Ένας Έλληνας ζωγράφος, άγνωστος στην Ελλάδα

Ένας μεγάλος τόμος για το έργο του, μας δίδει την ευκαιρία να τον γνωρίσουμε

Ένας Έλληνας ζωγράφος, άγνωστος στην Ελλάδα
Vf Lekwma

——————————
Τ Ο    Β Η Μ Α
  (17 Μαρτ. 1966)

————————

Ο Βασίλης Φωτιάδης είναι ένας γνωστός Έλληνας ζωγράφος, που έμεινε όμως άγνωστος στην Ελλάδα. Δεν είναι ο μόνος. Δεν παύει όμως να είναι ένας Έλληνας, να είναι ένα ελληνικό καλλιτεχνικό κεφάλαιο, μια προσωπικότητα ελληνική που εργάζεται και αναγνωρίζεται στα καλλιτεχνικά κέντρα του εξωτερικού. Και αυτό που έχει ακόμη μεγαλύτερη σημασία είναι πως αναγνωρίζεται και τιμάται από κορυφαίους τεχνοκρίτες.
Ο Claude Roger-Marx είναι ένας από τους πιο σημαντικούς γνώστες της σύγχρονης τέχνης, που έχει γράψει σχετικά με το θέμα αυτό εκτεταμένα βιβλία, που θεωρούνται βασικά και αναγνωρίζονται από το ενημερωμένο κοινό και από τους ειδικούς, από τα καλύτερα στο είδος τους, έγραψε μια εμπεριστατωμένη μονογραφία για τον Φωτιάδη, που δημοσιεύθηκε και εκυκλοφόρησε μόλις τελευταία. Σ’ ένα μεγάλο υποδειγματικά παρουσιασμένο τόμο, πλούσια εικονογραφημένο με πολλά από τα σχέδια, τα χαρακτικά και έργα του σε ασπρόμαυρες ολοσέλιδες αποτυπώσεις, αλλά και με πολλούς έγχρωμους πίνακες με θαυμάσια απόδοση των χρωμάτων, ο Roger-Marx παρουσιάζει τον Φωτιάδη και αναλύει το έργο του. Ξεφυλλίζοντας τον τόμο αυτό μας δίνεται η ευκαιρία να γνωρίσωμε και μεις τον Βασίλη Φωτιάδη και να έρθωμε σε επαφή με τον καλλιτέχνη και την εργασία του. Ευχής έργον θα ήταν να βλέπαμε κάποτε στο πρωτότυπο την καλλιτεχνική του παραγωγή και στην Αθήνα.
Εγκατεστημένος από χρόνια στο εξωτερικό, ζωγραφίζει ακατάπαυστα, μελετά συνεχώς, επεξεργάζεται τα θέματά του και βαθαίνει ολοένα και περισσότερο στην καλλιτεχνική μορφή, με ευσυνειδησία ερευνώντας ολοένα στα προβλήματα του φαινομένου κόσμου και την απόδοσή τους, ζητώντας λύσεις στις ατελεύτητες και προβληματικές σχέσεις των σχημάτων και των χρωμάτων, των αναλογιών και των τόνων και στην κρυφή συνάρτησή τους με τον ψυχικό κόσμο του καλλιτέχνη και αντίστοιχα του θεατή, που θα τοποθετηθή στο επίπεδό του.
Ο Φωτιάδης, προικισμένος με πλούσιο ταλέντο, είχε, πριν φύγει από την Ελλάδα, για πρώτο δάσκαλο τον εξαίρετο καλλιτέχνη, που δεν έχει βρει ακόμη την αναγνώριση που του αξίζει, τον Οδυσσέα Φωκά. Τον ξενιτεμένο προτιμώ να τον εισαγάγη στο ελληνικό κοινό μια κρίση του André Salmon, που τοποθετεί, θαρρώ, σωστά την προσωπικότητα του καλλιτέχνη μας.

«Ο Φωτιάδης» λέει «δεν κατατρύχεται από τα ερωτήματα της ημέρας. Είναι από εκείνους, που η μεγάλη τους έγνοια είναι τα αιώνια προβλήματα, είναι από τους σπάνιους εκείνους ζωγράφους, για τους οποίους ο Derain έλεγε άλλοτε, ότι η αρετή τους είναι να θέτουν στον εαυτό τους κάθε φορά που ζωγραφίζουν, όλα τα προβλήματα της ζωγραφικής» και συνεχίζει: «Η περιφρόνηση προς τις διάφορες επικαιρότητες της τέχνης δεν είναι αδιαφορία. Ο τέλειος καλλιτέχνης δεν αγνοεί τίποτε ούτε από την εποχή του, ούτε από τις μεγάλες περιόδους της τέχνης… Ο Φωτιάδης είναι ένας από εκείνους τους απόλυτους καλλιτέχνες, που δημιουργήθηκαν από την αριστοκρατική θέληση, να εκφράσουν το πιο καθαρό, δηλαδή το πιο βαθύ, που έχουν μέσα τους. Στηρίχτηκαν οι καλλιτέχνες αυτοί στη χάρη της προσωπικής τους έκφρασης, που δραματικά ζητήθηκε και τους δόθηκε και που εξασφαλίζει το ξαναπλάσιμο με στοιχεία της κοινής γλώσσας. Η μελέτη του ζωγράφου αυτού μού ξαναφέρνει στη μνήμη –λέει ο Salman– την εξόχως αποφασιστική γνώμη του Maurice Barrès στην ακμή της σταδιοδρομίας του: «Να γίνεις κλασσικός, σημαίνει να εχθρεύεσαι κάθε περιττό».

Ο Φωτιάδης από την αρχή της σταδιοδρομίας του ήταν σταθερός στην τεχνοτροπία του. Με την πρόοδο του χρόνου αποκτά μια εσωτερική ωριμότητα, χωρίς θεαματικές μεταπτώσεις και ο Roger-Marx χαρακτηρίζει τον καλλιτέχνη λέγοντας: «Άτρωτος· ούτε ο φωβισμός, ούτε ο κυβισμός, ούτε ο εξπρεσιονισμός δεν τον έθιξαν καθυστερημένα: αναζήτησε πάντα τα μυστικά του στον εαυτό του». Και σημειώνει αλλού ο κριτικός για τα τοπία του Φωτιάδη (ο ελληνικός χώρος έχει ιδιαίτερο θέλγητρο για τον καλλιτέχνη): «Είναι προπάντων μια οικεία επικοινωνία, μια βαθιά ειρήνη που ανακάλυψε στ’ αναλλοίωτα από την αρχαιότητα ελληνικά τοπία, που ζωντανεύουν το πολύ δύο ή τρία πρόσωπα, ένα κοπάδι ή μια γίδα. Η μεγάλη συνδετική δύναμη θα είναι πάντα το φως του ήλιου που πάλλεται απολαυστικά πάνω στις μυρτιές και τις ελιές, το φως που, όπως ο ίδιος ο καλλιτέχνης έγραψε, πως με την υπερβολή του «μετριάζει, ταπεινώνει το χρώμα, του επιβάλλει ένα είδος pianissimo, στο «φως που ζωντανεύει το πορφυρό, ή το κεχριμπαρένιο χώμα, σκοτεινιάζει ή χλωμιάζει το ουρανί». Αναλύοντας παρακάτω ο R. Marx τις νεκρές φύσεις του, με τα διαφωτιστικά του λόγια, που είναι τόσο ταιριαστά για την έκφραση και την τέχνη του ζωγράφου, γράφει «ζωγραφίζει τα αντικείμενα όχι για τον πλούτο τους ή την ποικιλία του υλικού, αλλά για το ανακάτεμα που συντελείται ανάμεσα στους τοίχους, για το κάθε τι που συνδέει μυστικά τα’ αντικείμενα μεταξύ τους. Τα πλήρως πετυχημένα έργα του, όπως «Το πρωινό», το «Ατελιέ με τη σόμπα» πέρα από τον Vuillard (που ο καλλιτέχνης τον ονομάζει Mallarmé της ζωγραφικής) επισφραγίζουν τον δεσμό του με τον Chardin. Και αυτός με τη σειρά του μάς κάνει ν’ ακούμε μια ευαίσθητη μουσική δωματίου. Και όταν ακόμη δεν κυριαρχεί καμιά ανθρώπινη παρουσία στον πίνακά του, τα φρούτα, τα άνθη, σε κάνουν να σκεφθείς τα χέρια και τα μάτια που τα διέταξαν στην κούπα ή το πιάτο και που ανάμεσά τους εμφιλοχωρεί μια ακατάπαυστη ψιλοκουβέντα».

Θα υπήρχε κίνδυνος να μεταφράσω όλο το βιβλίο, αν ο χώρος δε με ανάγκαζε να περιοριστώ στα λίγα αυτά που θα μας δώσουν αφορμή να πλησιάσωμε στο έργο του Φωτιάδη.
Χαίρομαι, ότι μου δίνεται η αφορμή να γράψω, έστω και με καθυστέρηση, για πρώτη φορά για τον Βασίλη Φωτιάδη, ελπίζω όμως να μου δοθεί σύντομα η ευκαιρία να ξαναμιλήσω για τον ξενητεμένο αυτόν Έλληνα και να θυμηθώ τα λόγια μιας Ελληνίδας μάνας του περασμένου αιώνα (τότε που οι ξενητεμένοι ήταν πολύ μακρυά) και που μαθαίνοντας πως ο γυιός της προκόβει και διακρίνεται στο εξωτερικό έλεγε: «Ας λάμπει ο ήλιος κι ας λάμπει στα βουνά».


 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: