«Καίγομαι» και «πνίγομαι»...

Μετάφραση: Αγαθή Δημητρούκα
Από το «Ρεμπέτικο», σε σκηνοθεσία Κώστα Φέρρη (1983): Η Μαρίκα (Σωτηρία Λεονάρδου) έτοιμη να τραγουδήσει.
Από το «Ρεμπέτικο», σε σκηνοθεσία Κώστα Φέρρη (1983): Η Μαρίκα (Σωτηρία Λεονάρδου) έτοιμη να τραγουδήσει.
...στην ποίηση του Γκάτσου και στη μουσική του Ξαρχάκου στην ταινία «Ρεμπέτικο»


§0.

Τα σχόλιά μου εδώ γιορτάζουν μια γιορτή. Η αρχική γιορτή έγινε στις 14 Οκτωβρίου 2018, και το γεγονός αυτό είχε ένα ξεχωριστό όνομα: «Ο Γκάτσος που αγάπησα: Μια συναυλία». Η συναυλία παρουσιάστηκε από τη Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, κυρίως χάρη στις προσπάθειες της Ρέα Λεσάζ. Σε ένδειξη ευγνωμοσύνης για το επίτευγμά της, αφιερώνω σ’ εκείνη τα εδώ σχόλιά μου γιορτάζοντας την αρχική γιορτή. Αυτό που γράφω, μετά από λίγες μέρες, είναι για την ποίηση του Νίκου Γκάτσου όπως τη βλέπουμε ενσωματωμένη στη μουσική που συνέθεσε ο Σταύρος Ξαρχάκος. Επικεντρώνομαι σε ένα από τα πολλά τραγούδια που δημιούργησαν μαζί οι δύο αυτοί καλλιτέχνες για την ταινία Ρεμπέτικο, η οποία πρωτοεμφανίστηκε το 1983. Το τραγούδι, το οποίο δεν ήταν ένα από τα κομμάτια που παρουσιάστηκαν στη λαμπρή συναυλία του Οκτωβρίου του 2018, αναδεικνύει τη λέξη «καίγομαι» – και τη μεταφράζω προς το παρόν ως «I’m burning up in flames». Γιατί επικεντρώνομαι σε αυτό το τραγούδι; Στα σχόλια που ακολουθούν, δίνω επτά λόγους.

§1.
Πρώτον, επικεντρώνομαι σε αυτό το τραγούδι γιατί αγαπώ την ποίηση του Γκάτσου που ακούω ενσωματωμένη στη μουσική που συνέθεσε ο Ξαρχάκος, την οποία αγαπώ εξίσου. Μια τέτοια ενσωμάτωση, όπως την ονόμασα, μου θυμίζει την αλληλεπίδραση της ποίησης και της μουσικής στην αρχαία ελληνική τραγουδοποιία, όπου οι παλαιότερες μορφές ποίησης και τραγουδιού δεν διαφοροποιούνται η μία από την άλλη, όπως υποστήριξα στο βιβλίο Pindars Homer [Ο Όμηρος του Πινδάρου] (1990:41-42). Εκεί αναφέρω τη διατύπωση του A.M. Dale στο The Lyric Metres of Greek Drama [Ta λυρικά μέτρα του ελληνικού Δράματος] (2η έκδοση, Cambridge 1968:166), ο οποίος χρησιμοποιεί την ιδέα του Milton για τη Φωνή και τον Στίχο που ενώνονται για να σχηματίσουν το Τραγούδι: «Για τον Έλληνα λυρικό ποιητή η Φωνή και ο Στίχος δεν ήταν ένα ζεύγος σειρήνων. Ο Στίχος ήταν απλώς η ατελής καταγραφή μιας ενιαίας δημιουργίας, του Τραγουδιού». Έτσι, η αλληλεπίδραση της ποίησης του Γκάτσου με τη μουσική του Ξαρχάκου είναι κατά τη γνώμη μου ένας αρκετά καλός λόγος για την παραγωγή ενός δοκιμίου όπως αυτό, το οποίο γιορτάζει, άλλωστε, την κληρονομιά του Γκάτσου – ενός καλλιτέχνη του οποίου ο ρόλος στη δημιουργία τραγουδιών μπορεί να παραμείνει δυναμικά ζωντανός στα ζώντα αρχεία της Βιβλιοθήκης του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ. Η ιστορία διαφύλαξης της κληρονομιάς αυτής από τη Βιβλιοθήκη περιγράφεται εν συντομία αλλά με σθένος εδώ: https://library.harvard.edu/about/news/2018-08-21/harvard-library-presents-gatsos-i-loved-concert-october-14-2018.

§2.
Αλλά εδώ είναι κι ένας δεύτερος λόγος για την εστίασή μου στο τραγούδι που αρχίζει με τη λέξη «καίγομαι». Το θέμα είναι ότι δεν μου αρέσει μόνο να ακούω την ποίηση του Γκάτσου και τη μουσική του Ξαρχάκου όπως συνδυάζονται σε αυτό το τραγούδι. Μου αρέσει επίσης να βλέπω την ταινία μέσα στην οποία ζωντανεύει το ίδιο το τραγούδι. Η ταινία είναι το Ρεμπέτικο το οποίο εμφανίστηκε το 1983, σε σκηνοθεσία Κώστα Φέρρη και σε σενάριο του ίδιου και της Σωτηρίας Λεονάρδου, η οποία επίσης υποδύεται και τον κύριο ρόλο: μια γυναίκα που ονομάζεται «Μαρίκα» και παραπέμπει στην τραγουδίστρια-θρύλο του ρεμπέτικου τραγουδιού Μαρίκα Νίνου. Άλλοι ηθοποιοί αυτής της ταινίας που πρέπει να θυμόμαστε είναι ο Νίκος Δημητράτος ως «Παναγής» και ο Νίκος Καλογερόπουλος ως «Μπάμπης».

§3.
Υπάρχει και κάτι άλλο. Ο τρίτος λόγος για την εστίασή μου σε ένα τραγούδι που ξεκινάει με την εξωφρενικά οδυνηρή αίσθηση του να καίγεσαι, είναι ο εξής: Μου αρέσει επίσης να ακούω –και να βλέπω– την παθιασμένη ερμηνεία της Σωτηρίας Λεονάρδου στον ρόλο της Μαρίκας, στη σκηνή παρουσίασης αυτού του τραγουδιού πόνου. Η αίσθηση του καίγομαι, που νιώθει η Μαρίκα, ταιριάζει όμορφα με την πλοκή της όλης ιστορίας που αφηγείται η ταινία Ρεμπέτικο.


§4.

Και υπάρχει και κάτι άλλο ακόμα. Ο τέταρτος λόγος για την εστίασή μου σε ένα τραγούδι που αναδεικνύει το νεοελληνικό ρήμα «καίγομαι», είναι το γεγονός ότι το ρήμα αυτό προέρχεται από το αρχαιοελληνικό ρήμα «καίω / καίομαι». Και, εξίσου σημαντικό, το επιπρόσθετο γεγονός ότι το νεοελληνικό ουσιαστικό «καημός» προέρχεται από το ίδιο αρχαίο ρήμα. Αλλά ο νεοελληνικός «καημός» δε σημαίνει, εκ πρώτης όψεως, «κάψιμο» αλλά μάλλον «πόνο» και «θλίψη» ή ακόμα και «λαχτάρα» και «επιθυμία». Όλες αυτές οι έννοιες, θα υποστηρίξω τώρα, συγκλίνουν σε μία μόνη κινητήρια μεταφορά, η οποία σημαίνει ότι αισθάνομαι έναν πόνο από κάψιμο και θλίψη ή λαχτάρα και επιθυμία. Επιπλέον, η λέξη «καημός» δεν αναφέρεται μόνο στον πόνο και τη θλίψη ή τη λαχτάρα και την επιθυμία, αλλά και σε τραγούδι για τον πόνο και τη θλίψη ή τη λαχτάρα και την επιθυμία. Μια τέτοια εκτεταμένη έννοια που περιλαμβάνει τραγούδι, μου θυμίζει την έννοια του άχεος και του πένθους στην αρχαία ελληνική τραγουδοποιία: αυτές οι δύο λέξεις δεν αναφέρονται μόνο στον πόνο και τη θλίψη αλλά και σε τραγούδι για τον πόνο και τη θλίψη. Ένα τέτοιο τραγούδι, από την άποψη των ανθρωπολόγων, είναι ένας θρήνος, ο οποίος αναμιγνύει συναισθήματα πόνου και θλίψης με συναισθήματα λαχτάρας και επιθυμίας, όπως έχω υποστηρίξει στο «Hour 3» [Ώρα 3] του The Ancient Greek Hero in 24 Hours [Ο αρχαίος Έλληνας ήρωας σε 24 ώρες], ειδικά στην παράγραφο 3§13. https://archive.chs.harvard.edu/CHS/article/display/5945.part-i-hour-3-achilles-and-the-poetics-of-lament

§5.
Τώρα φτάνω στον πέμπτο λόγο για την εστίασή μου σε ένα τραγούδι που υπογραμμίζει τη λέξη «καίγομαι». Στη νεοελληνική κουλτούρα του τραγουδιού, το είδος που εκφράζει και ενσαρκώνει τον «καημό» ως «κάψιμο» μεταφορικά, είναι το ρεμπέτικο τραγούδι, εξ ου και ο τίτλος της ταινίας Ρεμπέτικο. Αυτό το είδος «καημού» εξέφρασε τον πόνο και τη θλίψη εκείνου που εξακολουθεί να είναι γνωστό ως Καταστροφή του 1922. Συνέβη στη Μικρά Ασία, και το επίκεντρο της καταστροφής ήταν η παλιά περήφανη πόλη της Σμύρνης. Μεταξύ των φρικαλεοτήτων που συνόδευσαν το οδυνηρό και θλιβερό αυτό γεγονός ήταν και το κάψιμο της πόλης, γνωστής πλέον με το τουρκικό της όνομα Ιζμίρ. Το τεράστιο κύμα προσφύγων, που διέφυγαν από τη φλεγόμενη πατρίδα τους στη Μικρά Ασία, έφτασαν στο σύγχρονο κράτος της Ελλάδας στην Ευρώπη, όπου υπέφεραν όλα τα δεινά των εκτοπισμένων πληθυσμών. Οι απελπισμένες ζωές τους είχαν πληγεί σοβαρά από τη φτώχεια, τον εθισμό, τη βία, την πορνεία, ακόμα κι από ενδοοικογενειακή κακοποίηση. Για μελέτη του ρεμπέτικου τραγουδιού, το οποίο με πόνο αλλά και με ομορφιά θρηνεί τα βάσανα της εποχής εκείνης και όχι μόνο, αναφέρω ένα προκλητικό βιβλίο της Gail Holst (-Warhaft), Road to Rembetika: Music of a Greek Sub-CultureSongs of Love, Sorrow and Hashis [Στον δρόμο για τα Ρεμπέτικα: Μουσική μιας ελληνικής υποκουλτούρας–Τραγούδια αγάπης, θλίψης και χασίς (Λίμνη Ευβοίας, 2014). Τελικά, το ρεμπέτικο τραγούδι βγήκε από την αντισυμβατική και μη αποδεκτή υποκουλτούρα του κι έγινε αναπόσπαστο κομμάτι του γενικού λαϊκού πολιτισμού. Εν τω μεταξύ, η αρχαιότερη μορφή του ρεμπέτικου των παλιών θλιβερών χρόνων, εγγράφηκε το 2017 (12.COM) στον Αντιπροσωπευτικό Κατάλογο της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας, https://ich.unesco.org/en/RL/rebetiko-01291. Η ταινία Ρεμπέτικο, που εμφανίστηκε το 1983, τόσα χρόνια έπειτα από όλα εκείνα τα βάσανα, είναι μια νοσταλγική απόπειρα για να ζωντανέψει η παλιά γλυκιά θλίψη.

§6.
Και τώρα, στον έκτο λόγο μου... Μπαίνει η Μαρίκα, η οποία θα τραγουδήσει τον «καημό» για το κάψιμο της Σμύρνης. Καίγομαι κι εγώ μαζί με την πόλη μου: καίγομαι. Το τραγούδι μου του πόνου, ο καημός μου, είναι ένα μεταφορικό κάψιμο. Αλλά δεν καίγομαι μόνο από τον πόνο της καμένης πόλης μου. Καίγομαι κι από τους πόνους που βίωσα προσωπικά στη θλιβερή ζωή μου. Η Μαρίκα κάθεται εκεί στη μέση μιας σειράς μουσικών του ρεμπέτικου. Δεν έχει τραγουδήσει ποτέ τίποτα μόνη της δημόσια. Ωστόσο, με το που ανοίγει τα χείλη της τώρα, βγάζει τον απόλυτο καημό. Οι πρώτες λέξεις που βγαίνουν απ’ το ανοιχτό στόμα της, το σιωπηλό ως τώρα, είναι ήδη ένας θρήνος: «Όταν γεννιέται ο άνθρωπος / ένας καημός γεννιέται». Έτσι, η ανθρωπότητα και το λυπημένο τραγούδι ενός πόνου που καίει γεννιούνται μαζί, μεταφορικά. Ενώ τραγουδάει, οι αναδρομές στην ταινία σηματοδοτούν τα πιο οδυνηρά προσωπικά της τραύματα: να ξυλοκοπείται ως παιδί, να βλέπει τη μητέρα της να σκοτώνεται. Αναφέρομαι εδώ στη σκηνή του τραγουδιού όπως αυτό τραγουδιέται στην ταινία (από το 53΄:38΄΄ ως το 59΄:43΄΄. Ρεμπέτικο,1983, ειδική έκδοση 2004).

§7.
Τέλος, ο έβδομος και τελευταίος λόγος. Εδώ αναφέρομαι στον πραγματικό συνδυασμό των λέξεων «καημός» και «καίγομαι» στο συγκεκριμένο τραγούδι. Παρουσιάζω τον συνδυασμό αυτόν παραθέτοντας ολόκληρο το τραγούδι όπως το ερμηνεύει σήμερα η γυναίκα που τραγουδάει τον πόνο. Μετά από τους πρωτότυπους στίχους του Γκάτσου, ακολουθεί δική μου μετάφραση στα αγγλικά.

Καίγομαι καίγομαι

Όταν γεννιέται ο άνθρωπος
ένας καημός γεννιέται
κι όταν φουντώνει ο πόλεμος
το αίμα δε μετριέται.

Καίγομαι καίγομαι
ρίξε κι άλλο λάδι στη φωτιά.
Πνίγομαι πνίγομαι
πέτα με σε θάλασσα βαθιά.

Ορκίστηκα στα μάτια σου
που τα ’χα σα βαγγέλιο
τη μαχαιριά που μου ’δωκες
να σου την κάμω γέλιο.

Καίγομαι καίγομαι…

Μα συ βαθιά στην Kόλαση
την αλυσίδα σπάσε
κι αν με τραβήξεις δίπλα σου
ευλογημένος να ’σαι.

Καίγομαι καίγομαι…


I’m burning up in flames

When a human [άνθρωπος] is born
a sorrow [καημός] is born.
When war [πόλεμος] ignites,
blood is beyond measuring.

I’m burning [καίγομαι], I’m burning [καίγομαι],
throw more oil on the fire
I’m drowning [πνίγομαι], I’m drowning [πνίγομαι],
throw me into the depths of the sea [θάλασσα].

I swore on your eyes [μάτια],
as if I had sworn on the bible,
that the stabbing you gave me with the dagger
I would turn it into laughter.

I’m burning [καίγομαι], I’m burning [καίγομαι]…

But you, in the depths of hell [Κόλαση],
yank the chain,
and if you drag me down next to you,
may you be called blessed.

I’m burning [καίγομαι], I’m burning [καίγoμαι]…

Μέσα σε αγκύλες, ενσωματωμένες στη μετάφρασή μου, είναι σημαντικές σύγχρονες λέξεις με καταγωγή από την αρχαία ελληνική και τις ξεχωρίζω για δύο λόγους: Οι λέξεις με όρθια γράμματα είναι αναγνωρίσιμες από τον ελληνιστή που διαβάζει μόνο αρχαία ελληνικά∙ με πλάγια, εκείνες που μπορεί να τις αναγνωρίσει ο ελληνιστής που έχει γνώση και της νεοελληνικής γλώσσας.
Η αντίθεση αυτή μου θυμίζει το βιβλίο του Raymond V. Schoder, Italian is easy, if you know Latin [Τα ιταλικά είναι εύκολα, αν γνωρίζετε λατινικά], (1960). Κάποιος θα έπρεπε να γράψει ένα βιβλίο Τα νέα ελληνικά είναι εύκολα, αν γνωρίζετε αρχαία ελληνικά − αλλά είναι και πιο δύσκολα έτσι.




Αναθεωρημένο το άρθρο που δημοσιεύτηκε στις 18/10/2018 στο Περιοδικό του Κέντρου Ελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ: Classical Inquiries. https://classical-inquiries.chs.harvard.edu/im-burning-up-in-flames-and-im-drowning-on-the-poetry-of-nikos-gatsos-inside-the-music-of-stavros-xarhakos-inside-the-film-rebetiko/

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: