Για τον «Κεμάλ»

Nίκος Γκάτσος και Μάνος Χατζιδάκις
Nίκος Γκάτσος και Μάνος Χατζιδάκις


1.

«Από την παλέτα των νεαρών επαναστατών του Νίκου Γκάτσου», δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο πιο αγαπημένος, ειδικά στους νέους και τις νέες, είναι ο «Κεμάλ». Κι είναι παράξενο, γιατί σε αυτό το τραγούδι λέγεται ρητά, και μάλιστα δυο φορές, με δυο διαφορετικούς τρόπους, η πικρή, παλιά αλήθεια:

Αυτός ο κόσμος δε θ’ αλλάξει ποτέ.

Πρώτος την αποκαλύπτει στον νεαρό ήρωα και σε μας τους ακροατές ο ίδιος ο Αλλάχ. Του λέει:

δεν αλλάζουν οι καιροί
με φωτιά και με μαχαίρι
πάντα ο κόσμος προχωρεί.

Και στο τέλος, με σπασμένη φωνή, το επαναλαμβάνει κι ο ίδιος ο ποιητής με ακόμη πιο απόλυτο τρόπο:

Καληνύχτα.


2.

Οι συλλογικότητες, πέραν εκείνης του λαού, που όμως έχει ούτως ή άλλως μια μεταφυσική διάσταση, δεν συγκινούσαν τον Γκάτσο. Μόνο στο Νυν και Αεί, τον δίσκο που κυκλοφόρησε μετά την πτώση της Χούντας, βρίσκουμε δυο τραγούδια που αναφέρονται με κάποιο τρόπο σε ομαδικές προσπάθειες. Το «Ήρθε ο καιρός» αποτελεί προσκλητήριο:

εσείς που χρόνια δε σηκώσατε κεφάλι
και καλοσύνη δε σας άγγιξε καμιά
[…]

ήρθ’ ο καιρός ήρθ’ ο καιρός
να ξαναχτίσετε τη γη.


Το δεύτερο, «Ο δράκος», περιγράφει μια συλλογική προσπάθεια να γκρεμιστεί ένας τύραννος, η οποία κάθε άλλο παρά ηρωική είναι:

Είχαμε ένα δράκο
μα σαν τα σκυλιά
σκάψαμε ένα λάκκο
στην ακρογιαλιά.
Για να πέσει μέσα
με τρικλοποδιά

Γρήγορα όμως η ελπίδα ότι είχε φτάσει ο κατάλληλος καιρός για αλλαγές διαψεύστηκε κι ο ποιητής δυο χρόνια αργότερα, στην Ελλαδογραφία, αναρωτιέται:

Πότε θ’ ανθίσουνε τούτοι οι τόποι
πότε θα ’ρθούνε καινούργιοι ανθρώποι;

Αυτό, όμως, που συγκινούσε τον Γκάτσο ήταν ο προσωπικός αγώνας, ανιδιοτελής και μάταιος, του αθώου ανθρώπου που μάχεται για δικαιοσύνη και για να απαλύνει τον πόνο των αδικημένων και των αδυνάτων. Ήδη στην Μυθολογία, τον πρώτο ολοκληρωμένο κύκλο τραγουδιών που έγραψε, συναντάμε «Έναν ευαίσθητο ληστή», ο οποίος δεν έχει προσωπική εμπειρία από το κακό και την αδικία:

που εσύ μονάχα τους ακούς
μα ο νους σου δεν τους πιάνει.

Και στην Ενδεκάτη εντολή το «Παιδί με το ταμπούρλο», που μεγάλωσε σε μια γειτονιά που η δυστυχία, ο πόλεμος είναι μόνο μακρινός απόηχος, όπως ο Εμίλ Σίνκλερ του Χέρμαν Χέσσε, που ανατράφηκε στο φωτεινό ξέφωτο ενός κατά τ’ άλλα σκοτεινού κόσμου. Αλλά κι ο Κεμάλ ήταν:

ένας νέος από σόι
και γενιά βασιλική.


3.

Η μουσική γράφτηκε στη Νέα Υόρκη στα μέσα της δεκαετίας του ’60 — σε μια εποχή καπνών, φυτών και μυρωδικών. Φτιάχτηκε μετά τη γνωριμία του Χατζιδάκι με έναν νεαρό που τον λέγανε Κεμάλ: Ένα όμορφο παιδί που το όνομά του είναι συνώνυμο της καταστροφής, τουλάχιστον για μας τους Έλληνες. Γοητευμένος ο Χατζιδάκις, όταν καληνυχτίστηκαν, τον έκλεισε σ’ αυτό το τραγούδι. Την ομορφιά του νεαρού την έβαλε στο σώμα του τραγουδιού, την μελωδία· την αγριότητα του ονόματος την κράτησε στον τίτλο· η δε καληνύχτα έμεινε εκεί που ήταν και στη γνωριμία τους, στο τέλος.
Τα υπόλοιπα είναι δουλειά του Γκάτσου. Αυτός εμπνεόμενος από την μουσική, την βαρβαρότητα, τη νιότη και την ομορφιά του παιδιού, την καληνύχτα, έπλασε τον νεαρό πρίγκηπα της Ανατολής, απόγονο του Σεβάχ του Θαλασσινού, που νόμιζε ότι μπορεί ν’ αλλάξει τον κόσμο.


4.

Ο Σεβάχ νόμιζε — ο Γκάτσος γνώριζε: Ότι δεν μπορείς ν’ αλλάξεις τον κόσμο.
Όχι βέβαια από πάντα. Κανένας δεν γεννήθηκε σοφός. Κανένας δεν γεννήθηκε έμπειρος. Υπήρξε περίοδος που κι εκείνος προσδοκούσε έναν καλύτερο επίγειο κόσμο. Στο ποίημα Ο Ιππότης κι ο Θάνατος (1513), το οποίο γράφτηκε το 1947, σε μια ιδιαίτερα σκοτεινή εποχή, αναφέρει χαρακτηριστικά:

Αυτός ο μαύρος τόπος
Θα πρασινίσει κάποτε.

Και πιο κάτω:

Ώσπου και πάλι στις σπηλιές των ποταμιών ν’ αντηχήσουν
Βαριά σφυριά της υπομονής
Όχι για δαχτυλίδια και σπαθιά
Αλλά για κλαδευτήρια κι αλέτρια.

Αναρωτιέμαι μόνο αν κι εκείνος θα προσυπέγραφε εκείνο του παλιού του φίλου Οδυσσέα Ελύτη:

Εγώ αποβλέπω· σ’ έναν μακρύ θαλασσινό Κεραμεικό
Με Κόρες πέτρινες και που κρατούν λουλούδια. Θα ’ναι νύχτα και Αύγουστος


5.

Αλλά πώς μπορούσε και άντεχε ενώ το ήξερε; Χειρότερα: ενώ είχε αποδεχτεί την Τρομερή Αλήθεια;
Πιστεύω ότι είχε δημιουργήσει τον ασφαλή, δικό του μικρόκοσμο, όπου μπορούσε να κινείται και να δημιουργεί.
Ξέρω δεν είναι αυτό που θέλουν να ακούσουν τώρα οι νέοι και οι νέες που ασφυκτιούν κλεισμένοι στα δωμάτια και μπροστά στις οθόνες τους. Θα θέλουν, όπως όλοι οι νέοι, να οργώσουν τους ορίζοντες και να κατακτήσουν τον κόσμο. Άλλωστε στη μπαλάντα του Κεμάλ εκείνο που περισσότερο αγαπάνε είναι το ταξίδι στις φτωχογειτονιές κι ο αγώνας απ’ τον Τίγρη στον Ευφράτη / κι απ’ τη γη στον ουρανό. Αλλά και πάλι νομίζω, πως όταν έρθει η ώρα και το ξανασκεφτούν, θα δουν ότι είναι κι αυτό μια παρηγοριά:
Να έχουν κάπου τον δικό τους μικρό, έστω, κόσμο, που θα τους περιμένει μέσα στα χρόνια και θα τους κάνει πάντα να αισθάνονται καλοδεχούμενοι κι ασφαλείς.

Στο κάτω-κάτω της γραφής κι ο Οδυσσέας, παρά τις γνώσεις που απόχτησε, τις πολιτείες που είδε, τις γυναίκες που αγάπησε, βρήκε την γαλήνη μόνο στο τέλος, σε ένα μικρό νησί, στην αγκαλιά της παλιάς γυναίκας του. Μετά τη φωτιά και το μαχαίρι.


ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: