Ανάμεσα στις γραμμές: Διαβάζοντας την αλληλογραφία του Νίκου Γκάτσου

Ανάμεσα στις γραμμές: Διαβάζοντας την αλληλογραφία του Νίκου Γκάτσου

Στο δεύτερο ήμισυ του 20ού αιώνα και στις αρχές του 21ου, το θεωρητικό ενδιαφέρον έχει κινηθεί προς διάφορες πλευρές μελέτης της επιστολογραφίας. Το ενδιαφέρον της λογοτεχνικής κριτικής για την επιστολή (το γραπτό μήνυμα που αποστέλλεται συνήθως εντός φακέλου) και τον επιστολικό λόγο ενισχύθηκε προς το τέλος του 20ού αιώνα, ίσως και εξαιτίας της στροφής προς την ηλεκτρονική αλληλογραφία και τελικά της κυριαρχίας της τελευταίας.[1]
Ο επιστολικός λόγος διακρίνεται από τα άλλα είδη λόγου, καθώς είναι ένα πλήρες κειμενικό είδος, με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά.[2] Είναι έτσι ένα μοναδικό είδος, που διακρίνεται σε διαφορετικά κειμενικά υπο-είδη:[3] Από τις επιστολές της αρχαιότητας (τις επιστολές του Κικέρωνα, του Σενέκα, τις Epistulae heroidum του Οβιδίου) μέχρι τη βιβλική επιστολογραφία (τις επιστολές του Αποστόλου Παύλου)∙ από τις μεσαιωνικές επιστολές που αποτελούσαν διοικητικά έγγραφα ή θεολογικές πραγματείες κατήχησης μέχρι και την προσωπική αλληλογραφία (οι επιστολές του Αβελάρδου και της Ελοΐζας)∙ από τις ταξιδιωτικές επιστολές και το De conscribendis epistolis του Εράσμου[4] έως την επιστημονική αλληλογραφία του 17ου και του 18ου αιώνα, και το επιστολικό μυθιστόρημα της εποχής αυτής.
Στην πρώιμη περίοδο της νεώτερης ιστορίας[5] τοποθετείται, όμως, η χρυσή εποχή της επιστολογραφίας. Κατά την περίοδο αυτή, οδηγοί αλληλογραφίας καθοδηγούσαν είτε την ανώτερη μορφωτικά τάξη είτε τους απλούς ανθρώπους πώς να γράφουν επιστολές.[6] Διότι η μετακίνηση ή η μετανάστευση από την Ευρώπη πέραν του Ατλαντικού, αλλά και τα ταξίδια προς την Άπω Ανατολή, ευνόησαν τη διάδοση ενός τρόπου επικοινωνίας που οδήγησε, για τη διευκόλυνσή του, και στην ίδρυση του ανάλογου θεσμού – των επίσημων ταχυδρομικών υπηρεσιών (στην Αγγλία, στη δεκαετία του 1650).[7] Έτσι αναπτύχθηκε μια ποικιλία κοινωνικών διαλεκτικών πρακτικών, που έλαβαν υλική υπόσταση μέσω της επιστολικής επικοινωνίας.
Η ανάπτυξη και εξέλιξη των ταχυδρομικών υπηρεσιών οδήγησε σε ανάλογες εξελίξεις και την ανθρώπινη φαντασία, με άλλα λόγια, η διεύρυνση των γεωγραφικών ορίων μέσω της διευκόλυνσης της επικοινωνίας οδήγησε και στη διεύρυνση του νοητικού χώρου.[8] Όπως επισημαίνει η Sarah M. S. Pearsall: «Οι επιστολές είναι φυσικά το κατεξοχήν είδος της κινητικότητας, και οι μελετητές που ενδιαφέρονται για τις συνδέσεις και τις αποσυνδέσεις μεταξύ των μεταναστών του Ατλαντικού, των αποίκων και των προσφύγων, έχουν όλο και περισσότερο στρέψει την προσοχή τους στις επιστολές και στη λειτουργία τους. Περιέργως, για μια τόσο μεταιχμιακή πηγή, οι ερευνητές άρχισαν να μελετούν τις επιστολές ως υπερατλαντικά τεκμήρια μόνο προς τα τέλη του 20ού αιώνα∙ οι περισσότερες μελέτες συνεχίζουν να εστιάζουν σε εθνικές τροχιές επιστολικότητας. Παρόλα αυτά, οι επιστολές αποτελούν υπόστρωμα για ένα φάσμα υπερατλαντικών ή ακόμα και παγκόσμιων δικτύων, είτε αυτά είναι οικογενειακά ή επαγγελματικά, θρησκευτικά, πολιτικά ή λόγια».[9]
Αν και ως λογοτεχνικό είδος η επιστολή καθιερώθηκε στον 16ο αιώνα, η άνθιση του δοκιμίου και του μυθιστορήματος σε επιστολική μορφή κατά τον 18ο αιώνα κατέστησε την επιστολή τεκμήριο του εαυτού. Στο επιστολικό μυθιστόρημα, οι κεντρικοί χαρακτήρες επικοινωνούν τη σκέψη τους μεταξύ τους δι’ αλληλογραφίας, δηλαδή σκέφτονται ή «δρουν» ανταλλάσσοντας επιστολές.[10] Επιστολές όμως εμφανίζονται και σε θεατρικά κείμενα∙ εκατόν έντεκα (111) επιστολές εμφανίζονται στα έργα του William Shakespeare, ενώ γίνεται αναφορά και σε περισσότερες από τους χαρακτήρες των έργων. Ο Shakespeare δεν χρησιμοποιεί τις επιστολές ως απλά δραματικά επινοήματα, αλλά εξελίσσει την θεατρική παράδοση και αναπτύσσει μια «γραμματική επιστολών» που εντάσσεται στον πολιτισμό της επιστολογραφίας, αναδεικνύοντας τις επιστολές ως δημόσια αντικείμενα του καθημερινού βίου της εποχής.[11]

Από το τετράδιο του ποιητή

Η επιστολή σήμερα θεωρείται υλικό τεκμήριο και μελετάται ως αντικείμενο που παράγει σημασία, η οποία μπορεί να υπερβαίνει το προσωπικό επίπεδο και να λαμβάνει ευρύτερη κοινωνική διάσταση, μέσω της κοινωνικής και της πολιτισμικής λειτουργίας που επιτελεί.[12] Έτσι, σύμφωνα με τη σύγχρονη θεωρητική αντιμετώπιση, η επιστολογραφία αποτελεί μορφή κοινωνικής και πολιτισμικής πρακτικής, που αφορά την ίδια τη συγκρότηση ατομικής και κοινωνικής ταυτότητας.[13] Αφενός, διαθέτει μια υλική υπόσταση την οποία μπορεί κανείς να μελετήσει όπως και κάθε άλλο κείμενο, αποτελεί δηλαδή σώμα/ σώματα κειμένων. Αφετέρου, αυτό το σώμα/ σώματα αναμφίβολα αποτελεί/ούν τεκμήριο/α (ντοκουμέντο/α) έκφρασης και επικοινωνίας.
Κατά την Gabriella Del Lungo Camiciotti, θα μπορούσαν να διακριθούν τρεις κύριοι άξονες ενδιαφέροντος για την έρευνα του επιστολικού λόγου (αν και η έρευνα αυτή, προς το παρόν, εστιάζει κυρίως στην περίοδο της πρώιμης ευρωπαϊκής νεώτερης περιόδου):[14] Από την άποψη της ιστορικής γλωσσολογίας, η επιστολογραφία παρέχει πολύτιμες πληροφορίες για την ιστορία των γλωσσών, αλλά και για την κοινωνιο-ιστορική και κοινωνιο-γλωσσολογική έρευνα. Από την άποψη ενός πιο σύγχρονου τομέα έρευνας, η επιστολογραφία παρέχει τα υλικά τεκμήρια στα οποία βασίζεται η ιχνηλάτηση των ανταλλαγών πληροφοριών και επομένως η αναδόμηση των κοινωνικών σχέσεων πολιτισμών του παρελθόντος – ο επιστολικός λόγος, άλλωστε, ίσως είναι η αρχαιότερη μορφή γραπτών τεκμηρίων.[15] Ο τρίτος άξονας είναι ο παραδοσιακός τρόπος αντιμετώπισης της επιστολογραφίας, ως μορφής που, διαμέσου των αιώνων, από την αρχαιότητα ώς σήμερα, οδήγησε στην ανάπτυξη λογοτεχνικών πρακτικών και ειδών.
Όπως εξηγεί η Janet Gurkin Altman, σε μια συμβολή που έχει αναγνωριστεί ως θεμελιώδης στη σύγχρονη αντιμετώπιση της επιστολικής λογοτεχνίας ειδικότερα, το επιστολικό μυθιστόρημα περιλαμβάνει έργα που «παρουσιάζουν εμφανή ποικιλία στο ύφος και το περιεχόμενο∙ και όμως, αποκαλύπτουν έναν απρόσμενο αριθμό παρόμοιων λογοτεχνικών δομών και συναρπαστικά επίμονα μοτίβα όταν διαβάζονται μαζί με άλλα παραδείγματα του επιστολικού είδους. Αυτές οι δομές –επαναλαμβανόμενες θεματικές σχέσεις, τύποι χαρακτήρων, αφηγούμενα γεγονότα και οργάνωση– μπορούν με τη σειρά τους να συνδεθούν με εγγενείς ιδιότητες της ίδιας της επιστολής. Σε πολυάριθμες περιπτώσεις, τα βασικά μορφολογικά και λειτουργικά χαρακτηριστικά της επιστολής, κάθε άλλο παρά είναι απλώς διακοσμητικά, αντιθέτως επηρεάζουν σημαντικά τον τρόπο με τον οποίο δομείται συνειδητά ή ασυνείδητα η σημασία από τους συγγραφείς και τους αναγνώστες των επιστολικών έργων».[16] Η Gurkin Altman αντιμετωπίζει την επιστολικότητα («epistolarity») ως παράμετρο ανάγνωσης του λογοτεχνικού έργου, διευκρινίζοντας ότι «η έννοια της επιστολικότητας είναι κυρίως ένα πλαίσιο ανάγνωσης. Η επιστολικότητα ενός έργου δεν μπορεί να μετρηθεί επιστημονικά. Μπορεί μόνο να συζητηθεί από μια ερμηνευτική πράξη, που περιλαμβάνει την περιγραφή που παρέχει ο κριτικός για την επιστολικότητα του μυθιστορήματος, εξίσου με την πραγμάτωση, από τον μυθιστοριογράφο ή το μυθιστόρημα, της δυνατότητας της επιστολής να δημιουργεί αφηγηματικούς, μεταφορικούς και άλλους τύπους σημασίας».[17]
Από την άποψη της ιστορικής γλωσσολογίας, της κοινωνιο-γλωσσολογίας και της πραγματολογίας, ο επιστολικός λόγος παρέχει, καταρχάς, τη δυνατότητα να μελετηθεί η εξέλιξη της γλώσσας, από την αρχαιότητα ώς σήμερα. Συμβάλλει επίσης στην κατανόηση εξελίξεων που αναφέρονται στις κοινωνιολογικού χαρακτήρα γλωσσικές πρακτικές ή σε πολιτισμικές συνθήκες των εποχών και των διαφορετικών πολιτισμικών συστημάτων. Μερικές από αυτές είναι η εγγραμματοσύνη των γυναικών, όπως και ο χειρισμός της γλώσσας, που μπορεί να μελετηθεί από ιδιωτικές επιστολές αρκετά πριν από την εμφάνιση των πρώτων τυπωμένων έργων από γυναίκες συγγραφείς, που εμφανίζονται προς το τέλος της πρώιμης νεώτερης περιόδου, αλλά φυσικά ακόμη και η διαμόρφωση των κοινωνικών ποικιλιών που δηλώνουν το φύλο.[18]
Η πραγματολογική προσέγγιση, που μελετά την επιστολή ως πράξη που σχεδιάζεται να έχει ένα αποτέλεσμα στον αποδέκτη της, μπορεί να αποκαλύψει τον βαθμό σύνδεσης των προσώπων που αλληλογραφούν, αλλά και το είδος της διαπροσωπικής ή κοινωνικής αλληλεπίδρασης που παράγει τη σημασία (συγκεκριμένη σημασία, με συγκεκριμένους στόχους). Η μελέτη των γλωσσικών συμβάσεων, των ρητορικών στρατηγικών κ.λπ. μπορεί να οδηγήσει ακόμη και στην ανασύσταση του παρελθόντος, του τρόπου ομιλίας, σκέψης κ.τ.ό. των ανθρώπων μιας εποχής.[19] Από την άποψη της σύγχρονης αναδόμησης των επίσημων θεσμών και γενικότερα των σχέσεων κοινωνικής αλληλεπίδρασης, ο επιστολικός λόγος παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον ως σώμα τεκμηρίων. Η επιστολή ως υλικό αντικείμενο μπορεί να προσφέρει πληροφορίες για τον αποστολέα της, αλλά και για το αποτέλεσμα που επιφέρει η διαμεσολάβηση του συγκεκριμένου μέσου στη συγκρότηση της σημασίας.[20] Άλλωστε, η επιστολή αναδείχτηκε στο πλαίσιο της τεχνολογίας της γραφής ως μια τεχνολογία του εαυτού.[21]
Είναι εντούτοις προφανές, ότι, καθώς δεν μπορούν να προσδιοριστούν συγκεκριμένα όρια ανάμεσα στην αληθινή πραγματικότητα και στη μυθοπλασία, οι ίδιες οι επιστολές μπορούν να θεωρούνται λογοτεχνικό είδος.[22] Σύμφωνα δε με τη σύγχρονη θεωρητική προσέγγιση, ακόμη και η αυτοβιογραφία και/ή η βιογραφία, η κατεξοχήν γραφή του εαυτού, που συχνά βασίζονται σε υλικό επιστολών, θεωρούνται, σε σημαντικό βαθμό, μυθοπλασία.[23]


Στο Όνομα του Πατέρα

εδώ πέρα το μυστικό της μελαγχολίας κληρονομούνταν από νεκρό σε νεκρό: ο πατέρας μακροημέρευε, όπως όλοι οι πεθαμένοι, χάρη στις λέξεις και ο γιος του αργοπέθαινε απ’ τον αγιάτρευτο μαρασμό τής επ’ άπειρον εκλέπτυνσης του βιβλίου ίσαμε το μηδέν.[24]

Τα όρια ανάμεσα στη μυθοπλασία και στην πραγματικότητα είναι συγκεχυμένα σε αυτό το απόσπασμα από κείμενο του Ευγένιου Αρανίτση, στο οποίο συνοπτικά επιχειρείται η ερμηνεία της ζωής και του έργου του Γκάτσου.
Το απόσπασμα αυτό εξηγείται αντλώντας από στοιχεία της ζωής και της οικογενειακής ιστορίας του ποιητή. Ο Νίκος Γκάτσος γεννήθηκε από τη Βασιλική Βασιλοπούλου στην Ασέα Αρκαδίας το 1911 και γιόρταζε τα γενέθλιά του με το νέο ημερολόγιο στις 8 Δεκεμβρίου. Πέθανε στην Αθήνα, πόλη στην οποία έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, στις 12 Μαΐου του 1992. Πολύ μικρός (σε ηλικία περίπου 5 ετών) έχασε τον πατέρα του. Ο Γεώργιος Γκάτσος πέθανε από πνευμονία γύρω στα 1916, κατά τη διάρκεια ταξιδιού του στον Ατλαντικό Ωκεανό, όπου και ρίχτηκε το λείψανό του.
Στην αλληλογραφία του Γκάτσου με τον Μάνο Χατζιδάκι, η αναζήτηση ακόμη και στις ΗΠΑ της χαμένης εικόνας του πατέρα, μιας φωτογραφίας αρχικά λησμονημένης σε φωτογράφο της Τρίπολης, είναι ενδεικτική της επανερχόμενης, ως εμμονής, επιθυμίας καταγραφής της απώλειας, της επανεύρεσης και διάσωσης των ανεξίτηλων ιχνών της απουσίας, του τεκμηρίου/ ντοκουμέντου που διασφαλίζει τη διάρκεια του πένθους, τη μονιμότητά του. Πένθος για την απώλεια του πατέρα, για τη χαμένη δυνατότητα οικογενειακής ευτυχίας, για τον θάνατο, εν τέλει, που παραμόνευε και εμφανίστηκε αιφνιδιαστικά. Αλήθεια, πόσο επείγων ήταν ο λόγος για τον οποίο ο πατέρας του Γκάτσου διακινδύνευσε ένα τόσο παράτολμο υπερατλαντικό ταξίδι, ενώ βυσσοδομούσε ο πρώτος μεγάλος πόλεμος; Ένα ερώτημα που θα πρέπει να είχε απασχολήσει πολύ τον ποιητή.
Στην Παναγία τη Χοζοβιώτισσα της Αμοργού, πάντως, φυλάσσεται στο καθολικό μία δίζωνη εικόνα του 1619 που απεικονίζει την Παναγία Βρεφοκρατούσα, ανάμεσα στην Αγία Παρασκευή και στον Άγιο Γεώργιο τον Βαλσαμίτη, στην άνω ζώνη, και τη διάσωση ενός ναυαγίου, στην κάτω. Σύμπτωση, προφανώς, η οποία όμως μας θυμίζει την επιλογή του τίτλου του πρώτου και μοναδικού ποιητικού βιβλίου του Γκάτσου, παράλληλα με το ναυάγιο της προσωπικής του ζωής, την καθοριστική για τον γιο απώλεια του πατέρα, ακριβώς με την έξοδό του από την Οιδιπόδεια φάση, αμέσως μόλις, δηλαδή, είχε ανακαλύψει το Όνομα του Πατέρα.


Ο ολιγογράφος ποιητής

Ανάμεσα στους μύθους της ζωής και του έργου του Γκάτσου ξεχωρίζουν ο μύθος του ολιγογράφου ποιητή και ο μύθος του παντογνώστη. Για τον τελευταίο, υπεύθυνος είναι ανάμεσα σε άλλους και ο Μάνος Χατζιδάκις. Λόγου χάρη, στο περίφημο Ο καθρέφτης και το μαχαίρι, ο Χατζιδάκις δηλώνει ότι ο Γκάτσος τού προσδιόρισε με σαφήνεια τη διαφορά ανάμεσα στο ύφος του έργου του Ευριπίδη και σε αυτό του Αισχύλου.[25] Αλλά και ο Ζήσιμος Λορεντζάτος ενισχύει τον ίδιο μύθο, μετατοπίζοντας όμως την έμφαση στη γνώση της γλώσσας και της λειτουργίας της: «[η] δύναμή του η μοναδική βρίσκεται περισσότερο στη γλώσσα του. Μαθηματική απόδειξη η μετάφραση του Ματωμένου Γάμου (Bodas de sangre). Αυτή στάθηκε η κύρια συμβολή του στα γράμματά μας, η γλώσσα του».[26]
Ο μύθος του ολιγογράφου ποιητή βασίζεται στο γεγονός ότι ο Γκάτσος είναι γνωστός ως ποιητής κυρίως για το εκτενές ποίημά του Αμοργός, που εκδόθηκε, με κόσμημα του Νίκου Εγγονόπουλου, τον Δεκέμβριο του 1943 από τις εκδόσεις «Αετός», σε 308 αντίτυπα.[27] Η ποίησή του περιλαμβάνει ακόμη τα πρώτα έξι ποιήματά του, τα οποία δημοσίευσε στα περιοδικά Νέα Εστία, το 1931 και το 1932, και Ρυθμός, το 1933.[28] Επίσης, τα ποιήματα «Ελεγείο» (1946)[29] και «Ο ιππότης και ο θάνατος» (1947),[30] όπως και το «Τραγούδι του παλιού καιρού»[31] δημοσιευμένο αρκετά αργότερα, περίπου την εποχή της δεύτερης έκδοσης της Αμοργού (1963), με αφορμή το τιμητικό αφιέρωμα στα τριάντα χρόνια της Στροφής του Γιώργου Σεφέρη.
Μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, ο Γκάτσος συνεργάστηκε με την Αγγλοελληνική Επιθεώρηση ως μεταφραστής, με το Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας, κυρίως ως ραδιοσκηνοθέτης, όπως και με το Εθνικό Θέατρο, το Θέατρο Τέχνης και το Λαϊκό Θέατρο, μεταφράζοντας σημαντικά έργα του σύγχρονου δραματολογίου.[32]
Βέβαια ο Γκάτσος είναι ευρέως γνωστός ως στιχουργός. Ξεκίνησε να γράφει στίχους πάνω σε μουσική του Μάνου Χατζιδάκι,[33] ενώ συνεργάστηκε ακόμη με τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Σταύρο Ξαρχάκο, τον Δήμο Μούτση, τον Λουκιανό Κηλαηδόνη, τον Χριστόδουλο Χάλαρη, κ.ά. Ανολοκλήρωτος έμεινε ο «Μανιάτικος εσπερινός». Η συμβολή του στη σύγχρονη ελληνική στιχουργία είναι τέτοια,[34] ώστε μάλλον θα πρέπει να ομολογηθεί ότι ο Γκάτσος ποιητής είναι και ο δημιουργός των στίχων των τραγουδιών του.


Ο ολιγογράφος αλληλογράφος

Στους δύο παραπάνω μύθους (του παντογνώστη και του ολιγογράφου) θα μπορούσε ίσως να προστεθεί και ένας ακόμη μύθος, αυτός του ολιγογράφου αλληλογράφου. Αφενός, ο Γκάτσος φαίνεται συχνά να μην απαντά σε επιστολές ακόμη και πολύ σημαντικών ανθρώπων των γραμμάτων και της τέχνης. Αφετέρου, αν και αλληλογραφεί με ανθρώπους με τους οποίους συνδέεται με στενή φιλία – τον Οδυσσέα Ελύτη και τον Μάνο Χατζιδάκι, κυρίως–, συχνά προκαλεί την έκφραση των παραπόνων τους, διότι αμελεί να απαντήσει άμεσα και μπορεί να είναι, συγκριτικά με τις δικές τους επιστολές, συνοπτικός έως φειδωλός στις απαντήσεις του. Είναι εντυπωσιακό, απεναντίας, ότι είναι εξαιρετικά συνεπής στην επαγγελματική αλληλογραφία του, συμπεριλαμβανομένης βέβαια της αλληλογραφίας του με τους στενούς συνεργάτες του, όπως τον Κωνσταντίνο Λαρδά ή τον Edmund Keeley.


Η αλληλογραφία

Η έκδοση της αλληλογραφίας του Νίκου Γκάτσου έχει ως αφετηρία το αρχείο του,[35] στο οποίο περιλαμβάνονται κυρίως οι επιστολές τις οποίες έλαβε ο ίδιος ως παραλήπτης (όπως και ορισμένα αντίγραφα δικών του επιστολών). Εντούτοις, η έκδοση της αλληλογραφίας ενός συγγραφέα θα πρέπει φυσικά να περιλαμβάνει τις επιστολές και των δύο προσώπων που συμμετέχουν στη διαδικασία αυτής της ανταλλαγής, με τη σειρά ως αποστολέας και παραλήπτης, και αντιστρόφως. Η Αγαθή Δημητρούκα έθεσε στη διάθεσή μας τόσο τις επιστολές του αρχείου όσο και επιστολές του Γκάτσου προς τον Κωνσταντίνο Λαρδά, οι οποίες διατέθηκαν από την οικογένειά του. Ο Γιώργος Χατζιδάκις διέθεσε τις επιστολές (γραπτές και ηχητικές) του Μάνου Χατζιδάκι, όπως και αυτές του Γκάτσου προς τον Χατζιδάκι.[36] Κατά την αναζήτησή μας εντοπίστηκαν επίσης νέες επιστολές (κυρίως απαντήσεις του Γκάτσου) σε άλλα αρχεία (λόγου χάρη, στο Αρχείο Edmund Keeley και στο προσωπικό αρχείο του Stephen Utz). Όμως, κάποια αρχεία συνομιλητών του παραμένουν κλειστά, με κάποιο τρόπο, ενώ δεν επιτρέπεται η έκδοση ορισμένου υλικού. To Αρχείο Peter Levi δεν είναι διαθέσιμο, προς το παρόν, ενώ οι επιστολές του Οδυσσέα Ελύτη δεν μπορούν να δημοσιοποιηθούν ακόμη, βάσει δικής του σχετικής οδηγίας. Επιπλέον, δεν αποκλείεται να εντοπισθούν μελλοντικά και άλλες επιστολές του Γκάτσου προς διαφορετικά πρόσωπα (όπως και οι απαντήσεις τους προς εκείνον). Αν και πρόκειται βέβαια για ζητήματα που αφορούν γενικότερα την έκδοση (λογοτεχνικής) αλληλογραφίας, για λόγους όπως οι παραπάνω, η έκδοση της αλληλογραφίας του Νίκου Γκάτσου μπορεί να θεωρηθεί ως μια εκδοτική απόπειρα εν εξελίξει.


Τα πρόσωπα και τα θέματα

Η υπό έκδοση αλληλογραφία περιλαμβάνει επιστολές στις οποίες συζητούνται θέματα τα οποία συνδέονται είτε με την Αμοργό και την ποιητική, και τη στιχουργική εργασία του Γκάτσου είτε με το μεταφραστικό έργο του. Αλλά το μεγαλύτερο τμήμα της αλληλογραφίας αφορά τις προσωπικές του σχέσεις με έλληνες και ξένους συγγραφείς.
Οι παλαιότερες επιστολές του αρχείου ανήκουν σε Σουηδούς φίλους του, τον Bo Freusson και τον Per ή Pelle Olsson, και προέρχονται από την περίοδο 1937-1938. Πρόκειται κυρίως για κάρτες, αλλά και έναν αριθμό επιστολών, που εστάλησαν στον Γκάτσο από το Gothenburg. Δεν διασώζονται οι απαντήσεις του ιδίου ούτε έχουν ταυτοποιηθεί τα δύο παραπάνω πρόσωπα.
Χρονολογικά έπεται ένα σύντομο τμήμα, με τις επιστολές ή τα επιστολικά δελτία που εστάλησαν στον Γκάτσο ως απάντηση για την παραλαβή αντιτύπου από την πρώτη έκδοση της Αμοργού. Οι οκτώ επιστολές ή επιστολικά δελτία από τον Παντελή Πρεβελάκη, τον Κωνσταντίνο Τσάτσο, τη Μάτση Χατζηλαζάρου, τον Νίκο Παππά, τον Τάκη Βαρβιτσιώτη, τη Φανή Μαντοπούλου, τον Γιάννη Σφακιανάκη και τον Γιώργο Θέμελη είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσες, ως πρώτες προσωπικές αντιδράσεις υποδοχής του έργου αυτού.
Ο μεγαλύτερος αριθμός επιστολών τοποθετείται στη μεταπολεμική περίοδο, από τη δεκαετία του 1940 μέχρι και λίγο πριν από τον θάνατο του Γκάτσου. Εδώ διακρίνονται δύο ενότητες, στην πρώτη από τις οποίες εντάσσεται η επιστολογραφία ελλήνων και στη δεύτερη οι επιστολές των ξένων αποστολέων – φυσικά και οι απαντήσεις του Γκάτσου, εφόσον έχουν εντοπισθεί.

Στην πρώτη ομάδα, των ελλήνων επιστολογράφων, περιλαμβάνονται οι λίγες αριθμητικά επιστολές του Γιώργου Σεφέρη, του Μίνου Αργυράκη, του Ζήσιμου Λορεντζάτου και του Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλου. Επίσης, οι πέντε επιστολές που του έγραψε ο Αγαθή Δημητρούκα, επιστολές στις οποίες στηρίχτηκε η καθοριστική, για τη ζωή και των δύο, γνωριμία της με τον Γκάτσο. Διασώζεται ακόμη μία επιστολή της Ελένης Κόκκου (αδελφής της Άλκης Ζέη) προς τον Ελύτη, η οποία περιλαμβανόταν σε φάκελο με επιστολή του Γκάτσου προς τον Ελύτη και έχει συμπεριληφθεί στην έκδοση της αλληλογραφίας του Γκάτσου, διότι μαρτυρά τη σχέση της Ελένης Κόκκου με τον Γκάτσο, αλλά και τη σχέση των τριών προσώπων. Οπωσδήποτε εκπλήσσει το γεγονός πως δεν υπάρχουν επιστολές από Έλληνες με τους οποίους γνωρίζουμε ότι ο Γκάτσος συνδεόταν, όπως οι πολλοί συνθέτες με τους οποίους συνεργάστηκε, αλλά και οι πολλοί νεότεροι ποιητές, που θα μπορούσαν να του έχουν γράψει.
Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν πολλές κάρτες τις οποίες ταχυδρομούσε η Νάνα Μούσχουρη από διάφορες πόλεις, κατά τη διάρκεια των περιοδειών της στο εξωτερικό. Και βέβαια, ιδιαίτερη θέση κατέχουν οι επιστολές προς τον Ελύτη (κατά το διάστημα της απουσίας του τελευταίου από την Ελλάδα, δηλαδή μεταξύ 1948-1951), και από και προς τον Μάνο Χατζιδάκι (όταν εκείνος βρισκόταν στο εξωτερικό, με έδρα τη Νέα Υόρκη, στα τέλη της δεκαετίας του 1960). Οι δύο τελευταίοι, άλλωστε, αποδεικνύεται και από την αλληλογραφία ότι ήταν πολύ στενοί φίλοι του, τουλάχιστον για τα χρονικά διαστήματα γύρω στις περιόδους αλληλογραφίας τους.
Πολυάριθμες είναι οι επιστολές που αντήλλαξε ο Γκάτσος με τον Κωνσταντίνο Λαρδά. Διασώζονται πάνω από 30 επιστολές, οι οποίες είναι πολύ σημαντικές όχι μόνο λόγω του αριθμού τους αλλά και της χρονικής συνέπειας – αποτέλεσμα κυρίως των απαιτήσεων ανταπόκρισης που έθετε το γεγονός ότι ο Λαρδάς χρειαζόταν τις διευκρινίσεις του Γκάτσου τόσο για τη μετάφραση της Αμοργού, όσο και για την εκπόνηση της διδακτορικής διατριβής του με θέμα αυτό το ποίημα. Οι απαντήσεις του εκθέτουν συστηματικά τον τρόπο με τον οποίο ο τελευταίος σκεφτόταν και για τα δύο αυτά ζητήματα. Καθώς δεν διασώζονται (ή δεν έχουν εντοπισθεί ώς σήμερα) άλλες εξίσου συστηματικές απαντήσεις του, αυτές δείχνουν επίσης τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζε συνομιλητές που δεν ήταν τόσο στενοί φίλοι του όσο ο Ελύτης και ο Χατζιδάκις. Δείχνουν ακόμη τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζε το έργο του, ειδικότερα την Αμοργό, αλλά και γενικά το θέμα της σύνθεσης ποίησης. Τέλος, δείχνουν τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζε και έναν νεότερο ομότεχνο, αφού απαντά με σχόλια και για τις ποιητικές απόπειρες του Λαρδά. Θα πρέπει να τονισθεί ότι δεν υπάρχουν στο αρχείο επιστολές από και προς άλλους νεότερους έλληνες ποιητές, πράγμα μάλλον ασυνήθιστο για έναν ποιητή του οποίου το έργο γνώρισε την αναγνώριση αλλά και άσκησε, προφανώς, επίδραση στην μεταγενέστερη ποίησή μας. Επομένως, οι επιστολές στις οποίες ο Γκάτσος εκθέτει τις απόψεις του για την ποίηση του Λαρδά είναι μοναδικές προκειμένου να σχηματίσει ο αναγνώστης μια εικόνα και για τον Γκάτσο ως κριτικό ποίησης.
Από τους ξένους, με αφορμή τη μετάφραση της ποίησής του, ο Γκάτσος ανέπτυξε συνεργασία βέβαια και με τον Edmund Keeley, και πράγματι διασώζονται περί τις πέντε επιστολές του τελευταίου στο αρχείο (και άλλες τόσες, περίπου, επιστολές του Γκάτσου ανευρέθηκαν στο Αρχείο Edmund Keeley στη Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Princeton). Τακτική όμως φαίνεται πως ήταν και η επικοινωνία του με τον Peter Levi, γύρω στα μέσα της δεκαετίας του 1960. Διασώζονται αρκετές επιστολές και κάρτες του στο αρχείο του Γκάτσου, όμως δεν ήταν εφικτό, παρά τις προσπάθειές μας, να εντοπισθούν οι απαντήσεις του Γκάτσου, που είναι βέβαιο ότι υπήρξαν και ίσως διασώζονται. Το Aρχείο Peter Levi έχει μεταφερθεί και αυτό στις ΗΠΑ και, σύμφωνα με τις πληροφορίες που λάβαμε τόσο από την οικογένειά του, όσο και από το ίδρυμα στο οποίο στεγάζεται, δεν έχει ακόμη τακτοποιηθεί ώστε να είναι δυνατή η αξιοποίησή του.
Μεγάλο αλλά διαφορετικού τύπου είναι το ενδιαφέρον επιστολών συγγραφέων όπως o Arthur Miller (και η σύζυγός του, Inge Morath-Miller) και o Gore Vidal, με τους οποίους ο έλληνας ποιητής γνωρίστηκε κατά τα ταξίδια τους στην Ελλάδα. Αν και αυτοί με ενθουσιασμό τού ζήτησαν να απαντήσει για να συνεχίσουν την επικοινωνία τους, είναι μάλλον βέβαιο γεγονός ότι ο Γκάτσος ουδέποτε το έκανε (όπως απέδειξε η έρευνα στο Αρχείο Arthur Miller).
Τέλος, περιλαμβάνονται και επιστολές (σπανίως και οι απαντήσεις του Γκάτσου) από τη Laura Brousseau, τον Charles Haldeman, τη Lillian Hellman, τον Archibald MacLeish (με αφορμή πρόταση του τελευταίου για μεταφραστική συνεργασία), τον Ken McCormick (για το ίδιο θέμα), τον Morton Marcus, την Elizabeth Meese, τον Armando Romero, τον Alexis Eudald Solà, τον Stephen G. Utz και τον David Levine.


Και ορισμένα δείγματα επιστολών

Από τις επιστολές αυτές, μπορούν να παρουσιασθούν εδώ μερικά αποσπάσματα. Προκειμένου να έχει ο αναγνώστης μια πρώτη εικόνα, αυτά τυπώνονται χωρίς σχολιασμό, σε δική μας μεταγραφή ή και μετάφραση – ο πλήρης σχολιασμός τους περιλαμβάνεται στον υπό έκδοση τόμο. Ξεκινώντας με μία κάρτα της Νάνας Μούσχουρη, και αποσπάσματα επιστολών του Χατζιδάκι, του Peter Levi και του Arthur Miller.

1

Πρόκειται για την τελευταία κάρτα του αρχείου από την Νάνα Μούσχουρη. Συνολικά διασώζονται πάνω από 50 κάρτες της, από το 1980 ώς το 1983:

Mr Νίκον Γκάτσον
Υακίνθου 2-6 / ΚΥΨΕΛΗ / Athens / Greece

Προσπάθησα να σας τηλεφωνήσω, αλλά δεν υπήρχε απάντησις. Ελπίζω ότι είσθε καλά. Σας φιλώ και τους δυο. Με πολλή αγάπη. Νάνα


2

Το επόμενο είναι απόσπασμα επιστολής που ανήκει στον Μάνο Χατζιδάκι:

Μάνος Χατζιδάκις
c/o EDWARD MARNO, 162, KING'S ROAD / CHELSEA, LONDON S.W.3

Κύριον
ΝΙΚΟΝ ΓΚΑΤΣΟΝ
Σπετσών 101 / Κυψέλη / ATHENS 811 / GREECE[37]

Λονδίνο, Κυριακή, 18 Μαΐου 1969

Αγαπητέ μου Νίκο,
Ετοιμάζομαι αύριο να πετάξω στην Τεχεράνη, για να μαζέψω πρόσωπα και μύθους. Η επίσημη εκδοχή είναι, για να ηχογραφήσω το υλικό που θα μου χρησιμεύσει στους ΗΡΩΕΣ.
Ο Σταύρος ήταν μια πολύ ευχάριστη κι ευτυχισμένη έκπληξη. Έκπληξη για το πώς προχωράει μ’ όλες τις αντιξοότητες που περιέχει. Ο Ιγνάθιός του, παραμένει ακόμα στ’ αυτιά μου εντατικός και γεμάτος από πρωτόγονη τραγικότητα.
[…] Σαν τον δεις, να του δώσεις ακόμα μια φορά την αγάπη μου.
Επί τέλους Νικόλα, θάρθεις να μιλήσουμε;
Μην σκέπτεσαι το Λονδίνο σαν Αγγλία. Να το σκεφτείς σαν μια γειτονιά των Αθηνών, που κατοικώ. Όλα μου γύρω είναι Αθήνα. Οφείλεις να τ’ αποφασίσεις. Γιατί σε λίγο θα γεράσουμε και δεν θάχουμε άλλο να πούμε εκτός από τις αναμνήσεις της εποχής της νειότης μας.
Θέλω να σου ετοιμάσω ένα τέιπ. Να δω αν θα το προφτάσω πριν φύγω ή μετά σαν γυρίσω. Το τι σκοπεύω να σου πω σ’ αυτό το τέιπ, δεν λέγεται ή μάλλον... δεν γράφεται. Φίλησέ μου την Ντίνα κι εσένα πολλές φορές.

Μάνος

3

Απόσπασμα επιστολής του Peter Levi:

Peter Levi
Heythrop College / Chipping Norton / Oxon / England

κ. Νίκος Γκάτσος,
101 Σπετσών / Αθήναι (811) / Greece[38]

[19; Ιαν. 1964]

Αγαπητέ Νίκο,

Είναι θαυμάσιο να έχω επιτέλους το ποίημά σου – πραγματικά το καλύτερο πράγμα που συνέβη αυτό τον χειμώνα, πέφτοντας σαν το πρώτο πράσινο φύλλο από τον αέρα πάνω στο δέντρο του. Σ’ ευχαριστώ πολύ, πάρα πολύ. Καταφέρνω να καταλάβω το περισσότερο, παρόλο που υπάρχουν λίγες λέξεις που δεν περιλαμβάνονται στο φτηνό λεξικό μου. Αλλά είμαι τόσο ευχαριστημένος που το έχω που θα ήμουν ευτυχής απλώς να ξεχωρίζω τις λέξεις στην Ασσυριακή [γλώσσα] αν ήταν αναγκαίο.
Όσο προχωρώ τόσο πιο βαθιά θαυμάζω και αγαπώ τη σύγχρονη Ελληνική γλώσσα – εννοώ τη γλώσσα σου, όπως είναι στο στόμα σου και στην ποίησή σου και στου Σεφέρη. Η μετάφρασή σου του Αισχύλου οπωσδήποτε θα είναι θαυμάσια! – και ίσως μια προσέγγιση σε περισσότερη δική σου δουλειά.
Σου είπα ότι σου γράφω ένα ποίημα; Ένα μακρύ ποίημα σε ένα νέο ύφος, που βασίζεται εν μέρει στο παιχνίδι που παίξαμε την τελευταία βραδιά στην Αθήνα: «Είσαι ένα μυστικό βουνό;» – αλλά θα πάρει πολύ καιρό για να το γράψω, ίσως δύο χρόνια (αυτό φαίνεται σαν ένα μαγικό όριο για κάποιο λόγο) και σ’ αυτό το διάστημα ίσως κάτι πάει στραβά: έχω γράψει μόνο τους πρώτους είκοσι στίχους μέχρι τώρα.

4

Και ένα απόσπασμα επιστολής του Arthur Miller:

Arthur Miller

Mr. Nikos Gatsos
101 Spetson Street / Athens 811 / Greece[39]

15 Μαΐου 1964

Αγαπητέ Νίκο:

Μόλις τώρα ανακαλύπτω ότι ο εκδότης μου αμέλησε να σου στείλει ένα αντίτυπο του έργου μου. Πρέπει να ομολογήσω ότι ήταν εν μέρει δικό μου λάθος καθώς είχα χάσει για λίγο καιρό το βιβλίο των διευθύνσεών μου – αν και όχι όλο αυτό το διάστημα.
Σκέφτομαι συχνά εσένα και την Ελλάδα – ίσως διότι πάντα η σχέση μου με τη Νέα Υόρκη και την Αμερική είναι διφορούμενη· ένα μέρος μου επιθυμεί να βυθιστεί στη ζωή και τα προβλήματα της χώρας, αλλά το άλλο μέρος επιθυμεί απόσταση και γαλήνη. Δεν σε παίρνω βέβαια για γαλήνιο άνθρωπο αλλά ως κάποιον που ξέρει σε ποια πράγματα πρέπει να αποδίδει αξία.
Ήταν διπλά δύσκολα τα πράγματα για μένα τους τελευταίους μήνες διότι μου επιτέθηκαν τόσο σκληρά για το θεατρικό μου· κυρίως η κατηγορία για σκληρότητα, στην πραγματικότητα, απέναντι στη Marylin Monroe. […]
Αφότου επέστρεψα στην πατρίδα περνάω τις συνηθισμένες μου ασκήσεις επίθεσης-οπισθοχώρησης κάθε μέρα, προσπαθώντας να ανακαλύψω τι υπάρχει μέσα μου για να γράψω τώρα. Περιέργως, δεν ένιωσα ποτέ πιο ικανός, πιο πολύ σε θέση να έχω τον έλεγχο της τέχνης μου, αλλά δεν είμαι βέβαιος ακόμη ότι έχω ανακαλύψει το θέμα μου. Όπως πάντα, τελικά έρχεται μετά από ατελείωτα χτυπήματα στα σκοτεινά. […]
Νίκο, πραγματικά ελπίζω ότι θα μου γράψεις. Θα επιστρέψουμε μια μέρα στην Ελλάδα, όχι στο πολύ απώτερο μέλλον. Στο μεταξύ, την αγάπη μας.

Arthur

Ως παράδειγμα από τις επιστολές του ίδιου του Γκάτσου έχει επιλεγεί εδώ η ιδιαίτερη περίπτωση των επιστολών του προς τον Ελύτη και τον Χατζιδάκι.

5

Απόσπασμα από επιστολή στον Ελύτη, που μόλις έχει φύγει από την Ελλάδα, για το πρώτο ταξίδι του και την παρατεταμένη παραμονή του στη Γαλλία. Αν και ο Γκάτσος παραλείπει το έτος, πρόκειται σίγουρα για τον Φεβρουάριο του 1948:

Αθήνα, 27 Φεβ. [1948]

Αγαπητέ μου Οδυσσέα,

Σήμερα έλαβα το γράμμα σου από τη Λωζάννη και χάρηκα που είσαι καλά. Γέλασα αρκετά με τη λαμπάδα που άναψες, αλλά όταν σκέφτομαι ότι παρά λίγο μπορούσε τη στιγμή αυτή να βρίσκεσαι ποιος ξέρει σε ποια κορφή της Στερεάς ή της Πελοποννήσου, δικαιολογώ το καθετί. Αυτές τις μέρες ήρθε ο Σταύρος[40] από τη Βλαχοκερασιά –μου είπε να σου γράψω χαιρετίσματα– και οι περιγραφές του για τις συνθήκες ζωής που περνούν θα σε προωθούσαν ώς τη Νότια Αμερική τουλάχιστο, αν μπορούσα να στις μεταδώσω ακριβώς. Γι’ αυτό, κάτσε ήσυχος, άσε τις νοσταλγίες, συνήθισε στη ζωή του Παρισιού, και μόνο να γράφεις μη ξεχνάς.
Είμαι περίεργος να μάθω ποιες είναι οι καινούργιες σου ιδέες για την ποίηση, αν δεν άλλαξαν βέβαια στο αναμεταξύ. Πιστεύω πως όταν κατασταλάξεις στο Παρίσι, θα βρεις τον καιρό να σκεφτείς ωριμότερα και πιο βαθειά πολλά πράγματα που στα εξηγούσα όταν είσουν εδώ, αλλά δεν μπορούσα απόλυτα να σε πείσω. Περιμένω με ανυπομονησία τα νέα σου και τις εντυπώσεις σου από τη Γαλλία, που φαντάζομαι να τη βρεις πολύ πιο διαφορετική από την άχρωμη και παγωμένη Ελβετία. Εδώ, πάντως, η κατάσταση είναι χειρότερη από κάθε φορά και δεν ξέρω πού μπορεί να καταλήξει.

6

Και, τέλος, ένα απόσπασμα από επιστολή στον Χατζιδάκι. Όπως συνήθως, στην αλληλογραφία που απευθύνεται σε πολύ κοντινά του πρόσωπα, ο Γκάτσος παραλείπει το έτος σύνθεσης της επιστολής:

17 Νοεμβρίου

Αγαπητέ μου Μάνο,

Με συγχωρείς που άργησα να σου γράψω, αλλά ξέρεις τη φυσική μου δυσκολία στην αλληλογραφία και τη σχεδόν παθολογική μου αναβλητικότητα. Έλαβα και τα δυο σου γράμματα και θαυμάζω (για να μην πω ζηλεύω) το ανεξάντλητο κέφι σου. Μου λείπεις πολύ και η εβδομάδα που περάσαμε μαζί στην Αθήνα μ’ έκαμε να ξεχάσω λιγάκι την απελπισία όπου βρισκόμουνα. Δεν ξέρω αν θα μπορέσεις να ξανάρθεις τα Χριστούγεννα, και, παρ’ όλο που θα το ευχόμουνα, δεν μπορώ να σου το συστήσω γιατί δεν ξέρω πόσο αναγκαία είναι για σένα η παραμονή σου στη Νέα Υόρκη.

Βλέπουμε εδώ, σε αυτό το τελευταίο σύντομο απόσπασμα επιστολής, όχι απλώς τη μεγάλη φιλία, αλλά και την ανάγκη παρουσίας του Χατζιδάκι την οποία ένιωθε ο Γκάτσος. Παρατηρούμε επίσης τη λεπτότητα και την ευαισθησία, που δείχνουν την ιδιαιτερότητα μιας βαθιάς καλλιέργειας, ενός πραγματικά σπάνιου πνεύματος.

Αυτή είναι και η κύρια εντύπωση που απορρέει από τη μελέτη της συνολικής αλληλογραφίας του Νίκου Γκάτσου και από την εργασία προετοιμασίας της έκδοσής της. Πιστεύουμε, εντούτοις, ότι αυτή δεν θα είναι η μόνη εντύπωση που θα μοιραστούμε σύντομα με τον αναγνώστη της.

[1] Το παρόν κείμενο, το οποίο αναφέρεται στην επικείμενη έκδοση του τόμου Η αλληλογραφία του Νίκου Γκάτσου (από τις εκδόσεις Πατάκη, σε επιμέλεια της γράφουσας), παρουσιάστηκε στις 22 Ιουνίου 2021 στο πλαίσιο του Μεταπτυχιακού Colloquium του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών Νεοελληνικής Φιλολογίας, «Νεοελληνική Φιλολογία. Ερμηνεία, Κριτική και Κειμενικές Σπουδές», του Τμήματος Φιλολογίας του Α.Π.Θ., του ακαδημαϊκού έτους 2020-2021. Ευχαριστώ και από εδώ τους διοργανωτές για την πρόσκληση. Ευχαριστώ πρωτίστως την Αγαθή Δημητρούκα, για την άδεια έκδοσης της αλληλογραφίας του Νίκου Γκάτσου.
[2] Janet Gurkin Altman, Epistolarity; Approaches to a Form, Columbus: Ohio State University Press, 1982, σ. 4.
[3] Marina Dossena και Gabriella Del Lungo Camiciotti, «Introduction», στο Marina Dossena και Gabriella Del Lungo Camiciotti (επιμ.), Letter Writing in Late Modern Europe, Amsterdam/Philadelphia: John Benjamins Publishing Company, 2012, σσ. 1-12 (κυρίως 1-6). Gabriella Del Lungo Camiciotti, «Letters and Letter Writing in Early Modern Culture: An Introduction», Journal of Early Modern Studies, 3 (2014), σσ. 17-35 (κυρίως 25-28) (http://www.fupress.com/bsfm-jems. Ανάκτηση 19.6.2021, 22:56).
[4] Εκδόθηκε το 1552, ενώ λίγο πιο πριν, το 1534, εκδόθηκε μια πραγματεία με τον ίδιο ακριβώς τίτλο από τον Juan Luis Vives.

[5] Για την πρώιμη περίοδο της νεώτερης ιστορίας, βλ. Heather Dubrow και Frances E. Dolan, «Τhe Term Early Modern», PMLA, 109. 5 (Oct. 1994), σ. 1025-1027. Hamish Scott, «Introduction: “Early Modern” Europe and the Idea of Early Modernity», στο The Oxford Handbook of Early Modern European History, 1350-1750: Volume I: Peoples and Place, επιμ. Hamish Scott, Oxford Handbooks Online; Oxford University Press, 2015, σ. 1-43. Ronald Hutton (επιμ.), Medieval or Early Modern; The Value of a Traditional Historical Division, Newcastle upon Tyne: Cambridge Scholars Publishing, 2015. Ευχαριστώ την Άννα Καρακατσούλη για τις βιβλιογραφικές επισημάνσεις της σχετικά με τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο.
[6] Carol Poster και Linda C. Mitchell (επιμ.), Letter-Writing Manuals and Instruction from Antiquity to the Present: Historical and Bibliographic Studies. Studies in Rhetoric/ Communication. Columbia: University of South Carolina Press, 2007. Ο τόμος αυτός παρουσιάζει οδηγούς συγγραφής επιστολών από την κλασική αρχαιότητα ώς τη σύγχρονη εποχή των e-mails.
[7] Στην Ελλάδα ιδρύεται το Γενικόν Ταχυδρομείον, με ψήφισμα που υπογράφεται από τον Ιωάννη Καποδίστρια αρκετά αργότερα, το 1828.
[8] J.S. How, Epistolary Spaces: English Letter-Writing From the Foundation of the Post Office to Richardsons Clarissa, Ashgate: Aldershot, 2003.
[9] Sarah M. S. Pearsall, «Letters and Letter Writing», DOI: 10.1093/OBO/9780199730414-0187 (Last modified: 19 Dec. 2012), Introd. Όλες οι μεταφράσεις των αγγλικών παραθεμάτων εδώ είναι δικές μου.

[10] Στη Γαλλία τυπώθηκαν το 1669 το έργο Les Lettres portugaises του Gabriel-Joseph de Lavergne, comte de Guilleragues και τα Lettres persanes (1721) του Montesquieu (Charles-Louis de Secondat, Baron de La Brède et de Montesquieu), Η νέα Ελοΐζα του Jean-Jacques Rousseau (Julie, ou la nouvelle Héloïse, 1761) και οι Επικίνδυνες σχέσεις του Pierre Choderlos de Laclos (Les liaisons dangereuses, 1782). Στην Αγγλία ακολούθησαν τα επιστολικά μυθιστορήματα του Samuel Richardson Pamela or Virtue Rewarded (1740) – το οποίο άσκησε επίδραση στο αισθηματικό ρομαντικό μυθιστόρημα αλλά και οδήγησε στη συγγραφή του σατιρικού An Apology for the Life of Mrs. Shamela Andrews (1741) του Henry Fielding –, αλλά και τα Clarissa (1748) και Sir Charles Grandison (1753), όπως και το μυθιστόρημα του John Cleland Fanny Hill (1748).
Στη Γερμανία, το εξαιρετικής επίδρασης έργο του Wolfgang Goethe Die Leiden des jungen Werther (1774), αλλά και ο Hyperion; oder, Der Eremit in Griechenland (1797, 1799) του Friedrich Hölderlin. Στην Ιταλία, στις αρχές του 19ου αι. εκδόθηκε το Ultime lettere di Jacopo Ortis (1802) του Ugo Foscolo, ενώ ο επιστολικός χαρακτήρας επανεμφανίζεται καθ’ όλη της διάρκεια αυτού του αιώνα σε έργα των Jane Austin (Lady Susan, 1794), Mary Shelley (Frankenstein, 1818), Παναγιώτη Σούτσου (Λέανδρος, 1834), Honoré de Balzac (Mémoires de deux jeunes mariées, 1841), Anne Brontë (The Tenant of Wildfell Hall, 1848) και Bram Stoker (Dracula, 1897).
[11] Alan Stewart, Shakespeares Letters, Oxford: Oxford University Press, 2008, σ. 5 και Ch. 1, κυρίως.
[12] Marina Dossena, «The Study of Correspondence: Theoretical and Methodological Issues», στο Marina Dossena και Gabriella Del Lungo Camiciotti (επιμ.), Letter Writing in Late Modern Europe, ό.π., σ. 13-29. Πβ. Gabriella Del Lugo Camiciotti, 2014, ό.π., σ. 21.
[13] Βλ. για παράδειγμα, Rebecca Earle (επιμ.), Epistolary Selves: Letters and Letter-Writers, 1600–1945. Warwick Studies in the European Humanities. Aldershot: Ashgate, 1999. Στον τόμο αυτό περιλαμβάνονται μελέτες οι οποίες αναδεικνύουν το γεγονός ότι οι επιστολές πληροφορούν όχι μόνο για τη ζωή των συγγραφέων τους, αλλά και για τις ιστορικές, κοινωνικές, πολιτικές, κ.λπ. γενικότερες εξελίξεις. Επίσης, Theresa Strouth Gaul και Sharon M. Harris (επιμ.), Letters and Cultural Transformations in the United States, 1760-1860. Farnham: Ashgate, 2009. Στις μελέτες που περιλαμβάνονται στον τόμο αυτό, εξετάζεται η διαμόρφωση του είδους της επιστολογραφίας σε συνάρτηση με τη διαμόρφωση της ίδιας της ταυτότητας του υπό-συγκρότηση κατά την περίοδο 1760-1860 πολιτισμού, όπως και της ίδιας της εθνικής ταυτότητας των ΗΠΑ. Βλ. ακόμη David Barton και Nigel Hall (επιμ.), Letter Writing as a Social Practice. Studies in Written Language and Literacy 9. Philadelphia: Benjamins, 1999. Οι συμβολές στον τελευταίο αυτό τόμο εστιάζουν κυρίως στη σημασία, από πλευρά κοινωνική και πολιτισμική, της δραστηριότητας της συγγραφής επιστολών.
[14] Gabriella Del Lungo Camiciotti, 2014, ό.π., σ. 17.
[15] Βλ. Armando Petrucci, Scrivere lettere. Una storia plurimillenaria, Roma-Bari: Laterza, 2008.

[16] Janet Gurkin Altman, Epistolarity: Approaches to a Form. Columbus: Ohio State University Press, 1982, σσ. 3-4. Πβ. και το παλαιότερο Natascha Würzbach (επιμ.), The Novel in Letters: Epistolary Fiction in the Early English Novel 1678-1740, London: Routledge & Kegan Paul, 1969.
[17] Janet Gurkin Altman, 1982, ό.π., σ. 4, δική μου έμφαση Βεβαίως η Altman εστιάζει στον 18ο αιώνα, λαμβάνοντας εντούτοις υπόψη επιστολές από την αρχαιότητα ώς την εποχή του μοντερνισμού. Αν και η βάση της μελέτης της είναι κυρίως φορμαλιστική, και επίσης αντλεί από τη γερμανική και τη γαλλική αφηγηματολογία, εντούτοις η συγγραφέας αναγνωρίζει δάνεια από τον Jean Rousset και τον François Jost μέχρι και τον Jacques Derrida. Το πεδίο της είναι αρκετά ευρύ, περιλαμβάνοντας ζητήματα όπως η αφηγηματική δομή, η διαμεσολάβηση, η εμπιστοσύνη και η εκμυστήρευση, η αναγνωστικότητα της επιστολογραφίας.
[18] Gabriella Del Lungo Camiciotti, 2014, ό.π., σ. 18-21. Πβ. Terttu Nevalainen, An Introduction to Early Modern English, Edinburgh: Edinburgh University Press, 2006. Terttu Nevalainen και Sanna-Kaisa Tanskanen (επιμ.), Letter Writing, Amsterdam/Philadelphia: John Benjamins, 2007.
[19] Minna Palander-Collin, «Patterns of Interaction: Self-Mention and Addressee Inclusion in the Letters of Nathaniel Bacon and his Correspondents», στο Arja Nurmi, Minna Nevala και Minna Palander-Collin (επιμ.), The Language of Daily Life in England (1400-1800), Amsterdam & Philadelphia: John Benjamins, 2009, σ. 53-74. Minna Palander-Collin, «Correspondence», στο Andreas H. Jucker και Irma Taavitsainen (επιμ.), Historical Pragmatics, Berlin & ΝΥ: De Gruyter Mouton, 2010, σ. 651-677.
[20] Gabriella Del Lungo Camiciotti. 2014, ό.π., σ. 22.
[21] James Daybell, The Material Letter in Early Modern England: Manuscript Letters and the Culture and Practices of Letter-Writing, 1512-1635, ΝΥ: Palgrave Macmillan, 2012, σ. 233.
[22] Gabriella Del Lungo Camiciotti, 2014, ό.π., σ. 27.
[23] Mary Evans, Missing Persons; The impossibility of auto/biography, London & NY: Routledge, , 1999. Muchativugwa Hove και Kgomotso Masemola (επιμ.), Strategies of Representation in Auto/biography, Houndmills, Basingstoke, Hampshire & NY: Palgrave Macmillan, 2014. Lucia Boldrini και Julia Novak (επιμ.), Experiments in Life-Writing; Intersections of Auto/Biography and Fiction, Cham-Switzerland: Palgrave Macmillan, 2017. Kate Douglas και Ashley Barnwell (επιμ.), Research Methodologies for Auto/biographical Studies, NΥ & London: Routledge, 2019.

[24] Ευγένιος Αρανίτσης, [Άτιτλο], στο Αγαθή Δημητρούκα και Δημήτρης Αρβανίτης (επιμ.), Ένας χαμένος ελέφαντας, Εκατό χρόνια από τη γέννηση του Νίκου Γκάτσου, Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου Παρασκευή 23 – Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2011, Μουσείο Μπενάκη – Κτήριο Οδού Πειραιώς, Μουσείο Μπενάκη, 2015, σ. 326.
[25] Μάνος Χατζιδάκις, «Ο Νίκος Γκάτσος – ένας πολύ αυστηρός φίλος», Ο καθρέφτης και το μαχαίρι, Ίκαρος 1989, σσ. 135-36.
[26] Ζήσιμος Λορεντζάτος, Collectanea, Δόμος 2009, σ. 528.
[27] Ακολούθησαν η 2η έκδ. (με τέσσερα σχέδια του Νίκου Χατζηκυριάκου Γκίκα) από τις εκδόσεις Ίκαρος το 1963, η 3η έκδ. επίσης από τον Ίκαρο το 1969 (με τέσσερα σχέδια του Νίκου Χατζηκυριάκου Γκίκα και στο εξής με την προσθήκη τού «Ο ιππότης και ο θάνατος [1513]» και του ποιήματος «Ελεγείο», σε επεξεργασμένη μορφή), κ.ά. Από το 2000, και η Αμοργός κυκλοφορεί (με κόσμημα του Γιώργου Σταθόπουλου) από τις εκδόσεις Πατάκη.
[28] Νίκος Γκάτσος, «Της μοναξιάς», Νέα Εστία 10.119-120 (1-5 Δεκ. 1931), σ. 1255∙ «Πήρες», Νέα Εστία 11.121 (1 Ιαν. 1932), σ. 39∙ «Οχτάστιχα», Νέα Εστία 11.126 (15 Μαρτ. 1932), σ. 312∙ «Ρωμαντισμός», Νέα Εστία 12.134 (15 Ιουλ. 1932), σ. 761∙ «Ερημικός διάλογος», Νέα Εστία 12.139 (1 Οκτ. 1932), σ. 1022∙ «Το χιόνι», Ρυθμός 7 (Απρ. 1933), σ. 203.
[29] Βλ. Νίκος Γκάτσος, «Ελεγείο», Φιλολογικά Χρονικά 41 (15 Μαΐου 1946), σ. 119.
[30] Βλ. Νίκος Γκάτσος, «Ο ιππότης κι’ ο θάνατος», Μικρό Τετράδιο 1 (Ιαν. 1947), σ. 31-33.
[31] Βλ. Νίκος Γκάτσος, «Τραγούδι του παλιού καιρού», Ο Ταχυδρόμος, αφιέρωμα στον Γιώργο Σεφέρη, 2 Νοεμ. 1963, σ. 21.
[32] Βλ. Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, Θέατρο και ποίηση: Ματωμένος γάμος, Ο Περλιμπλίν και η Μπελίσα, Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα, Παραλογή του μισοΰπνου, Θρήνος για τον Ιγνάθιο Σάντσιεθ Μεχίας, απόδοση Νίκος Γκάτσος, επιμ. Αγαθή Δημητρούκα, Πατάκης, 2000 (2η έκδ. - 1η έκδ. Ίκαρος, 1990). Βλ. ακόμη Αύγουστος Στρίντμπεργκ, Ο πατέρας, απόδοση Νίκος Γκάτσος, Πατάκης 2001 (2η έκδ. – 1η έκδ. Ίκαρος, 1995).
[33] Σύμφωνα με πληροφορία της Αγαθής Δημητρούκα.

[34] Οι δύο τόμοι με τους στίχους των τραγουδιών του Γκάτσου είναι οι: Νίκου Γκάτσου, Φύσα αεράκι φύσα με μη χαμηλώνεις ίσαμε, επιλογή Νίκου Γκάτσου, προμετωπίδα Οδυσσέα Ελύτη και μουσικό κείμενο Μάνου Χατζιδάκι, Ίκαρος 1992∙ Νίκου Γκάτσου, Όλα τα τραγούδια, επιμ. Αγαθή Δημητρούκα, εικαστικά σχέδια Χρήστου Μαρκίδη, Πατάκης 1999∙ και Νίκου Γκάτσου, Όλα τα τραγούδια, νέα αναθεωρημένη έκδ., επιμ. Αγαθή Δημητρούκα, εξώφυλλο Γιάννη Τσαρούχη, Πατάκης 2018.
[35] Η μελέτη του αρχείου για την προετοιμασία της έκδοσης της αλληλογραφίας του Νίκου Γκάτσου ολοκληρώθηκε πριν από τη μεταφορά του, τον Μάρτιο του 2018, στη Βιβλιοθήκη Houghton του Πανεπιστημίου Harvard.
[36] Ευχαριστώ και από εδώ τον Γιώργο Χατζιδάκι για την άδεια έκδοσης των επιστολών του Μάνου Χατζηδάκι.
[37] Χειρόγραφη επιστολή.
[38] Η επιστολή γραμμένη με το χέρι στα αγγλικά.
[39] Δακτυλογραφημένη επιστολή στα αγγλικά.
[40] Πρόκειται για τον Σταύρο Γκάτσο, δεύτερο εξάδελφο του Νίκου Γκάτσου.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: