Μπολιβάρ, είσαι ωραίος σαν Έλληνας

Με τον πασίγνωστο στίχο του Νίκου Εγγονόπουλου (Μπολιβάρ καλωσορίζουμε στις σελίδες αυτές ποιητές της Λατινικής Αμερικής, οι οποίοι χρησιμοποιούν στην ποίησή τους ελληνικά θέματα και τους παρουσιάζουμε μέσω ενός ή και περισσότερων χαρακτηριστικών ποιημάτων τους, ενός σύντομου βιογραφικού και ενός κειμένου που μας στέλνουν για τη σχέση τους με την Ελλάδα. § Γιατί σκεφτήκαμε αυτή την ιδέα; Γιατί οι χώρες της Λατινικής Αμερικής, αποικίες της Ισπανίας, εμψυχώθηκαν από την Ελληνική Επανάσταση του 1821 και αγωνίστηκαν για την Ανεξαρτησία τους με πρωτεργάτη τον Ελευθερωτή Σιμόν Μπολίβαρ. Επιπλέον, ήταν από τις πρώτες χώρες που αναγνώρισαν την Ελλάδα ως ανεξάρτητο κράτος. § Έτσι, με καρυοφύλλι την πένα του ο καθένας και με λάβαρο την ποίηση, συναντιόμαστε εδώ για να γιορτάσουμε τα διακόσια χρόνια από τη φλόγα που μας ένωσε. § Ξεκινήσαμε με έναν ποιητή κάθε μήνα, αλλά αμέσως συνεχίσαμε με δύο, και τώρα, λόγω της τεράστιας ανταπόκρισης που συναντήσαμε και η οποία θα οδηγήσει στην έκδοση μιας πολυσέλιδης ανθολογίας εν ευθέτω χρόνω, προχωράμε παρουσιάζοντας τρεις ποιητές κάθε φορά. § Επίσης, πληροφορούμε τους αναγνώστες που θα ήθελαν να διαβάσουν τα πρωτότυπα κείμενα στα ισπανικά, ότι θα τα βρουν στο ηλεκτρονικό περιοδικόhttp://arcagulharevistadecultura.blogspot.com/ όπου, με τον τίτλο Bolívar, eres bello como un griego, δημοσιεύονται έπειτα από δεκαπέντε μέρες.

Αϊτή
Μπολιβάρ, είσαι ωραίος σαν Έλληνας


Μάγκι ντε Κοστέ

Η Maggy de Coster (Ζερεμί, 1966) είναι Αϊτινή ποιήτρια, πεζογράφος, συγγραφέας παιδικής λογοτεχνίας, μεταφράστρια και δημοσιογράφος. Ζει στη Γαλλία, γράφει στα γαλλικά και στα ισπανικά, είναι μέλος του γαλλικού PEN και εκδίδει το περιοδικό Les Manoir des Poètes. Εμφανίστηκε στα γράμματα το 1981 με την ποιητική συλλογή Nuits dassaut [Νύχτες εφόδου] και έκτοτε έχει εκδώσει περισσότερα από είκοσι βιβλία, στην πλειονότητά τους ποιητικά, με πιο πρόσφατο το À fleur de mots, το 2021. Το έργο της έχει αποσπάσει γαλλικά και διεθνή βραβεία και έχει μεταφραστεί στα αγγλικά, αραβικά, ισπανικά, ιταλικά, καταλανικά, πορτογαλικά και ρουμανικά.

{ Άτιτλο κι ανέκδοτο ποίημα }

Οι κίονες του ναού από τον χρόνο κομμάτια
Τα μυστικά φυλάν ακόμα των θεών του ελληνορωμαϊκού πανθέου
Και μοιάζουν με μισόλογα να λεν τα βάσανά τους
Σ’ όποιους περπατούν στους διαδρόμους των ναών
Στα χνάρια των χτιστών αλλοτινών καιρών πατώντας

{ Άτιτλο }

Τ’ απολιθωμένα πέταλα του τραγουδιού
Στο μάρμαρο της ελπίδας
Πάνω σε φλεγόμενο πλοίο
Μπορεί να είναι τα κομμάτια που λείπουν
Για την ερμηνεία μουτζουρωμένων σελίδων
Από τις τρέλες των ανθρώπων
Γιατί μας έσταξαν θανατερό νερό
Στα μόρια που οι ζωές μας έχουνε κοινά;
Πώς να διορθώσω το ραβδί του Ασκληπιού που έσπασε
Τριάντα χρόνων έλλειψη φροντίδας κι αρετής;


Ανισότητα

Μισή φράση
Σ’ ένα χαρτί διπλωμένο στα τέσσερα
Στο σταυροδρόμι
Είν’ η καταδίκη της ύπαρξης που χάθηκε
Ραγισμένη απ’ άκρη σ’ άκρη.

                  *

Οι μέρες σπιλωμένες
Από τις επιπτώσεις μιας παγκόσμιας μάστιγας
Επεκτείνουν τις φυσικές αποστάσεις
Μονοπωλούν τα κουρέλια της ύπαρξης
Διαμελίζουν τα ιμάτια ενός εύθραυστου εαυτού
Τυλιγμένου στους ρόγχους ως την εκβολή της Στυγός.

*

Όταν το σκοτάδι πιέζει τα όνειρα
Μέσα στα σπλάχνα του πρωινού
Η ελπίδα εξανεμίζεται στους διαδρόμους της αβεβαιότητας
Οι πύλες του αναπαυτηρίου είναι κλειστές για τους κατάκοπους προσκυνητές
Και η άβυσσος ανοίγει μπρος τους σαν ύστατο καταφύγιο

            *

Στις πτυχές του Σύμπαντος
Κρύβονται τόσα αινίγματα
Που ο άνεμος δεν ξέρει να τα ξεδιαλύνει
Μας μένουν επιπλέον για να ξετυλίξουμε
Τα κουβάρια των ανακολουθιών μας

[ Από τη συλλογή À fleur de mots ]

{ Άτιτλο }

Ας βαλσαμώσουμε με τα πάθη μας την ψυχή των δασών που κινδυνεύουν
Ας πυρπολήσουμε από Έρωτα τους εύθραυστους ιστούς της ανθρωπότητας
Κάτω από το φωτεινό βλέμμα της Κασσιόπης
Ας συμπληρώσουμε την ημιτελή συμφωνία των απολεσθέντων
Και με απλά στιχάκια του ανατέλλοντος ήλιου
Ν’ αναπληρώσουμε το κενό που άφησε η απουσία

[ Από τη συλλογή Les Versets simplifiés du soleil levant πλά στιχάκια του ανατέλλοντος ήλιου), 2017 ]

«Καλημέρα»* από την Ελλάδα

Ιούλιος-Αύγουστος 2015

Παρά την κατακόρυφη πτώση του οικονομικού επιπέδου που έχει καταβαραθρώσει το ηθικό των Ελλήνων, η Ελλάδα δεν παύει να είναι μια ελκυστική χώρα σε επίπεδο πολιτισμού. Το πνεύμα των θεών της αρχαιότητας είναι παρόν σε κάθε γωνιά της κι αποτελεί μέρος του ελληνικού πολιτισμικού τοπίου, με άλλα λόγια, θρύλοι, έπη και τραγωδίες αποτελούν το θεμέλιο της ελληνικής ιστορίας και πολιτισμού. Κατ’ επέκταση, μπορούμε να πούμε χωρίς αμφιβολία ότι η Ανθρωπότητα οφείλει πολλά στην Ελλάδα, ξεκινώντας από το κολπικό επίχρισμα που ανέπτυξε ο Γεώργιος Παπανικολάου τη δεκαετία του ’40, και συνεχίζοντας με τη φιλοσοφία, την ιατρική, τη γεωγραφία, τα μαθηματικά, τον αθλητισμό... αλλά και τη δημοκρατία/την ιδιότητα του πολίτη, τη μουσική σημειογραφία, τον ρόλο του ηθοποιού/συγγραφέα, τους ενόρκους, τις βιβλιοθήκες, το νόμισμα.
Η Αθήνα, η πόλη-μουσείο, μας προσφέρει τον Παρθενώνα της σκαρφαλωμένο στην Ακρόπολη και διακοσμημένο με τις ζωφόρους του Φειδία. Ναός προς τιμήν της θεάς Αθηνάς, που τη σοφή αρχιτεκτονική του αντιγράφουν διάφορα ευρωπαϊκά και αμερικανικά μνημεία. Η Αθηνά σε απομιμήσεις. Είναι έγκλημα εσχάτης προδοσίας! Αν το ήξερε ο Περικλής!
Η Ακρόπολη των Αθηνών μάς προσφέρει μια πανοραμική θέα του Ωδείου Ηρώδου Αττικού, στο οποίο περιφέρεται το βασανισμένο πνεύμα της Ρηγίλλης που πέθανε το 160 π.Χ.
Στην Αγορά αντηχούν ακόμα οι φωνές των Περιπατητικών, οι οποίοι διαδέχθηκαν τον Πλάτωνα και, πανικόβλητοι, κατέφυγαν στον Ναό του Ηφαίστου.
Στο Παναθηναϊκό Στάδιο της Αθήνας είδαμε τις σκιές των θεών να αναπηδούν, να κυματίζουν, πράγμα που σήμαινε ότι δεν είχαν καμιά ολύμπια ηρεμία.
Περνώντας μπροστά από την Πύλη του Αδριανού, έμοιαζε να αιωρείται μια μυρωδιά της Ρώμης στον αέρα της Αθήνας.
Κοιτάζοντας τον Άρειο Πάγο, φαντάζομαι τη δίκη του Ορέστη –γιου του Αγαμέμνονα, που ο Ρακίνας αναβίωσε στην «Ανδρομάχη» του– δολοφόνου της Κλυταιμνήστρας, της μητέρας του. Ήταν συντετριμμένος ή παραιτημένος;
Στο οχυρωμένο σύμπλεγμα των Μυκηνών, την αρχαία πόλη της Πελοποννήσου,   ανατρίχιασα, περνώντας την καλοδιατηρημένη «Πύλη των Λεόντων», από φόβο μήπως ξυπνήσει η αγριότητα των θηρίων. Ένιωσα μικροσκοπική μπροστά στην απεραντοσύνη των κυκλώπειων τειχών που γύρω μου και μάλιστα νόμισα πως άκουσα βασιλικές φωνές ν’ αντηχούν στην ακρόπολη. Καθώς έμπαινα στον θολωτό τάφο των βασιλέων, ένιωσα μια ευωδιά από ασφόδελο, το λουλούδι της λήθης που στρώνει τις αλέες του παραδείσου των νεκρών, τα Ηλύσια Πεδία.
Στο θέατρο του Διονύσου στην Επίδαυρο, το οποίο χρονολογείται από τον 4ο αιώνα π.Χ., λίκνο του αρχαίου ελληνικού θεάτρου και της τραγωδίας, δονείται κανείς από συγκίνηση, καθώς σκέφτεται πολύ έντονα τον Σοφοκλή, τον Αισχύλο και τον Ευριπίδη. Δοκίμασα την ακουστική του θεάτρου, μοναδική στον κόσμο, απαγγέλλοντας στίχους από τον Σιντ του Κορνέιγ και μερικούς στίχους από τη Λίμνη του Λαμαρτέν, αρκετούς για να κάνουν να κιτρινίσει από οργή ο Διόνυσος, που λάτρευαν οι πρώτοι ηθοποιοί, οι αποκαλούμενοι υποκριτές. Δεκατέσσερις χιλιάδες, εκπληκτικό δεν είναι;
Στη γέφυρα του Ισθμού της Κορίνθου, ο οποίος ενώνει το Αιγαίο με το Ιόνιο Πέλαγος, ανατρίχιασα από τον τρόμο, φοβούμενη ότι ο Δίας θα με οδηγούσε στα βάθη του.
Η Αίγινα, το νησί του Σαρωνικού Κόλπου, υπερηφανεύεται πως υπήρξε η πρώτη πρωτεύουσα της Ελλάδας και πως έκοψε, με τη χάρη των θεών, το πρώτο νόμισμα. Τόπος ευλογημένος απ’ τους θεούς για την καλλιέργεια των φιστικόδεντρων της Ελλάδας. Μα τι έκανε η Αθηνά;
Η Ύδρα, το νησί που κοιμάται κάτω από τα θωπευτικά κύματα του Αιγαίου, με τα τουρκουάζ νερά να μαλακώνουν τα όνειρά της που, ακόμα και τα βήματα των αλόγων, το κατ’ εξοχήν μέσο μεταφοράς, δεν καταφέρνουν να διαταράξουν. Ωραίο παράδειγμα οικολογίας.
Όσο για το νησί του Πόρου, ο κυρίαρχος Πύργος του Ρολογιού με την άψογη λευκότητά του, φαίνεται να βρίσκεται εκεί για να σηματοδοτεί τις ώρες της βασιλείας του Ποσειδώνα, που ο αφιερωμένος σ’ αυτόν ναός είναι απλώς ένα πεδίο ερειπίων. Αλίμονο! Οι ριψοκίνδυνοι της θάλασσας έχουν κάτι για να θρηνούν!
Στους πρόποδες του Παρνασσού, οι Δελφοί φιλοξενούν το Πανελλήνιο ιερό· από τη Θόλο απομένουν μόνο τρεις γιγάντιοι κίονες. Παρατήρησα μια στιγμή περισυλλογής στη μνήμη των νεκρών θεών.
Διέκρινα τον Ναό του Απόλλωνα, που βρίσκεται στην πλαγιά του Παρνασσού και καθώς τον φωτογράφιζα, άκουσα μια φωνή που θα την απέδιδα στην Πυθία. Ταράχτηκα τόσο που η φωτογραφική μηχανή μού έπεσε από τα χέρια. Το ’βαλα στα πόδια και, σαν να με οδηγούσε μια τελουρική δύναμη, βρέθηκα μπροστά από το Θέατρο των Δελφών, εκεί όπου η «Τρόικα» σε τράγους έπαιζε σολντ άουτ την τραγωδία του ελληνικού χρέους, ενώ στο στάδιο δεν υπήρχε ούτε ίχνος αγώνων προς τιμήν των θεών, η κρίση επιβάλλει. Ο Απόλλων αναγκάστηκε να επιστρέψει στον τάφο του. Συγγνώμη! οι θεοί είναι αθάνατοι.
Επιπλέον, ανακάλυψα τον ομφαλό του κόσμου, νόμιζα πως ήταν ο δικός μου που είχα χάσει. Ω! όνομα ενός θεού των Δελφών! Η Πυθία δεν είχε δώσει καλά τον χρησμό της.
Ανακτώντας το θάρρος μου, συνέχισα το ταξίδι μου και συνάντησα τον Θησαυρό των Αθηναίων, ένα μαρμάρινο μνημείο για να στεγάζει τα αγάλματα και τα αναθήματα και κατέθεσα ένα ποίημα προς τιμήν του Απόλλωνα.
Θαύμασα τον Ηνίοχο των Δελφών, με το εντυπωσιακό παράστημά του. Δείχνει υπέροχος κρατώντας τα ηνία του άρματός του. Τον κοίταξα τόσο πολύ ώσπου μου έκλεισε το μάτι. Είχα την εντύπωση ότι έφευγε από τη βάση του για να έρθει σε μένα. Λίγο έλειψε για να βρεθώ σε έκσταση.
Διατρέξαμε ολοταχώς το νησί της Εύβοιας, που βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, φοβούμενοι ότι θα μας έπιαναν οι γίγαντες ή οι τιτάνες, και φτάσαμε στην Καλαμπάκα όπου κάτι εντυπωσιακοί βράχοι χρησιμεύουν ως βάση για το χτίσιμο των μοναστηριών που ονομάζονται Μονές των Μετεώρων.
Αυτό το τεράστιο δάσος βράχων αποτελεί Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO από το 1988.
Ο ουρανός δεν έπεσε στα κεφάλια των μοναχών, αλλά τους έστειλε γιγαντιαίες πέτρες για να θεμελιώσουν τον χώρο τους. Κι αυτό έκαναν!
Στο όμορφο χωριό της Αράχοβας δίπλα στη θάλασσα, πολλά σπίτια έχουν εγκαταλειφθεί λόγω αύξησης φόρων και περιμένουν αγοραστές! Ας κυκλοφορήσει η πληροφορία!
Απαιτείται μια Θεμιστόκλεια στρατηγική για να κερδίσει η Ελλάδα την οικονομική μάχη.


*Στο πρωτότυπο: Kalimera.

Ονδούρα
Μπολιβάρ, είσαι ωραίος σαν Έλληνας

Λέτυ Ελβίρ

Η Lety Elvir (Σαν Πέδρο Σούλα, 1966) είναι Ονδουριανή ποιήτρια, πεζογράφος και εκδότρια, κατέχει μεταπτυχιακό στα Γράμματα και Τέχνες της Κεντρικής Αμερικής από το Πανεπιστήμιο της Κόστα Ρίκα, δίδαξε για δεκαοκτώ χρόνια στο Πανεπιστήμιο της Ονδούρας, υπήρξε συνιδρύτρια της εταιρείας γυναικών συγγραφέων Ονδούρας ANDEH και αντιπρόεδρος του PEN στη χώρα της. Από τα βιβλία της ξεχωρίζουν τα Luna que no cesa [Φεγγάρι που δε σταματά], 1998 και Mujer entre perro y lobo [Γυναίκα ανάμεσα σε σκύλο και λύκο], 2001, καθώς και οι δύο ανθολογίες που επιμελήθηκε, οι Honduras: Golpe y Pluma. Antología de poesía resistente escrita por mujeres (2009-2013), [Ονδούρα: Πραξικόπημα και πένα. Ανθολογία αντιστασιακής ποίησης γραμμένης από γυναίκες (2009-2013], 2013 και με τον αγγλικό τίτλο Honduras: Women’s Poems of Protest and Resistance (2009-2014), 2015, η οποία απέσπασε δύο βραβεία International Latino Book Awards 2016. Το προσωπικό της έργο έχει αποσπάσει βραβεία εντός και εκτός της Ονδούρας και έχει μεταφραστεί στα αγγλικά, αραβικά, γαλλικά, ολλανδικά, πορτογαλικά, καθώς και στη γαρίφουνα, προκολομβιανή γλώσσα της Κεντρικής Αμερικής.

ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΛΕΤΥ ΕΛΒΙΡ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΝΔΟΥΡΑ, ΓΙΑ ΤΑ ΔΙΑΚΟΣΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ, ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΠΕΡΙΟΧΩΝ ΤΗΣ ΛΑΤΙΝΙΚΗΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ


Χάος και Κρόνος

το Χάος πάει σ’ όλο τον κόσμο
αλλά στον θρόνο του ο Κρόνος
εξακολουθεί να είναι ο πιο
ανηλεής απ’ τους θεούς
βασιλεύει όπως κανείς στον Όλυμπο
χωρίς αντιδικίες κι αντιπάλους
του Ταρτάρου είν’ ο βασιλιάς
δε συμβιβάζεται με κανέναν
ούτε με το φυλαχτό
που αλλάζει τους τρεις μανδύες
της νύχτας. έτσι κυβέρνησε πάντα
από το χέρι του ήλιου και της Σελήνης.
αναπότρεπτα
ο Κρόνος εξακολουθεί να τρώει τα παιδιά του
ενώ το Χάος δίνει κλωτσιές στο Σύμπαν
λες κι είναι σπείρα
ή περιφέρεια κύκλου.


Δίας

πριν από την τσεκουριά
ο Δίας ξεσαλώνει
μεταμορφωμένος σε φτερό, σε κύκνο, σε σύννεφο,
σε άσπιλο Ταύρο ή σε Αμφιτρίωνα
γίνεται χρυσή βροχή
που πέφτει
που μουσκεύει
τα στόματα τω νυμφών
τις σφαίρες των κυμάτων
τότε
η αρπαγή
η βεβήλωση.


Στους πρόποδες του Παρνασού

ο χαμένος πόλεμος θα μπορούσε να ’ναι αυτός
αλλά τι ωραία που λάμπει το κεφάλι σου σε τούτο τ’ ασημένιο πιάτο
στο τραπέζι
του γάμου μου από αλουμίνιο και κοράλι
ένα σάπιο μήλο στολίζει το στεφάνι σου
μου έδειξες τ’ αγκάθια όταν πια τα γνώριζα
όταν προχωρούσα πια στον δρόμο σου σταγόνα σταγόνα.
αυτή η αφαίμαξη ήταν μέρος της κλίνης μας ακόμα και του σαπουνιού στο μπάνιο.
ήμουν ευτυχής σχεδόν στ’ αυλάκια από το αίμα σου
από το αίμα μου. λεύκα λευκή.
φοράδα κρυμμένη σε κοπάδι αρσενικών αλόγων τρομαγμένων ήμουν
Δάφνη, Γαία,
Μητέρα Γη,
οι θεότητες δεν ξέρουν από τιμωρίες,
εκτός και αν κάποια θνητή ριχτεί απ’ την Ακρόπολη
και πήδηξα —και βούτηξα—
μες στην πηγή που υπήρχε στους Δελφούς, στους Πρόποδες του Παρνασσού
όπου η Μέδουσα κοιτούσε τρομαγμένη
την ατιμωρησία των θεών.


Μέδουσα

ο Ποσειδώνας έφυγε στις θάλασσές του μετά από τη βεβήλωση
του ναού
του κορμιού
της Μέδουσας.
εκείνη δεν ήταν σαν τη γοργόνα της Κέρκυρας
μπρούτζινα νύχια
χρυσά τα φτερά της
κυνόδοντες αγριόχοιρου
με μια λέαινα σε κάθε πλευρό της. όχι,
εκείνη δεν ήταν έτσι ακριβώς
μα είχε την ομορφότερη κώμη απ’ όλες τις θεές.
όταν ο εκτελεστής ύψωσε τη λάμψη του ξιφαριού
η Μέδουσα εξέφρασε την ετυμηγορία της:
κάθε σταγόνα αίμα που θ’ αναβλύσει απ’ τον λαιμό μου
θα σε κυνηγήσει ως τον Κάτω Κόσμο και θα κουλουριαστεί σαν φίδι
−ανάμεσα στα πόδια σου−
δε θα υπάρξει ασπίδα ή χρησμός που να σε προστατέψει.
θα είναι, τότε, το κεφάλι σου αυτό που θα κρέμεται
απ’ το δεξί μου χέρι.


Η Ελλάδα κι εγώ

Τεγουσιγάλπα, Ονδούρα, 9 Σεπτεμβρίου 2021

Ποιος δεν ξέρει την Ελλάδα; Την ήξερα από πάντα, αλλά στα έντεκά μου χρόνια τη συνάντησα πρόσωπο με πρόσωπο στο καινούριο σχολείο που μόλις είχα πάει, στην έκτη δημοτικού. Ένα πρωί γεμάτο από γουργουρητά περιστεριών που κούρνιαζαν στη σκεπή, ήρθαν τρεις εκπαιδευόμενοι δάσκαλοι. Μανουέλ τον έλεγαν τον έναν, αξέχαστος, γιατί εκείνη τη μέρα μάς διηγήθηκε τις πιο παθιασμένες ιστορίες που είχα ακούσει ποτέ, αν εξαιρέσουμε εκείνες που διηγούταν ένας ποιμένας της χριστιανικής εκκλησίας και τις περιπέτειες του παππού μου από την πλευρά της μητέρας μου. Ο Μανουέλ μάς μίλησε για έναν κύριο που τον έλεγαν Όμηρο και για άλλους, για τον Οδυσσέα, την Πηνελόπη, τον Τρωικό Πόλεμο, τον στρατό στην κοιλιά του αλόγου, την Ελένη, τον Πάρη∙ θυμάμαι πως η μάγισσα Κίρκη μού έκλεψε την καρδιά μου. Καθένας από τους πρωταγωνιστές αυτούς άξιζε την προσοχή σου, δεν έκρυβαν τα ελαττώματά τους, οι θεοί και οι θεές έπαιζαν ρόλο όπως και κείνος ο ακατονόμαστος της εκκλησίας της γιαγιάς μου, αλλά της Ελλάδας έμοιαζαν περισσότερο στους ανθρώπους, γεμάτοι ελαττώματα και αρετές, αλλά πολύ ίδιοι στη γνώμη τους για τις γυναίκες. Τότε, την προσοχή μου την αιχμαλώτιζαν τα σκαμπανεβάσματα, οι προκλήσεις των ηρώων και το πώς αυτοί έβγαιναν απ’ τους λαβύρινθούς τους.
Έτσι περίμενα πάντα τον Μανουέλ να εμφανιστεί από την ξύλινη πόρτα εκείνου του μισοχωριάτικου σχολείου με δύο μόνο αίθουσες, αλλά με όλες τις τάξεις, να βάλει τον σάκο του πάνω στην έδρα και να ξαναπιάσει τις ελληνικές ιστορίες. Το μυαλό μου πετούσε σε κείνα τα τοπία και τους χάρτες που προσπαθούσε να σχεδιάσει στον τεράστιο πίνακα ή που έδειχνε στις εικονογραφημένες αφίσες του. Φανταζόμουν την Πηνελόπη να υφαίνει και να ξεϋφαίνει, και πρέπει να παραδεχτώ πως μου προκαλούσε κάποια αγωνία το να τη φαντάζομαι σ’ αυτό το μακροχρόνιο και μονότονο καθήκον της και, συγχρόνως, κάποια ζήλεια, γιατί εγώ ποτέ δεν μπόρεσα να φτιάξω μια ολοκέντητη κουβέρτα για μένα, όχι γιατί δεν ήθελα, το λαχταρούσα παρ’ όλη την αδυναμία μου, αλλά γιατί οι κλωστές μπερδεύονταν και γίνονταν κόμποι και το ύφασμα γέμιζε τρύπες από τις προσπάθειές μου να διορθώσω τις κακοφτιαγμένες βελονιές, οπότε η μάνα μου στο τέλος της σχολικής χρονιάς δεν είχε άλλη λύση από το να έρθει σαν θεά να με σώσει με το στρατό της από χρωματιστές κλωστές, και το αποτέλεσμα ήταν όμορφο, η μαμά το ευχαριστιόταν. Γι’ αυτό σκεφτόμουν πως μπορεί η Πηνελόπη να μην υπέφερε και τόσο πολύ −με το να κεντάει και να ξεϋφαίνει−, αλλά όλος αυτός ο σωρός από άντρες να εισέβαλαν και ξενυχτούσαν στο σπίτι της, καταβροχθίζοντας τα κελάρια της με τα κρασιά και τα τρόφιμα, ασφαλώς και μου προκαλούσε αμηχανία∙ και κείνα τα γουρούνια της Κίρκης, και το τραγούδι των Σειρήνων, και ο Οδυσσέας που δε σταματούσε να εξυφαίνει αιματηρές ιστορίες, ήταν κάτι που οι διηγήσεις του Μανουέλ δεν μπορούσαν να μου εξηγήσουν.
Δεν ξέρω πόσο με επηρέασαν εκείνες οι λογοτεχνικές και μυθολογικές διηγήσεις, αλλά αποφάσισα να σπουδάσω ψυχολογία ή να γίνω δασκάλα λογοτεχνίας. Κατέληξα στη φιλολογία και, καθώς κανένας δεν ξεφεύγει από την Ψυχή, συνέχισα να συναντάω την Ελλάδα σε όλους τους δρόμους, δε θα έλεγα πως όλοι οι δρόμοι με οδηγούσαν σ’ εκείνη, αλλά ότι ακριβώς εκείνη βρισκόταν σε όλους τους δρόμους μου. Ο Φρόιντ, ο Λακάν, οι λογοτεχνίες, τα βιβλία, οι φιλοσοφίες, ο πόλεμος στο Ιράκ και η καταστροφή της βιβλιοθήκης του, οι φεμινισμοί, τα ταξίδια. Πολλά ταξίδια έκανα, κανένα δεν ήταν στην Ελλάδα. Η πρώτη μου προσπάθεια ήταν το 2001 όταν σπούδαζα σχεδόν για έξι μήνες ισπανική λογοτεχνία στη Μαδρίτη∙ έφτασε η περίοδος των διακοπών, μία ολόκληρη εβδομάδα, εφτά μέρες, χρόνος αρκετός για τη δημιουργία ενός νέου κόσμου στις γνώσεις μου, αλλά δεν ήθελα να ταξιδέψω μόνη σε χώρες που δεν ήξερα τη γλώσσα τους, και οι περισσότεροι από τους συμφοιτητές και συμφοιτήτριές μου έκλιναν υπέρ του Παρισιού ή της Ρώμης, εγώ ήθελα να πάω σε όλες τις χώρες, αλλά εκείνη τη στιγμή το πνεύμα μου λαχταρούσε άλλες εστίες, την Ελλάδα ή κάτι από τον αραβικό κόσμο. Δε βρήκα παρέα για την Ελλάδα, αλλά με βρήκε μια Βραζιλιάνα φίλη που σκόπευε να πάει στο Μαρόκο και πήγαμε εκεί. Στο Αφγανιστάν είχαν ήδη ανατινάξει τα αγάλματα του Βούδα, αλλά έλειπαν ακόμα μήνες για την 11η Σεπτεμβρίου, κι έτσι γίνονταν ακόμα εκδρομές με λεωφορείο που περνούσε με φεριμπότ το στενό του Γιβραλτάρ. Επιστρέφοντας, έμαθα πως μια συμφοιτήτριά μου από τη Γουατεμάλα, αλλά από άλλη φοιτητική παρέα, είχε ταξιδέψει με κρουαζιερόπλοιο στα ελληνικά νησιά, το πρώτο που της ζήτησα ήταν να μου τα διηγηθεί όλα, μα σχεδόν αμέσως της ζήτησα το αντίθετο κι είπα πως ήθελα να τ’ ακούσω απ’ τα δικά μου χείλη. Όπως φαίνεται δεν ήταν η στιγμή για να δω την Ελλάδα.

Η δεύτερη ευκαιρία ήταν όταν ζούσα στην Ολλανδία, από το 2015 έως το 2019, δύσκολο να πάω με γκρουπ, κάποιοι φίλοι φοβούνταν τους «πρόσφυγες» στην Ελλάδα, έλεγαν «Η Ελλάδα δεν είναι πια η ίδια που ήταν πριν», μα εγώ η ίδια ήμουν μια πρόσφυγας κι οι άνθρωποι μου το έλεγαν αυτό κατάμουτρα, ξεχνώντας την κατάστασή μου∙ έτσι οργάνωσα το ταξίδι μου στην Ελλάδα συνοδευόμενη τώρα από μια κόρη δέκα ετών, πολύγλωσση, όμως ένας Τυφώνας από εμπόδια ξερίζωσε τους τένοντές μου και με γύρισε πίσω στην Ονδούρα, που σήμερα είναι μια μικρή γωνιά στα Τάρταρα. Ούτε αυτή ήταν η στιγμή για να πάω στην Ελλάδα.
Ο Χρησμός μού έχει πει πως η τρίτη προσπάθεια θα είναι και η οριστική. Και τον πιστεύω. Έχω ανακτήσει τους τένοντές μου. Δουλεύω πολύ πάνω σ’ αυτό και θα πραγματοποιηθεί.
Α, ξέχασα να αναφέρω πως ο Μανουέλ έγινε δάσκαλος, κι εγώ κατάφερα να γίνω συμφοιτήτριά του∙ κόντευε αν τελειώσει και τη Σχολή Κοινωνικών Επιστημών όταν εγώ ξεκινούσα τη φιλολογία. Το 2009 έγινε πραξικόπημα στην Ονδούρα, και αναδύθηκε η Αντίσταση κατά του Πραξικοπήματος, εκείνος το κατήγγειλε σ’ όλο τον κόσμο με παρρησία, χρησιμοποιώντας τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Έπειτα από κάποιους μήνες, μια σφαίρα τού πήρε τη ζωή μπροστά στους μαθητές του. Μας μένει η έμπνευσή του. Κι ένα ταξίδι που εκκρεμεί στην Ελλάδα. Αυτή την ώρα, ετοιμαζόμαστε να πάμε στη συγκέντρωση για τα Διακόσια χρόνια Ανεξαρτησίας, να διαμαρτυρηθούμε για το ξεπούλημα της Ονδούρας στους ξένους.

Κολομβία
Μπολιβάρ, είσαι ωραίος σαν Έλληνας

Αρμάντο Ρομέρο

Ο Armando Romero (Κάλι, 1944) είναι Κολομβιανός ποιητής και πεζογράφος. Διδάσκει Ιβηροαμερικανική Λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο του Σινσινάτι των Ηνωμένων Πολιτειών όπου και ζει. Στην πατρίδα του συμμετείχε στην αρχική ομάδα του πρωτοποριακού κινήματος του ’60 «Ναδαϊσμός». Έχει ταξιδέψει και διαμείνει σε πολλές χώρες της Αμερικής, της Ευρώπης και της Ασίας, κυρίως στο Μεξικό, στη Βενεζουέλα και στην Ελλάδα, στην οποία έγραψε το πρώτο του μυθιστόρημα και διάφορες ποιητικές συλλογές, ορισμένες με ελληνικό θέμα, όπως τα: Agion OrosEl Monte Santo [Άγιον Όρος], 2001, από το οποίο έχουν αντληθεί τα ποιήματα αυτής της παρουσίασης∙ Cuatro líneas [Ερωτικά τετράγραμμα], 2005, και El color del Egeo [Το χρώμα του Αιγαίου], 2016, τα οποία έχουν παρουσιαστεί σε μετάφραση της γράφουσας σε διαφορετικά τεύχη της Ποιητικής. Σε μετάφραση της ιδίας κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδ. Τόπος, το βραβευμένο μυθιστόρημά του Καχάμπρε [Cajambre, 2012). Το έργο του έχει αποσπάσει πολλά διεθνή βραβεία και έχει μεταφραστεί στα αγγλικά, βουλγαρικά, γαλλικά, γερμανικά, δανικά, ελληνικά, ιταλικά, πολωνικά και τουρκικά.


Χειρόγραφα της Ξηροποτάμου

Πηδάει από το χέρι στο χαρτί μια μορφή που γυρεύει σώμα,
ένα σώμα που λαχταράει να βρει ένα νόημα,
ένα νόημα που υπακούει στις υπαγορεύσεις του οράματος και του ψαλμού.
Γράμματα που καταδιώκουν γράμματα που γράφουν γράμματα,
Εικόνες που είναι εικόνες αυτού που είναι εικόνα:
Δράκοι που δαγκώνουν την ουρά τους,
δέντρα μπλεγμένα με λουλούδια και φλόγες,
σπείρες από στόμα σε στόμα πουλιών και φιδιών,
ρόδακες και πρόσωπα που παρατηρούν,
μπράτσα και χέρια που καίγονται στην προσευχή,
το κεφάλι ενός άντρα πίσω από τον τοίχο.
Αυτά είναι τα Ευαγγέλια των Ματθαίου, Λουκά, Μάρκου, και Ιωάννου.
Είναι οι ομιλίες του Αγίου Γρηγορίου του Ναζιανζηνού, του Αγίου Μάξιμου∙
οι λειτουργίες του Αγίου Βασιλείου, του Αγίου Χρυσοστόμου και του Προηγιασμένου.
Σελίδες επί σελίδων τρέχουν βιαστικές στη θέα της όμορφης γραφής της ελληνικής γλώσσας.
Από το άλφα ως το ωμέγα ο δικέφαλος αετός δαγκώνει τα πάνω σημεία του Μ.
Ελλειπτικό ή κεντραρισμένο στον εαυτό του το Ο φέρνει αντιμέτωπους
δύο ιππόκαμπους μες σε φυτά, ανοίγει ένα παράθυρο σ’ ένα
χέρι που προσεύχεται, βάζει ένα πουλί στο πάνω μέρος και δύο 
παράξενα ερπετά βγαίνουν απ’ τον λαιμό ενός αετού.
Δύο κλαδιά ένα σε κάθε χέρι γίνονται πόδια για το γράμμα Π ενώ τέσσερα
τερατώδη ψάρια παρατάσσονται εκατέρωθεν ενός κεφαλιού και δύο ανοιχτών φτερών.
Ανθοδέσμες και πουλιά και ψάρια που καταβροχθίζουν φρούτα είναι το Κ,
και δύο δράκοι τυλιγμένοι στην ουρά ενός παγωνιού κάνουν το Α.

Τα έξι φτερά των Σεραφείμ τυλίγουν το πρόσωπο Σωτήρας και το Ε
είναι καθρέφτης επιφανειών, καμωμένο από ομορφιά φωτιάς που
σπιθοβολάει, μορφές του ζωώδους που βυθίζονται.
Είναι δέντρα όπου αναπτύσσονται τα γράμματα των χειρογράφων,
που μας ευλογούν, που βγάζουν κλαδιά, που σηκώνομαι να πετάξουν
σαν πουλιά, σαν προσευχές και ψαλμωδίες.
Ο Ευαγγελιστής Λουκάς, ο Ευαγγελιστής Μάρκος είναι εκεί, ξαφνικά,
γράφοντας με την πένα των δακτύλων την ιστορία που επιβάλλεται
στις μονές.
Βυζαντινό δάσος,
γραφή στο όρος,
λόγος Θεού και προς Θεό που πέφτει
ή υψώνεται απ’ το ακατάληπτο,
απ’ αυτό που άφησε ανάμεσα σε γραμμές και χρώματα
το χνάρι του από πέλμα από άμμο
μαστιγωμένο απ’ το νερό.


Εικόνα

Ο Νίκος και ο Μιχαήλ, από τη Σαλαμίνα, μαθαίνουν στην Αγία Άννα
τη γλυκιά την τέχνη της αγιογραφίας.
Ο Μιχαήλ είν’ ένας άνθρωπος γραφείου, απαλός στους τρόπους, γρήγορος
στο χαμόγελο.
Ο Νίκος πάσχει από παράλυση ποδιών και, στην πόλη του, επιβιώνει
πουλώντας περιοδικά κι εφημερίδες σε μια γωνιά.
Τα μάτια του Νίκου λάμπουν από τη δύναμη αρχαίων θαλασσών,
μάχες χαμένες ή κερδισμένες.
Το βλέμμα του Μιχαήλ ανοίγει έναν ορίζοντα σαν από πορτοκαλόφλουδες.
Πηδώντας μες στα βράχια, πλευρίζοντας γκρεμούς, ανεβαίνοντας με καλπασμό
τους δρόμους, καταφεύγοντας στα πλοία, ο Μιχαήλ φορτώνεται
στην πλάτη του τον Νίκο.
Κι ο Νίκος γελάει σαν παιδί: «Ουστ, Ουστ, μουλάρι μου, ο Θεός
θα σου το ξεπληρώσει με άλλον προορισμό», λέει με το χέρι του
σαν καμουτσίκι.
Ο πρωινός ήλιος, με επιδέξιο πινέλο, αυτή την εικόνα τη βάφει με φως.


Το δείπνο

Με την καμπάνα του δείπνου τρέχουν οι μοναχοί,
με σηκωμένα τα ράσα κι ανεβασμένη την όρεξη.

Τρέχουμε κι εμείς κυνηγημένοι από την πείνα
κι από ’ναν μοναχό πολυλογά.

«Η τράπεζα με πάγκους και τραπέζια από ξύλο
φαγωμένο από τα χρόνια

αντηχεί από τα τσίγκινα πιάτα.
Γρήγορα μπαίνει ο ηγούμενος με την αυλή του να τον ακολουθεί.

Ευλογεί τη σούπα κι ο καλόγερος, που ’χει σειρά
για να διαβάσει τις γραφές, πετώντας πάει στον άμβωνα.

Διαβάζει ο μοναχός ασθμαίνοντας τους ψαλμούς του
στον ρυθμό των μορφασμών του ηγούμενου που τρώει,

που καταβροχθίζει.
Και σαν χορός από βιολιά που αντηχούν σαν βουβές καμπάνες,

τα μπράτσα, τα χέρια κι οι κουτάλες των μοναχών
τον συνοδεύουν.

Ξαφνικά, τα πάντα γίνονται ησυχία και σιωπή.
Ο ηγούμενος έχει αποφασίσει να τελειώνει το φαγητό.

«Όλος ο κόσμος πρέπει να φύγει», λέει ένας γέρος μοναχός,
με το βλέμμα στα γεμάτα πιάτα μας,

«το δείπνο τελείωσε».
Στη νύχτα της Μονής, η πείνα συνοδεύει

το προσκύνημα του πνεύματος.

Η Ελλάδα, το ταξίδι, η γραφή

Στις πρώτες σελίδες της Οδύσσειας, ο Όμηρος μας μιλάει για τον «Γέροντα της θάλασσας», τον Πρωτέα. Έτσι έρχεται στη μνήμη μου το όμορφο και λυπημένο μυθιστόρημα του Έρνεστ Χέμινγουεϊ με τίτλο «Ο γέρος και η θάλασσα». Στα ισπανικά αποδόθηκε ως «El Viejo y el Mar», όπου η λέξη θάλασσα έχει αρσενικό άρθρο. Ο Χέμινγουεϊ επέμενε ότι πρόκειται για μεταφραστικό λάθος, γιατί για εκείνον ήταν «El Viejo y la Mar».* Τίποτα πιο σωστό, αφού η θηλυκή οντότητα της θάλασσας, Θάλαττα, αναδύεται από την Ελλάδα, την ιερή κατοικία των θεών, τη γένεση της ζωής που επιπλέει στο νερό, την πηγή των λέξεων που μας ορίζουν για πάντα. Δεν ήταν τυχαίο που δύο αετοί από τον Νότο και του Βορρά συναντήθηκαν στο όρος των Δελφών κι εκεί ενώθηκαν στον δικέφαλο αετό για να στηθεί ο Ομφαλός, ο αφαλός του κόσμου, πέτρα του τέλους και της αρχής.
Σαν άνθρωπος που από παιδί πιστεύει στη δύναμη της φαντασίας, έχω δει έκτοτε συχνά τη διαρκή αλλαγή των θεών, ανδρών και γυναικών, παίζοντας με τις ιερές και γήινες δυνάμεις τους. Το διαρκές άλμα από το θείο στο εγκόσμιο, που χαρακτηρίζει την Ελληνική θρησκευτική πίστη στην αρχαιότητα, μεταμορφωμένο σήμερα σε μύθους, θρύλους και παραμύθια, μ’ έφερε πιο κοντά στο όραμα του κόσμου που μου ήταν περισσότερο οικείο. Δεν υπήρχε σ’ αυτό εκείνος ο τρόμος, εκείνη η ενοχή, εκείνο το πρέπει να υποφέρεις για να πας στον ουρανό, που μου προκαλούσε το παιχνίδι σταυρών και δαιμόνων. Το να αισθάνομαι ελεύθερος ήταν η λύτρωση.
Λένε οι μοναχοί του Αγίου Όρους πως, όταν η Παναγία πάτησε το πόδι της στο Βατοπέδι, άρχισε η δύση των θεών. Δεν υπάρχει, για μένα, πιο θλιβερή είδηση απ’ αυτή την παραδοξότητα του θηλυκού, του γυναικείου. Ήρθε και για τους θεούς και τις θεές η σειρά να κατοικήσουν στις κατακόμβες κι εκεί βρίσκονται και θα βρίσκονται για πάντα, σε θάλασσα και σε στεριά.
Το να κατοικώ στο ταξίδι έγινε το διαπιστευτήριό μου. Έτσι, φτάνοντας στην Ελλάδα, άρχισα να ξανανοίγω τον κύκλο που συγκλίνει στο κέντρο του. Ήταν ευλογία να νιώθω τα πόδια μου, που τ’ ακουμπούσαν ελαφρά τα σανδάλια, να γεμίζουν σκόνη που ερχόταν από τα μάρμαρα στον Παρθενώνα, τα μάτια μου χάνονταν στην άβυσσο που άφησε ο χρόνος στη Θήρα, τα χέρια μου προσπαθούσαν να βρουν τον δρόμο, που ανοίγει ο λαβύρινθος στην Κρήτη, τα πόδια μου, μες την απέραντη απόσταση, άνοιγαν για να φτάσουν στη Ρόδο, με προσευχή και κατάπληξη τελείωνε ο διάλογός μου με την αποκάλυψη στην Πάτμο και, μέσ’ από το σύμπλεγμα του αρχιπελάγους των Φούρνων, άνοιγαν τα βουνά από ήλιο και πέτρα της Ικαρίας. Η στεριά, τα νησιά και ο ήλιος που τα περιέβαλε, σχηματίζονταν σαν λέξεις πάνω σ’ αυτή τη σελίδα από γαλάζιο Αιγαίο, Θάλασσα.
Κι έκτοτε μένει μέσα μου το σημάδι αυτού που δεν τελειώνει σαν σήμα κατατεθέν του ταξιδιού και της γραφής μου.

*Στα ισπανικά η θάλασσα εμφανίζεται και με τα δύο άρθρα, αρσενικό και θηλυκό.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: