Το πράσινο δωμάτιο

Ο Βασίλης Φωτιάδης ζει στο Παρίσι και γράφει γαλλικά. Η τελευταία συλλογή διηγημάτων του έχει τον τίτλο Les transparents και κυκλοφόρησε το 1958.
Η φαντασία του εκλεκτού διηγηματογράφου πλέκεται τόσο αδιάσπαστα με την πραγματικότητα, ώστε οι φαντασιώσεις του γίνονται δεκτές χωρίς την προσπάθεια του νου να ρωτήσει καν: «Είναι αυτό δυνατόν;» Έχει ύφος απλό, είναι πρωτότυπος και η φαντασία του προχωρεί ασυγκράτητη.

Χαρακτικό του Δ. Γαλάνη για το διήγημα
Χαρακτικό του Δ. Γαλάνη για το διήγημα

Δεν αναγράφεται το όνομα του μεταφραστή


Πρέπει πρώτα να είναι νύχτα, σκοτάδι. Τότε μπορώ ν’ ανέβω, αλλά πολύ προσεκτικά, με το πρόσωπο γεμάτο γκριμάτσες, για να μην τρίξει το πάτωμα. Πρέπει να περάσω το διάδρομο, ν’ αποφύγω έπιπλα, ν’ ανοίξω και να κλείσω πόρτες, αθόρυβα σαν κλέφτης. Μα δεν πρόκειται να κλέψω, πρόκειται ν’ ανέβω επάνω στη σοφίτα, τίποτ’ άλλο.
Ο Γιάννης κι η Μαρίνα ρωτούν: «Πώς είναι το δωμάτιο; Μεγάλο; Τι έχει μέσα; Πότε θα το δούμε;» Τα ξαδέλφια μου είναι περίεργα, αλλά όχι λιγότερο από τους άλλους. Μόλις σχολάσουμε, ο Γιάννης με παίρνει από το χέρι και αρχίζει να μου μιλά, υποκριτικά, για πράγματα αδιάφορα και μου χώνει στην τσέπη ένα χαρτάκι διπλωμένο. Το διαβάζω άμα μείνω μόνος. Πάνω στο χαρτί ο Γιάννης ζωγράφισε με κόκκινο μολύβι ένα «αιμοσταγές» μαχαίρι και στην άκρη, με μαύρο μολύβι, ένα κρανίο με την επιγραφή: «Απόψε, έγκλημα στο πράσινο δωμάτιο. Γρηγορείτε!» Βλακείες! Αυτά όλα, για να δημιουργηθεί κάποια δήθεν συνεννόηση μεταξύ μας, που θα του παρέδιδε τα μυστικά μου και θα τον έμπαζε στην πράσινη κάμαρα. Οτιδήποτε θα έκανε για να την δει. Δεν μπορεί πια! Δεν βαστάει. Οι καθημερινές μου περιγραφές του έχουν γεμίσει το κεφάλι. Ξέρω πως είναι η αδελφή του ιδίως που τον σπρώχνει. Η Μαρίνα –12 χρονών– έχει χάσει τον ύπνο της από την περιέργεια. Μου το είπε. Και τι με νοιάζει! Κανείς δεν θα δει το πράσινο δωμάτιο. Κανείς· ούτε ο πατέρας, ούτε η μητέρα, ούτε ο Γιάννης, ούτε η Μαρίνα, ούτε κανείς! Τα ίδια και στο σχολείο· με κολακεύουν και με λόγια και με βώλους. Η ιστορία της πράσινης κάμαρας κυκλοφορεί τώρα κι ένα μήνα. Μού πρότειναν να με ονομάσουν αρχηγό, πάνω από τον Τοβενέ, και ας με περνάει, δεκατεσσάρων αυτός, ένα χρόνο. Με χαρτί, θα υπογράψουν όλοι, αρκεί να εξηγηθώ μια για πάντα για το πράσινο δωμάτιο και να το δείξω. Δεν λέω απολύτως όχι, σουφρώνω το μέτωπό μου και δηλώνω πως το πράγμα είναι πολύ δύσκολο.
Τις άλλες με φώναξε ο κ. Γυμνασιάρχης στο γραφείο.

– Τι είναι αυτή η ιστορία σε παρακαλώ, για την οποία μιλούν οι συμμαθητές σου; Είσαι καλός μαθητής, οι καθηγηταί όμως έχουν παρατηρήσει κάποιαν ύφεση της εργατικότητος μεταξύ των συμμαθητών σου, και φαίνεται ότι η αιτία είναι κάποιο πράσινο δωμάτιο. Τι ιστορία είναι αυτή;
– Δεν είναι ιστορία. Είναι ένα κρυφό δωμάτιο.
– Άφησε τις ανοησίες…
– Είναι στη σοφίτα, κύριε, ένα μυστικό δωμάτιο με τα παιχνίδια των νεκρών…
– Αφού είναι δωμάτιο κρυφό, να μου κάνεις τη χάρη να το κρατήσεις για τον εαυτό σου. Ακατανόητο άλλωστε το τόσο ενδιαφέρον για ένα δωμάτιο στο υπερώον! Πήγαινε!

Στην αυλή υπερέντασις ενδιαφέροντος και, μόλις εμφανίζομαι, απόλυτη σιγή. Κανείς δεν τολμά να με ρωτήσει. Στο τέλος ο Γιάννης δε βαστά, η περιέργεια τον τρώει.

– Σε ρώτησε για το δωμάτιο, ε; Τι του είπες;

Τότε μέσα στη νεκρική σιγή, με τα μάτια όλων απάνω μου, ηρεμώτατος, λέω:

– Ο κ. Γυμνασιάρχης ενδιαφέρθηκε για το πράσινο δωμάτιο, αλλά ιδιαίτερα… Εδώ σταματώ και ψάχνω… Αλλά ιδιαίτερα για την πορσελάνινη ζέβρα.

Ένα μουρμουρητό ακολουθεί τα λόγια μου και τα ορθάνοιχτα μάτια γύρω μου με θαυμάζουν, και σκύβω εγώ –κάτι έπρεπε να κάνω– και ξαναδένω τα κορδόνια των παπουτσιών μου.
Οι ερωτήσεις τους με κυνηγούν διαρκώς και πρέπει κάθε μέρα να σκαρφίζομαι νέες περιγραφές. Μόλις βγούμε από το σχολείο η Μαρίνα δεξιά μου, ο Γιάννης αριστερά, αρχίζουν… Μα είναι δυνατόν να μιλήσει κανείς για το πράσινο δωμάτιο στους δρόμους μέσα! Κι έτσι κερδίζω καιρό κι ετοιμάζω τις απαντήσεις για την Κυριακή. Και η Κυριακή έρχεται και πρέπει τότε να εξηγηθώ. Είμαστε και οι τρεις στον καναπέ, καθώς πέφτει το σκοτάδι. Συγκεντρώνομαι, γιατί δεν πρέπει να τα χάσω, και κλείνω για λίγο τα μάτια μου να δω καλύτερα ό,τι θα περιγράψω. Σήμερα με τη Μαρίνα και το Γιάννη δοκιμάσαμε να κάνωμε σαν κάποια απογραφή της πράσινης κάμαρας και είδα πως τα ξαδέρφια μου δεν έχουν ξεχάσει κανένα από τους θησαυρούς της. Έχουν καταπληκτική μνήμη! Πρέπει όμως να τους τα ξαναδιηγηθώ! Πρέπει να επαναλάβω όσα έχω πει για τους περίεργους τοίχους της με σημάδια και υπογραφές. Διαβάζονται μόνο με ηλεκτρικό πυρσό, γιατί το δωμάτιο δεν έχει πόρτα και αδιαπέραστο βασιλεύει εκεί μέσα το σκοτάδι. Θυμίζω πως είναι απέραντο εξ αιτίας όλης αυτής της μαυρίλας, και πως μπορείς διαρκώς να ανακαλύψης χίλια κρυμμένα οράματα. Ενώ ο ίδιος δεν ξέρω ακριβώς πού να προχωρήσω, να βρω τον ποντικό τον φυλακισμένο στη χρυσή κορόνα ή την αυτόματη ζέβρα (δώρα του αυτοκράτορα στη μεγάλη μου θεία), την πορσελάνινη ζέβρα που αρχίζει να περπατά και να χαμογελά άμα πατήσεις εκεί που πρέπει… Και πρέπει να ξαναπεριγράψω τις κρυστάλλινες ρακέτες και το αμάξι του παππού μου και το ειδικό έπιπλο με τα εκατό συρτάρια που φυλάνε κάτι γυάλινες μπάλες απίστευτες, με πόλεις ολόκληρες μέσα, μικροσκοπικές, χιονισμένες πολιτείες!
Η Μαρίνα πάει να σκάσει.
Και τι μ’ αυτό, αφού δεν μπορείς να πάρεις έναν να μας τον δείξεις!... κι ύστερα τον ξαναβάζεις στη θέση του πάλι!
Χαμογελώ. Δεν καταλαβαίνει, της λέω, πως όλα τα πράγματα αυτά είναι, όλα, ιερά! Κανείς δεν μπορεί να τ’ αγγίξει, να τους αλλάξει θέση, ούτε να τα δει! Είναι η θέληση των νεκρών. Και εξηγώ με τι φόβο και τύψεις παραβαίνω τη θέλησή τους.

Σκοτεινιάζει γύρω και είμαστε στριμωγμένοι οι τρεις στον καναπέ και η φωνή μου έχει, δεν ξέρω γιατί, χαμηλώσει. Προσθέτω ότι όλα αυτά δεν είναι τίποτα, γιατί δεν μπορώ να τα πω όλα. Δεν μίλησα ούτε για τα πορτραίτα, που είναι φοβερά με το βλέμμα τους που γυρίζει και κοιτά τα πάντα κι ας είναι ακίνητο! Το πορτραίτο του θείου που κάηκε είναι επάνω στη βιτρίνα με…

– Ψέματα! φωνάζει η Μαρίνα και με τσιμπά.
– Αυτά που λες είναι στο δανέζικο παραμύθι, που ένας γιατρός έχει βιτρίνες γεμάτες πτώματα…
– Κάτσε ήσυχα! Στη βιτρίνα που λέω δεν έχει κανένα πτώμα! Αν βαρέθηκες, αν δεν πιστεύεις, δεν είναι ανάγκη να μιλούμε για το πράσινο δωμάτιο…
– Τι έχει μέσα στη βιτρίνα;

Δεν απαντώ αμέσως. Σκύβω στο αυτί του Γιάννη και του ψιθυρίζω αρκετά δυνατά, για ν’ ακούση η Μαρίνα:

– Έχει μόνο μάτια…
– Τ’ άκουσα! φωνάζει η Μαρίνα. Μπορείς να το πεις φωναχτά, είναι όμως αηδέστατο.
– Μόνο μάτια; ρωτά ο Γιάννης.
– Μόνο μάτια. Όχι ανθρώπινα μονάχα, έχει και από μαϊμούδες και από καναρίνια κι από γυναίκες, μ’ επιγραφή το καθένα, όπως στα μουσεία. Και όλα τα μάτια βλέπουν προς το ίδιο μέρος, χωρίς βλέφαρα.
– Θα είναι γυάλινα, λέει η Μαρίνα.
– Δεν ξέρω, γιατί δεν τα βλέπει κανείς, όλα τα πράγματα αυτά, καθαρά εξαιτίας του φόβου.
– Θέλω να τη δω, θέλω να τη δω την πράσινη κάμαρα, παρακάλεσε χαϊδευτικά η Μαρίνα με το κεφάλι της στον ώμο μου.

Λίγο αργότερα ο θείος μου αποφάσισε να βάλει στο σπίτι τους κεντρική θέρμανση. Οι θείοι μου πήγαν στο ξενοδοχείο και η μητέρα μου επέμενε να πάρει στο σπίτι τα ξαδέλφια μου, και είχαμε ξετρελλαθεί με την ιδέα πως θα ζούσαμε μαζί οι τρεις. Έβαλαν ένα κρεβάτι για τη Μαρίνα στο σπουδαστήριο, και ο Γιάννης ήρθε στην κάμαρά μου. Πρωί-πρωί η Μαρίνα μας χτυπούσε μηνύματα στον τοίχο, με συνθηματικό αλφάβητο, και της απαντούσαμε κι εμεις με χτύπους ή με σφυρίγματα, που αναστάτωναν το σπίτι ξημερώματα και είχαν κάνει την υπηρεσία έξω φρενών. Παλεύαμε στο λουτρό ποιος να πρωτοπάει, κι εκεί η Μαρίνα, τυλιγμένη μεσ’ στο μπουρνούζι της, με προκαλούσε περίεργα κι εγώ εύρισκα το μπάνιο ασφυκτικά ζεστό.
Τα παρακάλια της Μαρίνας, οι δεήσεις του Γιάννη έδιναν κι έπαιρναν, αλλά εγώ δεν υποχωρούσα.

Ο μεσότοιχος που χώριζε την κάμαρά μου από το σπουδαστήριο που κοιμόταν η Μαρίνα ήταν λεπτότατος κι έτσι μια νύχτα μισόξυπνος –θα ήταν μεσάνυχτα– άκουσα στο πλάι κάτι ελαφρούς κρότους από πατήματα, κάτι τριξίματα. Έπειτα σιγά-σιγά οι κρότοι απομακρύνθηκαν και μου φάνηκε σαν κάποιος να περνούσε μπρος από την πόρτα μας. Ο Γιάννης κοιμόταν κι άκουγα την αναπνοή του.
Είχα τεντώσει το αυτί μου και με μιάς αποφάσισα, σηκώθηκα, βγήκα στο διάδρομο και είδα πως, όπως το φανταζόμουν, η εξαδέλφη μου δεν ήταν στην κάμαρά της. Έπρεπε να κάνω γρήγορα. Με τα χέρια μπρος, ψηλαφητά, έφτασα στη μεγάλη σκάλα που πήγαινε στη σοφίτα, έπιασα τα κάγκελα κι ανέβηκα τρεχάτος· και, απάνω, είδα σαν κάποιο φως και κατάλαβα πως ήταν το άσπρο νυχτικό της Μαρίνας. Εκείνη προχωρούσε, εγώ παραμόνευα και την είδα να καμπουριάζει μπρος στην κλειδαριά της πόρτας μου. Την άνοιξε και μπήκε και, χωρίς να μ’ αντιληφθεί και χωρίς κι εγώ να τη βλέπω· έτρεξα από πίσω της. Θα ήταν ακίνητη, γιατί δεν άκουγα παρά την αναπνοή της και κάποιο πασπάτεμα κουτιού σπίρτων μέσα στο σκονισμένο αέρα της πράσινης κάμαρας…
Εξακολουθώ να αρνούμαι τα πάντα. Με κάλεσαν να εξηγηθώ μπρος στην οικογένεια όλη. Αληθινή ανάκριση, κατά τον Γιάννη. Αυτά που διηγείται η Μαρίνα δεν τα πολυπιστεύουν, γιατί, αν ο πυρετός έχει πέσει, είναι πάντα απάνω από 37ο. Ο Γιάννης είναι ο μέγας μου συνήγορος, γιατί δηλώνει πως τη νύχτα όλη δεν το κούνησα από την κάμαρά μας. Ενώ, βεβαιώνει με υπερηφάνεια, έχει ύπνο εξαιρετικά ελαφρό!
Όταν η Μαρίνα γίνεται ησυχότερη, ο γιατρός αφήνει να πάμε κοντά στο κρεβάτι. Όσο πάει, οι βεβαιώσεις της εξασθενούν και της χαμογελώ σαν αθώος κατηγορούμενος. Μ’ αφήνει τότε να της πάρω το χέρι – μού σφίγγει το δικό μου που κοντεύει να το σπάσει κι έπειτα με μιας το παίρνει απότομα πίσω.
Να τι διηγείται.

Χαρακτικό του Δ. Γαλάνη για το διήγημα



Ομολογεί πως ήθελε να δει το πράσινο δωμάτιο, πως μου είχε κλέψει το κλειδί και πήγε. Ήτανε, λέει, σκοτάδι πίσσα κι ακίνητη αισθανότανε μια αναπνοή πίσω της, κοντά της. Έμεινε, λέει, ακίνητη μια ώρα ολόκληρη! Έπειτα, ορκίζεται πως κάποιος την πήρε από το λαιμό, στην αρχή ελαφρά κι ύστερα σφιχτά, χέρια και δάχτυλα πουπουλένια που δενόντουσαν γύρω στο λαιμό της. Εκείνη τη στιγμή, λέει, φωτίστηκε το δωμάτιο με ένα φως κόκκινο, τόσο δυνατό, σα να το γέμιζε ο ήχος από μακρινές καμπάνες. Έπειτα είδε το γυάλινο ζέμπρο που ξεπέταγε τις βίδες του και τα ελατήρια και γύριζε γύρω της σιγά, τόσο σιγά, που η σιωπή ξαναγεννιόταν φριχτή. Τον παρακολουθούσε, καθώς γύριζε, και τα μάτια όλα της βιτρίνας την ακολουθούσαν κι αυτά. Ήταν τρομερό! Ο γιατρός της χαϊδεύει το μάγουλο άμα τ’ ακούει και γελά.
Η Μαρίνα δε γελά. Όχι, δε γελά. Ξέρει πως τη βρήκαν λιποθυμισμένη το πρωί, έξω από την κάμαρα, πάνω στα πρώτα σκαλιά. Κανείς δεν πιστεύει όσα διηγείται, γιατί όλοι ξέρουν πως το δωμάτιο βρέθηκε κλειδωμένο, εκείνη λιποθυμισμένη έξω και το κλειδί στο συρτάρι μου. Θυμώνει τότε, συγχίζεται και πρέπει να την αφήσουμε μονάχη. Μένω τελευταίος και της λέω σιγανά:

– Μην επιμένεις, της λέω, πως μπήκες. Σε βρήκαν έξω. Ποιος θα σε είχε μεταφέρει;

Σωπαίνει. Δε θα ήθελε, αλλά τι να κάνει; Και μου χαμογελά αδέξια και χαμηλώνει το κεφάλι.
Απαγόρευση ρητή να μιλούμε για το πράσινο δωμάτιο μπρος στη Μαρίνα κι όταν ακόμη έγινε εντελώς καλά. Όσο για μένα, δεν έχω καμιά τύψη συνειδήσεως.
Έκανα ό,τι έπρεπε για να σώσω το Δωμάτιο. Μόνος εγώ ξέρω πως η Μαρίνα δεν τα λέει όλα. Το ψέμα και η αλήθεια πλέκονται τόσο καλά στη διήγησή της, που κι εγώ ο ίδιος δεν ξέρω πια. Λιποθύμησε για πρώτη φορά στο δωμάτιο μέσα και συνήλθε και μείναμε μαζί ως την αυγή. Είχα το φανάρι μου και το έχωσα κάτω από τη μύτη της και της φώτιζα το πρόσωπο. Αυτό θα την βοήθησε να συνέλθει.

– Ποιος είναι; μισοφώναξε. Πού είναι η ζέβρα; Δε θέλω να την ξαναδώ!

Την έσφιξα κοντά μου.

– Μη φωνάζεις. Εγώ είμαι. Όλα είναι εν τάξει. Η ζέβρα είναι μακριά. Μη φοβάσαι. Εδώ είμαι.

Και την πήρα στην αγκαλιά μου και της χάιδευα τα μαλλιά της. Ήταν παγωμένη.
Πολύ αργότερα ξαναλιποθύμησε. Ο φόβος, η κούραση, πολλές συγκινήσεις. Τι να κάνω; Είχε αρχίσει να ξημερώνει. Πώς να την συνεφέρω; Την έσυρα μοναχός μου έξω από την κάμαρα. Σκέφτηκα να τη σηκώσω και να την πάω στο δωμάτιό της, αλλά άκουσα μια πόρτα. Μόλις πρόφταινα να το σκάσω. Το κυριότερο ήταν πως είχα σώσει το Δωμάτιο. Κανείς πια, κανείς μας –γιατί οι μεγάλοι δε λογαριάζονται– δε θ’ αμφιβάλει για τον ζέμπρο, για τη βιτρίνα με τα μάτια, για τους θησαυρούς όλους. Η περιπέτεια της Μαρίνας, χάρη στον Γιάννη που φλυάρισε, έγινε γνωστή σ’ όλη την τάξη και βασιλεύω έτσι για όλους μέσα στους τέσσερις αδιαπέραστους τοίχους του δωματίου.

Όλα τα παιχνίδια των νεκρών μόνος εγώ μπορώ να τα αγγίζω.
Είμαι, στο σχολείο, ο αναμφισβήτητος ιδιοκτήτης αυτού του καταπληκτικού κόσμου. Όποτε θέλω μπορώ να τον αναφέρω… Και στη Μαρίνα ίσως…
Η Μαρίνα είναι ερωτευμένη μαζί μου. Είδε πράγματι τη ζέβρα και τη βιτρίνα; Χωρίς άλλο, αφού μιλά μ’ αυτό το ακίνητο βλέμμα των ανθρώπων που θυμούνται.
Εγώ τη θαυμάζω, πρώτα για το θάρρος της. Έπειτα υπήρξε αληθινά άξια να περάσει το κατώφλι του κόσμου αυτού. Πώς τη θαυμάζω και πώς την ευχαριστώ για τη σιωπή της! Η σιωπή της είναι που μας ενώνει και που θα μας ενώνει όλο και πιο πολύ. Γιατί, αν μ’ αγαπάει, ο λόγος δεν είναι η νυχτερινή μας περιπέτεια. Είναι άλλος – τον ξέρω. Μου δίνει μια περίεργη, δυνατή χαρά. Ναι, είμαι βέβαιος γι’ αυτό. Υποψιάζομαι, αλλά με απόλαυση, πως το μυστικό μου είναι τώρα δικό της, πως ξέρει, αυτή μονάχα, πως, αν το δωμάτιο της σοφίτας είναι πραγματικό, το Πράσινο Δωμάτιο είναι ανύπαρκτο.

Περιοδικό Εκλογή, τχ. 154, Αύγουστος 1958, σσ. 65-68 (έγιναν μικρές τροποποιήσεις στη μετάφραση)

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: