν Μω­ρε­άς, ο Νι­κο­λά Σε­γκύρ, ο Γιάν­νης Ψυ­χά­ρης, κ.ά.; Εί­ναι ένας γαλ­λό­φω­νος συγ­γρα­φέ­ας που γεν­νή­θη­κε στην Ελ­λά­δα, όπως ο Αλ­μπέρ Κο­έν, ο Ζωρζ Χαλ­ντάς, κ.ά.; Εί­ναι ένας «ελ­λη­νο-γάλ­λος λό­γιος ζω­γρά­φος», όπως τον εί­χε χα­ρα­κτη­ρί­σει ο Γ.Π. Σαβ­βί­δης; Ή μή­πως εί­ναι, όπως έγρα­ψε ο Πα­πα­τσώ­νης, ήδη από το 1975, ένας καλ­λι­τέ­χνης «έξω του και­ρού μας»;
Ένας φι­λό­λο­γος, που δεν εί­ναι ο υπο­γρά­φων, θα μπο­ρού­σε να δώ­σει μια τεκ­μη­ριω­μέ­νη απά­ντη­ση.

Εμείς, θα αρ­κε­στού­με απλώς να πα­ρα­θέ­σου­με κά­ποια στοι­χεία που προ­έ­κυ­ψαν ψά­χνο­ντας:

Ο Φω­τιά­δης γεν­νή­θη­κε στην Αθή­να και έζη­σε στην Ελ­λά­δα μέ­χρι την ηλι­κία των 18 χρο­νών πε­ρί­που. Η εκ­παί­δευ­σή του, όμως, και κα­τ’ε­πέ­κτα­ση, η «μη­τρι­κή του γλώσ­σα», όπως προ­κύ­πτει από όλα τα δια­θέ­σι­μα στοι­χεία, υπήρ­ξε η γαλ­λι­κή: ήδη σε ηλι­κία δέ­κα πε­ρί­που ετών εί­χε συμ­με­τά­σχει σε δια­γω­νι­σμό αι­νίγ­μα­τος της γαλ­λι­κής εφη­με­ρί­δας Le Figaro.
Ο ίδιος εί­χε δη­λώ­σει ότι η Γαλ­λία του δί­δα­ξε τη γλώσ­σα, με τον Μπω­ντλέρ και τον Μα­λαρ­μέ.
Eφό­σον η γαλ­λι­κή ήταν, προ­φα­νώς, εξ αρ­χής η γλώσ­σα του, δεν ανή­κει στην κα­τη­γο­ρία των συγ­γρα­φέ­ων που «πέ­ρα­σαν» σε αυ­τή από την ελ­λη­νι­κή. Από τον κα­τά­λο­γο του αρ­χεί­ου του δεν προ­κύ­πτει κά­ποιο, πρω­τό­λειο έστω, κεί­με­νό του γραμ­μέ­νο στα ελ­λη­νι­κά.
Οι υπάρ­χου­σες επι­στο­λές του προς τον Σε­φέ­ρη εί­ναι γραμ­μέ­νες γαλ­λι­κά, όπως και η αλ­λη­λο­γρα­φία του με τον Κα­τσί­μπα­λη. Πι­στεύ­ου­με πως όταν ψη­φιο­ποι­η­θεί το προ­σω­πι­κό αρ­χείο του Β. Φω­τιά­δη, που έχει δια­σω­θεί κα­θώς έχει απο­κτη­θεί από το ΚΙΚ­ΠΕ, και γί­νει προ­σβά­σι­μο στο κοι­νό, μάλ­λον θα επι­βε­βαιω­θεί η απο­κλει­στι­κή χρή­ση της γαλ­λι­κής και στην αλ­λη­λο­γρα­φία του με άλ­λους Έλ­λη­νες.
Από την αλ­λη­λο­γρα­φία αυ­τή, όμως, προ­κύ­πτει ότι εί­χε δια­βά­σει τη Στρο­φή και τη Στέρ­να, ίσως και το βι­βλίο του Κα­ρα­ντώ­νη για τον Σε­φέ­ρη.
Θε­μα­τι­κά, τα (δη­μο­σιευ­μέ­να) κεί­με­νά του δε σχε­τί­ζο­νται με τη χώ­ρα μας. Συ­νή­θως μά­λι­στα δια­δρα­μα­τί­ζο­νται σε χώ­ρες της Κε­ντρι­κής ή Βό­ρειας Ευ­ρώ­πης και σπα­νί­ως στην Ελ­λά­δα ή σε χώ­ρα που θα μπο­ρού­σε να εκλη­φθεί σαν χώ­ρα του Νό­του ή της Με­σο­γεί­ου.
Ας λη­φθεί, όμως, υπ’ό­ψη και το γε­γο­νός ότι πο­τέ δεν «εκ-γάλ­λι­σε» το όνο­μά του, σε αντί­θε­ση με άλ­λους και πά­ντα πρό­βαλ­λε την ελ­λη­νι­κή του κα­τα­γω­γή.
Όσο για το «έξω του και­ρού του», την απά­ντη­ση μπο­ρούν να δώ­σουν τα ίδια τα έρ­γα του.

Κλεί­νο­ντας αυ­τή τη σύ­ντο­μη, πρώ­τη πα­ρου­σί­α­ση του Βα­σί­λη Φω­τιά­δη, ας συ­γκρα­τή­σου­με τα λό­για με τα οποία ο Τά­κης Πα­πα­τσώ­νης τε­λειώ­νει το κεί­με­νό του στη Νέα Εστία: «Και να σκέ­πτε­ται κα­νείς, πως ένας τέ­τιος λε­πτό­τα­τος καλ­λι­τέ­χνης, λό­γιος, ποι­η­τής, κρι­τι­κός έμει­νε σχε­δόν άγνω­στος στον τό­πο του».

Κα­θώς λοι­πόν φέ­τος συ­μπλη­ρώ­θη­καν 45 χρό­νια από τον θά­να­τό του, εί­ναι και­ρός να ανα­κα­λύ­ψου­με το λο­γο­τε­χνι­κό, αλ­λά και να επα­νε­κτι­μή­σου­με το συ­νο­λι­κό έρ­γο αυ­τού του πο­λυ­τά­λα­ντου, «Ανα­γεν­νη­σια­κού» θα τολ­μού­σα­με να πού­με, Έλ­λη­να του εξω­τε­ρι­κού.

Αυτοπροσωπογραφία
Αυτοπροσωπογραφία
ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: