Ένα ημιτελές πεζογράφημα του Νίκου Γκάτσου: «Η Λίμνη Καλιάμπα»

Πρώτο σχεδίασμα της «Αμοργού». Στην πίσω όψη του χειρογράφου σχεδίασμα  του κειμένου «Η λίμνη Καλιάμπα» («Αρχείο Νίκου Γκάτσου», Βιβλιοθήκη Πανεπιστημίου Χάρβαρντ)
Πρώτο σχεδίασμα της «Αμοργού». Στην πίσω όψη του χειρογράφου σχεδίασμα του κειμένου «Η λίμνη Καλιάμπα» («Αρχείο Νίκου Γκάτσου», Βιβλιοθήκη Πανεπιστημίου Χάρβαρντ)



Ανά­με­σα στα κα­τά­λοι­πα[1] του Νί­κου Γκά­τσου ξε­χω­ρί­ζει το πε­ζό Η Λί­μνη Κα­λιά­μπα. Χρο­νο­λο­γεί­ται πε­ρί­που στην επο­χή της Αμορ­γού, όπως μαρ­τυ­ρεί το γε­γο­νός ότι η πιο εκτε­νής μορ­φή του βρί­σκε­ται στην πί­σω όψη του χει­ρο­γρά­φου του ποι­ή­μα­τος και, όπως γνω­ρί­ζου­με, η Αμορ­γός γρά­φτη­κε το 1941-1942 και εκ­δό­θη­κε το 1943.[2] Άλ­λα, πο­λύ μι­κρό­τε­ρα απο­σπά­σμα­τα του εν λό­γω πε­ζού, βρί­σκο­νται σε άλ­λους φα­κέ­λους του αρ­χεί­ου των κα­τα­λοί­πων του ποι­η­τή.[3]
Η Λί­μνη Κα­λιά­μπα ξε­χω­ρί­ζει πρώ­τα απ’ όλα για­τί εί­ναι πε­ζο­γρά­φη­μα, και όχι ποί­η­μα ή τρα­γού­δι. Πρό­κει­ται, δυ­στυ­χώς, για ανο­λο­κλή­ρω­το έρ­γο και δεν υπάρ­χει στα γρα­πτά του Γκά­τσου κά­ποιο σχέ­διο ή κά­ποια ση­μεί­ω­ση που να μας εξη­γεί τι ακρι­βώς σκό­πευε να δη­μιουρ­γή­σει ο ποι­η­τής. Έχου­με μό­νο την προ­φο­ρι­κή μαρ­τυ­ρία της Αγα­θής Δη­μη­τρού­κα, κλη­ρο­νό­μου του ποι­η­τή, η οποία, από συ­ζη­τή­σεις μα­ζί του, βε­βαιώ­νει ότι η πρό­θε­ση του Γκά­τσου ήταν να γρά­ψει ένα δι­ή­γη­μα.
Η αφή­γη­ση εί­ναι σε πρώ­το πρό­σω­πο: Ένας άντρας ξε­κι­νά­ει να πε­ρι­γρά­φει στους ανα­γνώ­στες ένα «πε­ρί­ερ­γο πε­ρι­στα­τι­κό», σχε­τι­κά με μια πε­ρί­ερ­γη λί­μνη ανά­με­σα στα βου­νά. Δεν κα­θο­ρί­ζε­ται το ση­μείο όπου βρί­σκε­ται, αλ­λά κά­που ανα­φέ­ρο­νται τα Άγρα­φα. Η εν λό­γω λί­μνη εί­ναι επι­κίν­δυ­νη για αν­θρώ­πους και ζώα εξαι­τί­ας μιας σει­ράς από οφθαλ­μα­πά­τες που πε­ρι­γρά­φο­νται λε­πτο­με­ρώς από τον Γκά­τσο με μια ante litteram ευαι­σθη­σία προς τη φύ­ση και την οι­κο­λο­γία:[4]

[…] κά­θε φο­ρά που η στάθ­μη των υδά­των ανά­λο­γα με τις ατμο­σφαι­ρι­κές συν­θή­κες ανε­βαί­νει ή κα­τε­βαί­νει, η επι­φά­νεια της λί­μνης αλ­λά­ζει όψη και πό­τε φαί­νε­ται σαν απέ­ρα­ντα χω­ρά­φια σπαρ­μέ­να με ψυ­χαν­θή, πό­τε σα χλο­ε­ρά λι­βά­δια με γυα­λι­στε­ρά ρυά­κια στη μέ­ση, πό­τε σαν πλα­γιά φυ­τρω­μέ­νη αμπέ­λια και βά­τα, πό­τε σαν κά­μπος με αν­θι­σμέ­νες μαρ­γα­ρί­τες κ.λ.π. Όπως κα­τα­λα­βαί­νε­τε τα πρώ­τα θύ­μα­τα σ’ αυ­τήν την πε­ρί­πτω­ση εί­τα­νε τα άγρια ζώα που τρα­βηγ­μέ­να από το εξαί­σιο θέ­α­μα πέ­φτα­νε ανύ­πο­πτα το ένα κο­ντά στ’ άλ­λο στην πα­γί­δα και πνι­γό­ντα­νε στα βα­θειά νε­ρά, κα­τό­πι τα πρό­βα­τα, μου­λά­ρια, άλο­γα και γαϊ­δού­ρια, κα­τό­πι οι βο­σκοί, οι ξυ­λο­κό­ποι, οι στρα­το­λά­τες και οι γε­ωρ­γοί, ώσπου στο τέ­λος οι τε­λευ­ταί­οι κα­τά­λα­βαν το λά­θος τους και αντί να τρέ­χουν πί­σω από ανύ­παρ­κτα αγα­θά κά­θη­σαν τρία χρό­νια όλα τα τρι­γύ­ρω χω­ριά και με προ­σω­πι­κή ερ­γα­σία φτιά­ξα­νε την πε­ρι­φε­ρεια­κή ζώ­νη που ανα­φέ­ρα­με πα­ρα­πά­νω, και γλύ­τω­σε κό­σμος και κο­σμά­κης. […]

Κά­ποια στιγ­μή, μια πο­λύ προ­χω­ρη­μέ­νη εται­ρεία −ύστε­ρα από κα­νο­νι­κό δια­γω­νι­σμό στον οποίο λά­βα­νε μέ­ρος διά­φο­ροι εξει­δι­κευ­μέ­νοι− κα­τα­φέρ­νει να ακυ­ρώ­σει τις οφθαλ­μα­πά­τες με ένα επι­τη­δευ­μέ­νο σύ­στη­μα από κά­το­πτρα, και όλα τα προ­βλή­μα­τα της πε­ριο­χής φαί­νε­ται να λύ­νο­νται:

[…] Σε δυο μή­νες ακό­μη εί­χα­νε μπει όλα στη θέ­ση τους και η λί­μνη πα­ρα­δό­θη­κε με τα φυ­σι­κά της πλέ­ον χρώ­μα­τα στο κοι­νόν. Όπως θα θυ­μά­στε τα εγκαί­νια γί­να­νε με όλη την επι­ση­μό­τη­τα και οι εφη­με­ρί­δες γρά­φα­νε πο­λύν και­ρό για το με­γά­λο αυ­τό έρ­γο. Και όπου άλ­λο­τε δεν τολ­μού­σε να πλη­σιά­σει άν­θρω­πος και μια ολό­κλη­ρη πε­ριο­χή εθε­ω­ρεί­το κα­τα­ρα­μέ­νος τό­πος, σή­με­ρα εκτός από το σου­σά­μι τις μου­ριές και τα ζαρ­ζα­βα­τι­κά που στο­λί­ζουν τον τό­πο, βλέ­πεις ακό­μα χι­λιά­δες πα­ρα­θε­ρι­στών που κο­λυ­μπά­νε στα κρου­σταλ­λέ­νια νε­ρά τής Κα­λιά­μπα, ακούς τρα­γού­δια, φω­νές […]

Και ακρι­βώς τό­τε συμ­βαί­νει το «πε­ρί­ερ­γο πε­ρι­στα­τι­κό», για το οποίο κά­νει λό­γο στην αρ­χή ο ανώ­νυ­μος αφη­γη­τής. Μό­λις που προ­λα­βαί­νου­με, οι ανα­γνώ­στες, να μά­θου­με ότι πρό­κει­ται για κά­τι πο­λύ σο­βα­ρό… Το κλί­μα της αφή­γη­σης το βα­ραί­νει ξαφ­νι­κά ένα φορ­τίο άγ­χους και μυ­στη­ρί­ου, που μας θυ­μί­ζει κά­πως τα δι­η­γή­μα­τα του Ιτα­λού Ντί­νο Μπου­τζά­τι...[5] Η πε­ριέρ­γειά μας κε­ντρί­ζε­ται και με­γα­λώ­νει… αλ­λά, δυ­στυ­χώς, δε θα μπο­ρέ­σει να ικα­νο­ποι­η­θεί: Ο μυ­στη­ριώ­δης κύ­ριος Νί­κος Γκά­τσος, που τα ξέ­ρει όλα, προ­τί­μη­σε να πά­ρει τη λύ­ση του μυ­στη­ρί­ου που λέ­γε­ται Λί­μνη Κα­λιά­μπα μα­ζί του, στην αιω­νιό­τη­τα.


Με τη Μα­ρία Κα­ρα­κά­ου­ζι γνω­ρι­ζό­μα­στε και συ­νερ­γα­ζό­μα­στε εί­κο­σι τό­σα χρό­νια.
Μου επι­τρέ­πε­τε, φα­ντά­ζο­μαι, να της αφιε­ρώ­σω ένα τρα­γού­δι που ο Γκά­τσος έγρα­ψε για την αγα­πη­μέ­νη της πό­λη. (Α.Δ.)

[1] Σχε­τι­κά με το αρ­χείο των κα­τα­λοί­πων του Γκά­τσου, βλ. Μaria Caracausi, Nikos Gatsos e i suoi “materiali in movimento”, Poeti greci del 900. Giornate di studio in onore di V. Rotolo, Palermo, 9/10-11-2005, Caltanissetta 2012, σ. 121-137 και Μaria Caracausi, «Σχέ­δια για την έκ­δο­ση των κα­τα­λοί­πων του Γκά­τσου», Ένας χα­μέ­νος ελέ­φα­ντας, Εκα­τό χρό­νια από τη γέν­νη­ση του Νί­κου Γκά­τσου, Πρα­κτι­κά Διε­θνούς Συ­νε­δρί­ου, Βι­βλιο­θή­κη του Μου­σεί­ου Μπε­νά­κη, Αθή­να 2015, σσ. 143-153.
[2]
Νί­κου Γκά­τσου, Αμορ­γός, εκδ. Αε­τός 1943.

[3] Βλ. «Σχέ­δια για την έκ­δο­ση των κα­τα­λοί­πων του Γκά­τσου», ό.π., σσ. 145-147. Ση­μειώ­νε­ται ότι η εκτε­νέ­στε­ρη μορ­φή του δι­η­γή­μα­τος δη­μο­σιεύ­τη­κε στο: Ημε­ρο­λό­γιο 1999, Συγ­γρα­φείς στο χρό­νο, Νί­κος Γκά­τσος, επιμ. Ν. Δ. Τρια­ντα­φυλ­λό­που­λος, εκδ. Διά­με­τρος, Χαλ­κί­δα 1998, σσ. 225-229.
[4] Ένα νε­ό­τε­ρο και πο­λύ γνω­στό πα­ρά­δειγ­μα της οι­κο­λο­γι­κής ευαι­σθη­σί­ας του ποι­η­τή απο­τε­λεί το τρα­γού­δι «Ο εφιάλ­της της Περ­σε­φό­νης» από τον κύ­κλο Τα πα­ρά­λο­γα. Βλ. Νί­κος Γκά­τσος, Όλα τα τρα­γού­δια, (νέα ανα­θε­ω­ρη­μέ­νη έκ­δο­ση), Εκ­δό­σεις Πα­τά­κη 2018, σ. 303.
[5]
Ο Ιτα­λός δη­μο­σιο­γρά­φος και συγ­γρα­φέ­ας Dino Buzzati (1906-1972) έγρα­ψε με­τα­ξύ άλ­λων μυ­θι­στο­ρή­μα­τα και θε­α­τρι­κά έρ­γα, αλ­λά το με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος της λο­γο­τε­χνι­κής πα­ρα­γω­γής του απο­τε­λεί­ται από πο­λυά­ριθ­μα δι­η­γή­μα­τα, ενταγ­μέ­να σε συλ­λο­γές όπως: Sessanta racconti, Il colombre κ.ά.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: