Μικρή κλίμακα: Λένα Βελόγλου, Γιάννα Μπούκοβα, Γιώτα Τεμπρίδου, Χρήστος Τσιάμης

H στήλη αυτή προτείνει κάθε μήνα σε τρεις-τέσσερις συγγραφείς μια φράση που θα αποτελεί τον τίτλο ή θα εμπεριέχεται σε ένα αδημοσίευτο πεζό κείμενό τους (έως 250 λέξεις). Ενίοτε δίνεται και μη ρηματική ιδέα συγγραφής, μια μουσική ή μια φωτογραφία. Στόχος της στήλης είναι αφενός να δημιουργηθεί μια δεξαμενή συλλογής πρωτογενούς υλικού και αφετέρου μια εν προόδω χαρτογράφηση της ελληνικής περίπτωσης στο τοπίο της σύγχρονης ελληνικής μικρομυθοπλασίας.

————————  ≈ ————————
Στους τέσσερις συγγραφείς αυτού του τεύχους έχει δοθεί η ερώτηση:
«Τι φοβάσαι, μαμά;»
————————  ≈ ————————

Τι φοβάσαι, μαμά;

Με νευριάζει η μάνα μου, είναι τόσο ξεροκέφαλη. Είναι περήφανη αλλά πιο πολύ είναι ξεροκέφαλη κι αγύριστο κεφάλι. Δεν φοράει ποτέ το άνορακ που της πήραμε τα Χριστούγεννα. Εκατόν ογδόντα δολάρια έκανε με την έκπτωση. Έχει μια ζακέτα από τη Θεσσαλονίκη, αθάνατη. Δεκαεννιά χρόνια στην Αμερική, αυτή φοράει. Μπεζ πλεκτή με κουμπάκια μέχρι πάνω.

— Βάλε ένα χρώμα να σε ζωντανεύει, στην Αμερική είσαι, της λέω, κοίταξε όλες πώς ντύνονται.

Τότε νευριάζει κι αρχίζει να λέει, για τα δολάρια τους, τα ρούχα τους, τα άνοστα φαγητά τους και τον καφέ τους που είναι νερόβραστος. Εκείνη πίνει μόνο ελληνικό και γυρίζει το φλιτζάνι. Το κάνει δυο τρεις στροφές και το αφήνει στο πιατάκι να στεγνώσει. Μετά το κοιτάζει και πάντα βλέπει δρόμο, μακρύ και ανοιχτό. Πίνουμε καφέ μαζί κάθε απόγευμα. Τώρα που είναι καλός ο καιρός καθόμαστε στην αυλή δίπλα στις ορτανσίες. Το μόνο που παραδέχεται εδώ είναι οι ορτανσίες, πόσο μεγάλες γίνονται. Μου αρέσει αυτή η ώρα που καθόμαστε έξω και γειτονεύουμε. Μου θυμίζει το χωριό. Αν και τη ζωή μου εδώ δεν την αλλάζω με τίποτα. Έχω μεγάλο σπίτι, αυτοκίνητο και τα παιδιά μου φοράνε στολή στο σχολείο.
Εκείνη δεκαεννιά χρόνια κλείνει σε κούτες ότι αγοράζει και το έχει έτοιμο για αναχώρηση. Σερβίτσια, κρύσταλλα, τραπεζομάντιλα.

— Άνοιξέ τα να τα χαρείς και όταν πας πίσω τα ξαναμαζεύεις της λέω, τι φοβάσαι, μη λιώσουν;

— Τι μη λιώσουν καλέ, μη συνηθίσουν, φοβάμαι και τακτοποιηθούν και δεν το κουνάνε μετά ρούπι, μου λέει.

Λένα Βελόγλου


Μηχανή

Τι φοβάσαι, μαμά; Η μουσική είναι τέλεια. Η μηχανή – μεγάλου κυβισμού. Η διακεκομμένη γραμμή στην μέση του δρόμου ενώνεται. Ο αέρας με τυλίγει σαν σκληρό πουκάμισο. Όπως λέει εκείνος ο γάλλος φιλόσοφος: «Όταν μας στερείται ο χρόνος, το μόνο που μένει είναι ταχύτητα.» Θα το ξαναπαίξουν και στο επόμενο διάλειμμα. Δεν θα χάσεις καμιά λεπτομέρεια. Η μηχανή σχεδόν ακουμπάει το έδαφος στις στροφές. Τέλειο το φως. Όπως λέει πάλι εκείνος ο φιλόσοφος: «Στην ταχύτητα κάθε καμπή τείνει να γίνει ευθεία.» Και μετά, πολύ μετά, υπάρχει ο προορισμός. Ο κήπος (πάντα κήπος) με το σπίτι μέσα. Η μουσική δυναμώνει. (Αυτοί που τα φτιάχνουν αυτά ξέρουν καλά τη δουλειά τους.) Η γυναίκα με τα ζωηρά μαλλιά και τα δύο παιδάκια που ορμάνε να με προϋπαντήσουν. Επειδή έχω φθάσει. Και μόνο όταν βγάζω το κράνος μου, καταλαβαίνεις πόσο πολύ μοιάζω με μένα, πόσο πολύ ο εαυτός μου είμαι πια. Σαν να είναι ένα κρυφό μήνυμα ειδικά για σένα. Σε κάθε διάλειμμα. Ότι έχω φθάσει. Η εικόνα παγώνει όπως συμβαίνει στην χαρά. Αυτοί που τα φτιάχνουν αυτά ξέρουν τι κάνουν. Πολλή τηλεόραση βλέπεις, μαμά. Για αυτό φοβάσαι.

Γιάννα Μπούκοβα

Το βούτημα

Της Βίκυς & της Νίκης

Καιρό αρκετό μετά την παρηγοριά, ξαναφτιάχνω γαλλικό δυνατό και πικρό. Αν είσαι μόνη και ετοιμάσεις καφέ για μία, λογικά θα τον πιεις μόνη. Εκτός αν σου χτυπήσουνε την ώρα του καφέ, ανοίξεις και πεις να μοιραστείς τη μια σου κούπα· αν ψάξεις τηλεφωνική παρέα, κάτι που ποτέ δεν κάνεις· αν έρθει φίλη εξ ουρανού, αν υποθέσουμε πως συμβαίνουν και αυτά· ή αν εμφανιστεί μορφή μέσα απ’ τον καφέ σου, πράγμα που, το πιστεύεις ή όχι, γίνεται: Καιρό αρκετό μετά την παρηγοριά, βλέπω τη μάνα μου μες στο φλιτζάνι μου. Μια άλλη φορά που βρήκα μια μύγα στον καφέ μου βούτηξα το δάχτυλο μέσα, στον πάτο το έφτασα, και άρχισα να το γυρνάω γύρω γύρω σαν αναδευτήρι. Η μύγα είχε παρασυρθεί απ’ τη δίνη και τη φανταζόμουν ζωντανή να κόβει κύκλους πετώντας κοντά στην επιφάνεια του καφέ μου. Η μάνα μου δε θυμίζει σε τίποτα μύγα. Και αν πέταξα τότε τη μύγα και ήπια τον καφέ, χύνω τώρα τον καφέ και πίνω το φλιτζάνι. Θριαμβεύτρια σηκώνω το κεφάλι: Εμένα δε με σκιάζει φοβέρα καμιά. Εσύ τι φοβάσαι, μαμά; Το πουθενά;

Γιώτα Τεμπρίδου

Η Περσεφόνη στα βαθιά νερά

Νεαρή και λυγερή στην εφηβεία της επάνω. Στην παραλία, με τους αραιούς κολυμβητές. Καθώς μπαίνει σιγά σιγά στα άγνωστα νερά, γυρνάει και ρίχνει μια ματιά προς τα εκεί όπου πιάνει τα μάτια τα γεμάτα ανησυχία.
«Τι φοβάσαι, μαμά;» της στέλνει με τον αέρα που φυσάει κατά εκείνη τη μεριά. Ένα γρήγορο, απότομο μήνυμα. «Ξέρω πού πατάω. Δεν φαίνονται απότομα εδώ τα νερά». Κάνει ένα δυο βήματα ακόμα, διστακτικά, καθώς το κρύο το νερό ανεβαίνει στους μηρούς με τα πλατς και πλουτς του κύματος.
Και μέσα από το ύφασμα το λευκό, κολλητό τώρα στο λείο δέρμα, των γλουτών οι καμπύλες μορφές προβάλλουν σαν πίσω από το πανί ενός θεάτρου σκιών.
Γυρίζει το κεφάλι της ακόμα μια φορά και ταπεινά της λέει.

«Μαμά, έκανα λάθος, ετούτο που φοράω δεν είναι το μαγιό...»

Βγαίνει έξω στάζοντας νερό, τυλίγεται με μια μωβ πετσέτα, και κάθεται στην άμμο, ενώ, δίπλα της, ανάβει τσιγάρο η μαμά.

Χρήστος Τσιάμης

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: