Ένας ασήμαντος άνθρωπος και ο Ηράκλειτος: Ο πατριωτισμός του Νίκου Γκάτσου

Από τα γυρίσματα του ντοκιμαντέρ της Καναδικής τηλεόρασης «Inner Man» (1964) στο σπίτι του στην Κυψέλη.
Από τα γυρίσματα του ντοκιμαντέρ της Καναδικής τηλεόρασης «Inner Man» (1964) στο σπίτι του στην Κυψέλη.


Κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα, βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων.



Το 1997, το Σωματείο Σκηνοθετών της Αμερικής αποφάσισε να απονείμει ειδικό βραβείο στον Stanley Kubrick, ο οποίος βρισκόταν στο Λονδίνο, σκηνοθετώντας την ταινία Μάτια ερμητικά κλειστά. Στο μαγνητοσκοπημένο μήνυμα αποδοχής του βραβείου, ο Kubrick ανέφερε πως, δοθείσης της διαφοράς ώρας, τη στιγμή της απονομής ήταν μάλλον στο αυτοκίνητό του, οδηγώντας προς το στούντιο. Θυμήθηκε, λοιπόν, πως κάποτε ζήτησε από τον Steven Spielberg να του πει ποια θεωρούσε ότι είναι η μεγαλύτερη πρόκληση, η μεγαλύτερη δυσκολία στη διαδικασία της σκηνοθεσίας μιας κινηματογραφικής ταινίας. Η απάντησή του, την οποία ο Kubrick θεώρησε εξαιρετική, ήταν πως η μεγαλύτερη δυσκολία και πρόκληση είναι να βγεις από το αυτοκίνητο. Στην ιστορία του Κούμπρικ υπάρχει μια καβαφική ηχώ —όχι της Ιθάκης, όπως ίσως θα υπονοούσε ο ταξιδιάρικος χαρακτήρας της, αλλά του (che feceil) gran rifiuto: Το ανέκδοτο μας επισημαίνει λιγότερα για την ενσωμάτωση σε κάποιον προορισμό της κίνησης προς αυτόν, και περισσότερα για την κριτική ενσωμάτωση των ίδιων των οδοιπόρων στον προορισμό τους. Η αναλογία είναι διασκεδαστική υπό το πρίσμα της αναφοράς του Καβάφη στον Dante. Συγχρόνως, όμως, είναι χρήσιμη και ως εισαγωγή σε μια ερμηνεία του έργου του Νίκου Γκάτσου, ο οποίος, άλλωστε, εμφανίζεται στον δημόσιο κοινό λόγο και στην λογοτεχνία με ένα διήγημα που ξετυλίγεται γύρω από μια βόλτα… με αυτοκίνητο.

Στο διήγημα Ένας ασήμαντος άνθρωπος, με το οποίο συστήνεται ο Γκάτσος, πρωταγωνιστεί ο «δοντογιατρός» Καράλης, ο οποίος αμέσως παρουσιάζεται ως κάποιος που «δεν ήξερε από πού ήταν καλύτερα ν’ αρχίσει να σκέφτεται». Τι σπουδαία γνωριμία με έναν νεοεισαχθέντα φοιτητή της Φιλοσοφικής, όπως ήταν τότε ο νεαρός ποιητής! Ανάμεσα στην αυτοπεποίθηση και την συντριβή, ο Γκάτσος φανερώνει την αγωνία του ως ερευνητή της λογοτεχνίας, ο οποίος, όπως δεν θα αργήσει να φανεί, είναι ένας σχολαστικός και δεινός κριτικός, αλλά εκείνη την στιγμή τουλάχιστον δεν ξέρει από πού να αρχίσει να σκέφτεται, δεν ξέρει από πού να αρχίσει να γράφει από μόνος του και για τον εαυτό του. Σκεπτόμενος κάποια Ελένη, ο Καράλης μονολογεί: «Η αγάπη μας. Τα γράμματά σου. Θυμάσαι, Ελένη, που κάποτες μου έστειλες για δικό σου ένα ολάκερο κομμάτι Ουγκώ; Εγώ, χαμογελώντας, το διάβασα. Δεν είπα τίποτα, ήμουν ευχαριστημένος. Το ’ξερα, πως για να μου δείξεις καλύτερα το πόσο μ’ αγαπάς, το ’κανες…». Από την μια δεν ξέρει από πού ν’ αρχίσει να σκέφτεται, κι από την άλλη, κι αυτή η ίδια η ανάγνωση είναι σκέψη αρκετή και πράξη αγάπης. Πόσο να διαφέρει, και γιατί, αν είναι να είμαστε ειλικρινείς, ο Ουγκώ από κάποιον που εν πλήρει συνειδήσει διαλέγει να τον διαβάσει και να τον αντιγράψει, ώστε να συστηθούν από κοινού σε κάποιον άλλο; Πότε διαχωρίζονται η αποστολή και η λειτουργία του συγγραφέα από εκείνες του αναγνώστη; Με αυτές τις σκέψεις ο Καράλης παρατάει το καφενείο και βρίσκει ένα αυτοκίνητο για να πάει μέχρι τη Γλυφάδα. Με αυτές τις σκέψεις γράφει και ο Γκάτσος ώστε να βγει από το αυτοκίνητο που αναφέρει ο Σπίλμπεργκ, να αφήσει πίσω όλη την προετοιμασία και την συνείδηση της ιστορίας της τέχνης του, και να ασπαστεί την αυθάδεια ενός δημιουργού.

Αν ο Καράλης έχει αόρατη παρέα του στο αυτοκίνητο την Ελένη, η Αμοργός μάς επιτρέπει να υποθέσουμε πως ο Γκάτσος έχει αόρατη παρέα του τον Ηράκλειτο. (Μια παρέα που μπορεί κάποιος να εντοπίσει ακόμα και στον Ασήμαντο άνθρωπο, όταν ο Γκάτσος μιλάει για την ψυχή ως άφθαρτη, αδιαίρετη, ατελεύτητη φωτιά — αλλά ας αφήσουμε τον ιδιότροπο μονισμό του Εφέσιου μακριά από αυτό το σχόλιο.) Αν τα αυτιά και τα μάτια βαρβάρων ψυχών προσφέρουν στους ανθρώπους κακές μαρτυρίες, η κατ’ εξοχήν βαρβαρότητα είναι η άμεση εμπειρία, την οποία στον Ηράκλειτο μπορούμε να αντιληφθούμε ως άγνοια του Λόγου. Όπως επισημαίνει ο Hulsz, στον Ηράκλειτο «ο Λόγος δεν μπορεί να υποβαθμιστεί στο επίπεδο των λόγων, ούτε καν σε αυτό στο οποίο οι λόγοι αναφέρονται, παρά υποδεικνύει μια φωνή, μια συνεχή παρουσία, η οποία είναι αντιληπτή, αλλά παραμένει ακατανόητη από τους πολλούς». Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο ο Ηράκλειτος καλεί το ακροατήριό του να ακούσει τον Λόγο και όχι τον ίδιο, και σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο καταδικάζει όσους δεν αξιολογούν την έκθεσή τους στον Λόγο όχι μόνο όταν, αλλά και πριν καν τον ακούσουν. Ο λόγος ως άρθρα, ως αφήγηση της ύπαρξης είναι απλώς τα σπαράγματα του Λόγου ως συνόλου της ύπαρξης, ο συμβιβασμός του σημειωτικού μας πεδίου μπροστά στη φύση που πασχίζει να αποκαλύψει. Ο Heidegger περιγράφει την πορεία από το λέγειν προς τον Λόγο, ως την αποκαλυπτική σύγκλιση του σημαινόμενου όλου. Αυτή είναι η ομολογία, και έτσι οδηγεί στο ηρακλείτειο «Ἓν πάντα, τον τρόπο κατά τον οποίο ουσιαστικώς προκύπτει ο Λόγος. Το Ἓν είναι το μοναδικό ένα, υπό την έννοια του ενοποιού ενός. Ενοποιεί διά της σύγκλισης. Συγκαλεί, καθώς, συλλέγοντας, εκθέτει ενώπιόν μας ό,τι εκτίθεται ενώπιόν μας καθ’ αυτό και ως σύνολο». Επιστρέφω στον ποιητή Γκάτσο, ο οποίος συνθλίβεται από τον κριτικό Γκάτσο και δεν ξέρει από πού να αρχίσει να σκέφτεται − επειδή τι νόημα έχει, υπό τον Λόγο, να σκέφτεται, αν δεν σκέφτεται τα πάντα; Και, ακόμα χειρότερα, ποια λόγια είναι ικανά να συνομολογήσουν την ελάχιστη δυνατή έκπτωση από τον Λόγο; Ίσως για αυτό, μιλώντας στον Κωνσταντίνο Λαρδά, ο ίδιος ο Γκάτσος απαντά πως η περίφημη (και, ευτυχώς, ξεπερασμένη ως ανάλυση) ποιητική του ‘σιωπή’ μετά την Αμοργό οφείλεται στο ότι «τα ποιήματα είναι κάτι εύκολο για μένα. Η ποίηση είναι δύσκολη. Το να πεις τις (μεγάλες) αλήθειες». Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Γκάτσος παραδίδεται ποτέ σε κάποια ευκολία. Η κριτική απαιτεί την ίδια πλήρη θεώρηση των πραγμάτων, την ίδια προσοχή στην ακρόαση του Λόγου, την οποία απαιτεί και η ποίηση, με την διαφορά πως η μια επιδιώκει να αναπαραγάγει την φύση, και η άλλη τον ίδιο τον Λόγο που την συγκαλεί. Σχολιάζοντας τη μεθοδολογία και το περιεχόμενο της γνώσης στον Ηράκλειτο, ο Hegel αναδεικνύει και τη σχέση αυτών των δύο θέσεων όταν υποστηρίζει πως «το λογικό, το αληθές, αυτό το οποίο γνωρίζω εγώ, είναι όντως μια υπαναχώρηση από το αντικειμενικό όπως από το αισθητικό, ατομικό, ορισμένο και υπάρχον. Αλλά αυτό που η λογική γνωρίζει εντός αυτής είναι η αναγκαιότητα ή η οικουμενικότητα της ύπαρξης: είναι η Αρχή της σκέψης, καθώς είναι η Αρχή του κόσμου». Για να ισχύει, λοιπόν, ότι στον Λόγο η ανηφόρα είναι και κατηφόρα, ως μέρος της κλίμακας του κόσμου, και για να ισχύει ότι στον Ασήμαντο άνθρωπο η Ελένη είναι και ο Hugo, ως απόδειξη αγάπης προς την κλίμακα αυτή, είναι απαραίτητη η μεθοδολογία που διακρίνει ο Hegel. Και έχω την εντύπωση πως ο Γκάτσος, σε κάθε σημείο της ποιητικής του, ορίζεται από την προσήλωσή του στη μεθοδικότητα. Κατ’ αρχήν στη μεθοδικότητα των κριτικών του, η βαρύτητα των οποίων είναι προφανής όχι μόνο στον σεβασμό με τον οποίο αντιμετωπίζονται οι δημοσιεύσεις του, αλλά και στον σεβασμό με τον οποίο αντιμετωπίζεται ο ίδιος στα λογοτεχνικά στέκια και στις συγγένειες που αναπτύσσει. Κατόπιν, στην μεθοδικότητά του ως μεταφραστή, μια κατεξοχήν κριτική μεθοδικότητα, εφόσον επιβλέπει και ελέγχει την ανταλλαγή και ενσωμάτωση ποιητικών κωδίκων από μία γλώσσα και κουλτούρα σε άλλη. Και, βεβαίως, στην μεθοδικότητά του ως στιχουργού, με την απόλυτη προσήλωσή του στο μέτρο και στην ομοιοκαταληξία — και όχι μόνο.

Άλλο βασικό γνώρισμα του Λόγου είναι η εμπεδωμένη σε αυτόν ενότητα των αντιθέτων. Η έννοια του πατριωτισμού, όμως, η οποία με απασχολεί εδώ, αποτελεί μια ειδική πρόκληση, καθώς το αντίθετό της δεν φαίνεται αρχικώς να είναι κάτι που αφομοιώνεται μαζί της στον Λόγο, αλλά ο Λόγος αυτός καθ’ αυτόν. Πώς αλλιώς μπορεί να αντιμετωπιστεί μια τοπική ηθική απέναντι στο απολύτως μακροσκοπικό επίπεδο ανάλυσης που είναι ο Λόγος; Η ηθική τοπικότητα του πατριωτισμού είναι αυτονόητη. Στην γενική ερμηνεία του Nathanson, ο πατριωτισμός απαιτεί έναν ιδιαίτερο συναισθηματικό δεσμό του ατόμου με την πατρίδα του, προσωπική ταύτιση με αυτήν, ενδιαφέρον για την ευημερία της, και προθυμία να θυσιαστεί για το καλό της. Είναι προφανές ότι αυτοί οι όροι για την ανάπτυξη του πατριωτισμού προϋποθέτουν πως το άτομο αισθάνεται αποκλειστικό προϊόν της πατρίδας του. Χωρίς αυτή την αίσθηση, δεν υπάρχει κάποιο επιχείρημα κατά του κοσμοπολιτισμού, της επιλογής μιας άλλης πατρίδας, ή και καμιάς. Ο πατριωτισμός, λοιπόν, αφορά στην ιστορικοποίηση μιας ηθικής κατασκευής. Η διαδικασία δεν είναι ούτε αθώα, ούτε ακίνδυνη. Άλλωστε, η ίδια η προνομιακή φύση της Ιστορίας είναι μια παγίδα, επειδή κάθε εξιστόρηση είναι τεκμήριο επιβίωσης. Και ως άσκηση προνομίου, κάθε εξιστόρηση έχει την τάση περισσότερο να εορτάζει, παρά να εξετάζει αυτή την επιβίωση. Σε κάθε περίπτωση, είναι πολύ δύσκολο για αυτό το σχόλιο να προσφέρει κάτι καινούριο στην ανάλυση αυτής της ιστορικοποίησης της ηθικής από τον ελληνικό μοντερνισμό, από την περίφημη «γενιά του ’30». Ανάμεσα στην προσωπική εμπειρία του πολέμου και στην νοηματοδότηση της ελληνικότητας ως θεραπείας του, ο μοντερνισμός διαπραγματεύτηκε, μαζί με πολλά άλλα, τη σχέση της ιστορικής εθνικής ταυτότητας με τη σύγχρονη, και τη σχέση της πνευματικότητας με την καθημερινότητα. Μπόρεσε, όμως, να άρει το προπατορικό αμάρτημα του πατριωτισμού; Και, ειδικότερα, ποιος είναι ο πατριωτισμός που διαμορφώνεται στο έργο του Γκάτσου; Υπάρχουν πολλές μελέτες, πολύ εγγύτερα στο ύψος του Γκάτσου από αυτό το σχόλιο, οι οποίες αναλύουν την ποίησή του, την συχνότητα και τη σημασία των αναφορών του στο ελληνικό τοπίο ή στη θρησκεία, τα στοιχεία της δημοτικής ποίησης και τα ιστορικά πρόσωπα στο έργο του. Και είναι σαφές πως όλα αυτά τα στοιχεία συντάσσουν μια αφήγηση πατριωτισμού. Αυτό που με απασχολεί, όμως, είναι πως, αν ο Γκάτσος παραμένει ο επιμελής ακροατής του Λόγου, γνωρίζει, βεβαίως, πως ο πατριωτισμός οφείλει να υποταχθεί σε αυτόν. Και πως, για να το καταφέρει, πρέπει εκείνος να στοιχίσει ως αντίθετο του πατριωτισμού κάτι άλλο από τον ίδιο τον Λόγο.

Είναι θεμιτό, αν όχι και τετριμμένο, να πούμε πως η ηθική κατασκευή του Γκάτσου ιστορικοποιείται κατ’ αρχάς στον Λόγο, και μόνο δευτερευόντως, μέσω αυτού, στην χώρα του και την λογοτεχνία της. Ο ιδιαίτερος συναισθηματικός δεσμός του και η προσωπική του ταύτιση με τον Λόγο είναι σαφείς. Το ενεργό ενδιαφέρον του για την ευημερία του, επίσης: Ο Γκάτσος αγωνιά να κατανοήσει τη διαδικασία της συλλογής που περιγράφει ο Heidegger και να συνεισφέρει σε αυτήν. Ακόμα πιο ουσιαστική, όμως, είναι η προθυμία του Γκάτσου να θυσιαστεί για το καλό του Λόγου. Ως μια τέτοια θυσία αντιμετωπίζω την μοναδικότητα της Αμοργού. Αν είναι δύσκολο να πεις τις μεγάλες αλήθειες, είναι επειδή κάθε μικρότερη αλήθεια καταλήγει να τις αποκρύπτει. Η ποίηση δεν είναι δύσκολη για τον Γκάτσο επειδή δεν μπορεί να την κατορθώσει, αλλά επειδή δεν πείθεται πως μπορεί να εμπλουτίσει ένα σύστημα που αντιλαμβάνεται ως πλήρες. Δύσκολα μπορεί κάποιος να πιστέψει ότι δεν τον χαρακτηρίζει η ίδια αγωνία που διακατείχε τον Σολωμό, τον οποίο τόσο σεβόταν, για ένα genere nuovo. Θυσιάζει, λοιπόν, την προσωπική του επιδίωξη, για να μην θολώσει την ακρίβεια που την ενέπνευσε. Και είναι ευτυχής η ειρωνεία πως από αυτήν ακριβώς την θυσία του οδηγείται στο καινούριο είδος του.

Ο Γκάτσος ήταν, όπως δήλωνε ο ίδιος, «επαγγελματίας» ποιητής. Πέραν του βιοπορισμού του, ο επαγγελματισμός του έχει διάφορες σημαντικές πτυχές. Ασφαλώς, δεν πρόκειται για μια βιομηχανική, τυποποιημένη παραγωγή. Αντιθέτως, είναι στοιχείο του επαγγελματισμού του ότι η παραγωγή του ορίζεται από τις περιστάσεις της κάθε συνεργασίας. Επιστρέφοντας στην προβληματική του Ασήμαντου ανθρώπου, μπορούμε να πούμε πως ο Γκάτσος αποφασίζει με μεγαλύτερη ποιητική άνεση και ωριμότητα από πού θα αρχίσει να σκέφτεται όταν αρχίζει να στοχάζεται όχι τον απομονωμένο εαυτό του απέναντι στον Λόγο, αλλά τον εαυτό του ως μέρος του Λόγου, απέναντι σε συγκεκριμένα ακροατήρια. Αρχίζει, λοιπόν, να σκέφτεται κάθε φορά από το εκάστοτε ακροατήριό του. Τον συνθέτη, αρχικώς, και τις δύο φωνές: της ερμηνεύτριας ή του ερμηνευτή που θα πει τα τραγούδια στο στούντιο, και του κόσμου που θα τα λέει οπουδήποτε αλλού. Με αυτή του την κίνηση δεν ανταποκρίνεται απλώς στο πιεστικό αίτημα για μια λογοτεχνία που απευθύνεται στην καθημερινότητα και στους ανθρώπους της, με τη βοήθεια, προφανώς, της φιλόξενης λαϊκής φύσης του τραγουδιού. Αυτομάτως, η συνειδητή, μεθοδική αναφορά του στα διάφορα ακροατήριά του συνεπάγεται επιπλέον ότι τα τραγούδια του Γκάτσου δεν είναι εύκολα ποιήματα που ακολουθούν την Αμοργό, αλλά μια διεύρυνση της δύσκολης ποίησης. Επαναλαμβάνει σαφώς πως «οὐκ ἐμοῦ, ἀλλὰ τοῦ λόγου ἀκούσαντας ὁμολογεῖν σοφόν ἐστιν ἓν πάντα εἶναι». Πάντοτε ως αποτέλεσμα της δικής του θυσίας, ο Γκάτσος, επαγγελματίας και εργάτης ποιητής, δεν μοιράζει αφ’ υψηλού και αδιακρίτως μια δική του ποίηση, αλλά αναπτύσσει την ποιητική του στη βάση του Άλλου, συχνά και συνειδητά καλύπτοντας μεγάλες κοινωνικές αποστάσεις.

Με τα δύο αυτά στοιχεία, την θυσία του και την αναφορά του στο εκάστοτε ακροατήριό του, ο Γκάτσος εκ των πραγμάτων στοιχειοθετεί τον πατριωτισμό του ως αντίθετο του εθνικισμού. Η ενότητα των δύο είναι σαφής, ει μη τι άλλο επειδή αμφότεροι ξεκινούν από μια συγκριτική ηθική αντίληψη. «Μόνο η δική μου χώρα, μόνο οι δικές της συνθήκες βγάζουν τέτοιους ανθρώπους». Βεβαίως, ο κίνδυνος της ενότητας των αντιθέτων δεν οφείλεται στον ποιητή, ο οποίος ανήκει πάντοτε στον πατριωτισμό, για δύο λόγους τουλάχιστον. Αφ’ ενός, ο εθνικιστής θυσιάζεται για να εξισωθεί με το μέγεθος αυτού για το οποίο θυσιάζεται, ενώ ο Γκάτσος θυσιάζεται για τον Λόγο ως απόδειξη ταπεινότητας. Αφ’ ετέρου, ενώ ο εθνικισμός επικαλείται την ιστορικότητά του ως καταδίκη του παρόντος, ο Γκάτσος επικαλείται την ιστορικότητα του Λόγου για να ενσωματώσει την σύγχρονή του καθημερινότητα σε αυτήν. Υπό αυτό το πρίσμα, ο πατριωτισμός του Γκάτσου βρίσκεται μάλλον στην προσωπική του θυσία και στη διεύρυνση της κοινωνικής συνείδησης υπό τον Λόγο, παρά στην αφήγηση, επί παραδείγματι, του ελληνικού τοπίου ή της ιστορίας. Βρίσκεται, δηλαδή, όχι τόσο στον Τσάμικο, ας πούμε, αλλά κάπου ανάμεσα στην Αθανασία και στο Ρεμπέτικο.



ΑΝΑΦΟΡΕΣ
Hegel, G. W. F. (1995). Lectures on the History of Philosophy: Greek philosophy to Plato (Vol. 1). U of Nebraska Press.

Heidegger, M. (1975). Early Greek Thinking, μτφρ. στα αγγλικά David Farrell Krell και Frank A. Capuzzi. Nέα Υόρκη, Harper & Row.

Hülsz, E. (2013). «Heraclitus on Logos: Language, rationality and the real». ΣτοDoctrine and Doxography (σσ. 281-302). De Gruyter.
Λαρδάς, Κ. “Amorgos: Studies of a poem by Nikos Gatsos”, παράθεση στην διδακτορική διατριβή τού Σταύρου Καρτσωνάκη (2009) «Νίκος Γκάτσος: Ποίηση και στιχουργική: 1931-1991».

Nathanson, S. (1993).Patriotism, morality, and peace. Rowman & Littlefield.


Έργο της Ηώς Αγγελή στο εξώφυλλο του δίσκου «Η παγωμένη θεατρίνα» σε στίχους Νίκου Γκάτσου και μουσική Νίκου Χιώτογλου.
Έργο της Ηώς Αγγελή στο εξώφυλλο του δίσκου «Η παγωμένη θεατρίνα» σε στίχους Νίκου Γκάτσου και μουσική Νίκου Χιώτογλου.
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: