Η πρώτη περίοδος (1928-1940)

Ο Νίκος Γκάτσος σε ηλικία 28 ετών (1939-40)
Ο Νίκος Γκάτσος σε ηλικία 28 ετών (1939-40)
Μια «Λοβιτούρα», ένα διήγημα, έξι ποιήματα και τρία κριτικά σημειώματα


T
ι νέοι που φτάσαμεν εδώ...
Κ. Γ. ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ


Μοιάζει παράδοξο, αλλά ενώ ο Nίκος Γκάτσος είναι γνωστός σήμερα ως ποιητής και στιχουργός, η πρώτη του λογοτεχνική παρουσία, το 1931, σε ηλικία είκοσι μόλις χρόνων, εκδηλώνεται με ένα μικρό διήγημα. Είχε τον χαρακτηριστικό τίτλο Ένας ασήμαντος άνθρωπος, και ίσως κι ο ίδιος να ένιωθε έτσι, καθώς δύο περίπου χρόνια νωρίτερα από την καρδιά της Αρκαδίας ήρθε να σπουδάσει στην Αθήνα στη Φιλοσοφική Σχολή. Πρόκειται για έναν νέο που αγαπάει και μελετά με πάθος την ποίηση και τη λογοτεχνία του καιρού του, αλλά και των προηγούμενων δεκαετιών. Έχει βιώσει τον τραγικό χαμό του πατέρα του σε προσχολική ηλικία κι έχει επιπλέον περάσει μεγαλώνοντας πολλές ώρες μόνος του στο μακρινό χωριό Ασέα της Αρκαδίας. Διαβάζει αδιάκοπα ήδη από τα μαθητικά του χρόνια. Αυτή φαίνεται να είναι μία από τις βασικές διεξόδους του. Τελειώνει το γυμνάσιο στην Τρίπολη (στην οποία λίγα χρόνια νωρίτερα γεννήθηκε και ο Κ. Γ. Καρυωτάκης) και –προφανώς– όταν έρχεται στην Αθήνα με τη μητέρα του και την αδερφή του, αφού αρχίζει να δημοσιεύει κείμενά του σε γνωστά περιοδικά της εποχής, ενδιαφέρεται ν’ ασχοληθεί πιο ενεργά με την ποίηση και τη λογοτεχνία.

Υπάρχει η πληροφορία από την Α. Δημητρούκα, σύντροφο του ποιητή τα τελευταία δεκαεπτά χρόνια της ζωής του, ότι ο Γκάτσος, «σύμφωνα με τα λεγόμενά του», λίγο πριν έρθει στην Αθήνα ήταν «ανταποκριτής» από την Τρίπολη, στην οποία βρισκόταν, της σατιρικής αθηναϊκής εφημερίδας Λοβιτούρα (ναι, υπήρξε, όσο κι αν φαίνεται παράδοξο τέτοια εφημερίδα) και πιθανόν να δημοσίευσε κάτι εκεί με ψευδώνυμο. Η έρευνα σ’ αυτό το πεδίο παραμένει ανοιχτή.[1]

Αρχείο ΕΛΙΑ


Σ’ αυτό το πρώτο μικρό διήγημα (Ένας ασήμαντος άνθρωπος) αξίζει να σταθούμε λίγο. Μπορούμε ήδη να διακρίνουμε έναν ολοκληρωμένο συγγραφέα. Είναι πραγματικά δύσκολο να υποθέσει κανείς ότι γράφτηκε από έναν νέο 20 χρόνων, και μάλιστα ότι αυτή είναι η πρώτη του έντυπη παρουσία στα γράμματά μας. Η γλώσσα είναι μια διαυγέστατη δημοτική[2] κι αν δεν υπήρχαν μεμονωμένες λέξεις που προδίδουν την επιρροή των δημοτικιστών διηγηματογράφων της γενιάς του 1880 (δοντογιατρική, εκλεχτότερο, οίχτο, πάλε, του άρεζε), άνετα θα μπορούσε να έχει γραφτεί σήμερα. Υπάρχουν εδώ εν σπέρματι εικόνες και θέματα χαρακτηριστικά της ποίησης της εποχής που γράφτηκε και που θ’ αναπτύξει ο Γκάτσος με διαφορετικούς τρόπους τα επόμενα χρόνια στα ποιητικά τραγούδια του: ο ανεκπλήρωτος έρωτας, ο καιρός που φεύγει, τα μικρά καθημερινά πράγματα που κάποτε μετρούν πιο πολύ από μεγάλες ιδέες, το φεγγάρι και τ’ αστέρια, τα βουρκωμένα μάτια (που έγιναν αργότερα και τίτλος ενός από τα πιο γνωστά του τραγούδια). Το διήγημα έχει ως προμετωπίδα τον στίχο του Γ. Β. Βαφόπουλου Απολωλότα πρόβατα, στρατιώτες αδαείς, κάτι που ίσως δεν πρέπει να προσπεράσουμε, για δύο λόγους. Πρώτα για το προφητικό μήνυμα που μεταφέρει. Προφητικό, ή έστω συμβατό εν μέρει, με την μελλοντική ποιητική κοσμοθεωρία του Γκάτσου. Αλλά επίσης και για την πολιτικοκοινωνική κατάσταση της δεκαετίας που προηγήθηκε (1920-1930) ένας στίχος σαν τον παραπάνω είναι απόλυτα εύστοχος.

Δευτερευόντως, ίσως δεν είναι καθόλου τυχαία η επιλογή του Βαφόπουλου. Πρόκειται για έναν σύγχρονο του Γκάτσου ποιητή. Αφού δημοσίευσε το 1928 ορισμένα ποιήματά του στη Νέα Εστία του Ξενόπουλου τύπωσε το 1931 την ποιητική συλλογή Τα ρόδα της Μυρτάλης, που είναι για πολλούς η απαρχή της σύγχρονης ποίησης στη Θεσσαλονίκη, κάτι αντίστοιχο, δηλαδή, με τη Στροφή του Γ. Σεφέρη (που συμπτωματικά κι αυτή τυπώθηκε τον ίδιο χρόνο που δημοσιεύεται το πρώτο κείμενο του Γκάτσου). Με άλλα λόγια, θα ήταν πιο λογικό και αναμενόμενο να επιλέξει ο εικοσάχρονος Γκάτσος ως μότο στην πρώτη έντυπη παρουσία του στίχους από έναν πιο παραδοσιακό ποιητή. Επιβεβαιώνεται έτσι αυτό που επισήμαναν λίγα χρόνια αργότερα για τον Γκάτσο ως ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του, ο Ελύτης, ο Καραντώνης και όλοι όσοι θα τον γνωρίσουν τα επόμενα 4-5 χρόνια στην Αθήνα. Δηλαδή η τρομερή του ικανότητα να είναι από πολύ νωρίς (20 μόλις χρόνων που καταφθάνει στην Αθήνα) πάνοπλος ποιητικά, και πλήρως ενημερωμένος για όλα τα νέα ρεύματα. Το έχει περιγράψει αυτό πολύ ωραία ο Ελύτης όταν μας μετέφερε στα δοκιμιακά του κείμενα την πρώτη τους γνωριμία.

Στο μικρό αυτό διήγημα το όνομα του πρωταγωνιστή είναι Καράλης. Δίνει την εντύπωση ενός ανθρώπου χωρίς στόχο και σκοπό, χαμένου στις σκέψεις του και στην αναποφασιστικότητά του. Μια ερωτική ιστορία χωρίς αίσιο τέλος τον βαραίνει και τον βασανίζει (Ελένη, γιατί με κοιτάς έτσι; Για την ευτυχία μας που χάθηκε δεν έφταιξα καθόλου εγώ. Έφταιξε περισσότερο η ζωή). Εικόνες χαρακτηριστικές της καθημερινής σκληρής αγροτικής ζωής που βίωσε ο ποιητής ως παιδί στην Ασέα αναδύονται σε επιμέρους σημεία (Τα πόδια του, σαν τους χωριάτες που έρχονται τα βράδια κουρασμένοι, έτσι απαράλλαχτα κουρασμένα). Το σκηνικό στο οποίο περιδιαβαίνει ο πρωταγωνιστής μοιάζει για τον ίδιο ασφυκτικό και πληκτικό. Είναι αυτό της επαρχίας του Μεσοπολέμου που αποτύπωσε στα τελευταία του ποιήματα ο Καρυωτάκης. Το καφενείο όπου κάθεται για έναν καφέ ονομάζεται ειρωνικά Ελπίδα. Οι θαμώνες του, όπως πάντα, συζητούν για κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα της επικαιρότητας (κομμουνισμός, σοσιαλισμός, και τα τοιαύτα), όμως ο Καράλης φαίνεται να τα θεωρεί όλα αυτά δευτερεύοντα, αφού οι ενδότερες και ουσιαστικότερες σκέψεις του (κλείνονται πάντα σε παρενθέσεις) είναι αυτές που έχουν προτεραιότητα. Και αυτές ανάγονται σε μικρά καθημερινά ζητήματα (Εμένα δε με ενδιαφέρουν και τόσο τα κοινωνικά προβλήματα. Κάτι άλλα μικροπραγματάκια της ζωής με βασανίζουν πιότερο. Μια είναι η ζωή... Κρυμμένη μέσα σε απλά πράματα. Σε ταπεινά. Σε ασήμαντα. Αυτά με ενδιαφέρουν πιο πολύ).

Καθώς προχωρά η μικρή αυτή ιστορία παρακολουθούμε μέσα από τις σκέψεις του πρωταγωνιστή μια εσωτερική πάλη. Από τη μια ένα ανέμελο και ξένοιαστο παρελθόν που εκπροσωπεί η σχέση του με την Ελένη, το οποίο φαίνεται να εκτυλίχθηκε σ’ έναν παρελθοντικό ιδεατό αόριστο χρόνο. Από την άλλη το σήμερα που φαντάζει σκληρό, αβέβαιο, ανυπόφορα ρεαλιστικό. Όσο κι αν φαίνεται ότι ο Καράλης έχει ξεπεράσει εκείνη την πρώτη εποχή που τον σημάδεψε –για τούτο και την ειρωνεύεται ή την υποβιβάζει– μέσα του βαθιά ξέρει ότι ψεύδεται. Αυτή είναι η κύρια εσωτερική σύγκρουση γύρω από την οποία κινείται και πλέκεται όλο αυτό το έντεχνα ψυχογραφικό διήγημα (Ύστερα τα γράμματά σου... Τάχω ακόμα φυλαγμένα σ’ ένα συρτάρι του τραπεζιού. Δε θέλησα ποτές μου να τα σκίσω. Μα γιατί να τα σκίσω; Προχτές τα κοίταξα. Σκοπίμως. Όχι νοσταλγίες και συγκινήσεις! Ένα παλιό γραμματόσημο με ενδιαφέρει τώρα πιο πολύ. Πήραν αξία τελευταία.) Υπάρχει έντονη στα λεγόμενα του πρωταγωνιστή λίγο παρακάτω η αίσθηση για την άνοδο και εξύψωση που επιφέρει ο έρωτας, ο οποίος όμως πάντα θα καταλήξει σ’ ένα δραματικό τέλος. Φαίνεται να είναι κάτι που επαναλαμβάνεται διαρκώς στη ζωή του πρωταγωνιστή και το οποίο αναμένει χωρίς έκπληξη. Μας ενδιαφέρουν όλα αυτά διότι ο Έρωτας και ο Θάνατος συνιστούν κυρίαρχα θέματα στην ποίηση και στη στιχουργική του Γκάτσου όλες τις επόμενες δεκαετίες. Αξίζει να σταθούμε όμως σε κάποια καθοριστικά λόγια του Καράλη όταν, μονολογώντας, ψάχνει για μιαν ικανοποιητική απάντηση απέναντι στην Ελένη που θα δικαιολογεί κάπως τη δική του υπαιτιότητα στη σχέση τους. Θα καταλήξει στα παρακάτω λόγια: «Για μένα η ζωή δεν είχε και μεγάλη σημασία ποτές. Ως τα σαράντα μου σήμερα, στάθηκα ένας σιωπηλός κι ασήμαντος άνθρωπος μονάχα. Προχωρώντας χωρίς σκοπό. Έτσι στην τύχη». Ίσως αυτά τα λόγια να τα θεωρούσαμε εν μέρει προφητικά και αυτοβιογραφικά, ν’ απηχούν δηλαδή την ίδια αίσθηση αν μεταφερθούμε μισόν αιώνα μετά (1987), και τα συνδυάσουμε με κάποια λόγια του ίδιου του Γκάτσου όταν σε μια έμμεση συνέντευξή του (τη μοναδική, στον Γ. Λιάνη) φέρεται να λέει μεταξύ άλλων: «Ήμουν ένας άνθρωπος ανίκανος να προγραμματίσει και οργανώσει το μέλλον του. Δεν με ενδιέφερε το παρελθόν ούτε το μέλλον. Από τότε όπως και σήμερα ζω την ημέρα».[3] Μια φιλοσοφική αίσθηση της ασημαντότητας του ανθρώπου, της μικρότητάς του, της μοίρας και της τύχης που ρυθμίζει την παρουσία του, είναι πάντοτε παρούσα και διατρέχει όλο το έργο του Γκάτσου, απ’ το πρώτο αυτό κείμενο ως το τελευταίο τραγούδι. Σ’ αυτό το σημείο ας κρατήσουμε τα λόγια αυτά διότι συνδέονται εμμέσως με την κατοπινή πορεία της αινιγματικής προσωπικότητας που είναι ο Γκάτσος. Να συνυπολογίσουμε επίσης τη σκιά της ποιητικής γενιάς του Μεσοπολέμου που οπωσδήποτε τον επηρεάζει έντονα στα πρώτα του λογοτεχνικά βήματα.

Πρόκειται, ως γνωστόν, για μια πολιτικά, κοινωνικά, και λογοτεχνικά ρευστή, βαρύθυμη περίοδο που συμπύκνωσε στους στίχους του καταλυτικά ο «ιδανικός αυτόχειρας» της Πρέβεζας, ενώ τη δύσοσμη στρατιά των άτεχνων επιγόνων του χρεώθηκαν να αντιμετωπίσουν με μια θετική ποιητική στάση εκτός από τον Γκάτσο πολλοί μοντερνιστές ποιητές της γενιάς του. Στον απόηχο, λοιπόν, της επίσημης αγχόνης του Παγκάλου,[4] της ευγενούς αλλά μεγαλεπήβολης και μάταιης προσπάθειας του Σικελιανού στους Δελφούς, όταν εμετρήθηκε το πνεύμα δυο Ελλάδων, της Μικρασιατικής Καταστροφής και της Μεγάλης Ιδέας, όταν τα στοιχειωμένα όνειρα χάθηκαν μεμιάς και ο Μιχαλιός επέθανε στρατιώτης, σε μιαν εποχή όπου οι πιο πολλοί ποιητές φαίνονταν συρφετός, γυρεύοντας ομοιοκαταληξία, κάνει τα πρώτα της δειλά –μα και ουσιαστικά– βήματα μια νέα ομάδα ποιητών που θα προσπαθήσουν, με πρώτο τον Σεφέρη, την ανοιχτή να δείξουνε μάταιη πληγή στον ήλιο. Ανάμεσά τους και ο πρωταγωνιστής μας, Νίκος Γκάτσος. Κρίμα που δεν έγραψε άλλα διηγήματα. Όλα τα επόμενα χρόνια έχουμε διάσπαρτες πληροφορίες για ανάλογες προσπάθειες από μέρους του (πάντα με ενδιαφέροντες τίτλους, θεματογραφία, πάντα ευγενείς όμως ιδέες, πάντα, δε, ημιτελείς).

Η πρώτη σελίδα της πρώτης δημοσίευσης



Δημοσιεύει το πρώτο νεανικό του ποίημα, την ίδια χρονιά, τέλη του 1931, τα επόμενα τέσσερα το 1932, όλα στη Νέα Εστία, κι ένα τελευταίο ποίημα το 1933 στο περιοδικό Ρυθμός. Αμέσως μετά θ’ ακολουθήσει μια πρώτη μεγάλη περίοδος σιωπής. Δέκα ολόκληρα χρόνια. Αρκετά παράδοξο.


ΟΧΤΑΣΤΙΧΑ

Αργοκυλάει της ερημιάς η πίκρα στη χλωμή καρδιά,
και των καιρών οι θύμησες ξανάρχονται ασημένιες:
Στην Αητοράχη μια φορά που παίζαμε, μικρά παιδιά
δίχως  φαρμάκια κι έννοιες...

Μια τέτοιαν ώρα μυστική που κάθε μέσα μου άφιασε,
πόθοι, παλμοί, μιλήστε!
Κι ελάτε πάλε στοχασμοί κάποιου χαμένου μου όνειρου
για να με νανουρίστε...

ΝΙΚΟΣ  ΓΚΑΤΣΟΣ

Αν ήταν παράδοξα ώριμο το διήγημα, το δεύτερο παράξενο που παρατηρεί αμέσως κάποιος στα πρώιμα ποιήματα που ακολούθησαν αμέσως μετά είναι πως δε θυμίζουν σε τίποτα την Αμοργό που θα παρουσιαστεί δέκα χρόνια αργότερα (1943). Φαίνεται να έχουν γραφτεί από έναν άλλο ποιητή. Ουσιαστικά, ακόμη και για όσους γνωρίζουν την ύπαρξή τους, δεν είναι αυτά που τον χαρακτηρίζουν ως ποιητή, αλλά η Αμοργός. Γι’ αυτό και αναφέρονται σπάνια, κι όταν συμβαίνει ετούτο φαίνεται να γίνεται μόνο για την ιστορία. Κοινό χαρακτηριστικό τους αποτελεί το γεγονός ότι είναι ολιγόστιχα, με τίτλους ενδεικτικούς της ρομαντικής προέλευσής τους, της ποίησης δηλαδή του 1920 (Της μοναξιάς, Ερημικός διάλογος), λέξεις και μοτίβα στο ίδιο μεσοπολεμικό κλίμα ρεμβασμού, θλίψης, νοσταλγίας, αποσταμένου έρωτα (ενδεικτικές φράσεις: στου κήπου τη βεράντα, φεγγάρι, ερείπια μιανής χαράς, μάταιη γη). Στο ποίημα «Της μοναξιάς» (χρονολογικά πρώτο), οι απόηχοι του Καρυωτάκη είναι κάτι παραπάνω από εμφανείς στους τελευταίους στίχους:

Και συλλογιέμαι, τι μπορεί άλλο σ’ αυτή τη μάταιη γης
έτσι βαθιά μου ν’ αντηχεί,— σαν πένθιμο εμβατήριο!

Αλλά και στο ποίημα Ρωμαντισμός[5] παρατίθεται στο τέλος αυτούσιος στίχος του Πορφύρα,[6] επιβεβαιώνοντας, πέρα από το ύφος, τα θέματα, τη γλώσσα και την παραδοσιακή ομοιοκαταληξία, πως ο ποιητής αξιοποιεί και εμπνέεται από την προηγούμενη ποιητική παράδοση που γνωρίζει καλά και δεν έχει βρει ακόμη τη φωνή του. Υπάρχουν κι εδώ στοιχεία τα οποία θ’ αναγνωρίσουμε να διατρέχουν τα κατοπινά τραγούδια, όπως στοιχεία παραμυθικά (οι νεράιδες, ο αράπης του θρύλου), λέξεις/φράσεις-κλειδιά της μυθολογίας του Γκάτσου (συντρίμμια, το χαμένο όνειρο, η μοίρα), χαρακτηριστικές ομοιοκαταληξίες (πέφτει-καθρέφτη), αλλά και στοιχεία που ποτέ δεν επαναλήφθηκαν ξανά στους μεταγενέστερους στίχους, όπως κάποια παλαιότερων εποχών σύνθετα (ροδόφυλλα-ματόφυλλα) ή κραυγαλέας ρομαντικής τεχνοτροπίας φράσεις (κρινένια χέρια). Κι ίσως αυτό να εννοούσε ο Ελύτης (του οποίου η διαδρομή και οι προβληματισμοί εκείνον τον καιρό είναι κοινοί με του Γκάτσου) όταν σημείωνε πως ήταν πλεονέκτημα, τελικά, που δεν τύπωσε εκείνος κάτι αυτά τα πρώτα χρόνια της ποιητικής του συνειδητοποίησης.[7] Ανάλογες στιγμές παραδοσιακής γραφής υπήρξαν στους περισσότερους της νέας γενιάς στα πρώτα τους βήματα (Σεφέρη, Ρίτσο, Εμπειρίκο), και είναι εξηγήσιμο. Όλη αυτή η δεκαετία αποτελεί εποχή πνευματικών ζυμώσεων και σταδιακής απορρόφησης των νέων λογοτεχνικών (και όχι μόνον) μηνυμάτων που διαρκώς υποπίπτουν στην αντίληψη του κάθε ποιητή με μεγαλύτερη ή μικρότερη καθυστέρηση. Γύρω στο 1930, όμως, είναι ακόμη έντονη η παρουσία της προηγούμενης γενιάς και ποιητικής παράδοσης, με τη θεματολογία της, τους εκφραστικούς τρόπους, τη γλώσσα, ακόμα και την ρομαντική εικόνα του ποιητή που τον ήθελε να είναι υπερευαίσθητος ή μελαγχολικός. Ακόμη κι έτσι, όμως, ένας προσεκτικός αναγνώστης ή μελετητής του ποιητικού λόγου μπορεί να διακρίνει σε τούτα τα πρωτόλεια ποιήματα ή στο διήγημα ένα ιδιαίτερο ύφος, ένα στίγμα, μιαν άλλη φωνή, πολλές καινοτομίες, τόλμη και γνώση, το ταλέντο, με μια λέξη, ενός πρωτογενούς δημιουργού που έχει να πει πολλά.

Ο Γκάτσος προφανώς, ως ιδιαίτερα οξυδερκής και πάντα ανοιχτός στα νέα ποιητικά ρεύματα, σχεδόν αμέσως μετά από αυτές τις πρώτες δημοσιεύσεις του αντιλαμβάνεται πως τα εκφραστικά μέσα που είχε στη διάθεσή του ήταν ανεπαρκή, εξαντλημένα και ξεπερασμένα. Μπορούμε να υποθέσουμε πως έτσι εξηγείται η απότομη ανακοπή και απουσία στίχων του σε περιοδικά. Θα μπορούσε ασφαλώς να γράψει δεκάδες ποιήματα σ’ αυτό το ύφος, όμως αποφασίζει να μην το κάνει. Στη διάρκεια της δεκαετίας αυτής (1930-1940) οι άλλες μοναδικές του έντυπες παρουσίες θα είναι μονάχα τρεις, διαφωτιστικές όμως εν μέρει η καθεμιά για τις ποιητικές αναζητήσεις του.

Προδημοσίευση από το βιβλίο Δώστε μου μια ταυτότητα να θυμηθώ ποιος είμαι. Νίκος Γκάτσος: Ποίηση και στιχουργική 1931-1991, εκδ. Μετρονόμος 2022


[1] Η εφημερίδα και τα άρθρα της ερευνήθηκαν εκτενώς. Δεν μπορούμε όμως αυτή τη χρονική στιγμή, παρόλο που εντοπίσαμε κάποια κείμενα τα οποία θα μπορούσαν ίσως να ανήκουν στον ποιητή, να τα καταχωρίσουμε αυθαίρετα ως δικά του. Οι «ανταποκριτές», εξάλλου, ή οι αρθρογράφοι της συγκεκριμένης εφημερίδας δημοσίευαν με ψευδώνυμα, συνειδητά, οπότε είναι πραγματικά ριψοκίνδυνο να «επιβεβαιώσουμε» με ασφάλεια ότι κάτι ανήκει σίγουρα στον Γκάτσο, κι από τη στιγμή που έχουμε μόνο προφορική μαρτυρία για το γεγονός αυτό, κάτι που, από την άλλη, θα είχε ιδιαίτερη σημασία, αφού θα αποτελούσε την πρώτη του λογοτεχνική παρουσία.
[2] «Περνάει στην Ιστορία όχι ως μια ιδιόρρυθμη περίπτωση, αλλά ως ένας αφοσιωμένος τεχνίτης, μανιακός χειροτέχνης της γλώσσας» έγραφε χαρακτηριστικά το 1998 ο Δ. Δασκαλόπουλος για τον Γκάτσο.
[3] Εφ. Τα Νέα, 21/9/1987, σσ. 20-21.
[4] Όλες οι πλάγιες γραφές σ’ αυτή την παράγραφο είναι γνωστοί στίχοι του Καρυωτάκη και επιλέγονται ως ενδεικτικοί του κλίματος μιας εποχής.
[5] Τηρείται κι εδώ η ορθογραφία της πρώτης γραφής.
[6] Με τον Λ. Πορφύρα υπάρχουν και μερικά ακόμη ενδιαφέροντα (συμπτωματικά) κοινά σημεία. Και οι δυο δεν τέλειωσαν τις σπουδές τους, εξέδωσε κι αυτός μόνο μία ποιητική συλλογή, ο θάνατός του συμπίπτει με τα πρώτα ποιήματα του Γκάτσου, τον ενδιέφερε ιδιαίτερα η άψογη τεχνική επεξεργασία των ποιημάτων του, ήταν ολιγόλογος, ελάχιστα γνωρίζουμε για τον κλειστό βίο του, ο ίδιος δεν κοινολογούσε ποτέ τα μυστικά του, ενώ αποσπάσματα των στίχων του, των ομοιοκαταληξιών, ή και της εικονοποιίας των ποιημάτων του κάποτε βρίσκουν τους παράλληλούς τους σε ποιήματα και τραγούδια του Γκάτσου, π.χ. πρβλ. τον στίχο Αγάπη είν’ η ζωή κι αγάπη μόνο, καθοριστικό και επαναλαμβανόμενο σαν ηχώ στα ποιήματα των δύο «Θρύλος αγάπης» του Πορφύρα και «Αγάπη είν’ η ζωή» του Γκάτσου, ή: Κανείς για της γιαγιάς μου την αγάπη / δε σκότωσε το Δράκο ή τον Αράπη, του Πορφύρα, με το Δω που με ζήσαν οι προπάπποι / με τον παλιό του θρύλου αράπη / για της νεράιδας την αγάπη, από τα πρώτα ποιήματα του Γκάτσου, η φράση της Χαράς το νησί, που χρησιμοποίησαν και οι δύο, την Παναγιά (ως εικόνα) θλιμμένη σε ερημοκλήσι στα ποιήματα Τα ερημοκκλήσια και Μια Παναγιά, των Πορφύρα και Γκάτσου αντίστοιχα, την αγαπημένη ομοιοκαταληξία και στους δύο καθρέφτη-πέφτει (ο ίσκιος σας περήφανος κι αθρήνητος ας πέφτει / μες στον τερπνό του Ιδανικού κι αθόλωτο καθρέφτη γράφει ο Πορφύρας, ενώ στης ψυχής μου τον καθρέφτη / ίσκιος άρχισε να πέφτει γράφει ο Γκάτσος), η ακρογιαλιά, η αμμουδιά που επανέρχονται τακτικά και στους δύο. Εκεί τοποθετούν το σκηνικό ενός συμβάντος ή μιας συνάντησης. Υπάρχει, βέβαια, διαφορά στο κλίμα, τη γραφή, και στην εκάστοτε αποτύπωση, όμως όλα αυτά αποτελούν ενδεικτικά σημεία και νύξεις που προσδιορίζουν κάποιες πηγές και διαβάσματα του ποιητή Γκάτσου που ασυνείδητα μεταφέρθηκαν κάποτε στους στίχους του.
[7] «Ανάμεσα στα δεκαεπτά και στα είκοσι τρία μου χρόνια επηρεάστηκα από πολλούς ποιητές. Κάθε ποιητής που διάβαζα, ως ένα σημείο με επηρέαζε. Είχα όμως την προνοητικότητα να μη δημοσιεύω. Κι έτσι ψάχνοντας προχώρησα και μόλις γύρω στα 1934 αισθάνθηκα ότι είμαι κάτοχος πια ορισμένων εκφραστικών τρόπων, που δεν έμοιαζαν με τίποτε άλλο», Αυτοπροσωπογραφία σε λόγο προφορικό, σ. 13.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: