Μιά ιστορία με δίδαγμα

Μετάφραση: Ανδρέας Τσάκας
Μιά ιστορία με δίδαγμα

Ήταν κάποτε ένας συνηθισμένος άνθρωπος που τον έλεγαν Μάσντι Ζουλφακάρ· είχε μια συνηθισμένη γυναίκα που την έλεγαν Σιταρέ Χανούμ.
Κάποια μέρα, ενώ ο Ζουλφακάρ δεν είχε μπει καλά-καλά στο σπίτι του, έτρεξε η Γκαουχάρ Σουλτάν, η μητέρα του, κι άρχισε να κατηγορεί τη Σιταρε Χανούμ, λέγοντας «Σε κερατώνει! Έχεις πάρει είδηση ότι η γυναίκα σου τριγυρίζει με αγαπητικούς; Καμάρωνε! Στην εποχή μου, όταν κάποιος ξένος χτυπούσε την πόρτα, οι νέες γυναίκες του σπιτιού έβαζαν χαλίκια κάτω από τη γλώσσα τους για να ακούγονται σα γριές στρίγκλες. Ακόμα και σήμερα αυτά τα πράγματα τα λένε στο κήρυγμα από τον άμβωνα, αλλά ποιος ακούει; Νωρίτερα σήμερα, για λίγο πάγο, βγήκε τσάρκα μέχρι τα μισά του δρόμου, μοναχά με το μισοφόρι. Και το πρωί, την ώρα που μάζευε τα σεντόνια στη ταράτσα, την έπιασα να κάνει τα γλυκά μάτια στον Αλή, τον γανωματή στο διπλανό σοκάκι. Θεέ μου, αυτό το ψόφιο μούτρο της – μοιάζει σα φάντασμα που βγήκε απ’ τον τάφο. Πόσο μετανιώνω που δε σου έφερα την κόρη του Ουστάντ Μασαλά! Ήταν σαν ένα μπουκέτο λουλούδια και το κάθε δαχτυλάκι της είχε εκατό δεξιότητες. Αναρωτιέμαι αν η γυναίκα σου καμαρώνει για τα πλούτη της ή για την προίκα της! Προσπάθησα πολύ να τη μάθω να φτιάχνει ζύμη· νομίζεις τα κατάφερα; Χάλασε ένα ολόκληρο σακί αλεύρι – ξίνισε και έπρεπε να πεταχτεί. Πάλι εγώ έκανα τη ζύμη κι έφτιαξα το ψωμί. Ό,τι και να της πω, μου λέει πάντα τα ίδια: «εγώ παντρεύτηκα για να μένω όμορφη, όχι για να μαντάρω ρούχα!»».

Τη ίδια στιγμή, ο Ζουλφακάρ, βράζοντας από θυμό, όρμησε στο δωμάτιο και, όπως κάθε δεύτερη μέρα, ξεκρέμασε το καμουτσίκι και άρχισε να χτυπάει τη Σιταρε με όλη του τη δύναμη. Οι μαύρες, σα φίδια, δερμάτινες λουρίδες τυλίγονταν γύρω στο σώμα της, αφήνοντας μελανιές στο χέρι της. Η Σιταρε, τυλιγμένη στη μαντίλα της προσευχής, βογκούσε, κανείς όμως δεν ήρθε να τη σώσει.

Μισή ώρα αργότερα άνοιξε η πόρτα και η Γκαουχάρ Σουλτάν, δαγκώνοντας το χείλος της και φορώντας ένα πανούργο χαμόγελο, μπήκε για να παρέμβει. Έπιασε το χέρι του Ζουλφακαρ και είπε: «Για το Θεό, τι κάνεις; Δεν έπιασες κανέναν Εβραίο! Γιατί τη χτυπάς έτσι; Σήκω πάνω Σιταρε, σήκω χρυσή μου! Έχω ανάψει τον ξυλόφουρνο. Πήγαινε φέρε τη λεκάνη με το ζυμάρι να ψήσουμε…»

Η Σιταρε πήρε το ζυμάρι από το καλάθι. Πλησιάζοντας είδε την πεθερά της να έχει σκύψει πάνω απ’ το άνοιγμα του φούρνου και να φυσάει τη φωτιά. Καθώς θα το ’θελε η μοίρα, η Σιταρε σκόνταψε στον κουβά με το νερό που ήταν δίπλα κι έπεσε· η λεκάνη με το ζυμάρι προσγειώθηκε πάνω στη Γκαουχάρ Σουλτάν. Η πεθερά έπεσε με το κεφάλι μέσα στο φούρνο. Μισή ώρα αργότερα, όταν η Σιταρε συνήλθε από την δήθεν λιποθυμία της, το μισό σώμα της Γκαουχάρ Σουλτάν είχε πια ξεροψηθεί.

Δίδαγμα: η ιστορία αυτή μας μαθαίνει πως δεν πρέπει ποτέ να αφήνουμε τη σύζυγο και την πεθερά, μόνες τους, δίπλα σε αναμμένο φούρνο.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: