Επιστολές ή περί άλλα...

Στη στή­λη αυ­τή δη­μο­σιεύ­ο­νται εν­δια­φέ­ρου­σες επι­στο­λές γνω­στών καλ­λι­τε­χνών (συγ­γρα­φέ­ων, μου­σι­κών, ζω­γρά­φων,...) απευ­θυ­νό­με­νες σε φί­λους, συ­να­δέλ­φους, οι­κεί­ους ή απλώς γνω­στούς, στις οποί­ες ανα­φέ­ρο­νται σε θέ­μα­τα που ου­δε­μία σχέ­ση έχουν με το καλ­λι­τε­χνι­κό τους έρ­γο ού­τε, ει δυ­να­τόν, με τις τέ­χνες γε­νι­κό­τε­ρα. Μπο­ρεί να πρό­κει­ται για θέ­μα­τα προ­σω­πι­κά ή επι­και­ρό­τη­τας, να αφο­ρούν τρα­γι­κά συμ­βά­ντα ή να σα­τι­ρί­ζουν κα­τα­στά­σεις και αν­θρώ­πους. Το πιο ση­μα­ντι­κό κρι­τή­ριο για την επι­λο­γή τους θα εί­ναι το εν­δια­φέ­ρον που πα­ρου­σιά­ζουν, φυ­σι­κά, αλ­λά και το κα­τά πό­σο, μέ­σα από αυ­τές, δια­φαί­νο­νται πλευ­ρές της προ­σω­πι­κό­τη­τας των επι­στο­λο­γρά­φων ή των απο­δε­κτών, που απέ­χουν ή και επι­βε­βαιώ­νουν τη συμ­βα­τι­κή ει­κό­να που έχου­με δια­μορ­φώ­σει στο νου μας για τους καλ­λι­τέ­χνες αυ­τούς σαν άτο­μα. Ως εκ τού­του, η επι­λο­γή των επι­στο­λών εί­ναι κα­θα­ρά υπο­κει­με­νι­κή.

Ο Λευκάδιος Χερν με τη σύζυγό του Κοϊζούμι Σέτσουκο
Ο Λευκάδιος Χερν με τη σύζυγό του Κοϊζούμι Σέτσουκο

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ
ΛΕΥΚΑΔΙΟΥ ΧΕΡΝ
ΣΤΟΝ
ΜΠΑΖΙΛ ΤΣΑΜΠΕΡΛΕΝ

Κουμαμότο, 17 Ιανουαρίου 1893

Αγαπητέ Τσάμπερλεν,

Σου γράφω επειδή νιώθω μόνος˙ εγωιστικό, δεν είν’ έτσι; Αν όμως καταφέρω να σε απασχολήσω κάπως ευχάριστα, θα με συγχωρέσεις. Πάει ένας χρόνος που λείπεις – ίσως θα ήθελες να ακούσεις κάποιες από τις εντυπώσεις μου αυτού του χρόνου. Ιδού λοιπόν.
Οι αυταπάτες έχουν οριστικά τελειώσει, αλλά παραμένει η ανάμνηση πολλών ευχάριστων πραγμάτων. Γνωρίζω πολύ περισσότερα για τους Ιάπωνες απ’ότι ένα χρόνο πριν· εν τούτοις απέχω ακόμα πολύ από το να τους έχω καταλάβει καλά. Ακόμα και η δική μου η αγαπημένη γυναικούλα παραμένει για μένα κάπως μυστηριώδης, πλην όμως πάντα με αξιαγάπητο τρόπο. Φυσικά, ένας άνδρας και μια γυναίκα γνωρίζουν ο ένας την καρδιά του άλλου· πέρα, όμως, από την προσωπική γνώση υπάρχουν φυλετικά χαρακτηριστικά που είναι δύσκολο να τα κατανοήσουμε. Να σου πω ένα. Στα νησιά Όκι1 αγαπήσαμε πολύ ένα αγόρι σαμουράι, που περνούσε δύσκολα εκεί, και το πήραμε μαζί μας. Τώρα είναι κάπως σαν υιοθετημένος – πάει σχολείο και όλα τα σχετικά. Στην αρχή, λοιπόν, δοκίμασα να τον κανακέψω λιγάκι, ανακάλυψα όμως ότι αυτό δεν ήταν καθόλου σύμφωνο με τα έθιμα και ότι ούτε το ίδιο το παιδί δεν το καταλάβαινε. Έτσι, στο σπίτι, μετά βίας του μιλούσα – ήταν κάτω από τον έλεγχο των γυναικών. Του φερόντουσαν καλά – αλλά, όπως εγώ θεωρούσα, με ψυχρότητα. Δεν μπορούσα ακριβώς να καταλάβω αυτή την σχέση. Ποτέ δεν του έλεγαν μπράβο και σπανίως τον μάλωναν. Είχε καθιερωθεί ένας άψογος κώδικας συμπεριφοράς μεταξύ του παιδιού και όλων των άλλων προσώπων μέσα στο σπίτι, ανάλογα με τον βαθμό και την θέση του καθενός. Έδειχνε ιδιαίτερα ψυχρό, ίσως και αχάριστο – απ’ όσο εγώ μπορούσα να καταλάβω. Τίποτα δεν φαινόταν ότι θα μπορούσε να κλονίσει την νεανική του αταραξία και η όψη του, είτε χαρούμενο είτε λυπημένο, ήταν πάντα αυτή ενός αγάλματος. Κάποια μέρα, τού έπεσε ένα μικρό φλιτζάνι κι έσπασε. Σύμφωνα με τα έθιμα, κανείς δεν έδωσε σημασία στη ζημιά, φοβούμενοι μήπως τον πληγώσουν. Ξαφνικά, είδα δάκρυα να κυλούν στο πρόσωπό του. Οι μύες του προσώπου έδειχναν την ίδια αταραξία όπως συνήθως, αλλά η θέλησή του δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυα. Έτρεχαν ελεύθερα. Μετά, όλοι άρχισαν να γελούν και να του λένε ευχάριστα λόγια, μέχρι που άρχισε κι εκείνο να γελά. Κανένας σαν εμένα δεν θα μπορούσε ποτέ να μαντέψει την ύπαρξη μιας τέτοιας λεπτής ευαισθησίας.
Ό,τι όμως ακολούθησε με εξέπληξε ακόμα περισσότερο. Όπως είπα, τού είχαν (κατά την γνώμη μου), συμπεριφερθεί ψυχρά. Κάποια μέρα, είχαν περάσει τρεις ώρες από την συνηθισμένη ώρα που γύριζε από το σχολείο και δεν είχε έρθει. Τότε, προς μεγάλη μου έκπληξη, οι γυναίκες άρχισαν να κλαίνε – να κλαίνε σπαρακτικά. Μου ήταν αδύνατο να φανταστώ ότι η ανησυχία για το παιδί μπορούσε να τις αγγίξει τόσο πολύ. Και οι υπηρέτες έτρεχαν στην πόλη με αληθινή, όχι υποκριτική, αγωνία για να τον βρουν. Είχε πάει στο σπίτι ενός δασκάλου για κάποιο θέμα σχετικό με το σχολείο. Από την στιγμή που ακούστηκε στην πόρτα η φωνή του, όλα έγιναν πάλι ήσυχα, κρύα και συμπαθώς ευγενικά. Κι εγώ, είχα μείνει έκπληκτος.
Η ευαισθησία ενυπάρχει στους Ιάπωνες σε βαθμό που δεν μπορούν να φανταστούν οι ξένοι που τους φέρονται άσχημα στους ελεύθερους λιμένες. Γνώριζα στο Ιζούμι την περίπτωση μιας υπηρέτριας που δέχτηκε με χαμόγελο μια ελαφρά επίπληξη και, στη συνέχεια, πήγε ήσυχα έξω και κρεμάστηκε. Έχω πληροφορίες για πολλές παρόμοιες περίεργες αυτοκτονίες. Παρόλο που ο Ιάπωνας, σαν αφεντικό, δεν είναι ποτέ βίαιος και σκληρός. Το πώς οι Ιάπωνες καταφέρνουν να υπηρετούν μια συγκεκριμένη τάξη ξένων, δεν μπορώ να το καταλάβω. Ίσως να μην τους θεωρούν (τους ξένους) ακριβώς σαν ανθρώπους ― αλλά μάλλον σαν Oni ή στην καλύτερη περίπτωση Tengu.2
Να και άλλη μια περίπτωση. Ο μάγειρας που έχω φέρει ένα χαμογελαστό, υγιές, αρκετά ευχάριστο πρόσωπο. Είναι ένας όμορφος νεαρός. Όποτε τον έφερνα στον νου μου, σκεφτόμουν αυτό το χαμόγελο, έβλεπα μπροστά μου τη μάσκα, ευχάριστη, σαν αυτές τις μικρές μάσκες του Ohokumi-nushi-no-kami3 που πουλάνε στο Mionoseki.4 Κάποια μέρα κοίταξα μέσα από μια τρύπα στο shoji,5 και τον είδα μόνο του. Το πρόσωπο δεν ήταν το ίδιο πρόσωπο. Ήταν αδυνατισμένο και κουρασμένο και είχε κάποιες περίεργες γραμμές, σημάδια από παλιές κακουχίες. Σκέφτηκα «έτσι ακριβώς θα δείχνει όταν θα πεθάνει». Μπήκα μέσα και ο άνθρωπος ήταν τελείως αλλαγμένος ―νέος και χαρούμενος πάλι― και δεν ξαναείδα ποτέ αυτή την έκφραση στενοχώριας στο πρόσωπό του. Ξέρω όμως ότι αυτήν φοράει όταν είναι μόνος. Ποτέ δεν δείχνει σε μένα το αληθινό πρόσωπό του· φοράει την χαρούμενη μάσκα, όπως απαιτούν οι τύποι. Θυμάσαι εκείνο το απαίσιο Παριζιάνικο άγαλμα, ένα άγαλμα που ξεχνάω το όνομά του, ίσως το όνομα να είναι Κοινωνία. Μια πανέμορφη πέτρινη λευκή γυναίκα σκύβει πάνω σου χαμογελώντας. Το χαμόγελό της είναι κάτι μαγικό. Αφού την κοιτάξεις καταπρόσωπο και την θαυμάσεις, γυρίζεις γύρω της, για να δεις όλη την δουλειά του καλλιτέχνη. Και τότε ― οποία έκπληξη! Το πρόσωπο που κοιτούσες αποδεικνύεται ότι δεν ήταν πρόσωπο· ήταν μια Μάσκα· βλέπεις τώρα το αληθινό κεφάλι ριγμένο πίσω παραμορφωμένο από ανείπωτο πόνο. Νομίζω ότι θα μπορούσε να γίνει και ένα παρόμοιο άγαλμα για την Ανατολή. Η Ανατολή αυτή δεν γνωρίζει τους βαθύτερους πόνους μας, ούτε μπορεί ποτέ να υψωθεί ως τις μεγαλύτερες χαρές μας· έχει όμως τους δικούς της πόνους. Η ζωή της δεν είναι τόσο φωτεινή όσο ίσως να την θεωρεί κάποιος, κρίνοντας από αυτή την ευχάριστη όψη. Κάτω από το χαμόγελο των εκατομμυρίων της που μοχθούν, υπάρχει πόνος τον οποίο αποδέχονται με γενναιότητα και υπομένουν με ανιδιοτέλεια· και κάποια χαμηλότερη διανοητική εμβέλεια αντισταθμίζεται από μια παιδιάστικη ευαισθησία που κάνει τον πόνο να ισορροπεί δίκαια μέσα στην αιώνια τάξη των πραγμάτων.
Γι' αυτό, αγαπάω τους ανθρώπους πάρα πολύ, και πιο πολύ όσο περισσότερο τους γνωρίζω. Αντίθετα, απεχθάνομαι με βδελυγμία τον απόλυτο εγωϊσμό, την αδιάφορη ματαιοδοξία, τον ρηχό, χυδαίο σκεπτικισμό της Νέας Ιαπωνίας, της Νέας Ιαπωνίας που διατυμπανίζει βλακωδώς την περιφρόνησή της προς την περίοδο Tenpo και γελοιοποιεί αυτούς τους αξιαγάπητους γέρους της προ-Meiji6 εποχής, και δεν χαμογελάει ποτέ, γιατί η καρδιά της είναι τόσο άδεια και παγωμένη σαν ξεραμένο λεμόνι.

Και με αυτά, σου λέω καληνύχτα.

Ειλικρινά δικός σου

ΛΕΥΚΑΔΙΟΣ ΧΕΡΝ


1. Τα νησιά Οκι βρίσκονται στην Ιαπωνική θάλασσα, στα βόρεια της Ιαπωνίας.
2. Oni και Tengu είναι στην Ιαπωνική παράδοση κακοί δαίμονες και θεότητες. 
3. Ohokumi-nushi-no-kami είναι, στη θρησκεία Σίντο, θεότητα αφθονίας, τύχης, υγείας και καλών γάμων. Αναφέρεται σε πολλές από τις ιστορίες του Χερν.
4. Mionoseki ή Mihonoseki είναι ιστορική πόλη και λιμάνι στην Ιαπωνική Θάλασσα στη Νότια Ιαπωνία. Διηγήματα του Χερν διαδραματίζονται στην πόλη αυτή.
5. Το shoji είναι ένα είδος παραβάν που χωρίζει τα δωμάτια στα γιαπωνέζικα σπίτια.
6. Η περίοδος Tenpo ήταν μεταξύ 1830-1844. Η περίοδος Meiji από 1868 έως 1912, ήταν περίοδος πολύ μεγάλων αλλαγών στην Ιαπωνία, όταν από μια φεουδαρχική κοινωνία εξελίχτηκε σε σύγχρονο βιομηχανικό, εθνικό κράτος.



    Κούκλα Ohokumi-nushi-no-kami
    Κούκλα Ohokumi-nushi-no-kami



    Ο Πάτρικ Λευκάδιος Χερν (Patrick Lafcadio Hearn, 1850-1904), γεννήθηκε στη Λευκάδα από πατέρα Αγγλο-Ιρλανδό, τον Charles Hearn, αξιωματικό του Βρετανικού Στρατού (τα Επτάνησα ήταν τότε υπό Βρετανική κατοχή) και μητέρα Ελληνίδα, την Ρόζα Κασιμάτη, με καταγωγή από τα Κύθηρα. Λίγο μετά την γέννησή του, ο πατέρας του μετατέθηκε και η μητέρα του με τα παιδιά πήγαν στο Δουβλίνο, όπου ζούσε η οικογένεια του πατέρα. Η Ρόζα δεν μπόρεσε να προσαρμοστεί στην ζωή εκεί και επέστρεψε στα Κύθηρα γύρω στο 1856. Ο Λευκάδιος δεν ξαναείδε ποτέ την μητέρα του και η θεία του Σάρα ανέλαβε την κηδεμονία του. Φοίτησε σε διάφορα καθολικά σχολεία, ενώ σε ηλικία 16 ετών έχασε την όραση από το αριστερό του μάτι λόγω κάποιου ατυχήματος στο σχολείο. Το 1867, έφυγε για το Σινσινάτι στις ΗΠΑ, με εισιτήριο απλής μετάβασης. Έζησε σε ανέχεια και ξεκίνησε να δουλεύει σαν δημοσιογράφος, επιλέγοντας να χρησιμοποιεί αποκλειστικά το Λαφκάντιο ως μικρό όνομα. Το 1877 εγκαταστάθηκε στη Νέα Ορλεάνη, δουλεύοντας σαν δημοσιογράφος, γράφοντας, αλλά και μεταφράζοντας Γάλλους συγγραφείς. Το 1887 πήγε στην Μαρτινίκα όπου έζησε δύο χρόνια και το 1890 έφυγε για την Ιαπωνία ως ανταποκριτής εφημερίδας. Εκεί συνδέθηκε φιλικά με τον Μπάζιλ Τσάμπερλεν, ο οποίος τον βοήθησε να προσληφθεί ως καθηγητής αγγλικής σε σχολείο στην πόλη Ματσούε (δυτική Ιαπωνία). Τότε γνώρισε και παντρεύτηκε την Κοϊζούμι Σέτσουκο (Koizumi Setsuko) με την οποία απέκτησε τέσσερα παιδιά.
    Όταν έστειλε την επιστολή αυτή ζούσε στην πόλη Κουμαμότο και ήταν καθηγητής σε σχολείο. Από εκεί έφυγε το 1896, όταν, πάλι με την βοήθεια του Τσάμπερλεν, διορίστηκε καθηγητής αγγλικής στο Πανεπιστήμιο του Τόκιο. Την ίδια χρονιά πολιτογραφήθηκε Ιάπωνας, με το όνομα Κοϊζούμι Γιάκουμο (Koizumi Yakumo). Πέθανε στο Τόκιο.

    Ο Basil Hall Chamberlain

    Ο Μπάζιλ Τσάμπερλεν (Basil Hall Chamberlain, 1850-1935) ήταν ένας από τους σπουδαιότερους μελετητές του Ιαπωνικού πολιτισμού. Υπήρξε καθηγητής στο Αυτοκρατορικό Πανεπιστήμιο του Τόκιο και συγγραφέας πολλών βιβλίων στα αγγλικά γύρω από την Ιαπωνία και τον πολιτισμό της. Έζησε στην Ιαπωνία από το 1873 έως το 1911, οπότε επέστρεψε στην Ευρώπη και εγκαταστάθηκε στη Γενεύη, όπου και πέθανε.

    ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
     

    αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: