Μικρή κλίμακα: Γιώργος Θάνος, Ηλέκτρα Λαζάρ, Στέφανος Ρέγκας, Ευγένιος Τριβιζάς

H στή­λη αυ­τή προ­τεί­νει κά­θε μή­να σε τρεις-τέσ­σε­ρις συγ­γρα­φείς μια φρά­ση που θα απο­τε­λεί τον τί­τλο ή θα εμπε­ριέ­χε­ται σε ένα αδη­μο­σί­ευ­το πε­ζό κεί­με­νό τους (έως 250 λέ­ξεις, κα­μιά φο­ρά υπάρ­χουν και εξαι­ρέ­σεις). Ενί­ο­τε δί­νε­ται και μη ρη­μα­τι­κή ιδέα συγ­γρα­φής, μια μου­σι­κή ή μια φω­το­γρα­φία. Στό­χος της στή­λης εί­ναι αφε­νός να δη­μιουρ­γη­θεί μια δε­ξα­με­νή συλ­λο­γής πρω­το­γε­νούς υλι­κού και αφε­τέ­ρου μια εν προ­ό­δω χαρ­το­γρά­φη­ση της ελ­λη­νι­κής πε­ρί­πτω­σης στο το­πίο της σύγ­χρο­νης ελ­λη­νι­κής μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας.

Στους τέσ­σε­ρις συγ­γρα­φείς αυ­τού του τεύ­χους έχει δο­θεί η φρά­ση: «ζωή: οδη­γί­ες χρή­σης».


Μικρή κλίμακα: Γιώργος Θάνος, Ηλέκτρα Λαζάρ, Στέφανος Ρέγκας, Ευγένιος Τριβιζάς

330 χι­λιό­με­τρα

Ξημέ­ρω­νε Τε­τάρ­τη όταν έφυ­γε η κυ­ρία Ζωή — ανεύ­ρυ­σμα, μια κι έξω, στα εξη­ντα­πέ­ντε. Ο Σπύ­ρος έφτα­σε στα Τρί­κα­λα Τε­τάρ­τη με­ση­μέ­ρι· οδή­γη­σε 330 χι­λιό­με­τρα άυ­πνος και μ’ ό,τι τρα­γού­δια εί­χε ένα στι­κά­κι ξε­χα­σμέ­νο στο ντου­λά­πι. Του 'χα­νε πει —ψέ­μα­τα— πως θα προ­λά­βαι­νε τη θεία του ζω­ντα­νή. Πά­νω στη φού­ρια δεν πή­ρε μα­ζί του ού­τε κι­νη­τό, ού­τε ρού­χα· μέ­χρι το βρά­δυ της Πα­ρα­σκευ­ής την έβγα­λε μ' ό,τι φο­ρού­σε και με εσώ­ρου­χα δα­νει­κά, απ’ τον πα­τέ­ρα του.
Δεν το 'χε χω­νέ­ψει, ακό­μα κι όταν γύ­ρι­σε στο Πα­γκρά­τι. Μπή­κε σπί­τι, έβα­λε το κι­νη­τό του να φορ­τί­σει, ζέ­στα­νε την πί­τα για να φά­ει· έπλυ­νε τα πιά­τα, συμ­μά­ζε­ψε, μού­λια­σε στη μπα­νιέ­ρα χω­ρίς να νιώ­θει την απου­σία της θεί­ας Ζω­ής, που την έβλε­πε άλ­λω­στε δυο-τρεις φο­ρές το χρό­νο πια.
Ανοί­γο­ντας το τη­λέ­φω­νο, έπε­σαν βρο­χή οι ει­δο­ποι­ή­σεις τριών ημε­ρών: «Να ζή­σεις να τη θυ­μά­σαι», «Πά­ρε με όταν γυ­ρί­σεις», «Σπύ­ρο, δεν απα­ντάς, όλα κα­λά;» μέ­χρι που το μά­τι του έπε­σε στο φά­κε­λο με τα emails της, τα­κτο­ποι­η­μέ­να και πε­ρι­ποι­η­μέ­να, όλα με το όνο­μά της πρώ­τα και το θέ­μα αμέ­σως με­τά, «Ζωή: συ­ντα­γή γιου­βαρ­λά­κια», «Ζωή: φω­το­γρα­φί­ες γά­μος Ελέ­νης», «Ζωή: αναγ­γε­λία ΑΣΕΠ», όσα συ­ζη­τού­σαν —από από­στα­ση— θεία και ανι­ψιός. Κα­θώς σκρό­λα­ρε βούρ­κω­νε, και όσο θό­λω­νε το βλέμ­μα του ήρ­θε πε­τώ­ντας το τε­λευ­ταίο φα­κε­λά­κι και κά­θι­σε πά­νω πά­νω στο σω­ρό: Τε­τάρ­τη, 3 Δεκ, 01:42, θέ­μα «Ζωή: οδη­γί­ες χρή­σης»· η υπεν­θύ­μι­σή της για το PDF που του ’χε ζη­τή­σει να της βρει για το πλυ­ντή­ριο πιά­των.

Γιώρ­γος Θά­νος


Άνω Κά­τω

Θα ‘ταν Γε­νά­ρης, αν θυ­μά­μαι κα­λά, που πλη­σί­α­σα για πρώ­τη φο­ρά στη ζωή μου τα προ­ά­στια, κλεί­νο­ντας έτσι μια για πά­ντα την πόρ­τα στην πό­λη. Τό­τε, ήταν δύ­σκο­λη πε­ρί­ο­δος κι η πό­λη ακό­μη πιο δύ­σκο­λη κι αν ήθε­λες να γρά­ψεις κά­τι, κα­λά θυ­μά­μαι, έγρα­φες μό­νο ακρω­τη­ρια­σμέ­να κεί­με­να θο­ρύ­βου κι ανη­μπο­ριάς. Με τον Γε­νά­ρη ήρ­θε κι ένας βα­ρύς χει­μώ­νας που έφε­ρε στο τζά­μι μου μία ολο­κά­θα­ρη κίσ­σα και πιο κα­θα­ρό πτη­νό δεν εί­χα ξα­να­δεί στη ζωή μου· ξε­πρό­βαι­νε από τη με­γά­λη βε­λα­νι­διά στην άκρη του δρό­μου και μου άφη­νε, κα­λά θυ­μά­μαι, μι­κρά χαρ­τά­κια σκι­σμέ­να που τα έχω­νε στις γω­νιές του πα­ρα­θύ­ρου σαν να ‘θε­λε να με σκε­πά­σει. Στί­χοι πε­τσο­κομ­μέ­νοι που μά­ζευε με το ράμ­φος της η γει­τό­νισ­σα, όπως «ζωή: οδη­γί­ες χρή­σης» εκεί­νης της Τε­τάρ­της, «την τρε­λή: την έχου­νε ξε­χά­σει» τ’ αγί­ου Αθα­να­σί­ου, «γύ­ναια: τα ψευ­το­προ­βλή­μα­τά τους» κι όλα, κα­λά θυ­μά­μαι, κά­θε πρωί με την ίδια ακρι­βώς σει­ρά: από κά­που — από τη βε­λα­νι­διά — από το ράμ­φος — από το τζά­μι. Μό­νο που οι άνω κά­τω τε­λεί­ες άρ­χι­σαν να μυ­ρί­ζουν ψυ­χια­τρείο- εκεί­νο στην άκρη της πό­λης κι εγώ η μο­να­δι­κή ανα­γνώ­στρια που πε­ρί­με­νε την κίσ­σα να τη δει να ξε­προ­βάλ­λει από τη βε­λα­νι­διά με την κραυ­γή της ημέ­ρας με τις άνω κά­τω τε­λεί­ες της που έμοια­ζαν με δυο μά­τια αβλέ­φα­ρα, κα­μέ­να που οδη­γούν το χέ­ρι που τα γρά­φει. Μέ­χρι που κά­ποια μέ­ρα, τ’ άγιου Ισί­δω­ρου, αν θυ­μά­μαι κα­λά, η με­γά­λη βε­λα­νι­διά πε­τσο­κό­πη­κε για λό­γους καλ­λω­πι­στι­κούς από τον δή­μο και κα­θό­λου δεν θυ­μά­μαι ποιος κό­πη­κε πρώ­τος: το δέ­ντρο: η κίσ­σα, το ψυ­χια­τρείο: εγώ.

Ηλέ­κτρα Λα­ζάρ


Το μή­νυ­μα που έστει­λα στον φί­λο μου όταν συ­νει­δη­το­ποί­η­σα πιο ξε­κά­θα­ρα την αλ­γει­νή κα­τά­στα­ση στην οποία εί­χα πε­ρι­πέ­σει

Ξέρεις πό­σο δύ­σκο­λα εκ­μυ­στη­ρεύ­ο­μαι. Σε ενη­με­ρώ­νω πως έχω πα­γι­δευ­τεί στον κό­σμο του. Ήλ­πι­ζα πως εσύ θα με απε­λευ­θέ­ρω­νες, αλ­λά ο κό­σμος του εί­ναι κρυ­στάλ­λι­νος σαν υπέ­ρο­χος και δυ­να­τό­τε­ρος από τον δι­κό μου κό­σμο. Άκου: όταν ανέ­βεις, πρέ­πει να μπεις στο δεύ­τε­ρο δω­μά­τιο. Ένα φως θα ανά­ψει αυ­τό­μα­τα. Βρες τα κλει­διά μέ­σα στη θυ­ρί­δα. Αν η θυ­ρί­δα δεν ανοί­γει, θα χρεια­στεί να τη σπά­σεις. Μη χρη­σι­μο­ποι­ή­σεις όπλο, υπάρ­χει κίν­δυ­νος. Πρέ­πει οπωσ­δή­πο­τε να βρεις τα κλει­διά, και για να τα βρεις, πρέ­πει να ανοί­γεις τους εχθρούς σου στα δύο μέ­χρι ένας τους να πε­τά­ξει ένα ση­μεί­ω­μα που θα γρά­φει ΖΩΗ: ΟΔΗ­ΓΙΕΣ ΧΡΗ­ΣΗΣ και μια διεύ­θυν­ση. Θα απο­μνη­μο­νεύ­σεις τη διεύ­θυν­ση και θα το κα­τα­πιείς. Στη διεύ­θυν­ση θα βρεις τη γυ­ναί­κα του τύ­που που πέ­τα­ξε το ση­μεί­ω­μα. Θα της πεις εί­σαι φί­λος του απ’ το ερ­γο­στά­σιο και χρειά­ζε­σαι τα κλει­διά του αυ­το­κι­νή­του για να με­τα­φέ­ρεις πριό­νια (πρέ­πει να τα πεις ακρι­βώς όπως σ’ τα λέω). Αν σε ρω­τή­σει πού εί­ναι ο άντρας της, πες της πως πά­λι μπερ­μπα­ντεύ­ει και τι κα­τά­στα­ση εί­ν’ αυ­τή. Ντρο­πια­σμέ­νη, θα σου δώ­σει τα κλει­διά και ίσως σου κά­νει λί­γο τα γλυ­κά μά­τια. ΜΗΝ ΕΝ­ΔΩ­ΣΕΙΣ! Εί­ναι πο­λύ ση­μα­ντι­κό αυ­τό, μην εν­δώ­σεις για­τί στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα δεν εί­ναι η γυ­ναί­κα του εχθρού, μα ένα ρο­μπότ σταλ­μέ­νο από το μέλ­λον για να δώ­σει ένα τέ­λος στην πα­γκό­σμια ενερ­γεια­κή κρί­ση. Αν λοι­πόν κά­θε­ται σε μια πα­ρά­γκα στην Κα­μπούλ να το γα­μάς εσύ, πώς θα τη γλι­τώ­σου­με;

Στέ­φα­νος Ρέ­γκας


Ζω­ή: Οδη­γι­́ες χρη­́σης για γη­́­ινους τα­ξι­διω­́τες στις εσχα­τιές του δια­στή­μα­τος

Οδη­γι­́ες επι­βι­́­ωσης στον Πλα­νη­́τη των Γι­γα­́ντιων Σαρ­κο­βο­́ρων Δει­νο­́σα­υρων

Α) Μην τους προ­κα­λει­́τε με άσ­εμνες χει­ρο­νο­μι­́ες.
Β) Μην επι­χει­ρει­́τε να τους βα­́λ­ετε τρι­κλο­πο­διά. Δεν πε­́φτουν ευ­́κ­ολα.

Γε­νι­κά συ­νι­στά­ται δια­κρι­τι­κός τρο­́πος ζω­ής, κα­τά προ­τι­́μ­ηση σε σπη­λιά, χω­ρίς πολ­λές και συ­χνές εξο­́δους.

Οδη­γι­́ες επι­βι­́­ωσης στον Πλα­νη­́τη των Γι­γα­́ντιων Χορ­το­φα­́γων Δει­νο­́σα­υρων

Α) Μην τους προ­σφε­́ρ­ετε αν­θο­δε­́σμες για να τους κα­λο­πια­́σ­ετε. Το πι­θα­νο­́τ­ερο ει­́ναι να φα­́νε το χε­́ρι σας μα­ζί με την αν­θο­δε­́σμη.
Β) Μην κρυ­βο­́σ­αστε σε λό­χμες με πυ­κνές δρο­σε­ρές φυλ­λω­σιές. Μπο­ρεί να σας κα­τα­βρο­χθι­́σουν κα­τά λα­́θος.

Γε­νι­κά συ­νι­στά­ται λι­τός τρο­́πος ζω­ής, κα­τά προ­τι­́μ­ηση σε άδε­νδρες ερη­́μους με άφθ­ονες ακρι­́δες για τη δια­τρο­φή σας, μα­κριά από ευ­́φ­ορα λι­βα­́δια και δα­σω­́δεις πε­ριο­χές.

Οδη­γι­́ες επι­βι­́­ωσης σε μαυ­́ρες τρυ­́πες του δια­στη­́μ­ατος

Α) Μη σπα­τα­λα­́τε χω­ρίς σο­βα­ρό λο­́γο τα σπί­ρτα σας.
Β) Να ει­́σθε προ­νοη­τι­κοί. Πε­ρι­λαμ­βα­́ν­ετε πα­́ντα στις απο­σκευ­ές σας ένα κλου­βα­́κι με ει­δι­κά εκ­παι­δευ­με­́νο τρυ­πο­κα­́ρ­υδο.

Γε­νι­κά προ­σπα­θη­́στε να προ­σαρ­μο­στει­́τε σε μια ζω­ή χω­ρίς θε­α­́μ­ατα. Μην απο­γοη­τευ­́­εσθε όμως. Μπο­ρει­́τε κά­λλ­ιστα να ανα­πλη­ρω­́σ­ετε τα θε­α­́μ­ατα με προ­σω­πι­κά σας ορα­́μ­ατα.

Ευ­γε­́νιος Τρι­βι­ζάς

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: