Η κούκλα πίσω από την κουρτίνα

Μετάφραση: Ανδρέας Τσάκας
Η κούκλα πίσω από την κουρτίνα


Οι κα­λο­και­ρι­νές δια­κο­πές εί­χαν φτά­σει. Στο διά­δρο­μο του Λυ­κεί­ου της Χά­βρης οι εσω­τε­ρι­κοί μα­θη­τές, με τη βα­λί­τσα τους στο χέ­ρι, έβγαι­ναν σφυ­ρί­ζο­ντας και ουρ­λιά­ζο­ντας από χα­ρά. Μό­νο ο Με­χρ­ντάντ έστε­κε δί­πλα στη βα­λί­τσα του με ύφος πε­ρί­λυ­πο και το κα­πέ­λο στο χέ­ρι, σα να εί­χαν βου­λιά­ξει τα κα­ρά­βια του.
Ο υπο­διευ­θυ­ντής, φα­λα­κρός με προ­τε­τα­μέ­νη κοι­λιά, τον πλη­σί­α­σε και ρώ­τη­σε:

— Φεύ­γε­τε κι εσείς;

Ο Με­χρ­ντάντ έγι­νε κα­τα­κόκ­κι­νος και χα­μή­λω­σε το κε­φά­λι. Ο υπο­διευ­θυ­ντής συ­νέ­χι­σε:

— Κρί­μα που δεν θα εί­σα­στε εδώ στο Λύ­κειο μα­ζί μας την επό­με­νη χρο­νιά. Εί­ναι γε­γο­νός ότι με τη δια­γω­γή που επι­δεί­ξα­τε ήσα­σταν ένα υπό­δειγ­μα για τους υπό­λοι­πους μα­θη­τές. Θα σας έδι­να όμως μια συμ­βου­λή: μην εί­στε τό­σο συ­νε­σταλ­μέ­νος, να δεί­χνε­τε πε­ρισ­σό­τε­ρο θάρ­ρος. Εί­ναι ελάτ­τω­μα για έναν νέο σαν εσάς. Στη ζωή πρέ­πει να εί­ναι κα­νείς θαρ­ρα­λέ­ος.

Το μό­νο που κα­τά­φε­ρε να πει ο Με­χρ­ντάντ ήταν:

— Κι εγώ λυ­πά­μαι που θα φύ­γω απ’ το σχο­λείο σας.

Ο υπο­διευ­θυ­ντής χα­μο­γέ­λα­σε, τον χτύ­πη­σε φι­λι­κά στο ώμο, τον απο­χαι­ρέ­τη­σε σφίγ­γο­ντάς του το χέ­ρι και απο­μα­κρύν­θη­κε.
Ο θυ­ρω­ρός τού πή­ρε τη βα­λί­τσα, πή­γε μα­ζί του μέ­χρι την οδό Ανα­τόλ Φρανς και την έβα­λε σε ένα τα­ξί. Ο Με­χρ­ντάντ τού έδω­σε ένα φι­λο­δώ­ρη­μα και απο­χαι­ρε­τί­στη­καν.
Εί­χε πε­ρά­σει εν­νέα μή­νες στο Λύ­κειο της Χά­βρης προ­κει­μέ­νου να βελ­τιώ­σει τα γαλ­λι­κά του. Τη μέ­ρα που χω­ρί­στη­κε από τους φί­λους του στο Πα­ρί­σι έμοια­ζε με πρό­βα­το που το χω­ρί­ζουν βί­αια από το κο­πά­δι· υπο­τά­χτη­κε και, χω­ρίς να πει ού­τε λέ­ξη, πή­γε στη Χά­βρη.
Ο διευ­θυ­ντής και ο υπο­διευ­θυ­ντής εκ­θεί­α­ζαν τη δια­γω­γή του: ήταν υπά­κουος, κό­σμιος, ήσυ­χος, προ­σε­κτι­κός στα μα­θή­μα­τα, η δια­γω­γή του ήταν από­λυ­τα σύμ­φω­νη με τον κα­νο­νι­σμό του σχο­λεί­ου. Συ­χνά όμως ήταν λυ­πη­μέ­νος και με­λαγ­χο­λι­κός. Δεν έκα­νε τί­πο­τε άλ­λο από το να γρά­φει τις ερ­γα­σί­ες του, να απο­στη­θί­ζει τα μα­θή­μα­τα και να σκο­τώ­νε­ται στη δου­λειά. Έδει­χνε γεν­νη­μέ­νος για να με­λε­τά­ει και το μό­νο που απα­σχο­λού­σε τη σκέ­ψη του ήταν η τά­ξη του και τα βι­βλία του. Ήταν ψη­λός και αδύ­να­τος, με κοι­νό πρό­σω­πο και χλω­μή όψη, στρογ­γυ­λά ανέκ­φρα­στα μά­τια, μαύ­ρα τσί­νο­ρα, μι­κρή μύ­τη και αραιά γέ­νια που τα ξύ­ρι­ζε κά­θε τρεις μέ­ρες. Η πει­θαρ­χη­μέ­νη ζωή του σχο­λεί­ου, τα ίδια γεύ­μα­τα, τα ίδια μα­θή­μα­τα, ο ίδιος ύπνος και το ίδιο ξύ­πνη­μα, εί­χαν μα­ρά­νει την ψυ­χή του. Κά­ποιες στιγ­μές μό­νο, ένιω­θε ολο­μό­να­χος και απο­γοη­τευ­μέ­νος μέ­σα στους ψη­λούς μαυ­ρι­σμέ­νους τοί­χους του σχο­λεί­ου, ανά­με­σα σε μα­θη­τές με τους οποί­ους δεν εί­χε σχέ­σεις, σε μια γλώσ­σα που δεν κα­τα­λά­βαι­νε πο­λύ κα­λά, σε ήθη και συ­νή­θειες που δεν του ήταν οι­κεία, σε πε­ρί­ερ­γα φα­γη­τά. Ένιω­θε ολο­μό­να­χος και απο­γοη­τευ­μέ­νος, σα φυ­λα­κι­σμέ­νος. Τις Κυ­ρια­κές ζη­τού­σε την άδεια να βγει έξω για λί­γες ώρες και, όπως δεν του άρε­σε ού­τε το θέ­α­τρο, ού­τε ο κι­νη­μα­το­γρά­φος, έκα­νε πε­ρι­πά­τους. Πή­γαι­νε στο δη­μό­σιο κή­πο, απέ­να­ντι από το Δη­μαρ­χείο, κα­θό­ταν για ώρες σε ένα πα­γκά­κι και κοι­τού­σε τις κο­πέ­λες και τα αγό­ρια που πη­γαι­νο­ερ­χό­ντου­σαν και τις γυ­ναί­κες που έπλε­καν. Κοι­τού­σε τους γλά­ρους και τα πε­ρι­στέ­ρια, κα­μα­ρω­τά πά­νω στο γρα­σί­δι. Κά­ποιες φο­ρές έκα­νε όπως και άλ­λοι: έφερ­νε μα­ζί του κομ­μά­τια ψω­μιού, τα έκα­νε τρίμ­μα­τα και τα πε­τού­σε στους γλά­ρους. Ή ακό­μα, πή­γαι­νε στην πα­ρα­λία, κα­θό­ταν σε μια κα­τω­φέ­ρεια που έφτα­νε μέ­χρι τους φά­ρους και κοι­τού­σε τα κύ­μα­τα και την άπο­ψη της πό­λης: εί­χε ακού­σει ότι το ίδιο έκα­νε και ο Λα­μαρ­τί­νος στη λί­μνη του Μπουρ­ζέ. Αν ο και­ρός ήταν κα­κός, έκα­νε τα μα­θή­μα­τά του μέ­σα σε κά­ποιο κα­φέ. Ήταν τό­σο μο­νό­χνω­τος ώστε δεν εί­χε ού­τε φί­λους, ού­τε σχέ­σεις με κα­νέ­να. Ού­τε άλ­λους Ιρα­νούς γνώ­ρι­ζε.
Ο Με­χρ­ντάντ ήταν ένα αγό­ρι χω­ρίς κα­μία εμπει­ρία, από αυ­τά που τα φέρ­νουν σαν πα­ρα­δείγ­μα­τα στις οι­κο­γέ­νειες. Ακό­μα και σή­με­ρα, θα κοκ­κί­νι­ζε από το μέ­τω­πο μέ­χρι τις άκρες των αυ­τιών του αν άκου­γε τη λέ­ξη «γυ­ναί­κα». Οι Γάλ­λοι συμ­μα­θη­τές του τον κο­ρόι­δευαν όπο­τε μι­λού­σαν για γυ­ναί­κες, χο­ρό, δια­σκέ­δα­ση, σπορ, ερω­τι­κές πε­ρι­πέ­τειες· ο Με­χρ­ντάντ συμ­φω­νού­σε μα­ζί τους από ευ­γέ­νεια, δεν μπο­ρού­σε όμως να προ­σθέ­σει τί­πο­τα από προ­σω­πι­κή του εμπει­ρία. Για­τί ήταν πα­ρα­χαϊ­δε­μέ­νος, ψο­φο­δε­ής, με­λαγ­χο­λι­κός και θλι­βε­ρός. Δεν εί­χε πο­τέ μι­λή­σει σε γυ­ναί­κα έξω απ’ την οι­κο­γέ­νειά του και οι γο­νείς τού εί­χαν πα­ρα­γε­μί­σει το κε­φά­λι, όσο μπο­ρού­σαν, με συμ­βου­λές απ’ αυ­τές που έδι­ναν τον πε­ρα­σμέ­νο αιώ­να. Επι­πλέ­ον, προ­κει­μέ­νου ο γιός τους να μη ξε­φύ­γει από τον ίσιο δρό­μο, τον εί­χαν αρ­ρα­βω­νιά­σει με την ξα­δέλ­φη του, την Ντερχ­σα­ντέ κι αυ­τό το θε­ω­ρού­σαν υπέρ­τα­τη θυ­σία και πο­λύ με­γά­λη χά­ρη προς εκεί­νον. Όπως έλε­γαν οι ίδιοι, εί­χαν έτσι με­γα­λώ­σει ένα σε­μνό και αγνό αγό­ρι, ένα μνη­μείο ηθι­κής αντά­ξιο της αρ­χαιό­τη­τας. Ο Με­χρ­ντάντ ήταν εί­κο­σι τεσ­σά­ρων ετών, αλ­λά δεν εί­χε ού­τε την τόλ­μη, ού­τε την εμπει­ρία, ού­τε τη μόρ­φω­ση, ού­τε την κα­πα­τσο­σύ­νη, ού­τε καν το θάρ­ρος ενός δε­κα­τε­τρά­χρο­νου. Ήταν πά­ντα θλιμ­μέ­νος και μα­ζε­μέ­νος, σαν αυ­τούς που πε­ρι­μέ­νουν τον ιε­ρο­κή­ρυ­κα να ξε­κι­νή­σει το κή­ρυγ­μα και να αρ­χί­σουν να κλαί­νε.(1) Η μο­να­δι­κή ερω­τι­κή του ανά­μνη­ση ήταν από τη μέ­ρα που έφευ­γε από την Τε­χε­ρά­νη και η Ντε­ραχ­σα­ντέ, η αρ­ρα­βω­νια­στι­κιά του, τον συ­νό­δευ­σε δα­κρυ­σμέ­νη, αυ­τός όμως δεν βρή­κε ού­τε ένα λό­γο να της πει για να την πα­ρη­γο­ρή­σει. Η ντρο­πή τον εμπό­δι­σε – κι ας εί­χαν με­γα­λώ­σει μέ­σα στο ίδιο σπί­τι κι ας εί­χαν παί­ξει μα­ζί σαν παι­διά. Ο Με­χρ­ντάντ τη σκε­φτό­ταν συ­νε­χώς, όσο το πλοίο απο­μα­κρυ­νό­ταν από το λι­μά­νι του Μπα­ντάρ-Πα­χλα­βί,(2) σκί­ζο­ντας το νε­ρό, αφή­νο­ντας πί­σω την πρά­σι­νη και υγρή ακτή που χα­νό­ταν μέ­σα στην ομί­χλη και το σκο­τά­δι.

Στη Γαλ­λία, τους πρώ­τους μή­νες, τη σκε­φτό­ταν ακό­μα συ­χνά, σι­γά-σι­γά όμως την ξέ­χα­σε.
Στη διάρ­κεια των σπου­δών του εί­χε αρ­κε­τές ημέ­ρες δια­κο­πών, τις που τις πέ­ρα­σε όμως όλες στο σχο­λείο, με­λε­τώ­ντας τα μα­θή­μα­τά του. Εί­χε υπο­σχε­θεί στον εαυ­τό του να το διορ­θώ­σει αυ­τό μέ­σα στο τρί­μη­νο των κα­λο­και­ρι­νών δια­κο­πών. Τώ­ρα, έφευ­γε από το λύ­κειο με μία εξαι­ρε­τι­κή συ­στα­τι­κή επι­στο­λή στα χέ­ρια του. Από την οδό Ανα­τόλ Φρανς έρι­ξε μια τε­λευ­ταία μα­τιά στο μαυ­ρι­σμέ­νο από τη κα­πνιά κτή­ριο και το απο­χαι­ρέ­τι­σε. Πή­γε κα­τευ­θεί­αν στη παν­σιόν που εί­χε ήδη εντο­πί­σει. Έκλει­σε ένα δω­μά­τιο και το βρά­δυ, με τα επτα­κό­σια φρά­γκα από τις οι­κο­νο­μί­ες του και τα χί­λια οκτα­κό­σια φρά­γκα του μή­να, απο­φά­σι­σε να πά­ει για πρώ­τη φο­ρά στο Κα­ζί­νο. Εί­χε ακού­σει τό­σα από τους συμ­μα­θη­τές του για τις πε­ρι­πέ­τειές τους, τις ευ­χά­ρι­στες ώρες στην Γκραντ Τα­βέρν, στο Κα­ζι­νό και το Νταν­σίνγκ Ρουα­γιάλ. Αρ­γά το από­γευ­μα ξυ­ρί­στη­κε, έφα­γε το βρα­δι­νό του και προ­τού πά­ει στο Κα­ζί­νο κα­τευ­θύν­θη­κε προς την Ρι ντι Πα­ρί για μια βόλ­τα, κα­θώς ήταν ακό­μα νω­ρίς. Η Ρι ντι Πα­ρί ήταν δρό­μος με πολ­λή κί­νη­ση και ζω­ντά­νια, που κα­τέ­λη­γε στο λι­μά­νι.
Ο Με­χρ­ντάντ περ­πα­τού­σε αρ­γά, κοι­τά­ζο­ντας γύ­ρω του. Κοι­τού­σε με προ­σο­χή τις βι­τρί­νες των κα­τα­στη­μά­των. Εί­χε χρή­μα­τα, ήταν ελεύ­θε­ρος, εί­χε μπρο­στά του τρεις μή­νες. Κι από­ψε ήθε­λε να επω­φε­λη­θεί, να πά­ει στο Κα­ζί­νο: εί­χε πε­ρά­σει τό­σες φο­ρές μπρο­στά από αυ­τό το ωραίο κτή­ριο χω­ρίς πο­τέ να τολ­μή­σει να μπει μέ­σα. Από­ψε θα πή­γαι­νε και, ποιος ξέ­ρει; Μπο­ρεί κά­ποιες γυ­ναί­κες να ερω­τευό­ντου­σαν τρε­λά τα μαύ­ρα μά­τια του! Κα­θώς περ­πα­τού­σε, στα­μά­τη­σε μπρο­στά στη βι­τρί­να ενός με­γά­λου κα­τα­στή­μα­τος και κοί­τα­ξε. Διέ­κρι­νε μια κού­κλα με ξαν­θά μαλ­λιά, που εί­χε το κε­φά­λι λί­γο σκυμ­μέ­νο και χα­μο­γε­λού­σε. Εί­χε το χέ­ρι της στη μέ­ση, εί­χε μα­κριές βλε­φα­ρί­δες, με­γά­λα μά­τια, λευ­κό λαι­μό. Το φυ­στι­κί φό­ρε­μά της, κά­τω από το γα­λα­ζω­πό φως του προ­βο­λέα, την ανά­δει­χνε με τρό­πο εντυ­πω­σια­κό. Ασυ­ναί­σθη­τα στά­θη­κε, συ­γκι­νη­μέ­νος και σα­στι­σμέ­νος και βυ­θί­στη­κε σε στο­χα­σμούς.
Αυ­τή δεν ήταν μια κού­κλα, αλ­λά μια γυ­ναί­κα. Ακό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρο, ήταν ένας άγ­γε­λος που του χα­μο­γε­λού­σε. Αυ­τά τα βα­θυ­γά­λα­να μά­τια, αυ­τό το αγνό και γοη­τευ­τι­κό χα­μό­γε­λο – ένα χα­μό­γε­λο που πο­τέ δεν μπο­ρού­σε να φα­ντα­στεί ότι υπάρ­χει – αυ­τή η λε­πτή, κα­λο­σχη­μα­τι­σμέ­νη μέ­ση, όλα ξε­περ­νού­σαν ό,τι εί­χε πο­τέ φα­ντα­στεί για τον έρω­τα και την ομορ­φιά. Και ακό­μα, η κο­πέ­λα αυ­τή δε θα μι­λού­σε, δε θα χρεια­ζό­ταν αυ­τός να κά­νει τα πά­ντα για να εί­ναι ευ­χα­ρι­στη­μέ­νη, δε θα τον ζή­λευε. Θα ήταν πά­ντα αμί­λη­τη, πά­ντα με αυ­τή τη χα­ρι­τω­μέ­νη πό­ζα. Ξε­περ­νού­σε κά­θε φα­ντα­σία, κά­θε προσ­δο­κία του. Δεν θα εί­χε ανά­γκη ού­τε από φα­γη­τό, ού­τε από ρού­χα· δε θα του έκα­νε κα­πρί­τσια, δε θα αρ­ρώ­σται­νε, δε θα έκα­νε σπα­τά­λες. Θα ήταν πά­ντα ευ­χα­ρι­στη­μέ­νη, πά­ντα χα­μο­γε­λα­στή. Και ακό­μη, δε θα μι­λού­σε, δε θα εί­χε άπο­ψη· και ο Με­χρ­ντάντ δε θα φο­βό­ταν μή­πως δεν ταί­ρια­ζαν. Ένα πρό­σω­πο που πο­τέ δε θα γερ­νού­σε. Δε θα έμε­νε πο­τέ έγκυος, το σώ­μα της δε θα άλ­λα­ζε πο­τέ. Κι ένα επι­πλέ­ον προ­τέ­ρη­μα: θα ήταν κρύα!
Όλα αυ­τά πέ­ρα­σαν απ’ το μυα­λό του. Θα μπο­ρού­σε άρα­γε να την έχει, να τη νιώ­θει, να τη χαϊ­δεύ­ει, να της βά­ζει το άρω­μα που του αρέ­σει; Και δε θα ντρε­πό­ταν αυ­τή τη γυ­ναί­κα, εφό­σον δε θα τον μαρ­τυ­ρού­σε πο­τέ, ού­τε θα χρεια­ζό­ταν να πα­ρι­στά­νει κά­τι· έτσι θα έμε­νε αυ­τός που εί­ναι, ο Με­χρ­ντάντ ο σε­μνός, ο αγνός. Πού να τη βά­λει, όμως; Όχι, σί­γου­ρα κα­μία από τις γυ­ναί­κες που εί­χε δει μέ­χρι τό­τε δεν μπο­ρού­σε να συ­γκρι­θεί μα­ζί της. Πώς θα ήταν δυ­να­τόν; Αυ­τό το χα­μό­γε­λο, αυ­τά τα μά­τια, την εί­χαν ζω­ντα­νέ­ψει μπρο­στά του, της εί­χαν χα­ρί­σει ψυ­χή. Τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, τα χρώ­μα­τα, οι ανα­λο­γί­ες αυ­τού του αγάλ­μα­τος αντι­προ­σώ­πευαν, με τον κα­λύ­τε­ρο τρό­πο, το ιδε­ώ­δες του για την ομορ­φιά. Αυ­τό που τον εξέ­πλητ­τε πε­ρισ­σό­τε­ρο ήταν το πρό­σω­πο της κού­κλας το οποίο έφερ­νε αρ­κε­τά προς αυ­τό της Ντε­ραχ­σα­ντέ. Μό­νο που εκεί­νη ήταν κα­στα­νή, ενώ η κού­κλα ήταν ξαν­θή. Η Ντε­ραχ­σα­ντέ ήταν πά­ντα με­λαγ­χο­λι­κή, ενώ το χα­μό­γε­λο της κού­κλας του έδι­νε χα­ρά και ξυ­πνού­σε μέ­σα του διά­φο­ρα πράγ­μα­τα.
Ένα χαρ­τί ήταν το­πο­θε­τη­μέ­νο στα πό­δια της και έγρα­φε 350 φρά­γκα. Ήταν δυ­να­τόν να πά­ρει την κού­κλα για 350 φρά­γκα; Ο Με­χρ­ντάντ ήταν έτοι­μος να δώ­σει στον κα­τα­στη­μα­τάρ­χη ό,τι εί­χε, ακό­μα και τα ρού­χα του, προ­κει­μέ­νου να απο­κτή­σει αυ­τό το άγαλ­μα. Το κοι­τού­σε για ώρα με επι­μο­νή. Ξαφ­νι­κά μια σκέ­ψη πέ­ρα­σε απ’ το μυα­λό του: ίσως να τον κο­ρόι­δευαν! Του ήταν όμως αδύ­να­το να πά­ρει τα μά­τια του από πά­νω της, αυ­τό ήταν πέ­ρα από τις δυ­νά­μεις του. Εί­χε εγκα­τα­λεί­ψει την ιδέα να πά­ει στο Κα­ζί­νο. Πί­στευε ότι χω­ρίς αυ­τή την κού­κλα η ζωή του θα ήταν δί­χως νό­η­μα και αυ­τή ήταν η μο­να­δι­κή εν­σάρ­κω­ση του πε­πρω­μέ­νου του. Μα­κά­ρι να μπο­ρού­σε να την έχει δι­κή του! Μα­κά­ρι να μπο­ρού­σε να την κοι­τά­ζει συ­νέ­χεια! Σύ­ντο­μα αντι­λή­φθη­κε ότι πί­σω από τη βι­τρί­να εί­χε μό­νο γυ­ναι­κεία ρού­χα. Δεν ήταν σω­στό να στέ­κε­ται εκεί τό­σην ώρα. Φα­ντα­ζό­ταν ότι όλοι θα το εί­χαν προ­σέ­ξει, δεν μπο­ρού­σε όμως να μπει στο κα­τά­στη­μα και να τε­λειώ­σει τη δου­λειά. Αν, εκεί­νη τη στιγ­μή, ερ­χό­ταν κρυ­φά κά­ποιος άν­θρω­πος, να του που­λή­σει την κού­κλα και να πά­ρει τα χρή­μα­τα, ώστε να μη χρεια­στεί να μπει ο ίδιος του στο κα­τά­στη­μα, αυ­τός θα του φι­λού­σε τα χέ­ρια και θα του χρω­στού­σε αιώ­νια ευ­γνω­μο­σύ­νη. Κοί­τα­ξε προ­σε­κτι­κά πί­σω από τη βι­τρί­να: δύο γυ­ναί­κες συ­νο­μι­λού­σαν μέ­σα στο κα­τά­στη­μα και η μία τον έδει­ξε με το χέ­ρι της. Το πρό­σω­πό του έγι­νε κα­τα­κόκ­κι­νο. Κοί­τα­ξε προς τα πά­νω, όπου έγρα­φε «Κα­τά­στη­μα Σι­γκράν, αριθ. 102». Απο­μα­κρύν­θη­κε αρ­γά και πή­γε λί­γα βή­μα­τα πιο πέ­ρα.
Ασυ­ναί­σθη­τα άρ­χι­σε και πά­λι να περ­πα­τά­ει. Η καρ­διά του χτυ­πού­σε, δεν έβλε­πε κα­λά μπρο­στά του. Η κού­κλα με το γοη­τευ­τι­κό της χα­μό­γε­λο δεν έφευ­γε απ’ το μυα­λό του και φο­βό­ταν μή­πως κά­ποιος άλ­λος προ­λά­βει να την αγο­ρά­σει. Του έκα­νε εντύ­πω­ση ότι οι άν­θρω­ποι κοι­τού­σαν τό­σο αδιά­φο­ρα αυ­τό το άγαλ­μα! Ίσως για να τον ξε­γε­λά­σουν, για­τί ήξε­ρε ότι η επι­θυ­μία του αυ­τή δεν ήταν κά­τι φυ­σιο­λο­γι­κό!
Θυ­μό­ταν ότι όλη του η ζωή την πέ­ρα­σε μέ­σα στη σκιά και στο σκο­τά­δι· δεν αγα­πού­σε την αρ­ρα­βω­νια­στι­κιά του, πα­ρά μό­νο διά της βί­ας, λό­γω της επι­μο­νής της μη­τέ­ρας του. Ήξε­ρε, επί­σης, ότι δεν μπο­ρού­σε εύ­κο­λα να σχε­τι­στεί με τις Γαλ­λί­δες· σι­χαι­νό­ταν ό,τι αυ­τό απαι­τού­σε: το χο­ρό, την κου­βέ­ντα, τις φι­λο­φρο­νή­σεις, να τρέ­χει εδώ κι εκεί, να φο­ρά­ει κομ­ψά ρού­χα, να τις κο­λα­κεύ­ει. Αυ­τό το άγαλ­μα όμως ήταν ένα φως που κα­ταύ­γα­ζε τη ζωή του, σαν τον φά­ρο που έρι­χνε τη νύ­χτα στη θά­λασ­σα ένα αψι­δω­τό φως, κο­ντά στον οποίο εί­χε κα­θί­σει τό­σες φο­ρές. Ήταν τό­σο αφε­λής; Μή­πως δεν ήξε­ρε ότι αυ­τό ήταν αντί­θε­το με το γού­στο των άλ­λων, ότι θα τον κο­ρόι­δευαν; Μή­πως δεν ήξε­ρε ότι αυ­τή η κού­κλα ήταν φτιαγ­μέ­νη από χαρ­τό­νι, πορ­σε­λά­νη, χρώ­μα­τα και μια πε­ρού­κα, σαν τις κού­κλες που χα­ρί­ζουν στα παι­δά­κια; Δεν μπο­ρού­σε να μι­λή­σει, το σώ­μα της δεν ήταν ζε­στό και το πρό­σω­πό της ήταν ακί­νη­το. Αυ­τοί όμως ήταν και οι λό­γοι που εί­χε γοη­τεύ­σει τό­σο πο­λύ τον Με­χρ­ντάντ. Φο­βό­ταν τους ζω­ντα­νούς αν­θρώ­πους που μι­λά­νε, που έχουν σώ­μα χλια­ρό, που ίσως συμ­φω­νούν ή δια­φω­νούν μα­ζί του και μπο­ρεί να τον έκα­ναν να ζη­λεύ­ει. Όχι, εί­χε ανά­γκη από αυ­τή την κού­κλα στη ζωή του, δε θα του εί­ναι πια δυ­να­τό ού­τε να δου­λέ­ψει ού­τε να ζή­σει χω­ρίς αυ­τή. Γί­νε­ται όμως να τα έχει όλα αυ­τά με τρια­κό­σια πε­νή­ντα φρά­γκα;
Ο Με­χρ­ντάντ ήταν ανα­στα­τω­μέ­νος, περ­πα­τού­σε ανά­με­σα στους αν­θρώ­πους που πή­γαι­ναν κι ερ­χό­ντου­σαν βια­στι­κοί, χω­ρίς να βλέ­πει γύ­ρω του. Περ­πα­τού­σε σα υπνο­βά­της, σαν άγαλ­μα άψυ­χο και άβου­λο, σαν ένα πλά­σμα κυ­ριευ­μέ­νο απ’ τον διά­βο­λο. Στο δρό­μο του εί­δε μια γυ­ναί­κα με ένα πρά­σι­νο σά­λι και με έντο­νο μα­κι­γιάζ στο πρό­σω­πο. Την ακο­λού­θη­σε, χω­ρίς κα­νέ­να σκο­πό, άβου­λος. Κο­ντά στην εκ­κλη­σία, έστρι­ψε στην οδό Σεν-Ζακ, ένα στε­νό και φο­βι­στι­κό δρό­μο πλαι­σιω­μέ­νο από μαυ­ρι­σμέ­να κτί­ρια και μπή­κε σε ένα σπί­τι. Από το ανοι­χτό πα­ρά­θυ­ρο ακου­γό­ταν μου­σι­κή φοξ­τροτ που έπαι­ζε ένα γραμ­μό­φω­νο και την επα­να­λάμ­βα­νε, κά­θε τό­σο, την ίδια μου­σι­κή στα αγ­γλι­κά, από κά­ποια πο­νε­μέ­νη φω­νή.
Ο Με­χρ­ντάντ πε­ρί­με­νε μέ­χρι να στα­μα­τή­σει να παί­ζει ο δί­σκος, δεν μπο­ρού­σε όμως να κα­τα­λά­βει τι ήταν αυ­τή η μου­σι­κή. Ποια ήταν αυ­τή η γυ­ναί­κα; Για­τί εί­χε πά­ει εκεί; Για­τί την εί­χε ακο­λου­θή­σει;
Συ­νέ­χι­σε το δρό­μο του. Τα κόκ­κι­να φώ­τα των κα­μπα­ρέ, διά­φο­ροι ύπο­πτοι τύ­ποι, κά­τι πε­ρί­ερ­γες φά­τσες, μι­κρά, μυ­στή­ρια κα­φέ φτιαγ­μέ­να για τέ­τοιου εί­δους αν­θρώ­πους, όλα αυ­τά περ­νού­σαν δια­δο­χι­κά μπρο­στά απ’ τα μά­τια του. Στο λι­μά­νι φυ­σού­σε ένα υγρό και δρο­σε­ρό αε­ρά­κι, πο­τι­σμέ­νο με μυ­ρω­διά κα­μέ­νου λί­πους, πίσ­σας και μου­ρου­νέ­λαιου. Πά­νω στα με­ταλ­λι­κά κα­τάρ­τια ανα­βό­σβη­ναν χρω­μα­τι­στά φώ­τα. Μέ­σα στο θό­ρυ­βο και το βου­η­τό από τα μι­κρά και τα με­γά­λα πλοία, τις βάρ­κες και τις βαρ­κού­λες, έβλε­πε κα­νείς ομά­δες από ερ­γά­τες, κλέ­φτες κι απα­τε­ώ­νες κά­θε φυ­λής και διαρ­ρή­κτες ικα­νούς να κλέ­ψουν απ’ τις γυ­ναί­κες ακό­μα και τη μά­σκα­ρα από τα μά­τια τους.
Ο Με­χρ­ντάντ κού­μπω­σε ασυ­ναί­σθη­τα το σα­κά­κι του και έβη­ξε. Στη συ­νέ­χεια, κα­τευ­θύν­θη­κε με γρή­γο­ρο βή­μα προς την Λε­ω­φό­ρο Ηνω­μέ­νων Πο­λι­τειών, όπου εί­χε κα­τα­σκευα­στεί ένας τσι­με­ντέ­νιος κυ­μα­το­θραύ­στης. Εκεί εί­χε πλευ­ρί­σει ένα με­γά­λο πλοίο και τα αναμ­μέ­να φώ­τα του φαι­νό­ντου­σαν από μα­κριά. Ήταν από αυ­τά τα σκά­φη που, σα μια μι­κρή κοι­νω­νία, σαν κι­νού­με­νη πο­λι­τεία, σκί­ζουν το νε­ρό και φέρ­νουν από μα­κρι­νές χώ­ρες ομά­δες αν­θρώ­πων με αλ­λιώ­τι­κους χα­ρα­κτή­ρες, πρό­σω­πα και γλώσ­σες. Τούς εί­χε φέ­ρει στο λι­μά­νι κι αυ­τοί βαθ­μιαία δια­σκορ­πί­ζο­νταν. Ο Με­χρ­ντάντ τους κοι­τού­σε εξε­τα­στι­κά, έναν προς ένα. Κοι­τού­σε προ­σε­κτι­κά τα μα­κι­για­ρι­σμέ­να πρό­σω­πα των γυ­ναι­κών. Ώστε αυ­τές εί­χαν γοη­τεύ­σει τους άντρες; Αυ­τά τα πρό­σω­πα τούς εί­χαν ξε­τρε­λά­νει; Η κά­θε μια απ’ αυ­τές δεν ήταν μια κού­κλα πιο πρό­στυ­χη από αυ­τή στη βι­τρί­να; Η ζωή η ίδια τού φά­νη­κε κάλ­πι­κη, χι­μαι­ρι­κή και μά­ταιη. Τη στιγ­μή εκεί­νη ένιω­θε σα να ήταν βυ­θι­σμέ­νος μέ­σα σε πη­χτή και κολ­λώ­δη ου­σία, πα­λεύ­ο­ντας να κρα­τη­θεί στην επι­φά­νεια. Όλα του φαι­νό­ντου­σαν αλ­λό­κο­τα: ακό­μα και το νε­α­ρό ζευ­γά­ρι που κα­θό­ταν αγκα­λια­σμέ­νο μπρο­στά στον κυ­μα­το­θραύ­στη, ή τα μα­θή­μα­τα που εί­χε πα­ρα­κο­λου­θή­σει, ή το μαυ­ρι­σμέ­νο από την κα­πνιά κτί­ριο του σχο­λεί­ου˙ όλα έδει­χναν ψεύ­τι­κα, φτια­χτά, όπως στα παι­χνί­δια. Η μία και μο­να­δι­κή αλή­θεια για αυ­τόν ήταν το άγαλ­μα στη βι­τρί­να του κα­τα­στή­μα­τος. Έστρι­ψε από­το­μα, πέ­ρα­σε μέ­σα απ’ τον κό­σμο με στα­θε­ρό βή­μα και μό­λις έφτα­σε μπρο­στά στο κα­τά­στη­μα Σι­γκράν στά­θη­κε. Κοί­τα­ξε άλ­λη μια φο­ρά την κού­κλα˙ ήταν εκεί, στη θέ­ση της. Για πρώ­τη φο­ρά στη ζωή του πή­ρε μια από­φα­ση: μπή­κε στο κα­τά­στη­μα. Μια όμορ­φη νε­α­ρή γυ­ναί­κα, με μαύ­ρο φό­ρε­μα και άσπρη πο­διά, τον πλη­σί­α­σε και, με ψεύ­τι­κο χα­μό­γε­λο, τον ρώ­τη­σε:

— Τι επι­θυ­μεί ο κύ­ριος;

Ο Με­χρ­ντάντ έδει­ξε με το χέ­ρι του τη βι­τρί­να και εί­πε:

— Αυ­τή την κού­κλα.
— Εν­νο­εί­τε το πρά­σι­νο φυ­στι­κί φό­ρε­μα; Το έχου­με και σε άλ­λα χρώ­μα­τα. Πε­ρι­μέ­νε­τε δυο λε­πτά σας πα­ρα­κα­λώ. Θα το φο­ρέ­σει η πω­λή­τριά μας και μπο­ρεί­τε να το δεί­τε πά­νω της. Σί­γου­ρα θα το θέ­λε­τε για την αρ­ρα­βω­νια­στι­κιά σας; Το θέ­λε­τε σε αυ­τό το χρώ­μα;
— Συ­γνώ­μη, αλ­λά θέ­λω την κού­κλα.
— Τι; Την κού­κλα; Δεν κα­τα­λα­βαί­νω!

Ο Με­χρ­ντάντ συ­νει­δη­το­ποί­η­σε ότι αυ­τό που ζή­τη­σε ακού­στη­κε πε­ρί­ερ­γο, όμως πεί­σμω­σε και, ξαφ­νι­κά, του ήρ­θε η ιδέα να πει:

— Ναι, την κού­κλα, όπως εί­ναι, με το φό­ρε­μα. Ξέ­ρε­τε, εί­μαι ξέ­νος και έχω ρα­φείο. Θέ­λω την κού­κλα έτσι όπως εί­ναι. — Α, αυ­τό εί­ναι δύ­σκο­λο. Πρέ­πει να ρω­τή­σω τον υπεύ­θυ­νο (γύ­ρι­σε προς το μέ­ρος μιας άλ­λης γυ­ναί­κας και εί­πε): Σου­ζάν, φώ­να­ξε τον κύ­ριο Λε­όν.

Ο Με­χρ­ντάντ προ­χώ­ρη­σε προς την κού­κλα. Εμ­φα­νί­στη­κε ο κύ­ριος Λε­όν, γκρί­ζα γέ­νια, μι­κρό­σω­μος, πα­χύς, με μαύ­ρο κου­στού­μι και χρυ­σή κα­δέ­να για το ρο­λόι, και αφού μί­λη­σε με την πω­λή­τρια, πλη­σί­α­σε τον νε­α­ρό και ρώ­τη­σε:

— Εσείς κύ­ριε εν­δια­φέ­ρε­στε για την κού­κλα; Εφό­σον εί­στε κι εσείς του επαγ­γέλ­μα­τος, σας την αφή­νω, μα­ζί με το φό­ρε­μα, για δύο χι­λιά­δες δια­κό­σια φρά­γκα, με έκ­πτω­ση εν­νια­κο­σί­ων φρά­γκων: βλέ­πε­τε μάς κό­στι­σε δύο χι­λιά­δες επτα­κό­σια πε­νή­ντα φρά­γκα και το φό­ρε­μα κο­στί­ζει τρια­κό­σια πε­νή­ντα φρά­γκα. Εί­ναι η κα­λύ­τε­ρη κού­κλα, από γνή­σια πορ­σε­λά­νη. Σας συγ­χαί­ρω, φαί­νε­στε γνώ­στης. Εί­ναι έρ­γο του διά­ση­μου καλ­λι­τέ­χνη Ντε­κρού. Και, επει­δή σκε­φτό­μα­στε να αντι­κα­τα­στή­σου­με τις κού­κλες, την που­λά­με με χα­σού­ρα. Θέ­λω να γνω­ρί­ζε­τε, όμως, ότι κά­νω μια εξαί­ρε­ση για σας: συ­νή­θως δεν που­λά­με τον εξο­πλι­σμό του κα­τα­στή­μα­τος στους πε­λά­τες. Και να προ­σθέ­σω ότι μπο­ρού­με να την πα­κε­τά­ρου­με.
Ο Με­χρ­ντάντ εί­χε γί­νει κα­τα­κόκ­κι­νος. Δεν ήξε­ρε τι να απα­ντή­σει σε αυ­τή την τό­σο φι­λι­κή συ­ζή­τη­ση με τον υπεύ­θυ­νο. Χω­ρίς να πει τί­πο­τα, έβγα­λε το πορ­το­φό­λι του, έδω­σε δύο χαρ­το­νο­μί­σμα­τα των χι­λί­ων και ένα των πε­ντα­κο­σί­ων φρά­γκων και πή­ρε πί­σω τρια­κό­σια φρά­γκα. Θα κα­τά­φερ­νε να ζή­σει ένα μή­να με αυ­τά τα λε­φτά; Κα­μιά ση­μα­σία! Εί­χε πραγ­μα­το­ποι­ή­σει το όνει­ρό του!
Πέ­ντε χρό­νια αρ­γό­τε­ρα ο Με­χρ­ντάντ επέ­στρε­ψε στην Τε­χε­ρά­νη με τρεις βα­λί­τσες που η μία τους έμοια­ζε σα φέ­ρε­τρο. Δέ­χτη­κε όμως ψυ­χρά την αρ­ρα­βω­νια­στι­κιά του την Ντε­ραχ­σα­ντέ, μά­λι­στα δεν της έφε­ρε ού­τε ένα δώ­ρο, πράγ­μα που προ­κά­λε­σε έκ­πλη­ξη στην οι­κο­γέ­νεια του. Την τρί­τη μέ­ρα, τον κά­λε­σε η μη­τέ­ρα του και του έκα­νε πα­ρα­τή­ρη­ση. Επέ­μει­νε ιδιαί­τε­ρα στο ότι η κο­πέ­λα τον πε­ρί­με­νε έξι χρό­νια, ότι υπο­λό­γι­ζε σ’ αυ­τόν, έχο­ντας απορ­ρί­ψει κά­ποιες άλ­λες προ­τά­σεις και ότι ήταν, τέ­λος πά­ντων, υπο­χρε­ω­μέ­νος να την πα­ντρευ­τεί. Ο Με­χρ­ντάντ όμως την άκου­σε με ψυ­χραι­μία και εί­πε, θέ­λο­ντας να έχει τον τε­λευ­ταίο λό­γο:

— Άλ­λα­ξα γνώ­μη. Απο­φά­σι­σα να μη πα­ντρευ­τώ πο­τέ.

Η μη­τέ­ρα του υπο­χώ­ρη­σε, κα­τα­λα­βαί­νο­ντας ότι ο γιός της δεν ήταν πια ο ίδιος, ο ντρο­πα­λός και υπά­κουος Με­χρ­ντάντ. Απέ­δω­σε την αλ­λα­γή αυ­τή στο γε­γο­νός ότι εί­χε ζή­σει με τους άπι­στους και οι από­ψεις του πε­ρί ηθι­κής εί­χαν κλο­νι­στεί. Πα­ρα­τη­ρού­σαν τη συ­μπε­ρι­φο­ρά του και τους τρό­πους του, αλ­λά δεν δια­φαι­νό­ταν τί­πο­τα αντί­θε­το με όσα τους εί­χε πει. Υπο­ψια­ζό­ντου­σαν μή­πως ανή­κε σε κά­ποια αί­ρε­ση. Ήταν ο ίδιος, ο ψο­φο­δε­ής και μα­ζε­μέ­νος Με­χρ­ντάντ που ήξε­ραν. Το μό­νο που εί­χε αλ­λά­ξει ήταν ο τρό­πος που σκε­φτό­ταν και, πα­ρά την πα­ρα­κο­λού­θη­ση, κα­νέ­να συ­μπέ­ρα­σμα δεν έβγα­λαν σχε­τι­κά με την ερω­τι­κή του ζωή. Ένα πράγ­μα όμως δη­μιούρ­γη­σε υπο­ψί­ες στην οι­κο­γέ­νεια: μέ­σα στο δω­μά­τιό του, πί­σω από την πόρ­τα, εί­χε βά­λει μια κού­κλα που χα­μο­γε­λού­σε, με φυ­στι­κί φό­ρε­μα, με το χέ­ρι της στη μέ­ση. Και μπρο­στά της εί­χε κρε­μά­σει μια κουρ­τί­να, ζω­γρα­φι­σμέ­νη στο χέ­ρι. Τα βρά­δια, όταν ο Με­χρ­ντάντ γύ­ρι­ζε πί­σω στο δω­μά­τιο, έκλει­νε την πόρ­τα, έβα­ζε ένα δί­σκο, έπι­νε κρα­σί και τρα­βού­σε την κουρ­τί­να. Με­τά, κα­θό­ταν για ώρες στην πο­λυ­θρό­να, απέ­να­ντι στην κού­κλα και την κοι­τού­σε. Κά­ποιες φο­ρές, όταν ήταν λί­γο με­θυ­σμέ­νος, ση­κω­νό­ταν, την πλη­σί­α­ζε και της χάι­δευε τα μαλ­λιά και το στή­θος. Αυ­τή ήταν όλη η ερω­τι­κή του ζωή: η κού­κλα απο­τε­λού­σε γι αυ­τόν το σύμ­βο­λο του έρω­τα, της ηδο­νής και του πό­θου.
Πέ­ρα­σε λί­γος και­ρός και η οι­κο­γέ­νειά του, πε­ρισ­σό­τε­ρο όμως η αρ­ρα­βω­νια­στι­κιά του, που έδει­χνε ιδιαί­τε­ρη πε­ριέρ­γεια, κα­τά­λα­βαν ότι υπήρ­χε κά­ποιο μυ­στή­ριο γύ­ρω από αυ­τό το άγαλ­μα. Η Ντε­ραχ­σα­ντέ την απο­κα­λού­σε, σαρ­κα­στι­κά, η κού­κλα πί­σω από την κουρ­τί­να. Η μη­τέ­ρα του, για να τον δο­κι­μά­σει, τού εί­πε πολ­λές φο­ρές να την που­λή­σει ή να κά­νει δώ­ρο το φό­ρε­μα στην ξα­δέλ­φη του, εκεί­νος όμως πά­ντα αρ­νιό­ταν. Η Ντε­ραχ­σα­ντέ ωστό­σο, για να τρα­βή­ξει την προ­σο­χή του νε­α­ρού και έχο­ντας κα­τα­λά­βει πό­σο του άρε­σε η κού­κλα, έκο­ψε τα μαλ­λιά της όπως εκεί­νη και τα έκα­νε περ­μα­νάντ, έρα­ψε ένα φυ­στι­κί φό­ρε­μα, έφτια­ξε ακό­μα και πα­πού­τσια ολόι­δια με αυ­τά της κού­κλας. Το μό­νο που έκα­νε στη διάρ­κεια της ημέ­ρας, όσο έλει­πε ο Με­χρ­ντάντ, ήταν να πη­γαί­νει στο δω­μά­τιό του και να μι­μεί­ται την κού­κλα μπρο­στά στον κα­θρέ­φτη: έβα­ζε το χέ­ρι στη μέ­ση, έγερ­νε το κε­φά­λι και χα­μο­γε­λού­σε. Προ­σπα­θού­σε ιδιαί­τε­ρα να μι­μη­θεί το βλέμ­μα της, τον υπέ­ρο­χο τρό­πο που έδει­χνε να κοι­τά­ζει τον απέ­να­ντι και, την ίδια στιγ­μή, να κοι­τά­ζει το κε­νό. Η Ντε­ραχ­σα­ντέ προ­σπα­θού­σε να πιά­σει την ψυ­χή της κού­κλας και, κα­θώς της έμοια­ζε λί­γο, αυ­τό ήταν σχε­τι­κά εύ­κο­λο. Ώρες ολό­κλη­ρες συ­νέ­κρι­νε τις λε­πτο­μέ­ρειες του δι­κού της σώ­μα­τος με αυ­τές της κού­κλας και προ­σπα­θού­σε να μι­μεί­ται τη στά­ση της και την έκ­φρα­σή της. Όταν επέ­στρε­φε ο Με­χρ­ντάντ, εμ­φα­νι­ζό­ταν μπρο­στά του με μια ιδιαί­τε­ρη έκ­φρα­ση και δια­φο­ρε­τι­κή συ­μπε­ρι­φο­ρά. Στην αρ­χή εκεί­νος δεν της έδι­νε κα­μιά ση­μα­σία. Αυ­τό δεν την απο­γο­ή­τευ­σε, αλ­λά την έκα­νε να πει­σμώ­σει και, σι­γά-σι­γά, να τρα­βή­ξει την προ­σο­χή του. Και αυ­τό του προ­κά­λε­σε μια εσω­τε­ρι­κή δια­μά­χη, μια συ­ναι­σθη­μα­τι­κή σύ­γκρου­ση. Ανα­ρω­τιό­ταν ποιά από τις δύο να αφή­σει. Η ανα­μο­νή και η επι­μο­νή της αρ­ρα­βω­νια­στι­κιάς του εί­χαν γεν­νή­σει μέ­σα του ένα αί­σθη­μα θαυ­μα­σμού και κα­κί­ας. Από τη μια ήταν αυ­τή η ψυ­χρή κού­κλα που εί­χε χά­σει το χρώ­μα της, με το άτο­νο φου­στά­νι, η εμπει­ρία της νε­ό­τη­τας και του έρω­τά του, αυ­τή που αντι­προ­σώ­πευε τη δυ­στυ­χία του: πέ­ντε χρό­νια τώ­ρα ξε­γε­λού­σε τα συ­ναι­σθή­μα­τα και τους πό­θους του με αυ­τή η άπια­στη μορ­φή. Από την άλ­λη ήταν η ξα­δέλ­φη του που εί­χε υπο­φέ­ρει, που τον πε­ρί­με­νε, που εί­χε με­τα­μορ­φω­θεί σύμ­φω­να με το γού­στο του. Ποιά να αφή­σει; Ένοιω­θε όμως ότι δεν μπο­ρού­σε να απαρ­νη­θεί τό­σο εύ­κο­λα αυ­τή την κού­κλα, το σύμ­βο­λο του έρω­τά του. Δεν εί­χε δι­κή της ζωή, δεν εί­χε ξε­χω­ρι­στή θέ­ση στη καρ­διά του; Πό­σο τον εί­χε ξε­γε­λά­σει! Πό­σο εί­χε κο­ροϊ­δέ­ψει τις σκέ­ψεις του, πό­σο εί­χε δια­σκε­δά­σει! Στο μυα­λό του νε­α­ρού δεν επρό­κει­το για μια κού­κλα φτιαγ­μέ­νη από λί­γο πη­λό και μια πε­ρού­κα, αλ­λά για ένα ζω­ντα­νό πλά­σμα, το οποίο ήταν για τον ίδιο πο­λύ πιο πραγ­μα­τι­κό από τους ζω­ντα­νούς αν­θρώ­πους. Θα μπο­ρού­σε πο­τέ να την πε­τά­ξει στα σκου­πί­δια ή να τη χα­ρί­σει σε κά­ποιον άλ­λο; Θα μπο­ρού­σε πο­τέ να τη βά­λει στη βι­τρί­να κά­ποιου κα­τα­στή­μα­τος και η ομορ­φιά της να τρα­βά­ει τα πε­ρί­ερ­γα βλέμ­μα­τα των πε­ρα­στι­κών; Για να την πε­ριερ­γά­ζο­νται με το βλέμ­μα και να την σπά­σουν; Αυ­τά τα χεί­λη που τό­σο εί­χε φι­λή­σει, αυ­τό τον λαι­μό που τό­σες φο­ρές εί­χε χαϊ­δέ­ψει; Όχι, πο­τέ! Θα έπρε­πε να θυ­μώ­σει μα­ζί της και να τη σκο­τώ­σει όπως σκο­τώ­νου­με ένα αν­θρώ­πι­νο ον. Θα έπρε­πε να τη σκο­τώ­σει με τα ίδια του τα χέ­ρια! Έτσι, αγό­ρα­σε ένα μι­κρό πε­ρί­στρο­φο. Κά­θε φο­ρά, όμως, που σκε­φτό­ταν να πραγ­μα­το­ποι­ή­σει το σχέ­διό του, δί­στα­ζε.
Ένα βρά­δυ μπή­κε στο δω­μά­τιό του πο­λύ πιο αρ­γά από τη συ­νη­θι­σμέ­νη ώρα· ήταν τε­λεί­ως με­θυ­σμέ­νος. Άνα­ψε το φως. Στη συ­νέ­χεια, κα­θώς συ­νή­θι­ζε, τρά­βη­ξε την κουρ­τί­να κι έβγα­λε ένα μπου­κά­λι κρα­σί. Κούρ­δι­σε το γραμ­μό­φω­νο, έβα­λε ένα δί­σκο και ήπιε απα­νω­τά δύο πο­τή­ρια. Με­τά, κά­θι­σε στην πο­λυ­θρό­να απέ­να­ντι από την κού­κλα, κοι­τά­ζο­ντάς την.
Ο Με­χρ­ντάντ κοι­τού­σε αυ­τό το πρό­σω­πο τό­σο πο­λύ και­ρό, ώστε τώ­ρα πια δεν το έβλε­πε: η μορ­φή σχη­μα­τι­ζό­ταν αυ­τό­μα­τα στο μυα­λό του. Το κοι­τού­σε από συ­νή­θεια, το έκα­νε αυ­τό για χρό­νια. Αφού κοί­τα­ξε προ­σε­κτι­κά την κού­κλα για λί­γη ώρα, ση­κώ­θη­κε και την πλη­σί­α­σε. Χάι­δε­ψε τα μαλ­λιά της· με­τά, κα­τέ­βα­σε το χέ­ρι του στο λαι­μό και τα στή­θη της· τα τρά­βη­ξε όμως από­το­μα και απο­μα­κρύν­θη­κε σα να εί­χε αγ­γί­ξει πυ­ρω­μέ­νο σί­δε­ρο. Ήταν αλή­θεια; Ήταν δυ­να­τόν; Αυ­τή η καυ­τή αί­σθη­ση που εί­χε νοιώ­σει; Όχι, δεν υπήρ­χε αμ­φι­βο­λία. Μή­πως το εί­χε φα­ντα­στεί; Μή­πως ήταν ένας εφιάλ­της, ή η επή­ρεια του αλ­κο­όλ; Σκού­πι­σε τα μά­τια του με την άκρη του μα­νι­κιού και σω­ριά­στη­κε στην πο­λυ­θρό­να προ­σπα­θώ­ντας να ξα­να­βρεί την ψυ­χραι­μία του. Την ίδια στιγ­μή εί­δε την κού­κλα να τον πλη­σιά­ζει με στα­θε­ρά βή­μα­τα. Εί­χε το χέ­ρι της στη μέ­ση και γε­λού­σε. Ο Με­χρ­ντάντ έκα­νε σαν τρε­λός μια κί­νη­ση για να ξε­φύ­γει, αλ­λά μό­νο μία σκέ­ψη πέ­ρα­σε απ’ το μυα­λό του: ασυ­ναί­σθη­τα, έβα­λε το χέ­ρι στην τσέ­πη, έβγα­λε το πε­ρί­στρο­φο και πυ­ρο­βό­λη­σε την κού­κλα τρεις φο­ρές, απα­νω­τά. Ένα βογ­γη­τό ακού­στη­κε και η κού­κλα σω­ριά­στη­κε χά­μω. Ο Με­χρ­ντάντ, έντρο­μος, έσκυ­ψε πά­νω της και της σή­κω­σε το κε­φά­λι. Δεν ήταν η κού­κλα. Ήταν η Ντε­ραχ­σα­ντέ που κο­λυ­μπού­σε στο αί­μα.

Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση: 1933


(1) Οι ιε­ρο­κή­ρυ­κες στο Ιράν αφη­γού­νται συ­χνά και βιους αγί­ων που θυ­σιά­στη­καν για το Ισλάμ, πράγ­μα που συ­νή­θως κά­νει τους πι­στούς να κλαί­νε.
(2) Το Μπα­ντάρ-Πα­χλα­βί εί­ναι λι­μά­νι στην Κα­σπία, στο βό­ρειο Ιράν. Την επο­χή που γρά­φει ο Χε­ντα­γιάτ όποιος ήθε­λε να τα­ξι­δέ­ψει στην Ευ­ρώ­πη περ­νού­σε με το κα­ρά­βι από εκεί στη Ρω­σία και στη συ­νέ­χεια προς τις ευ­ρω­παϊ­κές χώ­ρες. Σή­με­ρα ονο­μά­ζε­ται Μπα­ντάρ-ε-Αν­ζα­λί.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: