Η αποχώρηση της Ιζαμπέλ

Μετάφραση: Ανδρέας Τσάκας
Η αποχώρηση της Ιζαμπέλ

Θα μου ήταν ιδιαίτερα δύσκολο να περιγράψω με αξιοπιστία το σώμα της Ιζαμπέλ, τον χαρακτήρα, την ψυχοσύνθεσή της. Δεν θα μου ήταν σήμερα δυνατό να αποδώσω τα εξωτερικά χαρακτηριστικά της και σίγουρα θα δίσταζα σε αρκετά σημεία. Εξ άλλου, όλη αυτή η ιστορία μού φαίνεται συγκεχυμένη πλέον και μετανιώνω από τώρα για την απόφασή μου να σας τη διηγηθώ. Διατηρώ φυσικά ακέραιο το δικαίωμά μου να σταματήσω στα μισά, να αναβάλλω αυτή την αφήγηση και να βάλω πίσω στη συνηθισμένη της θέση τήν, ήδη αποθαρρυμένη, γραφίδα μου.
Πάνε μόλις πέντε μήνες από τότε που συνάντησα για πρώτη φορά την Ιζαμπέλ και το σώμα εκείνο, το οποίο δεν προτίθεμαι να περιγράψω, το γνώρισα μόνο για ένα πολύ σύντομο χρονικό διάστημα κι έτσι δεν θα μπορέσω να δώσω μια εικόνα τόσο ακριβή όσο θα επιθυμούσα. Ας αρκεστώ να πω ότι τα είκοσι έξι της χρόνια ήταν ανεύρετα σε μια σιλουέτα που παρέμενε ασυνήθιστα λεπτή και διατηρούσε την χαριτωμένη αναποφασιστικότητα της εφηβείας. Οι φαρδείς ώμοι, το φτωχό στήθος, οι στενοί γοφοί έφερναν στο νου, εναλλάξ, άγαλμα αιγυπτιακό ή άγαλμα εφήβου. Θα μπορούσα, ίσως, να μιλήσω και για τα μεγάλα, σα μαθήτριας, χέρια της, που τα σημάδια από μελάνη δεν μπόρεσαν να ασχημίσουν και, φυσικά, για το πρόσωπό της. Υπερβολικά εμφατικό στο ύψος των παρειών, ήταν σίγουρα πολύ στενό στο πηγούνι. Όμως, το δέρμα σε χρώμα ζεστής ώχρας, τα μάτια τα γεμάτα λάμψη, που την πηγή της μάταια θα έψαχνε κανείς να βρει στο περιβάλλον φως, τα ιδιαίτερα γενναιόδωρα χείλη διόρθωναν την ασυμμετρία των οστών. Ο λαιμός, τέλος, σχημάτιζε το περίφημο «περιδέραιο της Αφροδίτης», υπόσχεση σάρκας απολαυστικής που η Ιζαμπέλ ήξερε να την τηρεί. Παρ’ όλα αυτά, σας βεβαιώνω ότι δεν θα είχα επιχειρήσει την κατάκτηση της Ιζαμπέλ εάν δεν ήταν προικισμένη με μια πραγματικά ξεχωριστή φωνή. Ας μου συγχωρεθεί το ότι θα την περιγράψω στη σελίδα αυτή με επιμονή, με κάποια έξαρση και ακόμα, γιατί να μην το ομολογήσω, με απελπισία.
Λέξεις καχεκτικές, φτώχεια μιας γλώσσας που αδυνατεί να αποδώσει αυτή τη χροιά, θαμπή και υπόκωφη, την πνιχτή κοντράλτο, το βαθύ βελούδο της φωνής αυτής, της τόσο απολαυστικά ψιθυριστής, όπου συγκεντρωνόταν για μένα, ολοκληρωτικά, μυστικά, όλη η γοητεία της Ιζαμπέλ. Η ντροπαλότητα, η κάπως καλυμμένη θέρμη, η περηφάνια, η παιδικότητα, ο άγριος και φοβισμένος μαζί χαρακτήρας της φίλης μου, εκφραζόταν, ας το πούμε έτσι, και συμπυκνωνόταν σε αυτή τη φωνή με έναν τρόπο φυσικό.
Λίγα λέω· κυρίως μου είναι αδύνατο να περιγράψω κάποια τσακίσματα, σε χαμηλότερο τόνο, που μου φαινόντουσαν ασφυκτικά γεμάτα από μια ορμητική, τρόπον τινά, κι εντούτοις μυστική έκκληση. Η έκκληση αυτή ικέτευε, μυστηριωδώς, κάποια τρυφερή βοήθεια. Σ’ αυτή την έκκληση άλλωστε δεν ήταν που υπάκουσα τελικά; Να προσθέσω, τέλος, ότι η αναπνοή της, πάντα λίγο λαχανιασμένη, η πολύ κοφτή ανάσα της, μού μετέδιδαν μια αναμφισβήτητη συγκίνηση.
Εκείνη που δοκίμασα λίγο καιρό αργότερα παραμένει πιο σκοτεινή. Θέλω να μιλήσω για την ανεξήγητη ταραχή που ένιωσα μπροστά σε κάποιες ελιές του σώματός της που θύμιζαν, λόγω της διάταξής τους, με ελάχιστη απόκλιση, τα αστέρια ενός πολύ οικείου σε μένα αστερισμού, του αστερισμού της «Παρθένου».
Έστεκα παρατεταμένα, με περιέργεια αλλά και ευχαρίστηση, πάνω απ’ το σημείο εκείνο όπου μια απαλή καμπύλη ενώνει το στήθος με το γοφό. Τα δάχτυλά μου ακουμπούσαν τον μικρό ζωδιακό σχηματισμό που περιστρεφόταν εκεί, ακίνητος, και η φίλη μου χαμογελούσε παραξενεμένη.
Προσπαθώ να αποδώσω όσο γίνεται καλύτερα την εικόνα της Ιζαμπέλ, που είναι, εδώ και κάποιο καιρό, σαν εκείνες που δημιουργεί η φαντασία μας, και δε θα προσθέσω τίποτε άλλο.

Σχέδιο του Πάβλου Χαμπίδη για την παρούσα δημοσίευση (2020)

Πάνω από ένα μήνα μετά την ανακάλυψή μου και την εύκολη συνεννόησή μας, διέκρινα τη φίλη μου σε μια σημαντική συναυλία. Συνοδευόταν από μια ηλικιωμένη συγγενή ή φίλη, άγνωστο. Περίπου σαράντα μέτρα μάς χώριζαν μόνο. Φυσικά την αναγνώρισα αμέσως όπως κι εκείνη εμένα. Την ίδια στιγμή γεννήθηκε μέσα μου η αλλόκοτη ιδέα μιάς φάρσας τόσο δυνατά κι αιφνιδιαστικά που ακόμα με εκπλήσσει. Δεν δίστασα ούτε στιγμή να υπακούσω σ’ αυτή και το παράλογο της απόφασης ίσως με έκανε να μη προσπαθήσω καν να την απωθήσω. Τη στιγμή που η Ιζαμπέλ μου χαμογέλασε και μου έστειλε ένα συνωμοτικό χαιρετισμό με το γαντοφορεμένο χέρι της, εγώ επέλεξα να την κοιτάζω μέσα στα μάτια και να μην της απαντώ, σα να μου ήταν άγνωστη. Αυτή η απότομη απόφαση γέννησε μέσα μου την ίδια στιγμή ένα διπλό επινόημα. Σήκωσα πρώτα τους ώμους μου χαμηλώνοντας λίγο το κεφάλι, κάτι που με έκανε να δείχνω λίγο καμπούρης και, στη συνέχεια, τράβηξα το στόμα μου προς τα αριστερά σε μια ανεπαίσθητη αλλά συνεχή σύσπαση. Ο μορφασμός αυτός που μπόρεσα να κρατήσω όσο διάστημα με κοιτούσε η Ιζαμπέλ δεν απαιτούσε ιδιαίτερη προσπάθεια. Έτσι, αποτύπωσα στην εμφάνισή μου μια αλλαγή που την έκρινα απόλυτα ανεπαίσθητη και ταυτόχρονα πετυχημένη. Είχα πράγματι την ευχαρίστηση να διαβάσω πάνω στο πρόσωπο της φίλης μου τη φανερή στενοχώρια και την τεταμένη προσοχή. Στη διάρκεια της μισής ώρας που διήρκεσε η εκτέλεση ενός κονσέρτου του Μπραμς –μετά από αυτό εξαφανίστηκα– η Ιζαμπέλ γυρνούσε το κεφάλι για να με ξαναδεί. Κι εγώ, πάντα σε επιφυλακή, συνέχιζα το παιχνίδι μου, παιδιάστικο σίγουρα, το οποίο όμως μου έδινε αναμφισβήτητη απόλαυση. Με γέμιζε ικανοποίηση το ότι είχα φτιάξει μια φάρσα τόσο πρωτότυπη. Η ικανοποίηση αυτή, η ευχαρίστηση, της οποίας γευόμουν την παραδοξότητα, θα παρατεινόταν για πολύ ακόμα.
Τα αποτελέσματα της κατορθώματός μου μπόρεσα να τα απολαύσω την επόμενη κιόλας μέρα. Βρήκα την Ιζαμπέλ σε κατάσταση μεγάλης υπερδιέγερσης. Με περίμενε στο σπίτι της, μέσα στο μικρό δωμάτιο εκκολαπτόμενης διακοσμήτριας όπου με δεχόταν εδώ και λίγο καιρό και στο οποίο είχα επιφέρει κάποιες ευχάριστες μα περιορισμένες βελτιώσεις. Μόλις μου άνοιξε την πόρτα, απ’ τον διάδρομο ακόμα, έπεσε στην αγκαλιά μου με νευρική βιασύνη. Ρούφαγα τα λόγια της και τώρα η ευχαρίστησή μου που την έβλεπα ήταν άλλου επιπέδου.
Μόλις μπήκαμε στο δωμάτιο, σχεδόν με έσπρωξε δίνοντάς μου εντολές.

– Κάθισε και μην κουνιέσαι, μου είπε με σπασμένη φωνή, πού ήσουνα χθες βράδυ;
– Μα, όπως συνήθως, απάντησα κουρασμένα. Σπίτι, δούλευα μέχρι τα μεσάνυχτα… Ο προϊστάμενός μας το παρακάνει …

Η Ιζαμπέλ με διέκοψε στη στιγμή.

– Χθες βράδυ… είναι εξωφρενικό! Έχεις έναν σωσία… κάποιον που σου μοιάζει τόσο…

Δεν εύρισκε πια τις λέξεις, της κοβόταν η ανάσα, τα ορθάνοιχτα μάτια της έδειχναν μια πολύ κατανοητή έξαψη. Αυτός ο λαχανιασμένος ρυθμός της με ενθουσίαζε. Μέσα της ξύπναγε το παιδί με έναν τρόπο χαριτωμένο. Εγώ απ’ τη μεριά μου, προσποιούμουν ένα πολύ έντονο ενδιαφέρον και άκουσα, επανειλημμένα, τα σχετικά με τη συνάντησή της και την περιγραφή του δίδυμου αδελφού μου.

– Είναι ίδιος, είναι ίδιος με σένα, έλεγε και ξανάλεγε, εκτός από μερικές καθησυχαστικές λεπτομέρειες, αλλιώς θα τρελαινόμουν!

Μου διηγιόταν τη βραδιά της απ’ την αρχή, την άφιξη μαζί με μια φίλη της στην αίθουσα συναυλιών, την ανακάλυψη που έκανε, λίγο αργότερα, ενός ανθρώπου «σίγουρα λίγο πιο κοντού και πιο μελαχρινού» από εμένα, το βλέμμα του οποίου «επιθετικά άπληστο», ευτυχώς διέφερε από το δικό μου. Μετά, σταματούσε, κοιτούσε το ταβάνι σα να ήθελε να θυμηθεί κάτι και ξεκινούσε πάλι με περισσότερη φόρα.

– Η ίδια μύτη, διαβεβαίωνε, το ίδιο στόμα. Είναι σαν εσένα, καλοξυρισμένος, τα μάγουλα λίγο ρουφηγμένα, όμοια με τα δικά σου, για να μην πω για τα μαλλιά του που είναι ριγμένα προς τα πίσω και δείχνουν με τον ίδιο τρόπο το μέτωπό του λίγο πιο ψηλό, είναι αλήθεια, από το δικό σου.

Κατά περίεργο τρόπο, αυτό που παραξένευε πιο πολύ την Ιζαμπέλ ήταν ένα ζευγάρι γυαλιά από ταρταρούγα, τα γυαλιά που φορούσα εγώ και που ο σωσίας μου φαίνεται ότι φορούσε όπως εγώ, ακριβώς όπως εγώ.

– Μα δεν υπάρχει άλλος τρόπος να φοράει κανείς τα γυαλιά του, φώναζα γελώντας, όλα τα γυαλιά με βραχίονες μοιάζουν μεταξύ τους και όλα κάθονται πάνω στη μύτη.
– Δεν καταλαβαίνεις τίποτα, ξανάρχιζε η Ιζαμπέλ που σιγά-σιγά εκνευριζόταν. Θέλω να πω ότι τα αυτιά του είναι μικρά όπως τα δικά σου, ότι το βλέμμα του, μέσα από τους φακούς, είναι ακριβώς το δικό σου.

Ακουμπούσα το χέρι μου πάνω στο χέρι της φίλης μου και έπαιρνα ένα ύφος κοροϊδευτικής αμφιβολίας. Μιλούσα για την απόσταση που σίγουρα ευνοεί τα δημιουργήματα της φαντασίας, για τη μουσική επίσης που, για φιλόμουσους σαν εκείνη, είναι αιτία αλλοίωσης της σωστής αντίληψης της πραγματικότητας.
Η Ιζαμπέλ, φυσικά, σήκωνε τους ώμους, έδειχνε ανυπομονησία, και με κοιτούσε με περιφρόνηση. Τα λόγια που είπε τα θεώρησα επικίνδυνα και δεν τα λησμόνησα: «Είναι απλό, είπε σαν να ονειρευόταν, η μόνη διαφορά μεταξύ σας, η μόνη διαφορά, επανέλαβε, είναι ότι εσύ θα με είχες αναγνωρίσει, ενώ αυτός ο άνθρωπος, φυσικά, δεν θα μπορούσε!»
Ακούγοντας τα λόγια αυτά έδειξα μεγαλύτερη επιδεξιότητα και προσπάθησα να αλλάξω τη συζήτηση. Το όμορφο κορίτσι όμως δεν καταλάβαινε τίποτα και επανερχόταν συνεχώς πάνω στη μία ή την άλλη λεπτομέρεια της απίστευτης ομοιότητας. Μου ζήτησε να πλησιάσω στη λάμπα και να γυρίσω κατά τα τρία τέταρτα. Στη συνέχεια απομακρύνθηκε και, από την άλλη άκρη του δωματίου, βάλθηκε να με κοιτάζει εξεταστικά.
Υπάκουσα, όχι χωρίς κάποια ευχαρίστηση, λίγο ενοχλημένος όμως από την εξέταση που μου φαινόταν ανόητη.

– Έλα επιτέλους, της επαναλάμβανα, σήμερα περίμενες να με δεις και να με γνωρίσεις; Αυτή η επιθεώρηση καταντάει προσβλητική!

Η Ιζαμπέλ, όμως, δεν με άκουγε καν και επέμενε να με κοιτάζει με επίμονή.

– Είναι τρελό! μουρμούριζε.

Άραγε ήταν αλήθεια ότι από την εμφάνιση του σωσία μου και μετά δενόμουνα περισσότερο με τη φίλη μου; Είναι παρακινδυνευμένο να το επιβεβαιώσω. Αντίθετα, μπορώ να πω ότι ο σωσίας μου, η ύπαρξή του πρόσδιδε στην Ιζαμπέλ περισσότερη γοητεία υπογραμμίζοντας σε αυτήν ό,τι αγαπούσα περισσότερο πάνω της, αυτό το παιδιάστικο που είχε, το παιδικό. Το σίγουρο είναι ότι οι συναντήσεις μας πολλαπλασιάζονταν. Ο περισσότερο χρόνος τα ελεύθερα βράδια μου ανήκε σ’ εκείνη. Έφτασα να της χαρίζω τις Κυριακές μου, τα μακριά απογεύματα του Σαββάτου. Κάναμε περιπάτους στο Δάσος, στο Βιλ-ντ-Αβρέ, στο Μπουζιβάλ. Ο καιρός βοηθούσε· ένας φωτεινός Οκτώβρης πανηγύριζε μέσα στον αέρα που δρόσιζε. Όμως ο ουρανός, τα ακαθόριστα μακρινά τοπία, η θολή ατμόσφαιρα του φθινοπώρου δεν ενδιέφεραν την Ιζαμπέλ. Σταματούσε περισσότερο για να μελετήσει τις λεπτομέρειες ενός φύλλου, τα χαρακτηριστικά ενός εντόμου που θα μπορούσαν να ενταχθούν στο σχέδιο κάποιου υφάσματος, ενός χαρτιού βιβλιοδεσίας ή ταπετσαρίας. Δεν επεδίωκα να την κάνω να αγαπήσει αυτά που με ενθουσίαζαν· η παρουσία της και μόνο αρκούσε.
Έκπληκτος για τη συνέπεια, που δεν ήταν χαρακτηριστικό μου, της ήμουν ευγνώμων που την είχε προκαλέσει. Περί τίνος μιλούσαμε; Δεν θυμάμαι καθόλου. Τα πιο απλά λόγια μού φαινόντουσαν πολύτιμα, γεμάτα κάποιου είδους συνεννόηση θαυμαστή και, αυτό το λέω γιατί είναι αλήθεια, περιέργως συγκινητική. Έπαιζε, ίσως, κάποιο ρόλο και η αγαπημένη μου εποχή του χρόνου; Αυτή η αρμονία μεταξύ μας, που είχε ένα μόλις μήνα ύπαρξης, μου φαινόταν σαν ένδειξη περισσότερης δύναμης, τη στιγμή που γύρω μας βασίλευε ήδη η μεγάλη ατονία του Νοέμβρη. Η ερώτησή μου μού φάνηκε ακατανόητη και φτιαχτή, την ίδια στιγμή που τέθηκε. Η αλήθεια είναι ότι δεν αναγνώριζα πια τον εαυτό μου. Διαισθανόμουνα όμως ότι η παρουσία αυτού του πολύτιμου σώματος που περπατούσε δίπλα μου και τα βήματα της Ιζαμπέλ που συγχρονιζόντουσαν τόσο καλά με τα δικά μου, προσέδιδαν ένα είδος γοητείας, ναι, σίγουρα, και μαγείας στην κάθε μας κουβέντα. Σπάνιες ήταν οι αναφορές στον σωσία μου εκείνο το δεκαπενθήμερο. Μου έλειπαν τα επιφωνήματα και οι παιδιάστικες φωνές έκπληξης της Ιζαμπέλ. Αποφάσισα, βλακωδώς, να τα προκαλέσω πάλι, κι ένα πρωί στήθηκα μέσα σε ένα ταξί λίγο πιο μακριά από το κτήριο που κατοικούσε. Παραμόνευα να βγει και, μόλις την είδα, είπα στον οδηγό να ξεκινήσει. Έτσι πέρασα μόλις λίγα μέτρα μακριά από την φίλη μου. Καθώς το όχημα ήταν ξεσκέπαστο, τα βλέμματα μας διασταυρώθηκαν αμέσως, αλλά για λίγα δευτερόλεπτα. Κοιτούσα την Ιζαμπέλ επίμονα και βέβαια δεν έβγαλα το καπέλο μου. Πρόλαβα να την δω να στέκεται, να γυρίζει το κεφάλι και να ακολουθεί με τα ορθάνοιχτα μάτια της τον σωσία μου που εξαφανίστηκε γρήγορα στη στροφή του δρόμου.
Το ίδιο βράδυ μου ανέφερε για τη συνάντηση. Και πάλι η έκπληξη της Ιζαμπέλ υπήρξε έντονη, υπερβολική κατά τη γνώμη μου, επειδή εγώ φανταζόμουνα, κακώς προφανώς, ότι θα γεννούσα ένα θέαμα και κάποιες εντυπώσεις, κι εγώ θα ήμουνα ο δημιουργός τους. Επέμενα όμως πεισματικά να συνεχίζω ένα παιχνίδι που η λογική μου το καταδίκαζε. Γνωρίζοντας την διαδρομή, την ίδια πάντα, που έκανε η Ιζαμπέλ για να πάει στη δουλειά της, για να φύγει από το σπίτι της και να επιστρέψει, έστεκα κάθε φορά σε άλλο σημείο του δρόμου, χωρίς ποτέ να ξεχνάω να σηκώνω τους ώμους και να σχηματίζω στο στόμα μου την γνωστή σύσπαση. Φυσικά, τα κανόνιζα έτσι ώστε να κάνω πολύ σύντομες εμφανίσεις, ή και αστραπιαίες, σε τρόπο ώστε η φίλη μου να μην έχει τη δυνατότητα να με παρατηρεί για πολύ. Οι προφυλάξεις αυτές ήταν ίσως άσκοπες. Η πεποίθηση είχε προ πολλού εδραιωθεί στην Ιζαμπέλ και ο σωσίας μου ήταν πια πολύ δύσκολο να εξαφανιστεί. Σύντομα όμως αναγκάστηκα να το σταματήσω. Ήμουνα πολύ δεμένος με τη νεαρή φίλη μου και ανησυχούσα για τη νευρικότητά της που, χωρίς αμφιβολία, μεγάλωνε μετά από κάθε νέα «συνάντηση». Το φανταστικό πρόσωπο που είχα δημιουργήσει τής προκαλούσε τώρα πια μια ταραχή που γύριζε σε εφιάλτη και που δυσκολευόμουνα πολύ να αποδιώξω. Έτσι, η Ιζαμπέλ δεν σταματούσε πλέον να περιγράφει την αηδιαστική φιληδονία του σωσία μου, τα «πολύ υγρά» χείλη του και το «πνιγμένο στον πόθο και την ανυπόφορη κάψα» βλέμμα του. Πολλές φορές μου πέρασε η σκέψη να της αποκαλύψω την απάτη. Όμως δεν το έκανα. Είχε τραβήξει πολύ και φοβόμουνα τώρα ότι θα μου κρατούσε κακία για μια φάρσα που περιείχε σίγουρα και κάποια σκληρότητα. Αντίθετα, προσπαθούσα, χωρίς πολλή επιτυχία είναι αλήθεια, να την κάνω να σκεφτεί άλλα πράγματα όποτε μου περιέγραφε, με το βλέμμα καρφωμένο περίεργα στο πάτωμα, την απίστευτη ομοιότητα και πόσο ανησυχούσε επειδή συναντούσε πολύ συχνά στο δρόμο της κάποιον που το βλέμμα του της ήταν ανυπόφορο. Τότε, τα χέρια αυτά της μαθήτριας μού φαίνονταν πολύ κρύα και αγκάλιαζα με πολλή τρυφερότητα το κορμί της που το ένοιωθα κάπως επιφυλακτικό καθώς ακουμπούσε πάνω μου.
Λίγο καιρό αργότερα ανακάλυψα σε κάποιον παλαιοπώλη ένα δαχτυλίδι που το θεώρησα χαριτωμένο. Επρόκειτο για ένα δαχτυλίδι Λουί-Φιλίπ με ένα άνθος κισσού από σμάλτο στο κέντρο. Πάνω του υπήρχε ένα μικροσκοπικό επίγραμμα με ρομαντικούς χαρακτήρες, τριγυρισμένο από ημιπολύτιμες πέτρες. Η σταθερότητά μου –σχεδόν πέντε μήνες– δίπλα στην Ιζαμπέλ, διασκέδασε με το πολλά υποσχόμενο απόφθεγμα. Το δίστιχο, που δεν έκανε ρίμα, αποτελούσε μάλλον διαταγή:

Αν είναι πιστός στον ίδιο
Θα του είσαι πιστή!

Ήθελα να ανοίξω λίγο το δαχτυλίδι που ήταν πολύ στενό και έδωσα στον έκπληκτο κοσμηματοπώλη διαστάσεις σίγουρα πολύ μεγάλες για ένα γυναικείο δάχτυλο. Δεν έκρυψα από την φίλη μου αυτό το σχέδιο δώρου και με την βοήθεια μιας κλωστής πήρα, με ιδιαίτερη προσοχή, την περίμετρο του παράμεσου. Τα θυμάμαι επακριβώς όλα αυτά καθώς και την ημέρα εκείνη του Δεκεμβρίου που πήγα να παραλάβω το δώρο μου. Ένας αέρας σχεδόν ζεστός, σφοδρός, συνεχής, ασυνήθιστος για τέτοια εποχή μου είχε χαρίσει μια δυνατή ημικρανία και ανέβαινα στης Ιζαμπέλ χωρίς ιδιαίτερο κέφι. Άργησε να μου ανοίξει και για μια στιγμή νόμισα ότι έκανα λάθος στον όροφο. Χτύπησα, ανυπόμονος, για τρίτη φορά, παρατεταμένα. Η διάθεσή μου όμως, ο εκνευρισμός μου εκείνη την αλησμόνητη βραδιά, πιστέψτε με ότι δεν είχαν καμία σχέση με την σκηνή που επρόκειτο να ακολουθήσει.
Αρχικά η πόρτα άνοιξε όπως συνήθως, αλλά αμέσως η Ιζαμπέλ την έσπρωξε εμποδίζοντάς με να μπω.

– Τι θέλετε κύριε; μου είπε.

Ξέσπασα σε γέλια και έσπρωξα ελαφρά την πόρτα πίσω από την οποία είχε οχυρωθεί η φίλη μου.

– Δεν θα περάσετε, πρόσθεσε. Κι εξάλλου περιμένω επίσκεψη, δηλαδή τον φίλο μου στον οποίο έχω μιλήσει για σας, και θα έχετε να κάνετε μαζί του εάν δεν φύγετε αμέσως.

Το αστείο ήταν σίγουρα κάπως χαριτωμένο, είχε όμως τραβήξει αρκετά και πέρασα το χέρι μου μέσα απ’ το άνοιγμα της πόρτας που η Ιζαμπέλ προσπαθούσε μάταια να μου την κλείσει καταπρόσωπο. Ένα πιο δυνατό σπρώξιμο την έκανε να κλονιστεί και μετά υποχώρησε. Ήμουνα επιτέλους μέσα στο σπίτι της και κλείδωσα την πόρτα πίσω μου.

– Τι σημαίνει αυτή η χαριτωμένη σκηνή; είπα ασθμαίνοντας.

Η Ιζαμπέλ ήταν κι εκείνη λαχανιασμένη και μου φάνηκε κάτωχρη. Τα χέρια της έτρεμαν.
Την άκουγα με κάποια ανυπομονησία, αν και ο ρόλος που επέμενε λίγο κουτά να παίζει, κάπως με εντυπωσίαζε. Έβαζε ένα πάθος, μια παράδοξη έμφαση και η προσπάθεια που σίγουρα απαιτούσε αυτή η κωμωδία έδινε στη φωνή της έναν οξύ τόνο.

– Θέλετε να επωφεληθείτε, έλεγε, από μια ομοιότητα που, από μακριά, μπορεί να ξεγελάσει. Βασίζεστε όμως πολύ σε αυτή, παραμελώντας κάμποσες λεπτομέρειες, κάποια χαρακτηριστικά σημάδια. Τώρα καταλαβαίνω ποιος είσαστε κύριε, ένας ραδιούργος, ένας απατεώνας!
Καθώς βημάτιζε προς τα πίσω είχε φτάσει στο δωμάτιό της και είχε ακουμπήσει στο τζάκι. Νόμισα για μια στιγμή πως ένα χαμόγελο κρυβόταν κάτω από το περιφρονητικό της ύφος και ότι αυτή η παράλογη σκηνή, αυτός ο τεχνητός εφιάλτης θα τελείωνε μέσα σε καθησυχαστικά γέλια. Όμως τίποτα δεν έγινε.
Η Ιζαμπέλ, στητή, με το πηγούνι ανασηκωμένο, με ατένιζε με περιφρόνηση που μου φαινόταν κακοπαιγμένη, αφελής, αδέξια.
Μπορεί το ταλέντο της σαν ηθοποιού να ήταν μέτριο, όμως μου έδωσε να καταλάβω ότι το παιχνίδι αυτό ήταν αρκετά σοβαρό. Θα είχε, σίγουρα, ανακαλύψει την απάτη μου, αυτή τη κακόγουστη φάρσα που την έκανα να τραβήξει τόσο πολύ και τώρα με εκδικούνταν όσο καλύτερα μπορούσε. Αναγνώριζα ότι, όντως, μου άξιζε το μάθημα που μου έδινε.
Ταραγμένος αλλά και έκπληκτος από την ορμή και το σοβαρό ύφος της Ιζαμπέλ, δεν βρήκα τίποτα καλύτερο να κάνω από μια κίνηση που θα εκδήλωνε με τον πιο καθαρό τρόπο τις τύψεις μου. Έβαλα το χέρι στην τσέπη και έβγαλα το κουτάκι του κοσμηματοπώλη. Στη συνέχεια, αφού το άνοιξα και πήρα το δαχτυλίδι, προχώρησα με ύφος μετανιωμένο προς την φίλη μου. Τόλμησα και να πιάσω το χέρι της που μου το άφησε με ένα βεβιασμένο χαμόγελο που έσβησε αμέσως από τα χείλη της. Σίγουρα επειδή παρατηρούσε το έκπληκτο πρόσωπό μου. Δοκίμασα να της περάσω το δαχτυλίδι κι έβλεπα ότι αυτό έπλεε γύρω από το δάχτυλό της. Έμεινα για λίγο άφωνος, κοιτάζοντας το χέρι της που μου φαινόταν απίστευτα αδύνατο. Την ίδια στιγμή γεννήθηκε στο λαιμό της Ιζαμπέλ ένα γέλιο οξύ, ακατάσχετο, μια νευρική θυμηδία που ήταν αδύνατο να σταματήσει.
Έπιασα το μέτωπό μου καθώς η ημικρανία που δυνάμωνε με σφυροκοπούσε κι έκανα ένα βήμα πίσω για να τη δω καλύτερα όπως γελούσε. Το γέλιο της ανέβαινε στα μάτια, έκανε ζάρες στο μέτωπό της, στη μύτη της, μεταδιδόταν στους ώμους της.
Πήγα να της πιάσω το μπράτσο, όταν ακούστηκε μια βραχνή κραυγή ανακατεμένη με το γέλιο.

«Μη με αγγίζετε» ούρλιαξε, κάνοντας ακόμα πιο πίσω. Είχε σηκώσει το χέρι και έμοιαζε να προστατεύει το πρόσωπό της με μια θεατρική κίνηση. Ο ρόλος όμως που είχε διαλέξει να παίξει μέχρι τέλους δεν μπορούσε να εξηγήσει την έκφραση του φόβου που δεν είχα καμία αμφιβολία ότι ήταν ειλικρινής. Όσο την πλησίαζα, ο φόβος αυτός που είχε κυριεύσει τα ορθάνοιχτα μάτια της έδειχνε να μεγαλώνει. Πρέπει να ομολογήσω επίσης ότι αυτό το έντρομο πρόσωπο ασκούσε πάνω μου, εδώ και λίγη ώρα, μια γοητεία που την αντιπάλευα όσο μπορούσα. Τότε, την έπιασα από τους ώμους και αναγκάζοντάς την να κάνει πίσω στο δωμάτιο, την έριξα τελικά πάνω στο κρεβάτι. Τα χέρια μου στα οποία απλώς υπάκουα ξέσκισαν το φόρεμά της. Το σκισμένο μετάξι έκανε να ακουστεί κάτι σαν στεναγμός, και άφησε να φανεί το στήθος της. Κι όμως τα δάχτυλά μου πάλευαν με μανία να ξεγυμνώσουν τη μέση της. Η Ιζαμπέλ, έδειχνε να παραδίνεται απρόσμενα, με μια περίεργη απόλαυση στη βιαιότητα μου χωρίς καν να μαντεύει αυτό που γύρευα από κείνη. Αντίθετα, καθυστερούσε τις κινήσεις μου και με τα χέρια της, με δύναμη που δεν είχα ποτέ νοιώσει, με έσφιγγε πάνω της.

Όσο διαρκούσε αυτή η σύντομη πάλη μεταξύ μας, διέκρινα, ανάμεσα από τα ξεπλεγμένα μαλλιά της, το κάτω χείλος της σχεδόν άσπρο καθώς το δάγκωνε. Η υπερβολική συστολή είχε δώσει τη θέση της σε ύπουλη τόλμη και τα χέρια της, συνήθως αμέτοχα και αδιάφορα προς τα παιχνίδια μας, προσπαθούσαν να φτάσουν σε κάτι που μου ήταν πολύ δύσκολο να του αντισταθώ. Κολλούσε πάνω μου και η ανυπόμονη δίψα τής παραμόρφωνε τα χαρακτηριστικά. Δεν αναγνώριζα πλέον την παθητική σεμνή νεαρή γυναίκα, εκείνο το πρόσωπο που γύριζε αλλού και που προσπαθούσε συνεχώς, κάτω απ’ τον ώμο μου ή πάνω στα μαξιλάρια, να κρυφτεί πίσω από ένα πέπλο σκιάς. Από τον λαιμό της τώρα έβγαινε ένα βραχνό γουργουρητό και λόγια που αγνοούσε μέχρι τώρα παραμέριζαν τα χείλη της και φτεροκοπούσαν με χυδαιότητα γύρω μας. Κάθε τόσο, όμως, τα έπνιγαν υγρά χαχανίσματα. Ήταν αυτό το καινούριο γέλιο, ήταν εξαιτίας αυτού του γέλιου που αντιστάθηκα στην Ιζαμπέλ και κατανίκησα τον πόθο που προσπαθούσε με αηδιαστικό τρόπο να μου προκαλέσει.
Τελικά κατάφερα να γυρίσω αυτό το απαιτητικό, τσιτωμένο κορμί και ανακάλυψα αυτό που φοβόμουνα. Στο γοφό της, εκεί που μέχρι χθες έλαμπε ο πανέμορφος αστερισμός, αυτές οι αγαπημένες μου ελιές είχαν εξαφανιστεί. Τα δάχτυλά μου δεν έβρισκαν παρά ένα δέρμα απελπιστικά λείο, υγρό και έρημο.
Σηκώθηκα απότομα όρθιος και κοίταξα γύρω μου. Οι τοίχοι, τα έπιπλα, το κόκκινο χαλί του δωματίου αυτού, σίγουρα έμοιαζαν αρκετά με αυτά της Ιζαμπέλ. Όμως αυτό το παλαιό έπιπλο τουαλέτας για το οποίο ήταν τόσο περήφανη, έβγαζε τώρα κάτι ύποπτες ανταύγειες. Κι εκείνη ποτέ μέχρι τώρα δεν είχε βγάλει αυτή την ξινή υγρή μυρωδιά παραμελημένης επιδερμίδας. Και ο καθρέφτης –που πάνω του διέκρινα αποσβολωμένος την φιγούρα μου με τους γερτούς ώμους και τον μορφασμό που τράβαγε τα χείλη μου– έμοιαζε να είναι ο καθρέφτης της Ιζαμπέλ. Αντίκριζα όμως μπροστά μου, ξαπλωμένη στα σεντόνια ενός ανάστατου κρεβατιού, μια νέα γυναίκα μικρόσωμη και παχιά την οποία δεν αναγνώριζα πιά, την οποία δεν γνώριζα, την οποία δεν είχα ποτέ συναντήσει.

Vassily Photiadès, «Départ d’Isabelle», πρώτη δημοσίευση: περ. La revue de Paris, τχ. 6, Ιούνιος 1964

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: