Στην Πύλη του Παραδείσου: Το θρησκευτικό βίωμα στον Νίκο Γκάτσο

Έργο του Χρήστου Μποκόρου
Έργο του Χρήστου Μποκόρου


Η ελληνική ψυχή σμιλεύθηκε με το αρχαίο θάμβος, το χριστιανικό μυστήριο και την ιστορική δοκιμασία. Όλα αυτά ζουν έντονα μέσα στο έργο του Νίκου Γκάτσου, ο οποίος, ως μεγάλος ποιητής, εκφράζει όχι εφήμερες απόψεις δικές του ή της κοινωνίας του, αλλά την Ελλάδα ως πνευματικό τόπο. Παρακάτω θα εστιάσω σε μια πτυχή της ποιητικής του υπόστασης, τη σχέση του με το ιερό και τη θρησκευτική παράδοση, επιχειρώντας να ιχνηλατήσω τη θεολογία που διαπερνά σαν υπόγειο ποτάμι το έργο του. Θεώρησα περιττή τη χρήση παραπομπών, ώστε να μη νομίσει κάποιος ότι διαβάζοντας το κείμενο αυτό θα έχει επαρκή γνώση του ποιητή. Οι πηγές (πρέπει να) προηγούνται οποιασδήποτε ανάλυσής τους.
Όταν μιλάμε για τη σχέση με το ιερό, προκύπτει αμέσως το ερώτημα της προσωπικής πίστεως. Δεν είναι, όμως, η πίστη που καθηλώνει τον αναγνώστη στην ποίηση του Γκάτσου — κανείς δεν μπορεί να την επαληθεύσει ή να τη μετρήσει. Εκείνο που αγγίζει υπαρξιακά και γλυκαίνει την ψυχή του αποδέκτη, και το οποίο συνιστά ουσιώδες στοιχείο ελληνικότητας, είναι ο βαθύς σεβασμός ή, ακριβέστερα, η ευαισθησία στο ιερό και στην ανάγνωση της ιεράς ιστορίας. Δεν είναι μόνο ότι χρησιμοποιεί σεβαστικά και καθαρά τα χριστιανικά σύμβολα. Είναι μάλλον ότι τα σύμβολα αυτά βρίσκονται στα θεμέλια της υπάρξεως, και από εκεί εμπνέουν τις πνευματικές αναβάσεις και καθόδους του ποιητή. Μπροστά στα ιερά πρόσωπα ο Γκάτσος υπερβαίνει το μοντέρνο αύταρκες υποκείμενο, το οποίο κρίνει, συχνά με κυνισμό, αντλώντας την αλήθεια από τον εαυτό του, και ορίζει τι είναι και τι δεν είναι. Αντ' αυτού, ο ποιητής μας ανοίγει την πόρτα της καρδιάς, δακρύζει και προσκυνά το ανερεύνητο που τον ξεπερνά. Δεν μπορεί κάποιος να μην επισημάνει την αντίθεση της στάσης αυτής με την προϊούσα ανικανότητα του μετανεωτερικού ανθρώπου να αισθάνεται για τον Θεό και τον άνθρωπο όπως, λίγο ως πολύ, αισθάνονταν οι προηγούμενες γενιές των ανθρώπων. Η ποίηση του Γκάτσου θα παρηγορούσε τον Έλιοτ που θρήνησε τον θάνατο της ευαισθησίας στα μέσα τού 20ού αιώνα.

Ανιχνεύοντας τον θεολογικό κάμπο στην ποίηση του Γκάτσου βλέπουμε τη συμπλοκή του γήινου και του ουράνιου. Το πραγματικό Είναι δεν είναι χωρισμένο από τα επίγεια φαινόμενα, δεν βρίσκεται μόνο σε έναν υπεραισθητό τόπο. Τέτοια διάσπαση πλατωνικής προέλευσης κυριάρχησε στις δυτικές εκδοχές του Χριστιανισμού. Αντίθετα η ελληνική αίσθηση είδε μιαν αδιάρρηκτη ενότητα κόσμου και Θεού, φυσικού και υπερφυσικού, με άλλα λόγια βλέπει τον Θεό να διαπερνά τα πάντα, και το πιο ευτελές πράγμα. Επιπλέον, κατέληξε να διατηρεί μια προσωπική σχέση μαζί Του.
Μέρος αυτού του ελληνικού τρόπου, με τον οποίο προσεγγίζει ο ποιητής μας τον Θεό και τον άνθρωπο, είναι η Φιλία με το ουσιαστικό πνεύμα του όρου. Η φιλία που γίνεται πραγματικότητα και αγγίζει την κορυφή της με την επιφάνεια του ένσαρκου Χριστού στην κτίση και την ιστορία. Με αυτόν τον φίλο ο ποιητής αγαπιέται και συγκρούεται, στην απουσία του απελπίζεται και στην παρουσία του θάλλει.
Αυτός ο φίλος Χριστός δεν αγιάζει μόνο τα βουνά και τα περιγιάλια, αλλά κατά έναν ιδιαίτερο τρόπο ταυτίζεται με τον άνθρωπο, και μάλιστα με τον ελάχιστο αδελφό. Είναι ο αιώνιος ελάχιστος αδελφός. Στη συντριβή Εκείνου οι κολασμένοι της γης ανορθώνονται. Αντίστοιχα, ο ελάχιστος και ανύπαρκτος για τον κόσμο άνθρωπος έχει τα χαρακτηριστικά του Χριστού. Αυτός ο ξένος κρατά τα κλειδιά του αληθινού παραδείσου στα χέρια του. Διότι υπάρχει και ο ψεύτικος παράδεισος, αυτός που επιδιώκεται ως απόδραση από τη φύση και την κληρονομιά της.

Ο Παντοκράτορας. Λεπτομέρεια ψηφιδωτού από την Αγ. Σοφία, Κωνσταντινούπολη

Στα σημεία αυτά διακρίνουμε την παρουσία μιας θεολογικής θέσης, την οποία ο ποιητής φαίνεται ότι έχει εξ απαλών ονύχων καταπιεί ανάλεστη, σαν ζυμωτό και ζείδωρο αντίδωρο: τον Χαλκηδόνιο όρο της υποστατικής ένωσης, δηλαδή της αδιαίρετης και ασύγχυτης ένωσης ουρανού και γης, ύλης και πνεύματος, κτιστού και ακτίστου, που έλαβε χώρα στη Χώρα των Ζώντων, τον Χριστό, χάρη στην ενσάρκωση. Αφενός, λοιπόν, στον ποιητή μας ο Χριστός δεν είναι μόνο ανθρώπινος, δεν εξαντλείται στα μέτρα της ανήμπορης γενιάς. Γι' αυτό και η μητέρα Του και μητέρα και παρηγοριά όλων είναι μητέρα του ουρανού. Αφετέρου, δεν είναι μόνο θείος. Απολύτως ξένος αλλά και εγγύς όσο η καρδιά, υπερβατικός και σάρκινος, άρχοντας αητός και θλιμμένος έφηβος, στο κάλεσμα πάντα πιστός.
Εξίσου ελληνορθόδοξη είναι και η θεολογική γνωσιολογία του. Ο μέγας και ελάχιστος είναι καταληπτός μόνο διά της μεταλήψεως της ύλης, η οποία είναι γεμάτη από τη χάρη Του. Δεν είναι η συλλογιστική νοησιαρχική μέθοδος εκείνη που οδηγεί στα τεράστια και απύθμενα βάθη της υπάρξεως. Μόνο ο άνεμος, ο οποίος παραπέμπει στο Πνεύμα του Θεού, ανοίγει του νου τα παραθύρια, και η κοινωνία των αχράντων μυστηρίων, η μεθεκτική εμπειρία, διανοίγει τους οφθαλμούς και φανερώνει το κάλλος του Θεού και του ανθρώπου. Μπόρα το πέρασμά Του, σύνορο η ομορφιά Του για της καρδιάς τη χώρα. Η ευαίσθητη πένα του ποιητή χρησιμοποιεί το μελάνι της ψυχής για να αποδώσει με πλήθος εικόνων το μυστήριο της θεανθρώπινης κοινωνίας.

Όμως, στο προδομένο βασίλειο του κόσμου τούτου τίποτε δεν είναι ανώδυνο. Η πύλη του παραδείσου και το φρέαρ της αβύσσου συνορεύουν. Εκεί, μια Παρασκευή, θα συναντήσει η μητέρα τον προδομένο υιό του ανθρώπου. Με τον ίδιο τρόπο ο Έλληνας ζει το πάθος, με χολή και ξίδι, έτοιμος να σταθεί ενώπιον του Θεού, έτοιμος να απολογηθεί και, κατά τον Χάιντεγκερ, σαν τον Οιδίποδα να εξορύξει τα μάτια του για να αντέξει την αλήθεια, και κραυγάζοντας ως τυφλός να ανοίξουν όλες οι θύρες. Δεν κάνει πίσω, αγρυπνά έως να αγκαλιάσει ολάκερο τον κόσμο, να απλωθεί στα πέλαγα επικαλούμενος τον συμπαθή Άγιό του. Το θεανθρώπινο παράδοξο είναι ότι στου πόνου την πλαγιά προσκυνά την Παναγιά, ο πόνος και το δάκρυ τον πάνε ως του παράδεισου την άκρη. Στον κήπο της Γεθσημανή βρίσκει την ανθρωπιά και τη σωτηρία.
Αλλά υπάρχει κάπου και το άδειο φεγγάρι. Μια άλλη πλευρά του ποιητή βιώνει, με την ίδια πάντως ευγένεια και σεμνότητα, την ένταση και μελαγχολία του νεωτερικού ανθρώπου σε ένα κόσμο αποϊεροποιημένο και «ανεξήγητο», όπου δεν έχει θέση πλέον η θεία παρουσία και πρόνοια. Πάει ο καιρός που αντλούσε ο κόσμος από τη μια μυστική πηγή. Τώρα έγινε άνυδρος και ανέστιος. Άδειος και ο ουρανός, και το όνομα του Χριστού γράφεται από την απελπισμένη μητέρα του στο ασημένιο νερό. Ο άνθρωπος, σαν ξερονήσι, θρηνεί τον θρυμματισμό του όντος. Θα ήθελε ο ποιητής να είναι τα πράγματα διαφορετικά, αλλά δεν καρτερεί κάτι άλλο σε ένα σκοτεινό και αβαθή κόσμο. Όσο κι αν απογοητεύεται, όμως, δεν γίνεται ο κυνικός αποδομητής. Ούτε φαίνεται να οραματίζεται κάποιο νέο μύθο, διότι πάντοτε επιστρέφει στη βαριά κληρονομιά του «παλαιού», αφού η ρίζα που τον κρατεί και του δίνει ταυτότητα είναι απ' το δέντρο του Θεού. Εντέλει, η μελαγχολία εγκεντρίζεται στον βαθύ σεβασμό και συγκλονισμό μπροστά στο μυστήριο της κενωτικής αγάπης του Θεανθρώπου.

Πολ Γκογκέν, «Ο Ιησούς στο Όρος των Ελαιών», 1889. Πινακοθήκη Νόρτον, Καλιφόρνια

Η κενωτική αγάπη εμφαίνει τη θεία παρουσία. Η αγάπη δεν είναι συναίσθημα αλλά κατάσταση υπερβατική. Έχει οντολογία, και αποκαλύπτεται στου δρόμου την άκρη, ερχόμενη μακρόθεν, φωτίζουσα το νυν από το τέλος — το τέλος του αγώνα, το τέλος της ζωής, το τέλος της ιστορίας. Ο Ξένος, παιδίον νέον, φανερώνεται ως θυσιαστική, κενωτική αγάπη. Γίνεται ο πλησίον. Έρχεται για τον κολασμένο που τον αναζητά, μοιράζεται την κρίση του κόσμου με την πόρνη, συμπάσχει με τον ευαίσθητο ληστή. Είναι μάταια η θυσία του; Όχι, αν λάβουμε υπόψιν ότι «τίποτα δεν πάει χαμένο». Οσο κι αν κλαίει η καρδιά, η Μεγάλη Παρασκευή, η εθελούσια συντριβή του Θεού, είναι ο τόπος συνάντησης των κολασμένων με τον Χριστό, των συντετριμένων που ξαναβρίσκουν τη ζωή στην αγάπη Του, όπου συναιρούνται και καθαίρονται όλες οι αγωνίες και αποτυχίες της ανθρωπότητας.
Τα θέματα αυτά επανέρχονται στο έργο του Γκάτσου, αλλά, όπως είναι φυσικό, συγκεντρώνονται στον κύκλο Μέρες Επιταφίου, ο οποίος δεν είναι απλώς καρπός μιας παραγγελίας, αλλά τόκος ενός πνευματικού προσκυνήματος. Εδώ ο υμνωδός και ικέτης αφήνει ευλαβικά την ψυχή του στα πόδια του δακρυοπότιστου και πρώτιστου Φίλου, του μονογενούς που πνίγεται στη βοή του άφιλου κόσμου, ωστόσο δεν έχει πει την τελευταία λέξη. Στο έργο τούτο με τις συνεχείς παραθέσεις αγιογραφικών και λατρευτικών χωρίων που εξαγγέλλουν τη μεσσιανική ιδιότητα του Χριστού, ο ποιητής γίνεται ιερέας και προφήτης, δίνει φωνή στο πολύπαθο εκκλησίασμα και το καθοδηγεί πνευματικά, υπομνηματίζοντας ή δεόμενος με πλούτο αισθημάτων και εικόνων. Γίνεται θεατής και μέρος της ιερής αφήγησης.



Γύζης Νικόλαος, «Ιδού ο Νυμφίος έρχεται», 1899-1900. Λάδι σε μουσαμά, 200 x 200 εκ. Αθήνα, Εθνική Πινακοθήκη

Στη μεγάλη αφήγηση, η οποία είναι παρούσα σε όλο το έργο του ποιητή —αν και όχι πάντα σε κοινή θέα— υπάρχει το μείζον μυστήριο που ανατρέπει την κακοήθεια της ιστορίας: ο αιώνιος Στρατηλάτης θα αγκαλιάσει το ταπεινό αλάτι της γης. Κι εκείνοι που αγαπήσανε, εκείνοι που πέθαναν νωρίς, αυτοί και θα αναστηθούν για ν' ανταμωθούν νωρίς. «Κι εγώ κι εσύ κι εμείς κι οι άλλοι / θα γεννηθούμε τότε πάλι». Ο παράδεισος που «σπέρνει» ο Χριστός δεν είναι ατομικό μυστικιστικό βίωμα μακαριότητας, αλλά δωρίζεται στο πραγματικό εμείς ως η έσχατη δικαίωση και αποκατάσταση. Και τότε η Ανάσταση είναι μια πραγματικότητα πιο απτή από το άπιαστο όνειρο της αθανασίας. Και η Θεοδικία, η οποία ταλανίζει επί αιώνες τη δυτική σκέψη, γίνεται «αδικοδικία», δίκη εντέλει των σκοτεινών ανθρώπων που φτύνουν τ' αστέρια ή κοιμούνται βαθύ ύπνο ηθελημένης άγνοιας. Μα όπως λέγει ο πολυπαθής άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, πολλοί είναι αυτοί που αδικούν, ωστόσο κανείς δεν αδικείται. Διότι το τέλος της ιστορίας είναι η Ανάσταση. Παύοντας τη θεολογική αυτή ψηλάφηση, και όντας αλφαβητικά έσχατος των συμβαλλόντων στο παρόν αφιέρωμα, κλήθηκα να δώσω μαζί με την ελάχιστη αυτή συμβολή και την ευλογία μου ως μοναχός και ιερέας. Θα βάλω όμως την ευλογία στο στόμα του ποιητή και προφήτη, ο οποίος θεωρών το μέγιστο μάς καθησυχάζει ανατρεπτικά:

Στου μεγάλου δρόμου την άκρη
φάνηκ’ ένα φως : Η ΑΓΑΠΗ!
Νά τος ο θεός μας κοντά μας
κι όλα τ’ άστρα απόψε δικά μας.



ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: