Μπολιβάρ, είσαι ωραίος σαν Έλληνας

Με τον πα­σί­γνω­στο στί­χο του Νί­κου Εγ­γο­νό­που­λου (Μπο­λι­βάρ, εκδ. Ίκα­ρος) κα­λω­σο­ρί­ζου­με στις σε­λί­δες αυ­τές ποι­η­τές της Λα­τι­νι­κής Αμε­ρι­κής που χρη­σι­μο­ποιούν στην ποί­η­σή τους ελ­λη­νι­κά θέ­μα­τα και τους πα­ρου­σιά­ζου­με με ένα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό ποί­η­μά τους και το βιο­γρα­φι­κό τους, αλ­λά και μ’ ένα κεί­με­νο που μας στέλ­νουν για τη σχέ­ση τους με την Ελ­λά­δα.  Για­τί σκε­φτή­κα­με αυ­τή την ιδέα; Για­τί οι χώ­ρες της Λα­τι­νι­κής Αμε­ρι­κής, αποι­κί­ες της Ισπα­νί­ας, εμ­ψυ­χώ­θη­καν από την Ελ­λη­νι­κή Επα­νά­στα­ση του 1821 και αγω­νί­στη­καν για την Ανε­ξαρ­τη­σία τους με πρω­τερ­γά­τη τον Ελευ­θε­ρω­τή Σι­μόν Μπο­λί­βαρ. Επι­πλέ­ον, ήταν από τις πρώ­τες χώ­ρες που ανα­γνώ­ρι­σαν την Ελ­λά­δα ως ανε­ξάρ­τη­το κρά­τος.
Έτσι, λοι­πόν, με κα­ρυο­φύλ­λι την πέ­να του ο κα­θέ­νας και με λά­βα­ρο την ποί­η­ση, συ­να­ντιό­μα­στε εδώ για να γιορ­τά­σου­με τα δια­κό­σια χρό­νια από τη φλό­γα που μας ένω­σε.

ΧΙΛΗ


O Αντρές Μο­ρά­λες [Andrés Morales] (Σα­ντιά­γο Χι­λής 1962), κα­θη­γη­τής Ισπα­νι­κής Λο­γο­τε­χνί­ας στο Πα­νε­πι­στή­μιο Χι­λής και αντι­πρό­ε­δρος της Ισπα­νο­α­με­ρι­κα­νι­κής Ακα­δη­μί­ας Κα­λών Γραμ­μά­των που εδρεύ­ει στη Μα­δρί­τη. Έχει εκ­δώ­σει εί­κο­σι οκτώ βι­βλία ποί­η­σης και δο­κί­μια για την ισπα­νι­κή, ισπα­νο­α­με­ρι­κα­νι­κή και ευ­ρω­παϊ­κή ποί­η­ση. Βι­βλία του έχουν με­τα­φρα­στεί σε δε­κα­τρείς γλώσ­σες, ενώ ποι­ή­μα­τά του έχουν συ­μπε­ρι­λη­φθεί σε εξή­ντα αν­θο­λο­γί­ες στη Χι­λή και στο εξω­τε­ρι­κό. Για το έρ­γο του έχει απο­σπά­σει τι­μη­τι­κές δια­κρί­σεις και πολ­λά βρα­βεία.

Μπολιβάρ, είσαι ωραίος σαν Έλληνας


Χρη­σμός

Στον Γκον­σά­λο Ρό­χας

– Δεν υπάρ­χει φω­τει­νό­τε­ρη τύ­χη από την ίρι­δα του μα­τιού μου,
ρω­τή­στε τα παι­διά που κλαί­νε χώ­μα,
στα­θεί­τε στη θά­λασ­σα ν’ ανα­πνεύ­σε­τε το πέ­ταγ­μά της
όταν ο ήλιος γί­νε­ται διά­φα­νος κι ανα­στε­νά­ζει και δε φαί­νε­ται.

Η μά­ντισ­σα κλεί­νει τα μά­τια και χτυ­πά­νε
τα δό­ντια και η γλώσ­σα της, κα­κό­κε­φη, στε­γνή.

– Ο τρο­χός γυ­ρί­ζει πά­ντα στο κέ­ντρο τ’ ου­ρα­νού της
κι όλα στα­μα­τά­νε και μι­λούν και πα­ρα­μέ­νουν.

– Γυ­μνή στο δώ­μα θα υφαί­νει πά­ντα,
ίσως πο­τέ να μη γυ­ρί­σει ο ερα­στής της απ’ τον πό­λε­μο
και τα χρό­νια θα χο­ρεύ­ουν και χω­ρίς ν’ ανα­γνω­ρί­ζει
τα κομ­μά­τια από μέ­ταλ­λο, την κιο­νο­στοι­χία, τη θά­λασ­σα.

– Έπει­τα βλέ­πω σιω­πή και μια ανε­λέ­η­τη κραυ­γή.
Το αί­μα ανα­κά­λυ­ψε το κε­νό του βά­ρος.
Πιο κει μια πυρ­κα­γιά και το άλο­γο ύπα­τος
και μάρ­τυ­ρες που απο­πνέ­ουν πα­ρορ­μη­τι­κή δό­ξα.
…Εί­ναι σύν­νε­φα στα φρύ­δια μου και ψά­ρια,
εί­ναι πλα­νή­τες…
Βλέ­πω το χνά­ρι να χά­νει το σχή­μα του και να πέ­φτει.
Το φεγ­γά­ρι πλη­σιά­ζει, ο άγ­γε­λος πλη­σιά­ζει.
Δύο χι­λιά­δες κα­μπά­νες πλη­γώ­νουν, καρ­φώ­νο­νται στην ακοή μου
κι η Ιε­ρι­χώ πα­ρα­δί­νε­ται κι ο αε­τός ψο­φά
ενώ ο ταύ­ρος τρέ­χει πί­σω απ’ τα λιο­ντά­ρια.

Προ­τε­λευ­ταί­ες ει­δή­σεις, οι αγ­γε­λιο­φό­ροι τρέ­χουν:
Έπε­σε η Ρώ­μη, η Τσε­νο­τστι­τλάν, το Κού­σκο.

– Το κλά­μα πά­λι δια­τρέ­χει τα δα­χτυ­λί­δια μου.

– Η αστυ­νο­μία καρ­τε­ρεί πί­σω απ’ τα τεί­χη,
δεν υπάρ­χει δια­φυ­γή, με σέρ­νουν με θειά­φι,
με κα­τα­να­γκά­ζουν, με κα­τα­δι­κά­ζουν, με φι­λούν στο πρό­σω­πο.

– Πάρ­τε τους κα­θρέ­φτες, δυ­να­μώ­στε τού­τη τη φω­τιά!

– Η πεί­να με συ­γκι­νεί κι αι­σθά­νο­μαι σαν να πε­τά­νε
τα κο­ρά­κια μες στο στό­μα μου, τρε­λα­μέ­να μου.

– Για­τί πο­τέ δεν αναγ­γέλ­λω ό,τι γρά­φε­ται χθες!

…Εί­ναι σύν­νε­φα στα χέ­ρια μου,
θυ­μά­μαι μό­νο τη θά­λασ­σα…


Ένας δελ­φι­κός χρη­σμός

Στον Χά­ρολδ Αλ­βα­ρά­δο Τε­νό­ριο

Ρω­τά ο ιε­ρέ­ας τη Σί­βυλ­λα κα­τ’ εντο­λή του Αλε­ξάν­δρου, του Μα­κε­δό­να:

– Θα ολο­κλη­ρώ­σω τον άθλο για την ει­ρή­νη εκεί­νων των βα­σι­λεί­ων και πό­λε­ων και για το πλού­σιο μέλ­λον που αυ­τές αξί­ζουν;

Απα­ντά ο ιε­ρέ­ας αφού άκου­σε πρώ­τα τις κραυ­γές, τις λα­ρυγ­γι­κές συλ­λα­βές και τον δια­κε­κομ­μέ­νο θρή­νο. Τα γέ­λια τρε­λά. Τα μά­τια γυ­ρι­σμέ­να:

– Το πλοίο που θα σε πά­ρει
δε θα ξα­να­γυ­ρί­σει.
Θα γί­νεις ένας νέ­ος Οδυσ­σέ­ας
χω­ρίς Ιθά­κη, χω­ρίς πα­τρί­δα:
με πλού­σια κλη­ρο­νο­μιά,
με πα­ρα­κα­τα­θή­κη σκο­τει­νή.

Το πλοίο που θα σε πά­ρει
θα προ­σα­ρά­ξει στην κορ­φή
κά­ποιου μα­κρι­νού Ολύ­μπου
Θε­ών που κα­τέ­χουν
τα κλει­διά για τις πύ­λες
όλων των πό­λε­ων.

Το πλοίο που θα σε πά­ρει
θα ’ναι το ίδιο το κορ­μί σου,
με χά­ρη, με θέρ­μη, από πυ­ρε­τούς
λιω­μέ­νο.



Σε­φέ­ρης

Στον Βί­κτορ Λό­μπος

Μια λέ­ξη
μό­νη
θ’ ανοί­ξει τον χώ­ρο
της θά­λασ­σας
ή των ου­ρα­νών:

Ύπνος.

Σαν κε­ραυ­νός που αιφ­νι­διά­ζει
και σαν με­γα­λειώ­δης βρο­ντή
που σκί­ζει τις κο­λά­σεις.

Σαν τη μυ­στι­κή φω­νή
του σκο­τει­νού ποι­ή­μα­τος
μό­νου,
που ζη­τια­νεύ­ει.

Σαν την κρύα επι­φά­νεια
νε­κρών πα­ρό­ντων σή­με­ρα
μες στη φευ­γά­τη μνή­μη,
μες στο ανή­συ­χο πα­ρελ­θόν.

Από τις λέ­ξεις
μία
και
ένας ποι­η­τής
αλη­θι­νός:

Ύπνος.

Έπει­τα πια μα­ντεύ­ει κα­νείς
τον θρή­νο των κυ­μά­των.



Ελ­λά­δα*

Στην Άν­τζε­λα Τζε­ντί­λε

Ένας σπα­σμέ­νος κί­ο­νας μπρος στο πε­τρώ­δες Αι­γαίο. Μια κο­λό­να που εί­ναι η σπον­δυ­λι­κή στή­λη της γλώσ­σας μου και όλων των άλ­λων γλωσ­σών. Μια αμυ­δρή ανά­μνη­ση που ανε­βαί­νει στα τεί­χη των Μυ­κη­νών ή η ανοι­ξιά­τι­κη ζέ­στη κοι­τά­ζο­ντας την καλ­ντέ­ρα της Θή­ρας.

Μια λέ­ξη, Ελ­λά­δα, που δια­τρέ­χει το αί­μα μου και αε­ρί­ζει την καρ­διά. Όχι μια χώ­ρα ού­τ’ ένα κρά­τος, μια πα­τρί­δα που πλη­γώ­νει και μια πα­τρί­δα που να­νου­ρί­ζει.

Ένας χώ­ρος στον χρό­νο, στον λό­γο, στο όνει­ρο.

Ένας τρό­πος ζω­ής, θα­νά­του και αιω­νιό­τη­τας.

*Ποί­η­μα σε πρό­ζα που ο Α.Μ. έγρα­ψε για την πα­ρού­σα πα­ρου­σί­α­ση.


Μπολιβάρ, είσαι ωραίος σαν Έλληνας

ΚΟΛΟΜΒΙΑ


Ο Κάρ­λος Βά­σκες-Ζα­βάν­τσκι [Carlos Vásques-Zawadzki] σπού­δα­σε Λο­γο­τε­χνία στα πα­νε­πι­στή­μια του Κά­λι, της Του­λού­ζης και του Μπορ­ντώ και εί­ναι ερευ­νη­τής, δη­μο­σιο­γρά­φος, εκ­δό­της, με­τα­φρα­στής, διευ­θυ­ντής της Σχο­λής Λο­γο­τε­χνι­κών Σπου­δών, κα­θη­γη­τής και Γε­νι­κός Γραμ­μα­τέ­ας στο Πα­νε­πι­στή­μιο Βά­γιε και πρό­ε­δρος του ΠΕΝ Συγ­γρα­φέ­ων της Κο­λομ­βί­ας. Συν­διευ­θύ­νει το Διε­θνές Φε­στι­βάλ του Κά­λι και την εφη­με­ρί­δα Ελ Που­έ­μπλο της ίδιας πό­λης, έχει εκ­δώ­σει πε­ριο­δι­κά και έχει προ­σκλη­θεί από πολ­λά πα­νε­πι­στή­μια του εξω­τε­ρι­κού. Έχει δη­μο­σιεύ­σει πολ­λές ποι­η­τι­κές συλ­λο­γές, δο­κί­μια, βιο­γρα­φί­ες, αφη­γή­μα­τα, δι­η­γή­μα­τα για νέ­ους. Έρ­γα του έχουν με­τα­φρα­στεί σε πολ­λές γλώσ­σες.


Γράμ­μα στον Τει­ρε­σία και το ρα­βδί του

Για τον Εδουάρδ Στρε­σί­νο, Δά­σκα­λο των δα­σκά­λων


«Αλ­λ’ όχι, μην πε­ρι­μέ­νεις από μέ­να ν’ απο­κα­λύ­ψω

τη δυ­στυ­χία μου — κα­λύ­τε­ρα να μην την πω: τη δι­κή σου
»

ΣΟ­ΦΟ­ΚΛΗΣ

«… πες μου, Τει­ρε­σία, ποιος θα χαι­ρό­ταν πε­ρισ­σό­τε­ρο
σε τού­τη τη δο­κι­μα­σία με το να εί­ναι στον άλ­λον ο μι­σός – κομ­μέ­νος

ΜΙ­ΡΙΑΜ ΜΟ­ΣΚΟ­ΝΑ


Φα­νε­ρώ­σεις του λό­γου σου στη σπεί­ρα των κα­τα­βο­λών μας:
«… εί­ναι τρο­με­ρό το να ξέ­ρεις, όταν δε σε ωφε­λεί σε τί­πο­τα
η γνώ­ση που κα­τέ­χεις». Αλ­λά, Τει­ρε­σία, εσύ ’σαι
στην υπη­ρε­σία του Ομ­φα­λού Απόλ­λω­να:
Εί­ναι η γνώ­ση σου των αλάν­θα­στων ορα­μά­των στον οί­κο του Οι­δί­πο­δα,
εί­ναι η γνώ­ση σου των διά­φα­νων πε­ριο­χών της εξου­σί­ας και του αί­μα­τος,
εί­ναι η γνώ­ση σου των μυ­θι­κών γε­νέ­σε­ων που δεν απο­κω­δι­κο­ποιού­νται τώ­ρα,
εί­ναι η γνώ­ση σου των δια­στρο­φών του πρώ­του ως τον τε­λευ­ταίο των αν­θρώ­πων,
εί­ναι η γνώ­ση σου των δια­σταυ­ρού­με­νων παι­χνι­διών στις μοί­ρες των φυ­λών,
εί­ναι η γνώ­ση σου των οι­κου­με­νι­κών θε­ά­τρων και της δη­μό­σιας αλή­θειας,
εί­ναι η κυ­κλι­κή γνώ­ση σου της λο­γι­κής και του θα­νά­του του πα­τέ­ρα,
εί­ναι η γνώ­ση σου του τυ­φλού φύ­λου σε μη­τρι­κά σε­ντό­νια…
Φα­νε­ρώ­σεις του λό­γου σου στη σπεί­ρα του πα­ρό­ντος μας:
«… εί­ναι τρο­με­ρό το να ξέ­ρεις, όταν δε σε ωφε­λεί σε τί­πο­τα».


Τει­ρε­σί­ας Ι

«Τι δεν έρ­χε­ται από τη θά­λασ­σα;»
ΕΛ­ΣΑ ΚΡΟΣ


Νη­σιών, μυ­θο­λο­γιών και κο­ραλ­λιών η κα­τα­σκό­πευ­ση:
ρυθ­μοί συλ­λα­βών και νε­ρού σώ­μα­τος
σαν πορ­το­κα­λής ήλιος ανα­γραμ­μά­των.

Αλά­τι από την κα­τα­σκό­πευ­ση στο πε­ρι­πλα­νώ­με­νο δέρ­μα σου:
δα­γκώ­νει τα χνά­ρια τρι­ζά­τη άμ­μος,
σχε­διά­ζει το ρα­βδί σου αι­νίγ­μα­τα, λα­βύ­ριν­θους.

Η οι­δι­πό­δεια απώ­λεια στην πε­ρι­φέ­ρεια της προ­έ­λευ­σης:
απο­τε­φρω­μέ­νη θά­λασ­σα ερω­τη­μα­τι­κών
σε βλέμ­μα­τα κρυ­φά του φεγ­γα­ριού που γε­μί­ζει.

Βρα­χνές φω­νές από αφρώ­δεις επι­φά­νειες:
εί­σαι εσύ, Τει­ρε­σία, γυ­μνός ετοι­μο­θά­να­τος
στις χρυ­σές φα­νε­ρώ­σεις της μνή­μης…

Τει­ρε­σί­ας ΙΙ

Οι νε­κροί ναυα­γούν σε μνή­μο­να σκο­τά­δια,
δα­γκω­μέ­νοι από ήλιους, θά­λασ­σες κι ορί­ζο­ντες.

Ναυα­γούν από λή­θη σαν αβυσ­σα­λέο πλαγ­κτόν.

Ναυα­γούν σε πρό­σκαι­ρα ση­μεία του Βι­βλί­ου
χα­μέ­να στη σιω­πή των θε­ών.

Ναυα­γούν άφω­νοι σαν κα­ντή­λια.

Ναυα­γούν σε μου­τζού­ρες αλα­τιού και άμ­μου.

Ναυα­γούν μό­λις ένα βρο­χε­ρό από­γευ­μα στα­θούν
στο με­σό­φρυ­δο του ημι­θεϊ­κού πε­ρι­πλα­νώ­με­νου όντος.

Οι νε­κροί ναυα­γοί μέ­νουν πί­σω, εί­ναι άγκυ­ρες
για τα πλοία που δεί­χνει το φω­τει­νό ρα­βδί του.


Απο­κά­λυ­ψη του Διό­νυ­σου*

…πο­λύ κο­ντά για να με ονει­ρεύ­ε­ται…

Εκεί­νη εί­ναι γλυ­κιά φω­τιά σαρ­κός
και καύ­σε­ων πραγ­μα­τι­κών μα και φα­ντα­στι­κών:
νε­ρό κα­μέ­νο τα χα­ρά­μα­τα.

Γλι­στράω στις κά­ψες της
κι η γρα­φή μου γί­νε­ται μνή­μη μα­γι­κή
και ου­λή του ηλια­κού της ονό­μα­τος.

Από κο­ντά, η χρυ­σή ονει­ρε­μέ­νη αύ­ρα της
φω­τί­ζει μέ­ρα τη μέ­ρα τού­τες τις σε­λί­δες.

Μα εκεί­νη ονει­ρεύ­ε­ται άλ­λες γε­ω­γρα­φί­ες
για τις αι­σθή­σεις, και η πυ­ξί­δα
των χε­ριών της τρε­λαί­νει τις βε­λό­νες της.

Η εγ­γύ­τη­τά μου με­τα­φρά­ζει με­τα­φο­ρές
της υπο­σχό­με­νης φω­τιάς της σάρ­κας της:
θ’ απο­τε­φρώ­σει αύ­ριο τα χα­ρά­μα­τά μου;

Πο­τέ δε θα γρά­ψω σιω­πές του ονό­μα­τός της;

Σε τού­το το υπέ­ρο­χο πο­τή­ρι κρα­σί,

Ο Διό­νυ­σος θ’ απο­κα­λύ­ψει την τύ­χη μας!

*Στις ποι­η­τι­κές συλ­λο­γές Τα απα­λά χέ­ρια του Έρω­τα και Ο άκρα­τος οί­νος του Διό­νυ­σου,
υπάρ­χει ένα σύ­νο­λο ποι­η­μά­των γύ­ρω απ’ αυ­τό τον τί­τλο.


Η δι­κή μας αλ­φα­βή­τα της κλα­σι­κής ελ­λη­νι­κής λο­γο­τε­χνί­ας

η προ­ο­δευ­τι­κή εξέ­λι­ξη της τέ­χνης εί­ναι απο­τέ­λε­σμα του Απολ­λώ­νιου και του Διο­νυ­σια­κού πνεύ­μα­τος
Φ. ΝΙ­ΤΣΕ

Ας πα­ρα­φρά­σου­με την Αλ­φα­βή­τα της ανά­γνω­σης του Έζ­ρα Πά­ουντ για να φέ­ρου­με στη μνή­μη συγ­γρα­φείς, έρ­γα και θέ­μα­τα ελ­λη­νι­στι­κά. Ο πλη­θυ­ντι­κός αυ­τών των ση­μειώ­σε­ων πε­ρι­λαμ­βά­νει τη δι­κή μας γε­νιά με­λε­τη­τών και συγ­γρα­φέ­ων -ποι­η­τών, πε­ζο­γρά­φων και δο­κι­μιο­γρά­φων του Πα­νε­πι­στη­μί­ου Βά­γιε στο Κά­λι της Κο­λομ­βί­ας- με­τα­ξύ των οποί­ων ανα­φέ­ρου­με τους Χού­λιο Αρέ­νας Σα­α­βέ­δρα, Το­μάς Κι­ντέ­ρο Ε., Κάρ­λος Ε. Ρε­στρέ­πο, Χά­ρολδ Αλ­βα­ρά­δο Τ., Καρ­μί­νια Νά­βια Τ., Γου­στά­βο Άλ­βα­ρες Γ. και τον Δά­σκα­λο των Δα­σκά­λων, Εδουάρδ Στρε­σί­νο.
Στον ορί­ζο­ντα, η Ελ­λά­δα ως σκε­πτό­με­νος πο­λι­τι­σμός του γρα­πτού λό­γου και η φρο­ντί­δα της στα κεί­με­να της ελ­λη­νι­στι­κής πε­ριό­δου. Η Ελ­λά­δα, εφευ­ρέ­τρια του αλ­φα­βή­του που θα ορί­σει την επι­κή ποί­η­ση, κα­θώς ει­σή­γα­γε φω­νή­ε­ντα στο υπάρ­χον φοι­νι­κι­κό αλ­φά­βη­το. Η Ελ­λά­δα, ως τον Δ αιώ­να, μια προ­φο­ρι­κή κοι­νω­νία: τα γρα­πτά κεί­με­να θα γί­νουν στή­ριγ­μα για τη συλ­λο­γι­κή μνή­μη.
Η Ελ­λά­δα, με τη σει­ρά της, ένας πα­ραλ­λη­λι­σμός στην κοι­νω­νι­κή ορ­γά­νω­ση: πό­λεις και πο­λι­τι­κές δο­μές. Και με τους αν­θρω­πο­λό­γους Κό­ντε και Ντιρ­κέμ, η κα­τα­νό­η­ση της κα­θιέ­ρω­σης συ­σχε­τί­σε­ων / συ­να­πο­φά­σε­ων σκέ­ψης και κοι­νω­νί­ας, ως μορ­φές έκ­φρα­σης.

Όμη­ρος / Ησί­ο­δος, πρώ­τος ο ένας, με­τα­γε­νέ­στε­ρος ο άλ­λος, ή μάλ­λον συ­νυ­πήρ­ξα­ντες;

Στην αλ­φα­βή­τα της ανά­γνω­σής μας, πρώ­τος ο μύ­θος – σε τό­ση αφή­γη­ση (πα­ρα­κά­τω θα θε­ω­ρή­σου­με τον λό­γο). Από τα ομη­ρι­κά έπη στη Θε­ο­γο­νία του Ησί­ο­δου, ο μύ­θος ως αφη­γη­μέ­νη ιστο­ρία, που την απάγ­γε­λαν απο­φα­σι­σμέ­να άτο­μα σε μο­να­δι­κές πε­ρι­πτώ­σεις, όπου γεν­νιό­ταν μια εξή­γη­ση του κοι­νω­νι­κού κό­σμου και δι­καιο­λο­γεί­το η συ­νε­κτι­κή δο­μή του.
Τό­τε ήρ­θαν οι ει­δι­κοί για να τον αντι­λη­φθού­με με πολ­λα­πλούς τρό­πους. Οι Κρόι­τσερ / Λό­μπεκ, που ανέ­λυ­σαν και απο­σιώ­πη­σαν τον μύ­θο. Ο Μπα­χό­φεν και οι τρεις πε­ρί­ο­δοί του: εται­ρι­σμός, μη­τριαρ­χία και πα­τριαρ­χία –ο μύ­θος κι η σο­φία του–, κα­τά τις οποί­ες υπήρ­χαν μορ­φές κοι­νω­νι­κής και οι­κο­γε­νεια­κής ορ­γά­νω­σης, ένα δι­κα­στι­κό σύ­στη­μα κι έν’ άλ­λο θρη­σκευ­τι­κό· ένα όλον αλ­λη­λέγ­γυο προς τα μέ­ρη του. Κι ο Μίλ­λερ, για τον οποίο ο πρω­τό­γο­νος ήταν ένα άλο­γο ον, ανυ­πε­ρά­σπι­στο, που αγνο­ού­σε τη ση­μα­σία των λέ­ξε­ων. Κι ο Φρέι­ζερ, με τις τρεις πε­ριό­δους της αν­θρω­πό­τη­τας: μα­γεία, θρη­σκεία, επι­στή­μη. Κι ο Μα­λι­νόφ­σκι, με τη λει­τουρ­γία των μύ­θων σε πο­λι­τι­σμι­κά πε­ρι­βάλ­λο­ντα. Και οι Φρόιντ και Γιουνγκ, ο μύ­θος στη σχέ­ση του με την ψυ­χή, σύμ­φυ­τη στην αν­θρώ­πι­νη φύ­ση· ο μύ­θος ως δρό­μος προς το ασυ­νεί­δη­το και μια θε­με­λιώ­δη οντο­λο­γι­κή διά­στα­ση, αυ­τή του επι­θυ­μού­ντος ατό­μου, επι­πλέ­ον του ότι εί­ναι ον λό­γου και λε­ξι­λο­γί­ου. Κι ο Λε­βί-Στρος και η αφη­γη­μα­τι­κό­τη­τα του μύ­θου, ή παι­χνί­δι λε­ξι­λο­γί­ου.
Οι ανα­γνώ­σεις μας των ομη­ρι­κών επών, ο Οδυσ­σέ­ας και το/τα τα­ξί­δια της ύπαρ­ξης και η συ­νά­ντη­ση με τον Άλ­λο, τον ξέ­νο: τον θά­να­το, τον πό­λε­μο, τον πό­νο, τον έρω­τα, τη μνή­μη… Και η ποί­η­ση του Ησί­ο­δου (θε­ω­ρού­με­νου ως πρώ­τος φι­λό­σο­φος), ο οποί­ος έγρα­ψε όταν τον επι­σκέ­φτη­καν οι μού­σες εκεί που βο­σκού­σε το κο­πά­δι του, στους πρό­πο­δες του Ελι­κώ­να. Κι ο Πίν­δα­ρος και η χο­ρι­κή λυ­ρι­κή ποί­η­σή του, τα επι­νί­κειά του και ο δρό­μος του πα­ρό­ντος στο μυ­θι­κό πα­ρελ­θόν. Κι ο Σι­μω­νί­δης. Κι ο Βακ­χυ­λί­δης…

Το ση­μείο κα­μπής επήλ­θε με τη με­λέ­τη των κει­μέ­νων των προ­σω­κρα­τι­κών. Ο Θα­λής ο Μι­λή­σιος και άλ­λοι φι­λό­σο­φοι, και η ει­σβο­λή του λό­γου. Απαλ­λαγ­μέ­νοι από τα μυ­θι­κά ορά­μα­τα: μια επι­στη­μο­νι­κή σκέ­ψη που ακο­λου­θεί τους Ίω­νες. Ο μύ­θος, έκα­νε τον άν­θρω­πο –σε Όμη­ρο και Ησί­ο­δο– να κα­θο­ρί­ζε­ται από αυ­θαί­ρε­τες ανώ­τε­ρες δυ­νά­μεις. Αλ­λά με τον λό­γο, η υπο­κεί­με­νη τά­ξη αντέ­κρουε το χά­ος των συμ­βά­ντων που προ­κα­λού­σαν απρό­σω­πες δυ­νά­μεις. Έτσι, η φι­λο­σο­φία ει­σέ­βα­λε με έλ­λο­γη σκέ­ψη, εγκα­τα­λεί­πο­ντας τη μυ­θο­λο­γία στην άλο­γη εξή­γη­ση του σύ­μπα­ντος· τώ­ρα επι­βάλ­λε­ται η επι­στη­μο­νι­κή πί­στη στη θρη­σκευ­τι­κή.

Σε αυ­τό το δια­λε­κτι­κό και ιστο­ρι­κό πέ­ρα­σμα από τον μύ­θο στον λό­γο απο­προ­σω­πο­ποι­ή­θη­καν οι δυ­νά­μεις της Φύ­σης: έγι­νε ένα γνω­σιο­λο­γι­κό άνοιγ­μα και μειώ­θη­κε η αξία των πα­ρα­δό­σε­ων. Η φι­λο­σο­φία επι­χει­ρη­μα­το­λό­γη­σε, ο άν­θρω­πος έγι­νε μέ­τρον των πά­ντων.
Εμ­φα­νί­ζε­ται η πό­λις και η κοι­νω­νι­κή και ιστο­ρι­κή ορ­γά­νω­σή της. Όπως και το νό­μι­σμα, το ημε­ρο­λό­γιο, η αλ­φα­βη­τι­κή γρα­φή, πα­γιώ­νε­ται ο ρό­λος της ναυ­σι­πλο­ΐ­ας και του εμπο­ρί­ου. Οι πό­λεις και η τε­χνι­κή εξέ­λι­ξή τους, ο υλι­κός πλού­τος, το εμπό­ριο («στο οποίο τα αντι­κεί­με­νο γί­νο­νται εμπο­ρεύ­μα­τα και απο­κτούν αφη­ρη­μέ­νη έν­νοια», Κ. Γκαρ­σία Α.).
Αλ­λά, κο­ντά σ’ αυ­τό το ση­μείο κα­μπής από τους προ­σω­κρα­τι­κούς –που οι ανα­γνώ­σεις τους μας οδή­γη­σαν στον Αρι­στο­τέ­λη και στο φι­λο­σο­φι­κό του σύ­στη­μα (συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νης της Αι­σθη­τι­κής του) και στους πλα­τω­νι­κούς Δια­λό­γους– ει­σβάλ­λουν η τρα­γω­δία και η κω­μω­δία στην Ελ­λά­δα.
Και με την ανά­γνω­ση των Αι­σχύ­λου, Σο­φο­κλή και Ευ­ρι­πί­δη, μας πα­ρου­σιά­ζε­ται Η γέν­νη­ση της τρα­γω­δί­ας, του Φ. Νί­τσε.

Στη δι­κή μας αλ­φα­βή­τα της ανά­γνω­σης, υπάρ­χει ένα γε­νι­κό εν­δια­φέ­ρον για τον Απόλ­λω­να και τον Διό­νυ­σο.

Και τα ερω­τή­μα­τα –στη νι­τσεϊ­κή δια­λε­κτι­κή τους βία– για τη σχέ­ση μου­σι­κής και τρα­γω­δί­ας· τη γέν­νη­ση της τρα­γω­δί­ας στο πνεύ­μα της μου­σι­κής: Προς τι η ελ­λη­νι­κή τέ­χνη; Η απαι­σιο­δο­ξία, μή­πως ση­μά­δι πα­ρακ­μής, κα­τα­στρο­φής, κου­ρα­σμέ­νων και εξα­σθε­νη­μέ­νων εν­στί­κτων; Απαι­σιο­δο­ξία στην και της δύ­να­μης; Ή αντι­θέ­τως, έκρη­ξη υγεί­ας; Ποιο εί­ναι το ακρι­βές με τους Έλ­λη­νες, κα­λύ­τε­ρη επο­χή, με­γα­λύ­τε­ρη δύ­να­μη, πε­ρισ­σό­τε­ρη γεν­ναιό­τη­τα, ο τρα­γι­κός μύ­θος; Και τι συ­νέ­βαι­νε με το τε­ρά­στιο φαι­νό­με­νο του διο­νυ­σια­κού; Τι σή­μαι­νε η τρα­γω­δία γεν­νη­μέ­νη από τον Διό­νυ­σο; Ο σω­κρα­τι­σμός, με τη σει­ρά του, εί­ναι ση­μά­δι πα­ρακ­μής; Και η επι­κού­ρεια βού­λη­ση κα­τά της απαι­σιο­δο­ξί­ας; Τα πι­στεύω θε­ω­ρού­με­να ως συμ­πτώ­μα­τα ζω­ής; Επι­στή­μη και φό­βος για την απαι­σιο­δο­ξία; Δει­λία και νο­θεία, με την ηθι­κή έν­νοια; Πο­νη­ριά; Σω­κρά­τη, ήταν μή­πως το μυ­στι­κό σου, η ει­ρω­νεία σου;

Ο Διό­νυ­σος εμ­φα­νί­στη­κε σαν ένα δυ­να­τό ερω­τη­μα­τι­κό. Υπήρ­χε ένα φι­λο­σο­φι­κό πρό­βλη­μα, κα­τά τον Νί­τσε. Αλ­λά, τι ήταν το διο­νυ­σια­κό;
Και το απολ­λώ­νιο; Το τε­λευ­ταίο αυ­τό, «ευ­τυ­χής επι­θυ­μία του ενυ­πνί­ου», θε­ός όλων των δυ­νά­με­ων που δη­μιουρ­γούν μορ­φές· θε­ός ΜΑ­ΝΤΗΣ· Η ΑΚΤΙ­ΝΟ­ΒΟ­ΛΑ ΕΜ­ΦΑ­ΝΙ­ΣΗ, ΘΕ­Ο­ΤΗ­ΤΑ ΤΟΥ ΦΩ­ΤΟΣ. «Ο Απόλ­λων εί­ναι η θεϊ­κή και λα­μπε­ρή ει­κό­να του principium individuationis, που με τα νεύ­μα­τα και τα βλέμ­μα­τά του μας πε­ρι­γρά­φει όλη τη χα­ρά και τη σο­φία της «εμ­φά­νι­σης», συγ­χρό­νως με την ομορ­φιά».
Γνω­σιο­λο­γι­κή και δια­λε­κτι­κή κα­τα­νό­η­ση κα­θώς και της κα­τά­στα­σης διο­νυ­σια­σμού: της ευ­χά­ρι­στης έκ­στα­σης που υψώ­νε­ται από το βα­θύ­τε­ρο του αν­θρώ­που και της Φύ­σης ακό­μα, σπά­ζο­ντας, ακρι­βώς αυ­τή η principium individuationis: «η διο­νυ­σια­κή ανά­τα­ση που πα­ρα­σέρ­νει με την ορ­μή της κά­θε υπο­κεί­με­νο άτο­μο ώσπου να το βυ­θί­σει στην πλή­ρη λή­θη του εαυ­τού του».
Επί­σης: «Υπό την επή­ρεια της διο­νυ­σια­κής μα­γεί­ας δεν ανα­νε­ώ­νε­ται μό­νο η ΣΥΜ­ΜΑ­ΧΙΑ ΤΟΥ ΑΝ­ΘΡΩ­ΠΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΑΝ­ΘΡΩ­ΠΟ: η Φύ­ση σα­λε­μέ­νη, εί­τε εχθρι­κή εί­τε υπο­ταγ­μέ­νη, γιορ­τά­ζει επί­σης τη συμ­φι­λί­ω­σή της με τον άσω­το υιό της: τον άν­θρω­πο».

Η διά­σπα­ση της αρ­χής της εξα­το­μί­κευ­σης εκ­δη­λώ­θη­κε ως καλ­λι­τε­χνι­κό φαι­νό­με­νο.

Χθες, στη μυ­θι­κή διά­στα­ση, η απολ­λώ­νια μου­σι­κή ήταν πε­ριο­δι­κή ώθη­ση των κυ­μά­των του ρυθ­μού· μια ηχη­ρή ώθη­ση της δω­ρι­κής τέ­χνης, που οι ήχοι της εί­χαν κα­θιε­ρω­θεί από πριν.
Τώ­ρα, με τον Διό­νυ­σο, «την ίδια την ου­σία της μου­σι­κής (και κά­θε μου­σι­κής), τη συ­γκι­νη­τι­κή βία του ήχου, τον ομό­ψυ­χο χεί­μαρ­ρο της με­λω­δί­ας και τον ασύ­γκρι­το κό­σμο της αρ­μο­νί­ας, τα στοι­χεία αυ­τά τα δια­χώ­ρι­σαν με προ­σο­χή ως μη απολ­λώ­νια: Στον διο­νυ­σια­κό δι­θύ­ραμ­βο, ο άν­θρω­πος νιώ­θει να πα­ρα­σύ­ρε­ται στην υψη­λό­τε­ρη ανά­τα­ση όλων των συμ­βο­λι­κών ικα­νο­τή­των του· ανα­κα­λύ­πτει κι αι­σθά­νε­ται και θέ­λει να εκ­φρά­σει κά­τι που πο­τέ ως τό­τε δεν εί­χε βιώ­σει: την κα­τα­στρο­φή του πέ­πλου της Μαί­ας, την ενό­τη­τα ως όρο του εί­δους, της ίδιας της Φύ­σης.

Από δω και πέ­ρα, η ου­σία της Φύ­σης εκ­φρά­ζε­ται συμ­βο­λι­κά· ΕΝΑΣ ΝΕ­ΟΣ ΚΟ­ΣΜΟΣ ΣΥΜ­ΒΟ­ΛΩΝ ΧΡΕΙΑ­ΣΤΗ­ΚΕ, ΟΛΟ­ΚΛΗ­ΡΗ ΣΩ­ΜΑ­ΤΙ­ΚΗ ΣΥΜ­ΒΟ­ΛΙ­ΚΗ· όχι μό­νο ο συμ­βο­λι­σμός των χει­λιών, του προ­σώ­που, του λό­γου, αλ­λά και όλων των στά­σε­ων και νευ­μά­των του χο­ρού, υπο­τάσ­σο­ντας στον ρυθ­μό τις κι­νή­σεις όλων των με­λών».
Και τό­τε, τα «ρί­γη», που κα­λύ­πτο­νταν χθες από την απολ­λώ­νια συ­νεί­δη­ση.
Ο Διό­νυ­σος εξα­φα­νί­ζε­ται και εμ­φα­νί­ζε­ται την άνοι­ξη, αντι­κα­θι­στώ­ντας τον Απόλ­λω­να τον χει­μώ­να. Εί­ναι πρό­ε­δρος, θε­ός των τε­λε­τουρ­γιών.
Και συ­νι­στά, με την πό­λη και την τρα­γω­δία, ένα συμ­βο­λι­κό τρί­πτυ­χο. Υπό την τυ­ραν­νία του Πει­σί­στρα­του εί­χα­με την τε­λε­τουρ­γία των τρα­γω­διών και τη λα­τρεία του Διό­νυ­σου. Η τρα­γω­δία εί­ναι γιορ­τή της πό­λης, κι ο Διό­νυ­σος, θε­ός της Αθή­νας. Τα «ρί­γη», κά­θαρ­σις, αλ­λα­γή / με­τα­μορ­φώ­σεις της ζω­ής σε δρα­μα­τι­κές τε­λε­τουρ­γί­ες. Εξ ου ο δι­θύ­ραμ­βος, άσμα της κοι­νό­τη­τας, ανα­γέν­νη­ση. Ο Διό­νυ­σος προ­κα­λού­σε την έκ­στα­ση. Και η φα­νέ­ρω­ση, όταν κά­ποιος από έξω ή από μέ­σα, μας απο­κά­λυ­πτε ποιος εί­μαι, ποιοι εί­μα­στε. Ο δρό­μος αυ­τός εί­ναι διαι­σθη­τι­κός (ο Διό­νυ­σος τι­μω­ρού­σε την κα­θα­ρή σκέ­ψη). Ο Διό­νυ­σος, θε­ός κά­θε δη­μιουρ­γί­ας (αγρο­τι­κής ή πο­λι­τι­στι­κής στην πό­λη). Θε­ός της μέ­θης, του υπέρ­με­τρου.
Ο Απόλ­λων κι ο Διό­νυ­σος, τε­λι­κά, «αλ­λη­λο­βοη­θού­με­νοι, κυ­ριάρ­χη­σαν στην ελ­λη­νι­κή ψυ­χή», πρό­τει­νε ο Νί­τσε «με δια­δο­χι­κές εκ­δη­λώ­σεις, με και­νούρ­γιες πά­ντα δη­μιουρ­γί­ες». Και «το έρ­γο ύψι­στης και έν­δο­ξης τέ­χνης της «αρ­χαί­ας τρα­γω­δί­ας» και ο δρα­μα­τι­κός δι­θύ­ραμ­βος ως κα­τά­λη­ξη των δύο αυ­τών εν­στί­κτων, που η μυ­στη­ριώ­δης ένω­σή τους, έπει­τα από μα­κρά δια­φο­ρά, εκ­δη­λώ­θη­κε στη λάμ­ψη πα­ρό­μοιας άν­θη­σης, που εί­ναι, με τη σει­ρά τους, η Αντι­γό­νη και η Κασ­σάν­δρα». Εί­ναι το με­γα­λο­φυ­ές της διο­νυ­σια­κο-απολ­λώ­νιας τέ­χνης.

Στην προ­σω­πι­κή μας δη­μιουρ­γι­κή δια­δι­κα­σία, αυ­τή η διο­νυ­σια­κο-απολ­λώ­νια τέ­χνη, εί­ναι θε­με­λιώ­δης και μό­νι­μη.

Espirales – escritura ininterrumpida [Σπεί­ρες – αδιά­κο­πη γρα­φή]· Estremecimientos [Ρί­γηLiberaciones [Ελευ­θε­ρώ­σειςCanciones para coros y café suave [Τρα­γού­δια για χο­ρω­δί­ες κι ελα­φρό κα­φέTiresias y su cayado y otros poemas [Ο Τει­ρε­σί­ας & το ρα­βδί του κι άλ­λα ποι­ή­μα­τα]· El vino puro de Dioniso [Ο άκρα­τος οί­νος του Διό­νυ­σου]· Percusiones [Κρου­στά]· Una tarde impura de verano [Ένα μια­ρό από­γευ­μα του κα­λο­και­ριού]· Bocas de agua y fuego [Στό­μα­τα νε­ρού και φω­τιάς]· Azules aguas de la Memoria [Γα­λα­νά νε­ρά της Μνή­μης (ανέκ­δο­το)]· Ojos de mar [Μά­τια θά­λασ­σας (ανέκ­δο­το)]

    ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
     

    αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: