Η λειτουργία της φύσης στην ποίηση του Στρατή Πασχάλη

Ιερά μού φαίνονται μόνο τα δέντρα ― Μια ανάγνωση βασισμένη στην έννοια του ριζώματος των Giles Deleuze και Félix Guattari

Η επι­δί­ω­ξη της αυ­θε­ντι­κό­τη­τας και της επι­στρο­φής στην πρω­τεϊ­κή αθω­ό­τη­τα της ύπαρ­ξης απο­τε­λούν ορι­σμέ­να μό­νο από τα κύ­ρια χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της ποί­η­σης του Στρα­τή Πα­σχά­λη. Ο συ­μπυ­κνω­μέ­νος, διαυ­γής και ακρι­βής ποι­η­τι­κός λό­γος του δια­τρέ­χε­ται από τη φω­νή ενός ποι­η­τι­κού υπο­κει­μέ­νου που ανι­χνεύ­ει τις πολ­λα­πλές δια­στά­σεις, αλ­λά και τους κρα­δα­σμούς της επα­φής της εσω­τε­ρι­κής ζω­ής με τον εξω­τε­ρι­κό κό­σμο. Το αν­θρώ­πι­νο και το μη-αν­θρώ­πι­νο στοι­χείο, η ζωή της πό­λης και η ζωή της φύ­σης συν­θέ­τουν μια το­πιο­γρα­φία, ένα πα­λίμ­ψη­στο προσ­δο­κιών και μα­ταιώ­σε­ων, όπως και μιας υφέρ­που­σας αγω­νί­ας για την αδιό­ρα­τη ή την ορα­τή απει­λή. Η με­λέ­τη εστιά­ζει στην πα­ρου­σία της μη-αν­θρώ­πι­νης έμ­βιας και άβιας φύ­σης στην ποί­η­ση του Πα­σχά­λη, στο­χεύ­ο­ντας να ανα­δεί­ξει τη λει­τουρ­γία της. Αξιο­ποιεί­ται η έν­νοια του ρι­ζώ­μα­τος, την οποία ανα­πτύσ­σουν οι Giles Deleuze και Félix Guattari, προ­κει­μέ­νου να ανι­χνευ­θούν γραμ­μές φυ­γής και πολ­λα­πλό­τη­τες. Για τον σκο­πό αυ­τό έχουν επι­λε­γεί συ­γκε­κρι­μέ­να ποι­ή­μα­τα από το ποι­η­τι­κό βι­βλίο Κοι­τά­ζο­ντας δά­ση, το οποίο χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται από μια ορ­γά­νω­ση που συγ­χρό­νως προ­βάλ­λει αλ­λά και υπο­νο­μεύ­ει την μο­ντερ­νι­στι­κή αντί­λη­ψη της δο­μής.

Στις με­λέ­τες τους Αντί-Οι­δί­πο­δας (Capitalisme et Schizophrénie 1. L'Antidipe, 1972), Χί­λια πλα­τώ­μα­τα (Capitalisme et schizophrénie 2. Mille plateaux, 1980) και Τι εί­ναι φι­λο­σο­φία; (Quest-ce que la philosophie?, 1991) οι Deleuze και Guattari κά­νουν λό­γο για μια γε­ω­φι­λο­σο­φία,[1] με σκο­πό να απο­δε­σμεύ­σουν τη φι­λο­σο­φία από υπερ­βα­τι­κές ιδέ­ες και να την προ­σα­να­το­λί­σουν προς έν­νοιες όπως η εμ­μέ­νεια. Αντι­λαμ­βά­νο­νται τη σκέ­ψη ως λει­τουρ­γία που ανα­πτύσ­σε­ται σε ορι­ζό­ντια διά­στα­ση λαμ­βά­νο­ντας υπό­ψη μια απε­ριό­ρι­στη συν­δε­σι­μό­τη­τα ετε­ρο­γε­νών οντο­τή­των, ενώ απορ­ρί­πτουν την κα­τα­κό­ρυ­φη, γραμ­μι­κή, κα­τα­γω­γι­κή γε­νε­α­λο­γία και εξέ­λι­ξη. Όπως επι­ση­μαί­νει η Dianne Chisholm, επι­με­λή­τρια του πρό­σφα­του αφιε­ρώ­μα­τος στην οι­κο­λο­γία και τη γε­ω­φι­λο­σο­φία του πε­ριο­δι­κού Rhizomes,[2] οι δύο συγ­γρα­φείς στρέ­φο­νται προς «ένα μη-τε­λε­ο­λο­γι­κό και μη προ­βλέ­ψι­μο δί­κτυο συμ­βιω­τι­κών συ­να­σπι­σμών και συν­δέ­σε­ων, τη συμ­βιο­γέ­νε­ση και τη συν-εξέ­λι­ξη. […] Η γε­ω­φι­λο­σο­φία εφι­στά την προ­σο­χή στη γη, ως το πραγ­μα­τι­κό αντι­κεί­με­νο της φι­λο­σο­φί­ας», χω­ρίς να πε­ριο­ρί­ζε­ται στον τό­πο ή να το­πο­θε­τεί­ται με­τα­ξύ του το­πι­κού και του πα­γκό­σμιου.[3]

Το δο­κί­μιο Rhizome (1976) πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στην ει­σα­γω­γή του τό­μου Χί­λια πλα­τώ­μα­τα.[4] Οι όροι ρί­ζω­μα (από την ελ­λη­νι­κή λέ­ξη ῥίζω­μα)[5] και ρι­ζω­μα­τι­κός, χρη­σι­μο­ποιού­νται σε αντι­δια­στο­λή προς τους όρους δέ­ντρο και δεν­δροει­δής, για να πε­ρι­γρα­φεί η δια­δι­κα­σία της ανά­πτυ­ξης ενός όλου που δεν προ­έρ­χε­ται από μια μό­νο κε­ντρι­κή κα­τα­γω­γι­κή πη­γή.[6] Πρό­κει­ται για ένα μη-γραμ­μι­κής ανά­πτυ­ξης δί­κτυο που απλώ­νε­ται ορι­ζό­ντια, κά­θε ση­μείο του μπο­ρεί να συν­δέ­ε­ται με οποιο­δή­πο­τε άλ­λο ση­μείο, ενώ υπάρ­χουν κε­ντρι­κά ση­μεία (οι όζοι) από τα οποία περ­νούν οι γραμ­μές φυ­γής, που οδη­γούν στις απε­δα­φι­κο­ποι­ή­σεις και στις επα­νε­δα­φι­κο­ποι­ή­σεις. Το ρί­ζω­μα, επο­μέ­νως, δεν εί­ναι δο­μή. Εί­ναι μια χα­ο­τι­κή δυ­να­μι­κή κα­τά­στα­ση, που βα­σί­ζε­ται σε ζω­ντα­νούς, αλ­λη­λο­συν­δε­ό­με­νους ιστούς. Δεν έχει κέ­ντρο, ού­τε συ­γκε­κρι­μέ­νη μορ­φή ή ενό­τη­τα, πε­ρι­θώ­ρια ή όρια. Δεν αρ­χί­ζει από που­θε­νά και δεν τε­λειώ­νει που­θε­νά. Δεν υπάρ­χει σκο­πός, τε­λε­ο­λο­γία (οι Deleuze και Guattari εί­ναι αντι­ντε­τερ­μι­νι­στές). Το ρί­ζω­μα ανα­πτύσ­σε­ται συγ­χρό­νως από κά­θε ση­μείο του.[7] Ει­δι­κά για την ερ­μη­νεία της με­τα­μο­ντέρ­νας επο­χής και των εκ­δη­λώ­σε­ών της, το δεν­δρώ­δες μο­ντέ­λο σύμ­φω­να με τους δύο συγ­γρα­φείς απο­δει­κνύ­ε­ται ανε­παρ­κές, ενώ, αντί­θε­τα, το ρί­ζω­μα εί­ναι ανά­λο­γό της. Διό­τι πρό­κει­ται για ένα πο­λυ­διά­στα­το assemblage, ένα μη-γραμ­μι­κό και μη-ιε­ραρ­χι­κό δί­κτυο, του οποί­ου κύ­ριο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό εί­ναι η πολ­λα­πλό­τη­τα. Μία από τις δια­δι­κα­σί­ες που απο­τε­λεί χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό τού ρι­ζώ­μα­τος εί­ναι η χαρ­το­γρά­φη­ση (σε αντι­δια­στο­λή προς το απο­τύ­πω­μα, τη χαλ­κο­μα­νία), αφού αυ­τή βα­σί­ζε­ται στις αδιά­λει­πτες γραμ­μές φυ­γής πολ­λα­πλών δια­στά­σε­ων. O χάρ­της «εί­ναι εντε­λώς προ­σα­να­το­λι­σμέ­νος στον πει­ρα­μα­τι­σμό κα­τά την επα­φή του με το πραγ­μα­τι­κό. […] δεν ανα­πα­ρι­στά ένα ασυ­νεί­δη­το κλει­σμέ­νο στον εαυ­τό του, αλ­λά δο­μεί το ασυ­νεί­δη­το. Ευ­νο­εί τις συν­δέ­σεις με­τα­ξύ πε­δί­ων, […] [και] εί­ναι ανοι­χτός και συν­δέ­σι­μος σε όλες τις δια­στά­σεις του, εί­ναι απο­συ­ναρ­μο­λο­γή­σι­μος, αντι­στρέ­ψι­μος, επι­δε­κτι­κός συ­νε­χούς τρο­πο­ποί­η­σης».[8]

Στο δο­κί­μιο «Αυ­τό που δεν ορί­ζε­ται», ο Στρα­τής Πα­σχά­λης συ­γκρί­νει την ποί­η­ση με τη θά­λασ­σα και την πε­ζο­γρα­φία με τη γη. Όπως ση­μειώ­νει: «η ποι­η­τι­κή έκ­φρα­ση, [εί­ναι] επι­φά­νεια υπαι­νισ­σό­με­νη διαρ­κώς ένα δυσ­διά­κρι­το βά­θος. Όπως η θά­λασ­σα. Ενώ η πε­ζο­γρα­φία, γη με υπέ­δα­φος. Το πε­ζο­γρά­φη­μα έχει τη βα­ρύ­τη­τα συμ­βο­λαιο­γρα­φι­κού εγ­γρά­φου. Τεκ­μή­ριο, κα­τα­γρα­φή, μαρ­τυ­ρία. Κρύ­βει μια χρη­σι­μό­τη­τα. Μια σχέ­ση πιο απτή με την κα­θη­με­ρι­νή ζωή. […] Η ποί­η­ση απαι­τεί ένα ιδιαί­τε­ρο βά­σα­νο για να υπάρ­ξει η ει­δι­κή αύ­ρα γύ­ρω απ’ το κεί­με­νο και να το κά­νει ποί­η­μα. Όλη η προ­σπά­θεια εί­ναι γι’ αυ­τή και μό­νο την αύ­ρα. […] Ο ποι­η­τι­κός λό­γος, εί­τε κα­θη­λω­μέ­νος εί­τε παλ­λό­με­νος, δεν απο­τυ­πώ­νε­ται πο­τέ σαν νε­κρός λό­γος-ει­κό­να, σαν πα­ρά­λυ­το γραμ­μα­τι­κό τέ­χνη­μα. Έχει κί­νη­ση, φυ­σι­κό χρώ­μα, χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή φω­νη­τι­κή συ­μπε­ρι­φο­ρά».[9] Και συ­νε­χί­ζει: «Η σύγ­χρο­νη επο­χή κα­τά βά­θος δεν αγα­πά την ποί­η­ση, γι’ αυ­τό και τεί­νει σε υπο­κα­τά­στα­τα ποι­η­τι­κο­λο­γι­κής νε­κρο­φά­νειας που την κο­λα­κεύ­ουν. Τ’ αη­δό­νια έγι­ναν ντε­μο­ντέ εί­δος προς εξα­φά­νι­ση. Αφού δεν θα υπάρ­χουν πια δά­ση. Οι επερ­χό­με­νοι θ’ ανα­φέ­ρο­νται σ’ αυ­τά όπως κι εμείς σή­με­ρα στα που­λιά της επο­χής των δει­νο­σαύ­ρων; Του­λά­χι­στον ας ζω­γρα­φί­σουν στη μνή­μη τους ένα ρέκ­βιεμ με απο­δο­μη­μέ­νους τους κώ­δι­κες όλων των προ­μο­ντέρ­νων! Στο ανα­με­τα­ξύ η τε­λειο­μα­νία έχει νό­η­μα μό­νο εάν κα­τα­λή­γει σ’ ένα μα­θη­μα­τι­κά υπο­λο­γι­σμέ­νο χά­ος».[10] Πρό­κει­ται για πα­ρα­τη­ρή­σεις που θε­ω­ρού­με πως ηχούν πο­λύ οι­κεία με τη σύγ­χρο­νη, με­τα­μο­ντέρ­να αντί­λη­ψη.

Ας δια­βά­σου­με τα απο­σπά­σμα­τα αυ­τά με τους όρους της σκέ­ψης των Deleuze και Guattari (την οποία, βέ­βαια, ο Πα­σχά­λης πι­θα­νό­τα­τα δεν έχει λά­βει υπό­ψη για τη σύ­ντα­ξή τους). Η ποί­η­ση εί­ναι όπως η θά­λασ­σα, μια πολ­λα­πλή οντό­τη­τα πά­ντο­τε σε κί­νη­ση, μια δια­δι­κα­σία που απαι­τεί χαρ­το­γρά­φη­ση και όχι ένα απο­τέ­λε­σμα που βα­σί­ζε­ται στο απο­τύ­πω­μα («ο ποι­η­τι­κός λό­γος […] δεν απο­τυ­πώ­νε­ται», το­νί­ζει ο ποι­η­τής). Η ποί­η­ση εί­ναι εξαρ­χής κό­σμος, θε­ω­ρη­μέ­νος ή συ­γκρο­τη­μέ­νος αδιά­λει­πτα – μέ­σω αλ­λε­πάλ­λη­λων επα­νε­δα­φι­κο­ποι­ή­σε­ων, θα μπο­ρού­σα­με να προ­σθέ­σου­με. Η πε­ζο­γρα­φία εί­ναι όπως η γη: έχει τη στα­θε­ρό­τη­τα που αντι­στοι­χεί στο απο­τύ­πω­μα, στη χαλ­κο­μα­νία – που αντα­να­κλά ση­μα­σία, όπως ο κα­θρέ­φτης, που αντη­χεί, επα­να­λαμ­βά­νει τον κό­σμο ή τη συμ­βα­τι­κή αντί­λη­ψή μας γι’ αυ­τόν. Η ποί­η­ση εί­ναι ρί­ζω­μα. Κι­νεί­ται σε μια διαρ­κή δια­δι­κα­σία ανα­νέ­ω­σης (ανα­ζή­τη­σης, χαρ­το­γρά­φη­σης, ανα­δια­μόρ­φω­σης/ επα­να­δια­μόρ­φω­σης – απε­δα­φι­κο­ποι­ή­σε­ων, επα­νε­δα­φι­κο­ποι­ή­σε­ων, κ.ο.κ.). Εί­ναι μια πολ­λα­πλό­τη­τα, ένα δυ­να­μι­κό δί­κτυο σχέ­σε­ων με­τα­ξύ των πραγ­μά­των, που το ένα συμ­φύ­ρε­ται με το άλ­λο και δια­φεύ­γο­ντας δια των γραμ­μών φυ­γής εκτι­νάσ­σο­νται σε κά­τι νέο, που δεν δε­σμεύ­ε­ται κα­τα­γω­γι­κά από μια μό­νο προ­γο­νι­κή αφε­τη­ρία, αλ­λά έλ­κει την ύπαρ­ξή του από ένα σύ­νο­λο συμ­φυ­ρό­με­νων σχέ­σε­ων.

Μια τέ­τοια αντί­λη­ψη εύ­λο­γα ανα­μέ­νε­ται να αντι­στέ­κε­ται στη δο­μή, στο δεν­δρώ­δες. Επο­μέ­νως, ο ποι­η­τής δεν μπο­ρεί πια να εί­ναι ο δη­μιουρ­γός του νο­ή­μα­τος. Το νό­η­μα δια­μορ­φώ­νε­ται αδιά­λει­πτα από ένα υπο­κεί­με­νο, που μπο­ρεί να εί­ναι συγ­χρό­νως ένα αν­θρώ­πι­νο ον, η γύ­ρω του πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, τα φυ­τά, τα ζώα, η ανόρ­γα­νη ύλη, το φυ­σι­κό και/ή αστι­κό πε­ρι­βάλ­λον – η έμ­βια και άβια φύ­ση. Δεν γνω­ρί­ζου­με ποιος μι­λά, αν εί­ναι ο ποι­η­τής, το ποί­η­μα, οι άλ­λοι άν­θρω­ποι, ο κή­πος, η εξο­χή, οι δρό­μοι της πό­λης, το ξε­ρό δέ­ντρο, η ορ­γιώ­δης φύ­ση. Στο σχε­τι­κά πρό­σφα­το ποι­η­τι­κό βι­βλίο τού Πα­σχά­λη Η Με­γά­λη Πα­ρα­σκευή και Ο τοί­χος με τη βου­καμ­βί­λια (2021),[11] οι οντό­τη­τες οι οποί­ες συγ­χω­νεύ­ο­νται σε μια χαρ­το­γρά­φη­ση της οδύ­νης εί­ναι συγ­χρό­νως το ποι­η­τι­κό υπο­κεί­με­νο, ο Ιη­σούς, η φύ­ση, ο αστι­κός ιστός, αλ­λά και η (συμ­βο­λι­κή) ημέ­ρα και το ίδιο το ποί­η­μα. Αυ­τή η συ­νύ­παρ­ξη ή η συμ­βί­ω­ση πε­ρι­λαμ­βά­νει, τέ­λος, και τα χω­ρία από άλ­λα έρ­γα που αδιά­λει­πτα ανα­δύ­ο­νται σε όλο το ποί­η­μα.

Σε ιδιω­τι­κή συ­ζή­τη­ση πριν από εί­κο­σι ένα χρό­νια (τον Ια­νουά­ριο του 2003), ο Πα­σχά­λης πα­ρα­τή­ρη­σε ότι επι­θυ­μού­σε «να μην υπάρ­χει στο έρ­γο [τ]ου διά­κρι­ση σε ενό­τη­τες». Ση­μειώ­νου­με την πα­ρα­τή­ρη­σή του (και ανε­ξάρ­τη­τα από τη με­τέ­πει­τα εξέ­λι­ξη της ποί­η­σής του), διό­τι δη­λώ­νει τον τρό­πο με τον οποίο αντι­με­τώ­πι­ζε ο ποι­η­τής το μέ­χρι την επο­χή εκεί­νη δη­μο­σιευ­μέ­νο έρ­γο του. Λί­γο και­ρό νω­ρί­τε­ρα εί­χε εκ­δο­θεί το ποι­η­τι­κό βι­βλίο του Κοι­τά­ζο­ντας δά­ση (2002), το οποίο πε­ρι­λαμ­βά­νει εί­κο­σι τέσ­σε­ρα ποι­ή­μα­τα. Το πρώ­το φέ­ρει τον τί­τλο «Βά­πτι­ση» και το τε­λευ­ταίο «Η απο­κά­λυ­ψη»,[12] δί­νο­ντας έτσι την εντύ­πω­ση ότι ολό­κλη­ρο το βι­βλίο εί­ναι μια οδυσ­σεια­κή πε­ρι­πέ­τεια ανα­ζή­τη­σης και αυ­το­γνω­σί­ας. Δέ­κα­το έβδο­μο εί­ναι το ποί­η­μα «Ιε­ρά μού φαί­νο­νται μό­νο τα δέ­ντρα», ενώ το δέ­κα­το ένα­το φέ­ρει τον τί­τλο «Forlorn», δη­λα­δή, κα­τα­δι­κα­σμέ­νος.[13] Και στα τέσ­σε­ρα αυ­τά ποι­ή­μα­τα γί­νε­ται έντο­να αντι­λη­πτή η ιδιαί­τε­ρη σχέ­ση του ποι­η­τι­κού υπο­κει­μέ­νου με τον πε­ρι­βάλ­λο­ντα φυ­σι­κό χώ­ρο. Στο ποί­η­μα «Η βά­πτι­ση»:[14]

Πώς βρέ­θη­κα σ’ αυ­τά τα δά­ση
με τις σκιές, αν­θρώ­πι­νες απου­σί­ες,
δεν υπα­κούν στην αδή­ρι­τη ακι­νη­σία
πε­ρι­πλα­νιού­νται μα­ζί μου – εί­ναι ό,τι μέ­νει

αφού πα­ρέλ­θει ακό­μα κι ο θά­να­τος

– όχι φα­ντά­σμα­τα, χο­ροί πνευ­μά­των,
ίσκιοι μο­νά­χα ίσκιοι μ’ ακο­λου­θούν
πα­ρά­δο­ξα βου­κο­λι­κός δια­σχί­ζω τ’ ονει­ρο­πό­λη­μα
λο­γής τερ­τί­πια φυ­τι­κά γύ­ρω μου δια­κλα­δώ­νο­νται
ρί­γη, θε­ό­τη­τες της ερη­μιάς, κι οι δρό­μοι
σβή­νου­νε χά­νο­νται κα­τα­λή­γουν
προς τα νε­ρά που φεύ­γουν μ’ ορ­μή από­κρη­μνη

και στέ­κο­μαι στην όχθη του πο­τα­μού
το­πίο Βά­πτι­σης
όλα υπάρ­χουν (σαν απει­κό­νι­ση)
μαύ­ροι με­γά­λοι θά­μνοι, φώ­τα εξ ου­ρα­νού,
βρά­χοι και κα­ταρ­ρά­κτες, πέ­στρο­φες και γυ­ρί­νοι,
ακό­μα και το πε­ρι­στέ­ρι (απ’ τα λευ­κά)
ένα, μο­να­δι­κό, πε­τα­ρί­ζει
ακό­μα και η φω­νή (του δι­κού μου πα­τέ­ρα)
θαρ­ρείς εί­ν’ έτοι­μη ν’ ακου­στεί
και δεν γνω­ρί­ζω
αν εί­μαι ο υπο­ψή­φιος ανα­δε­κτός, για να γδυ­θώ,
ή ο ανά­δο­χος, και πρέ­πει να πε­ρι­μέ­νω
τό­τε γί­νο­μαι βα­πτι­στής του εαυ­τού μου
δί­χως τα ρού­χα μου βου­τώ, ανα­δύ­ο­μαι
στο κέ­ντρο της «κο­λυμ­βή­θρας»,
πα­γώ­νω, ανα­τρι­χιά­ζω κι αμέ­σως βγαί­νω
μο­νή­ρης μες στα ξέ­φω­τα
όπου νιώ­θω να μην έχω πια όνο­μα
τη μοί­ρα ενός που οφεί­λει να σταυ­ρω­θεί
και λέω, επι­τέ­λους, εί­μαι φω­νή βο­ώ­ντος
μα κα­νείς δεν έρ­χε­ται πί­σω μου
άρα για­τί να μ’ απο­κε­φα­λί­σουν

πάω ανά­λα­φρος για την ανά­βα­ση
προ­ση­λω­μέ­νος στο νό­η­μα του βου­νού
αφα­νής, αδιό­ρα­τος
σαν λου­λού­δι, σαν πέ­τρα
ή σαν το κα­θε­τί που δεν χρειά­ζε­ται πια να το ονο­μά­ζω

με­τά την κα­τα­βύ­θι­ση στο νε­ρό, που απο­τε­λεί μια γραμ­μή φυ­γής, το ποι­η­τι­κό υπο­κεί­με­νο υψώ­νε­ται δια­φο­ρε­τι­κός, «αφα­νής, αδιό­ρα­τος», με την απλό­τη­τα του λου­λου­διού και της πέ­τρας και του κά­θε πράγ­μα­τος «που δεν χρειά­ζε­ται πια να το ονο­μάζ[ει]», διό­τι αυ­τό υπάρ­χει και χω­ρίς τον άν­θρω­πο/ ποι­η­τή, που δεν εί­ναι πια ο μι­κρός θε­ός/ δη­μιουρ­γός της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας. Κι αυ­τό εί­ναι «το νό­η­μα του βου­νού»: η πα­ρου­σία των πραγ­μά­των, απαλ­λαγ­μέ­νων από τα ονό­μα­τά τους, που εί­ναι απο­τέ­λε­σμα μιας συμ­βα­τι­κής, κοι­νω­νι­κής χρή­σης της γλώσ­σας. Δου­λειά της ποί­η­σης, σύμ­φω­να με το ποί­η­μα, δεν εί­ναι να κα­το­νο­μά­ζει τα πράγ­μα­τα, αλ­λά να μας τα δεί­χνει, όπως εκ νέ­ου ανα­δύ­ο­νται ως όψεις μιας πραγ­μα­τι­κό­τη­τας όχι κω­δι­κο­ποι­η­μέ­νης, αλ­λά συ­νε­χώς με­τα­βαλ­λό­με­νης.

Στο κα­τα­λη­κτι­κό τμή­μα του ποι­ή­μα­τος «Ιε­ρά μού φαί­νο­νται μό­νο τα δέ­ντρα»:[15]

[…]

ιε­ρά μού φαί­νο­νται μό­νο τα δέ­ντρα

όπως εκεί­νο που έβλε­πα όταν ήμουν παι­δί
απ’ το πα­ρά­θυ­ρό μου
να μη βγά­ζει πο­τέ φύλ­λα
έστε­κε απέ­να­ντι, στο χά­λα­σμα,
σα να πε­ρί­με­νε κά­τι
κι εγώ προ­σευ­χό­μουν οι θε­οί να το λυ­πη­θούν,
ώσπου το εί­δα ένα πρωί να γί­νε­ται,
το ξε­ρό και το στέρ­φο,
όλο ατό­φιο ασή­μι
κι αντί για φύλ­λω­μα να στέ­κουν πά­νω του
αστέ­ρια αει­κί­νη­τα
κι εί­πα από μέ­σα μου
«τι σού εί­ναι ο κό­σμος»

ιε­ρά μού φαί­νο­νται μό­νο τα δέ­ντρα –

και τα που­λιά

το «ξε­ρό και το στέρ­φο», αλ­λά «όλο ατό­φιο ασή­μι» «ιε­ρό» δέ­ντρο δεν ανα­κα­λεί μό­νο το αγνοη­μέ­νο, από­τι­στο αλ­λά φω­τει­νό δέ­ντρο της «αλή­θειας» («Τι λο­γής εί­ναι η αλή­θεια») στο ποί­η­μα του Οδυσ­σέα Ελύ­τη «Το φω­τό­δε­ντρο».[16] Θυ­μί­ζει ακό­μη και το δο­κί­μιο του Πα­σχά­λη «Ο Ελύ­της ως φυλ­λο­μά­ντης». Το κεί­με­νο αυ­τό δη­μο­σιεύ­θη­κε για πρώ­τη φο­ρά το 1986,[17] και, με μι­κρές διορ­θώ­σεις και κά­ποιες προ­σθή­κες, πε­ρι­λή­φθη­κε στη συ­γκε­ντρω­τι­κή έκ­δο­ση δο­κι­μί­ων, με­λε­τη­μά­των και άλ­λων κει­μέ­νων του Πα­σχά­λη, που κυ­κλο­φό­ρη­σε το 2017.[18] Μία από τις προ­σθή­κες εί­ναι η επε­ξή­γη­ση της κε­ντρι­κής με­τα­φο­ράς του ποι­ή­μα­τος «Ο φυλ­λο­μά­ντης» του Ελύ­τη. Η με­τα­φο­ρά ανα­φέ­ρε­ται στο πα­τρο­γο­νι­κό σπί­τι που εί­ναι «[ν]αυα­γι­σμέ­νο στα ρη­χά των άστρων».[19] Το χω­ρίο που έχει προ­στε­θεί στη με­τα­γε­νέ­στε­ρη δη­μο­σί­ευ­ση του δο­κι­μί­ου εί­ναι το εξής: «ανε­ξή­γη­τη ποι­η­τι­κή με­τα­φο­ρά, έλε­γα σε πα­λιό­τε­ρη εκ­δο­χή αυ­τού εδώ του κει­μέ­νου, ωστό­σο σή­με­ρα μπο­ρώ να δω την ει­κό­να: ένα πα­λιό σπί­τι γε­μά­το μαύ­ρα ‘‘ρήγ­μα­τα­’’ ανοι­χτών πα­ρά­θυ­ρων με φό­ντο το νυ­χτε­ρι­νό στε­ρέ­ω­μα, ίδιο με σκα­ρί που εξό­κει­λε και γαν­τζώ­θη­κε στις πα­ρυ­φές του αστρο­φώ­τι­στου αυ­γου­στιά­τι­κου ου­ρα­νού».[20] Το συ­μπέ­ρα­σμα ότι του Ελύ­τη η pays obscur (ακο­λου­θώ­ντας τη φρά­ση του Marcel Proust) εί­ναι «ολό­κλη­ρος ο χώ­ρος του πα­τρι­κού σπι­τιού και ιδιαί­τε­ρα βέ­βαια τα φυλ­λώ­μα­τα» ανά­γε­ται από τον Πα­σχά­λη στην «επι­βε­βαί­ω­ση της με­τα­φυ­σι­κό­τη­τας των φυ­σι­κών πραγ­μά­των […] αλ­λά και [στην] ανα­γω­γή της ‘‘εμπει­ρι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τα­ς’’ (εγ­γύ­τη­τα) στην κα­θα­ρό­τη­τα των ιδα­νι­κών αρ­χε­τύ­πων (υπερ­βα­τι­κό­τη­τα)».[21]

Η πα­ρα­τή­ρη­ση εί­ναι ακρι­βής για το συ­γκε­κρι­μέ­νο ποί­η­μα και ίσως γε­νι­κό­τε­ρα για την ποι­η­τι­κή του Ελύ­τη, όχι όμως απα­ραί­τη­τα και για την ποι­η­τι­κή του ίδιου του Πα­σχά­λη. Ο οποί­ος, σε μια ακό­μη με­τα­γε­νέ­στε­ρη προ­σθή­κη στο δο­κί­μιό του, συ­νο­ψί­ζει την ανά­γνω­σή του της πα­ρα­πά­νω με­τα­φο­ράς ως εξής: «Η προ­σω­πι­κή, ιδιω­τι­κή, ανα­πό­λη­ση παι­δι­κών ή εφη­βι­κών τραυ­μά­των και εμπει­ριών που την προ­κα­λούν οι θρό­οι των φυλ­λω­μά­των σ’ ένα πα­τρο­γο­νι­κό πε­ρι­βό­λι μια νύ­χτα κα­λο­και­ρι­νή, κα­τα­λή­γει, μέ­σα από μια επι­τή­δεια αντι­στρο­φή, ν’ ανα­πα­ρι­στά­ται ποι­η­τι­κά ως μυ­στη­ρια­κή έκ­φρα­ση της ίδιας της φύ­σης, των ίδιων των φυλ­λω­μά­των, που μι­λούν με τις φω­νές των ανα­μνή­σε­ων του ποι­η­τή».[22] Η φρα­σε­ο­λο­γία εδώ πα­ρα­πέ­μπει βέ­βαια στην εμ­μέ­νεια, και όχι μό­νο στο προ­σω­πι­κό ασυ­νεί­δη­το και στα ιδα­νι­κά αρ­χέ­τυ­πα ή, με τα λό­για του ίδιου του Ελύ­τη, στην τρί­τη κα­τά­στα­ση της ποί­η­σης. Φι­λο­σο­φι­κά, η εμ­μέ­νεια πα­ρα­πέ­μπει στη σκέ­ψη του Σπι­νό­ζα και του Ludwig Wittgenstein, και πιο πρό­σφα­τα των Deleuze και Guattari, αλ­λά και του Alain Badiou. Με άλ­λα λό­για, χω­ρίς ο ίδιος ίσως να το αντι­λαμ­βά­νε­ται, προ­σθέ­το­ντας μια με­τα­γε­νέ­στε­ρη προ­σθή­κη στο πα­λαιό­τε­ρο κεί­με­νό του για το πα­ρα­πά­νω ποί­η­μα του Ελύ­τη, ο Πα­σχά­λης απο­κα­λύ­πτει τον προ­σω­πι­κό του τρό­πο αντί­λη­ψης της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, που άμε­σα συν­δέ­ε­ται με τη σύγ­χρο­νή του, με­τα­μο­ντέρ­να επο­χή.

Από το με­θε­πό­με­νο ποί­η­μα του βι­βλί­ου Κοι­τά­ζο­ντας δά­ση, το «Forlorn», προ­έρ­χε­ται ο τί­τλος του βι­βλί­ου. Ολό­κλη­ρη η ποι­η­τι­κή φρά­ση, που κα­τέ­χει το κέ­ντρο του δω­δε­κά­στι­χου ποι­ή­μα­τος, ανα­πτύσ­σε­ται στους στί­χους 6 και 7: «κοι­τά­ζο­ντας δά­ση/ απ’ το πα­ρά­θυ­ρο του τρέ­νου»:[23]

Βρέ­θη­κα από­ψε ξαφ­νι­κά μπρος σ’ έναν οβε­λί­σκο
δεν ήταν όνει­ρο, ήταν βρο­χή
βα­θιά ο κό­σμος έσβη­νε σε αχνές εκτά­σεις,
κι εγώ μπο­ρού­σα να δια­βά­σω κα­θα­ρά
τη σκο­τει­νή γρα­φή. Έλε­γε: «Ξό­δε­ψα μια ζωή
κοι­τά­ζο­ντας δά­ση
απ’ το πα­ρά­θυ­ρο του τρέ­νου,
χω­ρίς να ξέ­ρω αν θα φτά­σω πο­τέ
χω­ρίς να ξέ­ρω από πού ξε­κί­νη­σα
χω­ρίς να ξέ­ρω τι δια­σχί­ζω,
το βα­γό­νι μου το ’λε­γαν Χί­μαι­ρα
κι ήμουν ο μό­νος του επι­βά­της»

Πρό­κει­ται για μια απο­κά­λυ­ψη («δεν ήταν όνει­ρο, ήταν βρο­χή»), και πά­λι βά­πτι­σμα, αφού η βρο­χή θυ­μί­ζει το νε­ρό του πο­τα­μού στο ποί­η­μα «Η βά­πτι­ση». Μια επι­φά­νεια, που απο­κα­λύ­πτει την ψευ­δή βί­ω­ση της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, την αυ­τα­πά­τη («το βα­γό­νι μου το ’λε­γαν Χί­μαι­ρα»). Αλ­λά η γλώσ­σα «[α]νε­λίσ­σε­ται με υπό­γειους μί­σχους και ρο­ές κα­τά μή­κος κοι­λά­δων με πο­τα­μούς και σι­δη­ρο­δρο­μι­κών γραμ­μών, με­τα­το­πί­ζε­ται».[24] Το ποι­η­τι­κό υπο­κεί­με­νο ακο­λου­θεί τις γραμ­μές φυ­γής, τον οβε­λί­σκο, τη βρο­χή, τη σκο­τει­νή γρα­φή, το τρέ­νο και, κυ­ρί­ως, τα δά­ση – το διαρ­κώς (για «μια ζωή») δια­φεύ­γον αντι­κεί­με­νο της αντί­λη­ψης.

Στο αχα­νές θο­λό το­πίο, το ποι­η­τι­κό υπο­κεί­με­νο δια­βά­ζει τη δή­λω­ση της επι­γρα­φής στον οβε­λί­σκο, πι­θα­νώς μια αλ­λη­γο­ρία για την αν­θρώ­πι­νη ζωή. Ποιος όμως κά­νει τη δή­λω­ση αυ­τή; Σε ποιον ανα­φέ­ρε­ται και σε ποιον απευ­θύ­νε­ται; Πρό­κει­ται για δύο φω­νές ή για δι­πλή προ­ο­πτι­κή; Το πρό­σω­πο που εκ­φέ­ρει λό­γο μέ­σω της σκο­τει­νής γρα­φής απο­κα­λύ­πτει κά­τι που αφο­ρά και τον ανα­γνώ­στη του – το ποι­η­τι­κό υπο­κεί­με­νο ως ανα­γνώ­στη της γρα­φής του οβε­λί­σκου, αλ­λά και τον ανα­γνώ­στη του ποι­ή­μα­τος. Τα δά­ση που κοι­τά­ζει με τη με­σο­λά­βη­ση του τζα­μιού του πα­ρα­θύ­ρου ενώ βρί­σκε­ται σε κί­νη­ση, ενώ δη­λα­δή δεν έχει τη δυ­να­τό­τη­τα ού­τε να τα πλη­σιά­σει ού­τε να στα­θεί να τα πα­ρα­τη­ρή­σει, εί­ναι τα φυ­σι­κά δά­ση ή τα συμ­βο­λι­κά δά­ση της ποί­η­σης;[25] Η γρα­φή του οβε­λί­σκου εί­ναι σκο­τει­νή, όχι μό­νον διό­τι εί­ναι γρι­φώ­δης και δυ­σοί­ω­νη, αλ­λά και διό­τι δεν μπο­ρού­με να δια­κρί­νου­με τα όρια ανά­με­σα σε όσα το ομι­λούν ποι­η­τι­κό υπο­κεί­με­νο μας δεί­χνει («Έλε­γε: […]») και τα δια­βά­ζου­με γραμ­μέ­να, και σε όσα μας λέ­ει ότι το ίδιο τα εί­δε γραμ­μέ­να επά­νω στον οβε­λί­σκο.

Για­τί όμως βρί­σκε­ται ξαφ­νι­κά μπρο­στά σε έναν οβε­λί­σκο –δη­λα­δή σε ένα πυ­ρα­μοει­δές μνη­μείο που συν­δέ­ε­ται συ­νή­θως με την αρ­χαία Αί­γυ­πτο και τη Ρώ­μη– και όχι σε μία στή­λη – πράγ­μα που θα ήταν πιο συ­νη­θι­σμέ­νο για την Ελ­λά­δα; Αξί­ζει να ση­μειω­θεί ότι στο κεί­με­νο «Τό­ποι», που μάλ­λον πρέ­πει να ανα­γνω­σθεί ως πε­ζό ποί­η­μα αν και πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται στη συ­γκε­ντρω­τι­κή έκ­δο­ση των δο­κι­μί­ων του Πα­σχά­λη,[26] εμ­φα­νί­ζο­νται επί­σης οι ανα­φο­ρές στη βου­τιά της βά­πτι­σης ή της ανα­γεν­νη­τι­κής επι­φά­νειας, το αση­μέ­νιο δέ­ντρο του ποι­ή­μα­τος «Ιε­ρά μου φαί­νο­νται μό­νο τα δέ­ντρα», όπως και η πυ­ρα­μί­δα που πα­ρα­πέ­μπει στον οβε­λί­σκο του προη­γού­με­νου ποι­ή­μα­τος έμ­με­σα, ενώ άμε­σα ανα­φέ­ρε­ται και ο οβε­λί­σκος. Ο οποί­ος στην αρ­χαία Αί­γυ­πτο συν­δέ­ε­ται με τον ζω­ο­δό­τη και δη­μιουρ­γό των αν­θρώ­πων θεό του Ήλιου, Ρα (τον θεό με το κε­φά­λι γε­ρα­κιού), που ταυ­τί­ζε­ται με τον ήλιο του με­ση­με­ριού, δη­λα­δή τον απο­κα­λυ­πτι­κό ήλιο.

Απο­κα­λυ­πτι­κού χα­ρα­κτή­ρα εί­ναι το τε­λευ­ταίο ποί­η­μα του βι­βλί­ου, το αλ­λη­γο­ρι­κό, επί­σης σκο­τει­νό, αλ­λά και συγ­χρό­νως ανά­λα­φρο ποί­η­μα «Η απο­κά­λυ­ψη».[27] Πα­ρα­θέ­του­με την αρ­χή του:[28]

Σ’ ένα δω­μά­τιο-σπη­λιά σκυμ­μέ­νος ζη­τού­σα να κα­τα­γρά­ψω ό,τι άξι­ζε απ’ το εφή­με­ρο να δια­φύ­γει

εφή­με­ρος κι εγώ, πλα­σμέ­νος για θά­να­το, αλ­λά δει­νός παί­χτης μ’ αντί­πα­λό μου σκα­κι­στή πά­ντα μιαν αυ­τα­πά­τη

–όλες μου οι ιδέ­ες εί­χαν μα­ταιω­θεί, όλες μου οι επι­θυ­μί­ες εί­χα­νε υπο­κύ­ψει–

όταν από­το­μα γύ­ρι­σα το βλέμ­μα μου στον τοί­χο με τη βι­βλιο­θή­κη, πλάι στο πα­ρά­θυ­ρο που κοι­τού­σε προς του κή­που την αστι­κή εξο­χή

Κι αίφ­νης, πί­σω από τη βι­βλιο­θή­κη που με­τα­μορ­φώ­θη­κε σε «βα­βυ­λώ­νιο μο­να­στή­ρι»:[29]

η μα­τιά μου έπε­σε και κα­τα­πό­θη­κε απ’ το χά­σμα, την τρύ­πα με τ’ ανοιγ­μέ­να τζά­μια και τα παν­τζού­ρια που φα­νέ­ρω­νε τα συ­στή­μα­τα των δέ­ντρων και των λου­λου­διών

κι άκου­σα μέ­σα μου φω­νή να λέ­ει «τώ­ρα δες που ο τρό­μος θα φα­νεί παν­δαι­σία»

και βλέ­πω να ξε­χύ­νε­ται από πα­ντού κά­τι σαν άνοι­ξη, μια γεν­ναιο­δω­ρία, έξαρ­ση οδυ­νη­ρή

Κι ακο­λου­θεί στις επό­με­νες τρεις σε­λί­δες η πε­ρι­γρα­φή μιας με­γά­λης σει­ράς θαυ­μα­στών (με την υπερ­ρε­α­λι­στι­κή έν­νοια) ει­κό­νων, με πε­ρι­γρα­φές του φυ­τι­κού και του ζω­ι­κού κό­σμου, χω­ρίς αν­θρώ­πι­νη πα­ρου­σία και στον από­η­χο της αστι­κής ζω­ής που πα­ρα­μέ­νει απο­κλει­σμέ­νη από τον κή­πο. Το ποί­η­μα κα­τα­λή­γει με τους εξής στί­χους:[30]

και άκου­σα την ίδια μου τη σκέ­ψη να μι­λά και να λέ­ει πως «οι δυο τού­τοι κό­σμοι, ζω­ντα­νός και γραμ­μέ­νος, απο­δώ και μπρος θα υπάρ­χουν σαν Ένα

ό,τι εί­δες γρά­ψ’ το, για­τί αυ­τό εί­ναι η Ιστο­ρία – ό,τι το βλέμ­μα αρ­πά­ζει από τη λε­πτο­μέ­ρεια στιγ­μιαία […]»

τό­τε κα­τά­λα­βα πως αυ­τό ήταν ό,τι άξι­ζε απ’ το εφή­με­ρο να δια­φύ­γει

και το κα­τέ­γρα­ψα για όσους κά­πο­τε θε­λή­σουν να το δια­βά­σουν

Εί­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό ότι, όπως και τα υπό­λοι­πα εί­κο­σι τρία του βι­βλί­ου Κοι­τά­ζο­ντας δά­ση, και αυ­τό το ποί­η­μα δεν τε­λειώ­νει με τε­λεία.

Η ποί­η­ση του Πα­σχά­λη, ενταγ­μέ­νη στο πλαί­σιο της γε­νι­κό­τε­ρης αγω­νί­ας για την κα­τά­στα­ση και το μέλ­λον του πλα­νή­τη, ανα­πτύσ­σει ένα ρι­ζω­μα­τι­κό πλέγ­μα στο οποίο πε­ρι­λαμ­βά­νο­νται ο σύγ­χρο­νος άν­θρω­πος της αν­θρω­πο­καί­νου ως απο­τέ­λε­σμα ή συ­νέ­πειά της (δεν πραγ­μα­τεύ­ε­ται δη­λα­δή ο Πα­σχά­λης την κα­τα­στρο­φι­κή δρά­ση του αν­θρώ­που απέ­να­ντι στη φύ­ση, αλ­λά τα απο­τε­λέ­σμα­τά της στον ίδιο), τα φυ­τά και τα ζώα –η έμ­βια φύ­ση, που δεν απο­τε­λεί απλώς σκη­νι­κό, αλ­λά συ­χνά εί­ναι φο­ρέ­ας μιας διά­στα­σης της πα­ρα­τε­τα­μέ­νης αγω­νί­ας του τέ­λους που βιώ­νει το αν­θρώ­πι­νο ποι­η­τι­κό υπο­κεί­με­νο–, όπως και η άβια φύ­ση, το χώ­μα, τα πε­τρώ­μα­τα, το νε­ρό, ο αέ­ρας, τα δη­μιουρ­γή­μα­τα του αν­θρώ­που (κτή­ρια, μνη­μεία, κ.λπ.). Ο ρό­λος της ποί­η­σης, επο­μέ­νως, σύμ­φω­να με τον ποι­η­τή, εί­ναι να επα­να­φέ­ρει τον άν­θρω­πο στη λο­γι­κή «των Μα­θη­μα­τι­κών της Αι­σθα­ντι­κό­τη­τας», όπως ση­μειώ­νει σε ένα άλ­λο χω­ρίο από το δο­κί­μιο «Αυ­τό που δεν ορί­ζε­ται»:[31] «Ο ποι­η­τής συγ­χω­ρεί. Η ποί­η­ση εκ­δι­κεί­ται. Η φύ­ση (όπως και η ποί­η­ση) επι­τε­λεί ένα βα­θύ έρ­γο. Σιω­πά, υφί­στα­ται και πε­ρι­μέ­νει. Ή μή­πως κα­ρα­δο­κεί; […] Σε μια εν­δε­χό­με­νη Απο­κά­λυ­ψη στην πε­ριο­χή της δια­νό­η­σης, σε μια δρα­μα­τι­κή ανα­τρο­πή των δε­δο­μέ­νων του πνευ­μα­τι­κού οι­κο­συ­στή­μα­τος, η έκλυ­ση ενέρ­γειας από τη διά­σπα­ση των ακραί­ων με­τα­φο­ρών και των μα­γι­κών οξύ­μω­ρων φρά­σε­ων μπο­ρεί να εί­ναι τό­σο δυ­να­τή, ώστε απ’ το ωστι­κό κύ­μα να σω­ρια­στούν ακό­μα και τα πιο ακλό­νη­τα επι­στη­μο­νι­κά επι­χει­ρή­μα­τα, ακό­μα και τα πιο στι­βα­ρά λο­γι­στι­κά συ­στή­μα­τα της διε­θνούς οι­κο­νο­μί­ας. Οι αριθ­μοί θα θυ­μη­θούν ξαφ­νι­κά την πρω­ταρ­χι­κή τους πη­γή και θ’ αρ­χί­σουν να σχη­μα­τί­ζουν στις οθό­νες των λά­πτοπ εξι­σώ­σεις το­πί­ων που εξα­φά­νι­σε η κλι­μα­τι­κή αλ­λα­γή. Νο­σταλ­γι­κώς ετε­ρο­χρο­νι­σμέ­νοι, θα ανα­συ­στή­σουν τη Φύ­ση ως ακα­τά­λυ­το αλ­γε­βρι­κό ιδε­ό­γραμ­μα. Όπου γύ­ρω του θ’ αρ­χί­σει να πε­ρι­στρέ­φε­ται ξα­νά μια ιδα­νι­κό­τε­ρη ζωή, φτιαγ­μέ­νη από τα υλι­κά των Μα­θη­μα­τι­κών της Αι­σθα­ντι­κό­τη­τας».





 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: