Η κούκλα πίσω από την κουρτίνα

Μετάφραση: Ανδρέας Τσάκας
Η κούκλα πίσω από την κουρτίνα


Οι καλοκαιρινές διακοπές είχαν φτάσει. Στο διάδρομο του Λυκείου της Χάβρης οι εσωτερικοί μαθητές, με τη βαλίτσα τους στο χέρι, έβγαιναν σφυρίζοντας και ουρλιάζοντας από χαρά. Μόνο ο Μεχρντάντ έστεκε δίπλα στη βαλίτσα του με ύφος περίλυπο και το καπέλο στο χέρι, σα να είχαν βουλιάξει τα καράβια του.
Ο υποδιευθυντής, φαλακρός με προτεταμένη κοιλιά, τον πλησίασε και ρώτησε:

— Φεύγετε κι εσείς;

Ο Μεχρντάντ έγινε κατακόκκινος και χαμήλωσε το κεφάλι. Ο υποδιευθυντής συνέχισε:

— Κρίμα που δεν θα είσαστε εδώ στο Λύκειο μαζί μας την επόμενη χρονιά. Είναι γεγονός ότι με τη διαγωγή που επιδείξατε ήσασταν ένα υπόδειγμα για τους υπόλοιπους μαθητές. Θα σας έδινα όμως μια συμβουλή: μην είστε τόσο συνεσταλμένος, να δείχνετε περισσότερο θάρρος. Είναι ελάττωμα για έναν νέο σαν εσάς. Στη ζωή πρέπει να είναι κανείς θαρραλέος.

Το μόνο που κατάφερε να πει ο Μεχρντάντ ήταν:

— Κι εγώ λυπάμαι που θα φύγω απ’ το σχολείο σας.

Ο υποδιευθυντής χαμογέλασε, τον χτύπησε φιλικά στο ώμο, τον αποχαιρέτησε σφίγγοντάς του το χέρι και απομακρύνθηκε.
Ο θυρωρός τού πήρε τη βαλίτσα, πήγε μαζί του μέχρι την οδό Ανατόλ Φρανς και την έβαλε σε ένα ταξί. Ο Μεχρντάντ τού έδωσε ένα φιλοδώρημα και αποχαιρετίστηκαν.
Είχε περάσει εννέα μήνες στο Λύκειο της Χάβρης προκειμένου να βελτιώσει τα γαλλικά του. Τη μέρα που χωρίστηκε από τους φίλους του στο Παρίσι έμοιαζε με πρόβατο που το χωρίζουν βίαια από το κοπάδι· υποτάχτηκε και, χωρίς να πει ούτε λέξη, πήγε στη Χάβρη.
Ο διευθυντής και ο υποδιευθυντής εκθείαζαν τη διαγωγή του: ήταν υπάκουος, κόσμιος, ήσυχος, προσεκτικός στα μαθήματα, η διαγωγή του ήταν απόλυτα σύμφωνη με τον κανονισμό του σχολείου. Συχνά όμως ήταν λυπημένος και μελαγχολικός. Δεν έκανε τίποτε άλλο από το να γράφει τις εργασίες του, να αποστηθίζει τα μαθήματα και να σκοτώνεται στη δουλειά. Έδειχνε γεννημένος για να μελετάει και το μόνο που απασχολούσε τη σκέψη του ήταν η τάξη του και τα βιβλία του. Ήταν ψηλός και αδύνατος, με κοινό πρόσωπο και χλωμή όψη, στρογγυλά ανέκφραστα μάτια, μαύρα τσίνορα, μικρή μύτη και αραιά γένια που τα ξύριζε κάθε τρεις μέρες. Η πειθαρχημένη ζωή του σχολείου, τα ίδια γεύματα, τα ίδια μαθήματα, ο ίδιος ύπνος και το ίδιο ξύπνημα, είχαν μαράνει την ψυχή του. Κάποιες στιγμές μόνο, ένιωθε ολομόναχος και απογοητευμένος μέσα στους ψηλούς μαυρισμένους τοίχους του σχολείου, ανάμεσα σε μαθητές με τους οποίους δεν είχε σχέσεις, σε μια γλώσσα που δεν καταλάβαινε πολύ καλά, σε ήθη και συνήθειες που δεν του ήταν οικεία, σε περίεργα φαγητά. Ένιωθε ολομόναχος και απογοητευμένος, σα φυλακισμένος. Τις Κυριακές ζητούσε την άδεια να βγει έξω για λίγες ώρες και, όπως δεν του άρεσε ούτε το θέατρο, ούτε ο κινηματογράφος, έκανε περιπάτους. Πήγαινε στο δημόσιο κήπο, απέναντι από το Δημαρχείο, καθόταν για ώρες σε ένα παγκάκι και κοιτούσε τις κοπέλες και τα αγόρια που πηγαινοερχόντουσαν και τις γυναίκες που έπλεκαν. Κοιτούσε τους γλάρους και τα περιστέρια, καμαρωτά πάνω στο γρασίδι. Κάποιες φορές έκανε όπως και άλλοι: έφερνε μαζί του κομμάτια ψωμιού, τα έκανε τρίμματα και τα πετούσε στους γλάρους. Ή ακόμα, πήγαινε στην παραλία, καθόταν σε μια κατωφέρεια που έφτανε μέχρι τους φάρους και κοιτούσε τα κύματα και την άποψη της πόλης: είχε ακούσει ότι το ίδιο έκανε και ο Λαμαρτίνος στη λίμνη του Μπουρζέ. Αν ο καιρός ήταν κακός, έκανε τα μαθήματά του μέσα σε κάποιο καφέ. Ήταν τόσο μονόχνωτος ώστε δεν είχε ούτε φίλους, ούτε σχέσεις με κανένα. Ούτε άλλους Ιρανούς γνώριζε.
Ο Μεχρντάντ ήταν ένα αγόρι χωρίς καμία εμπειρία, από αυτά που τα φέρνουν σαν παραδείγματα στις οικογένειες. Ακόμα και σήμερα, θα κοκκίνιζε από το μέτωπο μέχρι τις άκρες των αυτιών του αν άκουγε τη λέξη «γυναίκα». Οι Γάλλοι συμμαθητές του τον κορόιδευαν όποτε μιλούσαν για γυναίκες, χορό, διασκέδαση, σπορ, ερωτικές περιπέτειες· ο Μεχρντάντ συμφωνούσε μαζί τους από ευγένεια, δεν μπορούσε όμως να προσθέσει τίποτα από προσωπική του εμπειρία. Γιατί ήταν παραχαϊδεμένος, ψοφοδεής, μελαγχολικός και θλιβερός. Δεν είχε ποτέ μιλήσει σε γυναίκα έξω απ’ την οικογένειά του και οι γονείς τού είχαν παραγεμίσει το κεφάλι, όσο μπορούσαν, με συμβουλές απ’ αυτές που έδιναν τον περασμένο αιώνα. Επιπλέον, προκειμένου ο γιός τους να μη ξεφύγει από τον ίσιο δρόμο, τον είχαν αρραβωνιάσει με την ξαδέλφη του, την Ντερχσαντέ κι αυτό το θεωρούσαν υπέρτατη θυσία και πολύ μεγάλη χάρη προς εκείνον. Όπως έλεγαν οι ίδιοι, είχαν έτσι μεγαλώσει ένα σεμνό και αγνό αγόρι, ένα μνημείο ηθικής αντάξιο της αρχαιότητας. Ο Μεχρντάντ ήταν είκοσι τεσσάρων ετών, αλλά δεν είχε ούτε την τόλμη, ούτε την εμπειρία, ούτε τη μόρφωση, ούτε την καπατσοσύνη, ούτε καν το θάρρος ενός δεκατετράχρονου. Ήταν πάντα θλιμμένος και μαζεμένος, σαν αυτούς που περιμένουν τον ιεροκήρυκα να ξεκινήσει το κήρυγμα και να αρχίσουν να κλαίνε.(1) Η μοναδική ερωτική του ανάμνηση ήταν από τη μέρα που έφευγε από την Τεχεράνη και η Ντεραχσαντέ, η αρραβωνιαστικιά του, τον συνόδευσε δακρυσμένη, αυτός όμως δεν βρήκε ούτε ένα λόγο να της πει για να την παρηγορήσει. Η ντροπή τον εμπόδισε – κι ας είχαν μεγαλώσει μέσα στο ίδιο σπίτι κι ας είχαν παίξει μαζί σαν παιδιά. Ο Μεχρντάντ τη σκεφτόταν συνεχώς, όσο το πλοίο απομακρυνόταν από το λιμάνι του Μπαντάρ-Παχλαβί,(2) σκίζοντας το νερό, αφήνοντας πίσω την πράσινη και υγρή ακτή που χανόταν μέσα στην ομίχλη και το σκοτάδι.

Στη Γαλλία, τους πρώτους μήνες, τη σκεφτόταν ακόμα συχνά, σιγά-σιγά όμως την ξέχασε.
Στη διάρκεια των σπουδών του είχε αρκετές ημέρες διακοπών, τις που τις πέρασε όμως όλες στο σχολείο, μελετώντας τα μαθήματά του. Είχε υποσχεθεί στον εαυτό του να το διορθώσει αυτό μέσα στο τρίμηνο των καλοκαιρινών διακοπών. Τώρα, έφευγε από το λύκειο με μία εξαιρετική συστατική επιστολή στα χέρια του. Από την οδό Ανατόλ Φρανς έριξε μια τελευταία ματιά στο μαυρισμένο από τη καπνιά κτήριο και το αποχαιρέτισε. Πήγε κατευθείαν στη πανσιόν που είχε ήδη εντοπίσει. Έκλεισε ένα δωμάτιο και το βράδυ, με τα επτακόσια φράγκα από τις οικονομίες του και τα χίλια οκτακόσια φράγκα του μήνα, αποφάσισε να πάει για πρώτη φορά στο Καζίνο. Είχε ακούσει τόσα από τους συμμαθητές του για τις περιπέτειές τους, τις ευχάριστες ώρες στην Γκραντ Ταβέρν, στο Καζινό και το Ντανσίνγκ Ρουαγιάλ. Αργά το απόγευμα ξυρίστηκε, έφαγε το βραδινό του και προτού πάει στο Καζίνο κατευθύνθηκε προς την Ρι ντι Παρί για μια βόλτα, καθώς ήταν ακόμα νωρίς. Η Ρι ντι Παρί ήταν δρόμος με πολλή κίνηση και ζωντάνια, που κατέληγε στο λιμάνι.
Ο Μεχρντάντ περπατούσε αργά, κοιτάζοντας γύρω του. Κοιτούσε με προσοχή τις βιτρίνες των καταστημάτων. Είχε χρήματα, ήταν ελεύθερος, είχε μπροστά του τρεις μήνες. Κι απόψε ήθελε να επωφεληθεί, να πάει στο Καζίνο: είχε περάσει τόσες φορές μπροστά από αυτό το ωραίο κτήριο χωρίς ποτέ να τολμήσει να μπει μέσα. Απόψε θα πήγαινε και, ποιος ξέρει; Μπορεί κάποιες γυναίκες να ερωτευόντουσαν τρελά τα μαύρα μάτια του! Καθώς περπατούσε, σταμάτησε μπροστά στη βιτρίνα ενός μεγάλου καταστήματος και κοίταξε. Διέκρινε μια κούκλα με ξανθά μαλλιά, που είχε το κεφάλι λίγο σκυμμένο και χαμογελούσε. Είχε το χέρι της στη μέση, είχε μακριές βλεφαρίδες, μεγάλα μάτια, λευκό λαιμό. Το φυστικί φόρεμά της, κάτω από το γαλαζωπό φως του προβολέα, την ανάδειχνε με τρόπο εντυπωσιακό. Ασυναίσθητα στάθηκε, συγκινημένος και σαστισμένος και βυθίστηκε σε στοχασμούς.
Αυτή δεν ήταν μια κούκλα, αλλά μια γυναίκα. Ακόμα περισσότερο, ήταν ένας άγγελος που του χαμογελούσε. Αυτά τα βαθυγάλανα μάτια, αυτό το αγνό και γοητευτικό χαμόγελο – ένα χαμόγελο που ποτέ δεν μπορούσε να φανταστεί ότι υπάρχει – αυτή η λεπτή, καλοσχηματισμένη μέση, όλα ξεπερνούσαν ό,τι είχε ποτέ φανταστεί για τον έρωτα και την ομορφιά. Και ακόμα, η κοπέλα αυτή δε θα μιλούσε, δε θα χρειαζόταν αυτός να κάνει τα πάντα για να είναι ευχαριστημένη, δε θα τον ζήλευε. Θα ήταν πάντα αμίλητη, πάντα με αυτή τη χαριτωμένη πόζα. Ξεπερνούσε κάθε φαντασία, κάθε προσδοκία του. Δεν θα είχε ανάγκη ούτε από φαγητό, ούτε από ρούχα· δε θα του έκανε καπρίτσια, δε θα αρρώσταινε, δε θα έκανε σπατάλες. Θα ήταν πάντα ευχαριστημένη, πάντα χαμογελαστή. Και ακόμη, δε θα μιλούσε, δε θα είχε άποψη· και ο Μεχρντάντ δε θα φοβόταν μήπως δεν ταίριαζαν. Ένα πρόσωπο που ποτέ δε θα γερνούσε. Δε θα έμενε ποτέ έγκυος, το σώμα της δε θα άλλαζε ποτέ. Κι ένα επιπλέον προτέρημα: θα ήταν κρύα!
Όλα αυτά πέρασαν απ’ το μυαλό του. Θα μπορούσε άραγε να την έχει, να τη νιώθει, να τη χαϊδεύει, να της βάζει το άρωμα που του αρέσει; Και δε θα ντρεπόταν αυτή τη γυναίκα, εφόσον δε θα τον μαρτυρούσε ποτέ, ούτε θα χρειαζόταν να παριστάνει κάτι· έτσι θα έμενε αυτός που είναι, ο Μεχρντάντ ο σεμνός, ο αγνός. Πού να τη βάλει, όμως; Όχι, σίγουρα καμία από τις γυναίκες που είχε δει μέχρι τότε δεν μπορούσε να συγκριθεί μαζί της. Πώς θα ήταν δυνατόν; Αυτό το χαμόγελο, αυτά τα μάτια, την είχαν ζωντανέψει μπροστά του, της είχαν χαρίσει ψυχή. Τα χαρακτηριστικά, τα χρώματα, οι αναλογίες αυτού του αγάλματος αντιπροσώπευαν, με τον καλύτερο τρόπο, το ιδεώδες του για την ομορφιά. Αυτό που τον εξέπληττε περισσότερο ήταν το πρόσωπο της κούκλας το οποίο έφερνε αρκετά προς αυτό της Ντεραχσαντέ. Μόνο που εκείνη ήταν καστανή, ενώ η κούκλα ήταν ξανθή. Η Ντεραχσαντέ ήταν πάντα μελαγχολική, ενώ το χαμόγελο της κούκλας του έδινε χαρά και ξυπνούσε μέσα του διάφορα πράγματα.
Ένα χαρτί ήταν τοποθετημένο στα πόδια της και έγραφε 350 φράγκα. Ήταν δυνατόν να πάρει την κούκλα για 350 φράγκα; Ο Μεχρντάντ ήταν έτοιμος να δώσει στον καταστηματάρχη ό,τι είχε, ακόμα και τα ρούχα του, προκειμένου να αποκτήσει αυτό το άγαλμα. Το κοιτούσε για ώρα με επιμονή. Ξαφνικά μια σκέψη πέρασε απ’ το μυαλό του: ίσως να τον κορόιδευαν! Του ήταν όμως αδύνατο να πάρει τα μάτια του από πάνω της, αυτό ήταν πέρα από τις δυνάμεις του. Είχε εγκαταλείψει την ιδέα να πάει στο Καζίνο. Πίστευε ότι χωρίς αυτή την κούκλα η ζωή του θα ήταν δίχως νόημα και αυτή ήταν η μοναδική ενσάρκωση του πεπρωμένου του. Μακάρι να μπορούσε να την έχει δική του! Μακάρι να μπορούσε να την κοιτάζει συνέχεια! Σύντομα αντιλήφθηκε ότι πίσω από τη βιτρίνα είχε μόνο γυναικεία ρούχα. Δεν ήταν σωστό να στέκεται εκεί τόσην ώρα. Φανταζόταν ότι όλοι θα το είχαν προσέξει, δεν μπορούσε όμως να μπει στο κατάστημα και να τελειώσει τη δουλειά. Αν, εκείνη τη στιγμή, ερχόταν κρυφά κάποιος άνθρωπος, να του πουλήσει την κούκλα και να πάρει τα χρήματα, ώστε να μη χρειαστεί να μπει ο ίδιος του στο κατάστημα, αυτός θα του φιλούσε τα χέρια και θα του χρωστούσε αιώνια ευγνωμοσύνη. Κοίταξε προσεκτικά πίσω από τη βιτρίνα: δύο γυναίκες συνομιλούσαν μέσα στο κατάστημα και η μία τον έδειξε με το χέρι της. Το πρόσωπό του έγινε κατακόκκινο. Κοίταξε προς τα πάνω, όπου έγραφε «Κατάστημα Σιγκράν, αριθ. 102». Απομακρύνθηκε αργά και πήγε λίγα βήματα πιο πέρα.
Ασυναίσθητα άρχισε και πάλι να περπατάει. Η καρδιά του χτυπούσε, δεν έβλεπε καλά μπροστά του. Η κούκλα με το γοητευτικό της χαμόγελο δεν έφευγε απ’ το μυαλό του και φοβόταν μήπως κάποιος άλλος προλάβει να την αγοράσει. Του έκανε εντύπωση ότι οι άνθρωποι κοιτούσαν τόσο αδιάφορα αυτό το άγαλμα! Ίσως για να τον ξεγελάσουν, γιατί ήξερε ότι η επιθυμία του αυτή δεν ήταν κάτι φυσιολογικό!
Θυμόταν ότι όλη του η ζωή την πέρασε μέσα στη σκιά και στο σκοτάδι· δεν αγαπούσε την αρραβωνιαστικιά του, παρά μόνο διά της βίας, λόγω της επιμονής της μητέρας του. Ήξερε, επίσης, ότι δεν μπορούσε εύκολα να σχετιστεί με τις Γαλλίδες· σιχαινόταν ό,τι αυτό απαιτούσε: το χορό, την κουβέντα, τις φιλοφρονήσεις, να τρέχει εδώ κι εκεί, να φοράει κομψά ρούχα, να τις κολακεύει. Αυτό το άγαλμα όμως ήταν ένα φως που καταύγαζε τη ζωή του, σαν τον φάρο που έριχνε τη νύχτα στη θάλασσα ένα αψιδωτό φως, κοντά στον οποίο είχε καθίσει τόσες φορές. Ήταν τόσο αφελής; Μήπως δεν ήξερε ότι αυτό ήταν αντίθετο με το γούστο των άλλων, ότι θα τον κορόιδευαν; Μήπως δεν ήξερε ότι αυτή η κούκλα ήταν φτιαγμένη από χαρτόνι, πορσελάνη, χρώματα και μια περούκα, σαν τις κούκλες που χαρίζουν στα παιδάκια; Δεν μπορούσε να μιλήσει, το σώμα της δεν ήταν ζεστό και το πρόσωπό της ήταν ακίνητο. Αυτοί όμως ήταν και οι λόγοι που είχε γοητεύσει τόσο πολύ τον Μεχρντάντ. Φοβόταν τους ζωντανούς ανθρώπους που μιλάνε, που έχουν σώμα χλιαρό, που ίσως συμφωνούν ή διαφωνούν μαζί του και μπορεί να τον έκαναν να ζηλεύει. Όχι, είχε ανάγκη από αυτή την κούκλα στη ζωή του, δε θα του είναι πια δυνατό ούτε να δουλέψει ούτε να ζήσει χωρίς αυτή. Γίνεται όμως να τα έχει όλα αυτά με τριακόσια πενήντα φράγκα;
Ο Μεχρντάντ ήταν αναστατωμένος, περπατούσε ανάμεσα στους ανθρώπους που πήγαιναν κι ερχόντουσαν βιαστικοί, χωρίς να βλέπει γύρω του. Περπατούσε σα υπνοβάτης, σαν άγαλμα άψυχο και άβουλο, σαν ένα πλάσμα κυριευμένο απ’ τον διάβολο. Στο δρόμο του είδε μια γυναίκα με ένα πράσινο σάλι και με έντονο μακιγιάζ στο πρόσωπο. Την ακολούθησε, χωρίς κανένα σκοπό, άβουλος. Κοντά στην εκκλησία, έστριψε στην οδό Σεν-Ζακ, ένα στενό και φοβιστικό δρόμο πλαισιωμένο από μαυρισμένα κτίρια και μπήκε σε ένα σπίτι. Από το ανοιχτό παράθυρο ακουγόταν μουσική φοξτροτ που έπαιζε ένα γραμμόφωνο και την επαναλάμβανε, κάθε τόσο, την ίδια μουσική στα αγγλικά, από κάποια πονεμένη φωνή.
Ο Μεχρντάντ περίμενε μέχρι να σταματήσει να παίζει ο δίσκος, δεν μπορούσε όμως να καταλάβει τι ήταν αυτή η μουσική. Ποια ήταν αυτή η γυναίκα; Γιατί είχε πάει εκεί; Γιατί την είχε ακολουθήσει;
Συνέχισε το δρόμο του. Τα κόκκινα φώτα των καμπαρέ, διάφοροι ύποπτοι τύποι, κάτι περίεργες φάτσες, μικρά, μυστήρια καφέ φτιαγμένα για τέτοιου είδους ανθρώπους, όλα αυτά περνούσαν διαδοχικά μπροστά απ’ τα μάτια του. Στο λιμάνι φυσούσε ένα υγρό και δροσερό αεράκι, ποτισμένο με μυρωδιά καμένου λίπους, πίσσας και μουρουνέλαιου. Πάνω στα μεταλλικά κατάρτια αναβόσβηναν χρωματιστά φώτα. Μέσα στο θόρυβο και το βουητό από τα μικρά και τα μεγάλα πλοία, τις βάρκες και τις βαρκούλες, έβλεπε κανείς ομάδες από εργάτες, κλέφτες κι απατεώνες κάθε φυλής και διαρρήκτες ικανούς να κλέψουν απ’ τις γυναίκες ακόμα και τη μάσκαρα από τα μάτια τους.
Ο Μεχρντάντ κούμπωσε ασυναίσθητα το σακάκι του και έβηξε. Στη συνέχεια, κατευθύνθηκε με γρήγορο βήμα προς την Λεωφόρο Ηνωμένων Πολιτειών, όπου είχε κατασκευαστεί ένας τσιμεντένιος κυματοθραύστης. Εκεί είχε πλευρίσει ένα μεγάλο πλοίο και τα αναμμένα φώτα του φαινόντουσαν από μακριά. Ήταν από αυτά τα σκάφη που, σα μια μικρή κοινωνία, σαν κινούμενη πολιτεία, σκίζουν το νερό και φέρνουν από μακρινές χώρες ομάδες ανθρώπων με αλλιώτικους χαρακτήρες, πρόσωπα και γλώσσες. Τούς είχε φέρει στο λιμάνι κι αυτοί βαθμιαία διασκορπίζονταν. Ο Μεχρντάντ τους κοιτούσε εξεταστικά, έναν προς ένα. Κοιτούσε προσεκτικά τα μακιγιαρισμένα πρόσωπα των γυναικών. Ώστε αυτές είχαν γοητεύσει τους άντρες; Αυτά τα πρόσωπα τούς είχαν ξετρελάνει; Η κάθε μια απ’ αυτές δεν ήταν μια κούκλα πιο πρόστυχη από αυτή στη βιτρίνα; Η ζωή η ίδια τού φάνηκε κάλπικη, χιμαιρική και μάταιη. Τη στιγμή εκείνη ένιωθε σα να ήταν βυθισμένος μέσα σε πηχτή και κολλώδη ουσία, παλεύοντας να κρατηθεί στην επιφάνεια. Όλα του φαινόντουσαν αλλόκοτα: ακόμα και το νεαρό ζευγάρι που καθόταν αγκαλιασμένο μπροστά στον κυματοθραύστη, ή τα μαθήματα που είχε παρακολουθήσει, ή το μαυρισμένο από την καπνιά κτίριο του σχολείου˙ όλα έδειχναν ψεύτικα, φτιαχτά, όπως στα παιχνίδια. Η μία και μοναδική αλήθεια για αυτόν ήταν το άγαλμα στη βιτρίνα του καταστήματος. Έστριψε απότομα, πέρασε μέσα απ’ τον κόσμο με σταθερό βήμα και μόλις έφτασε μπροστά στο κατάστημα Σιγκράν στάθηκε. Κοίταξε άλλη μια φορά την κούκλα˙ ήταν εκεί, στη θέση της. Για πρώτη φορά στη ζωή του πήρε μια απόφαση: μπήκε στο κατάστημα. Μια όμορφη νεαρή γυναίκα, με μαύρο φόρεμα και άσπρη ποδιά, τον πλησίασε και, με ψεύτικο χαμόγελο, τον ρώτησε:

— Τι επιθυμεί ο κύριος;

Ο Μεχρντάντ έδειξε με το χέρι του τη βιτρίνα και είπε:

— Αυτή την κούκλα.
— Εννοείτε το πράσινο φυστικί φόρεμα; Το έχουμε και σε άλλα χρώματα. Περιμένετε δυο λεπτά σας παρακαλώ. Θα το φορέσει η πωλήτριά μας και μπορείτε να το δείτε πάνω της. Σίγουρα θα το θέλετε για την αρραβωνιαστικιά σας; Το θέλετε σε αυτό το χρώμα;
— Συγνώμη, αλλά θέλω την κούκλα.
— Τι; Την κούκλα; Δεν καταλαβαίνω!

Ο Μεχρντάντ συνειδητοποίησε ότι αυτό που ζήτησε ακούστηκε περίεργο, όμως πείσμωσε και, ξαφνικά, του ήρθε η ιδέα να πει:

— Ναι, την κούκλα, όπως είναι, με το φόρεμα. Ξέρετε, είμαι ξένος και έχω ραφείο. Θέλω την κούκλα έτσι όπως είναι. — Α, αυτό είναι δύσκολο. Πρέπει να ρωτήσω τον υπεύθυνο (γύρισε προς το μέρος μιας άλλης γυναίκας και είπε): Σουζάν, φώναξε τον κύριο Λεόν.

Ο Μεχρντάντ προχώρησε προς την κούκλα. Εμφανίστηκε ο κύριος Λεόν, γκρίζα γένια, μικρόσωμος, παχύς, με μαύρο κουστούμι και χρυσή καδένα για το ρολόι, και αφού μίλησε με την πωλήτρια, πλησίασε τον νεαρό και ρώτησε:

— Εσείς κύριε ενδιαφέρεστε για την κούκλα; Εφόσον είστε κι εσείς του επαγγέλματος, σας την αφήνω, μαζί με το φόρεμα, για δύο χιλιάδες διακόσια φράγκα, με έκπτωση εννιακοσίων φράγκων: βλέπετε μάς κόστισε δύο χιλιάδες επτακόσια πενήντα φράγκα και το φόρεμα κοστίζει τριακόσια πενήντα φράγκα. Είναι η καλύτερη κούκλα, από γνήσια πορσελάνη. Σας συγχαίρω, φαίνεστε γνώστης. Είναι έργο του διάσημου καλλιτέχνη Ντεκρού. Και, επειδή σκεφτόμαστε να αντικαταστήσουμε τις κούκλες, την πουλάμε με χασούρα. Θέλω να γνωρίζετε, όμως, ότι κάνω μια εξαίρεση για σας: συνήθως δεν πουλάμε τον εξοπλισμό του καταστήματος στους πελάτες. Και να προσθέσω ότι μπορούμε να την πακετάρουμε.
Ο Μεχρντάντ είχε γίνει κατακόκκινος. Δεν ήξερε τι να απαντήσει σε αυτή την τόσο φιλική συζήτηση με τον υπεύθυνο. Χωρίς να πει τίποτα, έβγαλε το πορτοφόλι του, έδωσε δύο χαρτονομίσματα των χιλίων και ένα των πεντακοσίων φράγκων και πήρε πίσω τριακόσια φράγκα. Θα κατάφερνε να ζήσει ένα μήνα με αυτά τα λεφτά; Καμιά σημασία! Είχε πραγματοποιήσει το όνειρό του!
Πέντε χρόνια αργότερα ο Μεχρντάντ επέστρεψε στην Τεχεράνη με τρεις βαλίτσες που η μία τους έμοιαζε σα φέρετρο. Δέχτηκε όμως ψυχρά την αρραβωνιαστικιά του την Ντεραχσαντέ, μάλιστα δεν της έφερε ούτε ένα δώρο, πράγμα που προκάλεσε έκπληξη στην οικογένεια του. Την τρίτη μέρα, τον κάλεσε η μητέρα του και του έκανε παρατήρηση. Επέμεινε ιδιαίτερα στο ότι η κοπέλα τον περίμενε έξι χρόνια, ότι υπολόγιζε σ’ αυτόν, έχοντας απορρίψει κάποιες άλλες προτάσεις και ότι ήταν, τέλος πάντων, υποχρεωμένος να την παντρευτεί. Ο Μεχρντάντ όμως την άκουσε με ψυχραιμία και είπε, θέλοντας να έχει τον τελευταίο λόγο:

— Άλλαξα γνώμη. Αποφάσισα να μη παντρευτώ ποτέ.

Η μητέρα του υποχώρησε, καταλαβαίνοντας ότι ο γιός της δεν ήταν πια ο ίδιος, ο ντροπαλός και υπάκουος Μεχρντάντ. Απέδωσε την αλλαγή αυτή στο γεγονός ότι είχε ζήσει με τους άπιστους και οι απόψεις του περί ηθικής είχαν κλονιστεί. Παρατηρούσαν τη συμπεριφορά του και τους τρόπους του, αλλά δεν διαφαινόταν τίποτα αντίθετο με όσα τους είχε πει. Υποψιαζόντουσαν μήπως ανήκε σε κάποια αίρεση. Ήταν ο ίδιος, ο ψοφοδεής και μαζεμένος Μεχρντάντ που ήξεραν. Το μόνο που είχε αλλάξει ήταν ο τρόπος που σκεφτόταν και, παρά την παρακολούθηση, κανένα συμπέρασμα δεν έβγαλαν σχετικά με την ερωτική του ζωή. Ένα πράγμα όμως δημιούργησε υποψίες στην οικογένεια: μέσα στο δωμάτιό του, πίσω από την πόρτα, είχε βάλει μια κούκλα που χαμογελούσε, με φυστικί φόρεμα, με το χέρι της στη μέση. Και μπροστά της είχε κρεμάσει μια κουρτίνα, ζωγραφισμένη στο χέρι. Τα βράδια, όταν ο Μεχρντάντ γύριζε πίσω στο δωμάτιο, έκλεινε την πόρτα, έβαζε ένα δίσκο, έπινε κρασί και τραβούσε την κουρτίνα. Μετά, καθόταν για ώρες στην πολυθρόνα, απέναντι στην κούκλα και την κοιτούσε. Κάποιες φορές, όταν ήταν λίγο μεθυσμένος, σηκωνόταν, την πλησίαζε και της χάιδευε τα μαλλιά και το στήθος. Αυτή ήταν όλη η ερωτική του ζωή: η κούκλα αποτελούσε γι αυτόν το σύμβολο του έρωτα, της ηδονής και του πόθου.
Πέρασε λίγος καιρός και η οικογένειά του, περισσότερο όμως η αρραβωνιαστικιά του, που έδειχνε ιδιαίτερη περιέργεια, κατάλαβαν ότι υπήρχε κάποιο μυστήριο γύρω από αυτό το άγαλμα. Η Ντεραχσαντέ την αποκαλούσε, σαρκαστικά, η κούκλα πίσω από την κουρτίνα. Η μητέρα του, για να τον δοκιμάσει, τού είπε πολλές φορές να την πουλήσει ή να κάνει δώρο το φόρεμα στην ξαδέλφη του, εκείνος όμως πάντα αρνιόταν. Η Ντεραχσαντέ ωστόσο, για να τραβήξει την προσοχή του νεαρού και έχοντας καταλάβει πόσο του άρεσε η κούκλα, έκοψε τα μαλλιά της όπως εκείνη και τα έκανε περμανάντ, έραψε ένα φυστικί φόρεμα, έφτιαξε ακόμα και παπούτσια ολόιδια με αυτά της κούκλας. Το μόνο που έκανε στη διάρκεια της ημέρας, όσο έλειπε ο Μεχρντάντ, ήταν να πηγαίνει στο δωμάτιό του και να μιμείται την κούκλα μπροστά στον καθρέφτη: έβαζε το χέρι στη μέση, έγερνε το κεφάλι και χαμογελούσε. Προσπαθούσε ιδιαίτερα να μιμηθεί το βλέμμα της, τον υπέροχο τρόπο που έδειχνε να κοιτάζει τον απέναντι και, την ίδια στιγμή, να κοιτάζει το κενό. Η Ντεραχσαντέ προσπαθούσε να πιάσει την ψυχή της κούκλας και, καθώς της έμοιαζε λίγο, αυτό ήταν σχετικά εύκολο. Ώρες ολόκληρες συνέκρινε τις λεπτομέρειες του δικού της σώματος με αυτές της κούκλας και προσπαθούσε να μιμείται τη στάση της και την έκφρασή της. Όταν επέστρεφε ο Μεχρντάντ, εμφανιζόταν μπροστά του με μια ιδιαίτερη έκφραση και διαφορετική συμπεριφορά. Στην αρχή εκείνος δεν της έδινε καμιά σημασία. Αυτό δεν την απογοήτευσε, αλλά την έκανε να πεισμώσει και, σιγά-σιγά, να τραβήξει την προσοχή του. Και αυτό του προκάλεσε μια εσωτερική διαμάχη, μια συναισθηματική σύγκρουση. Αναρωτιόταν ποιά από τις δύο να αφήσει. Η αναμονή και η επιμονή της αρραβωνιαστικιάς του είχαν γεννήσει μέσα του ένα αίσθημα θαυμασμού και κακίας. Από τη μια ήταν αυτή η ψυχρή κούκλα που είχε χάσει το χρώμα της, με το άτονο φουστάνι, η εμπειρία της νεότητας και του έρωτά του, αυτή που αντιπροσώπευε τη δυστυχία του: πέντε χρόνια τώρα ξεγελούσε τα συναισθήματα και τους πόθους του με αυτή η άπιαστη μορφή. Από την άλλη ήταν η ξαδέλφη του που είχε υποφέρει, που τον περίμενε, που είχε μεταμορφωθεί σύμφωνα με το γούστο του. Ποιά να αφήσει; Ένοιωθε όμως ότι δεν μπορούσε να απαρνηθεί τόσο εύκολα αυτή την κούκλα, το σύμβολο του έρωτά του. Δεν είχε δική της ζωή, δεν είχε ξεχωριστή θέση στη καρδιά του; Πόσο τον είχε ξεγελάσει! Πόσο είχε κοροϊδέψει τις σκέψεις του, πόσο είχε διασκεδάσει! Στο μυαλό του νεαρού δεν επρόκειτο για μια κούκλα φτιαγμένη από λίγο πηλό και μια περούκα, αλλά για ένα ζωντανό πλάσμα, το οποίο ήταν για τον ίδιο πολύ πιο πραγματικό από τους ζωντανούς ανθρώπους. Θα μπορούσε ποτέ να την πετάξει στα σκουπίδια ή να τη χαρίσει σε κάποιον άλλο; Θα μπορούσε ποτέ να τη βάλει στη βιτρίνα κάποιου καταστήματος και η ομορφιά της να τραβάει τα περίεργα βλέμματα των περαστικών; Για να την περιεργάζονται με το βλέμμα και να την σπάσουν; Αυτά τα χείλη που τόσο είχε φιλήσει, αυτό τον λαιμό που τόσες φορές είχε χαϊδέψει; Όχι, ποτέ! Θα έπρεπε να θυμώσει μαζί της και να τη σκοτώσει όπως σκοτώνουμε ένα ανθρώπινο ον. Θα έπρεπε να τη σκοτώσει με τα ίδια του τα χέρια! Έτσι, αγόρασε ένα μικρό περίστροφο. Κάθε φορά, όμως, που σκεφτόταν να πραγματοποιήσει το σχέδιό του, δίσταζε.
Ένα βράδυ μπήκε στο δωμάτιό του πολύ πιο αργά από τη συνηθισμένη ώρα· ήταν τελείως μεθυσμένος. Άναψε το φως. Στη συνέχεια, καθώς συνήθιζε, τράβηξε την κουρτίνα κι έβγαλε ένα μπουκάλι κρασί. Κούρδισε το γραμμόφωνο, έβαλε ένα δίσκο και ήπιε απανωτά δύο ποτήρια. Μετά, κάθισε στην πολυθρόνα απέναντι από την κούκλα, κοιτάζοντάς την.
Ο Μεχρντάντ κοιτούσε αυτό το πρόσωπο τόσο πολύ καιρό, ώστε τώρα πια δεν το έβλεπε: η μορφή σχηματιζόταν αυτόματα στο μυαλό του. Το κοιτούσε από συνήθεια, το έκανε αυτό για χρόνια. Αφού κοίταξε προσεκτικά την κούκλα για λίγη ώρα, σηκώθηκε και την πλησίασε. Χάιδεψε τα μαλλιά της· μετά, κατέβασε το χέρι του στο λαιμό και τα στήθη της· τα τράβηξε όμως απότομα και απομακρύνθηκε σα να είχε αγγίξει πυρωμένο σίδερο. Ήταν αλήθεια; Ήταν δυνατόν; Αυτή η καυτή αίσθηση που είχε νοιώσει; Όχι, δεν υπήρχε αμφιβολία. Μήπως το είχε φανταστεί; Μήπως ήταν ένας εφιάλτης, ή η επήρεια του αλκοόλ; Σκούπισε τα μάτια του με την άκρη του μανικιού και σωριάστηκε στην πολυθρόνα προσπαθώντας να ξαναβρεί την ψυχραιμία του. Την ίδια στιγμή είδε την κούκλα να τον πλησιάζει με σταθερά βήματα. Είχε το χέρι της στη μέση και γελούσε. Ο Μεχρντάντ έκανε σαν τρελός μια κίνηση για να ξεφύγει, αλλά μόνο μία σκέψη πέρασε απ’ το μυαλό του: ασυναίσθητα, έβαλε το χέρι στην τσέπη, έβγαλε το περίστροφο και πυροβόλησε την κούκλα τρεις φορές, απανωτά. Ένα βογγητό ακούστηκε και η κούκλα σωριάστηκε χάμω. Ο Μεχρντάντ, έντρομος, έσκυψε πάνω της και της σήκωσε το κεφάλι. Δεν ήταν η κούκλα. Ήταν η Ντεραχσαντέ που κολυμπούσε στο αίμα.

Πρώτη δημοσίευση: 1933


(1) Οι ιεροκήρυκες στο Ιράν αφηγούνται συχνά και βιους αγίων που θυσιάστηκαν για το Ισλάμ, πράγμα που συνήθως κάνει τους πιστούς να κλαίνε.
(2) Το Μπαντάρ-Παχλαβί είναι λιμάνι στην Κασπία, στο βόρειο Ιράν. Την εποχή που γράφει ο Χενταγιάτ όποιος ήθελε να ταξιδέψει στην Ευρώπη περνούσε με το καράβι από εκεί στη Ρωσία και στη συνέχεια προς τις ευρωπαϊκές χώρες. Σήμερα ονομάζεται Μπαντάρ-ε-Ανζαλί.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: