«Ο βασιλιάς της Ασίνης» του Γιώργου Σεφέρη

Ο Σεφέρης στην Ασίνη (ψηφιακή επεξεργασία)
Ο Σεφέρης στην Ασίνη (ψηφιακή επεξεργασία)




Καρ­πός μιας επί­πο­νης συν­θε­τι­κής προ­σπά­θειας που δι­ήρ­κη­σε δύο συ­νε­χό­με­να χρό­νια και απέ­δω­σε έξι συ­νο­λι­κά σχε­διά­σμα­τα, ο «Βα­σι­λιάς της Ασί­νης» ολο­κλη­ρώ­θη­κε τε­λι­κά μέ­σα σε μια νύ­χτα ώστε να συ­μπλη­ρω­θούν οι δύο κε­νές τυ­πο­γρα­φι­κές σε­λί­δες που προ­έ­κυ­ψαν από τη στοι­χειο­θε­σία του Ημε­ρο­λο­γί­ου κα­τα­στρώ­μα­τος, α΄.[1] Η εντυ­πω­σια­κή πε­ρι­πέ­τεια της γρα­φής του ποι­ή­μα­τος ξε­κι­νά­ει το κα­λο­καί­ρι του 1938, όταν ο Σε­φέ­ρης με τη Μα­ρώ απο­λαμ­βά­νο­ντας τις δια­κο­πές τους στο Το­λό, μια πα­ρα­θα­λάσ­σια πε­ριο­χή κο­ντά στο Ναύ­πλιο, απο­φα­σί­ζουν να επι­σκε­φτούν τον αρ­χαιο­λο­γι­κό χώ­ρο της Ασί­νης που εί­χε ανα­σκα­φεί σχε­τι­κά πρό­σφα­τα από τους Σου­η­δούς αρ­χαιο­λό­γους Otto Frödin και Axel W. Persson.[2] Οι ανα­σκα­φές εί­χαν αρ­χί­σει στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα το 1922 και ολο­κλη­ρώ­θη­καν το 1930, ωστό­σο μό­λις το 1938 δη­μο­σιεύ­τη­καν τα απο­τε­λέ­σμα­τα της ανα­σκα­φι­κής έρευ­νας σε έναν ογκώ­δη τό­μο επι­με­λη­μέ­νο από τους δύο αρ­χαιο­λό­γους.[3] Και επει­δή βα­σι­κή ιδέα του Σε­φέ­ρη ήταν να γρά­ψει ένα ποί­η­μα με άξο­να το αντι­θε­τι­κό δί­πο­λο πραγ­μα­τι­κό το­πίο – φα­ντα­στι­κός βα­σι­λιάς,[4] εύ­κο­λα κα­τα­νο­εί κα­νείς την ευ­γνω­μο­σύ­νη που ένιω­θε απέ­να­ντι στους αρ­χαιο­λό­γους της Ασί­νης – και ει­δι­κά στον Axel Persson που εί­χε την ευ­και­ρία να γνω­ρί­σει προ­σω­πι­κά[5] – για το ότι έφε­ραν στο φως την αρ­χαία ακρό­πο­λη. Όπως έγρα­φε στον με­λε­τη­τή και με­τα­φρα­στή του Philip Sherrard, «ένα ορι­σμέ­νο το­πίο εί­ναι ένας πο­λύ ση­μα­ντι­κός πα­ρά­γο­ντας για μέ­να στη γρα­φή των ποι­η­μά­των μου. ένα ποί­η­μα για μέ­να εί­ναι η κρυ­στάλ­λω­ση της επα­φής μου με ένα εξω­τε­ρι­κό αντι­κεί­με­νο, που μπο­ρεί να εί­ναι η Ακρό­πο­λη της Ασί­νης ή μια πα­ρά­ξε­νη ρί­ζα εγκα­τα­λειμ­μέ­νη στην ακτή. Και αυ­τός εί­ναι ο λό­γος που αι­σθά­νο­μαι πο­λύ πιο υπο­χρε­ω­μέ­νος σε ό,τι αφο­ρά τον «Βα­σι­λιά της Ασί­νης» στον Σου­η­δό κα­θη­γη­τή που ανέ­σκα­ψε αυ­τή την Ακρό­πο­λη (και στην αδια­φο­ρία του Ομή­ρου) από οποιον­δή­πο­τε σύγ­χρο­νο άν­θρω­πο των γραμ­μά­των».[6]

Η «αδια­φο­ρία» του Ομή­ρου για τον βα­σι­λιά της Ασί­νης (μό­νο το όνο­μα της πό­λης του μνη­μο­νεύ­ε­ται στον «κα­τά­λο­γο των πλοί­ων» της Β΄ ρα­ψω­δί­ας της Ιλιά­δας),[7] η απου­σία άλ­λων πλη­ρο­φο­ριών για τη ζωή και τη δρά­ση του και, γε­νι­κά, η αχλύ μυ­στη­ρί­ου που σκέ­πα­ζε την προ­σω­πι­κό­τη­τά του εξα­σφά­λι­ζαν στον Σε­φέ­ρη ένα προ­νο­μια­κό πε­δίο για να προ­βά­λει τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά του στον κά­θε άν­θρω­πο – και πρώ­τα απ’ όλα στον ίδιο ως ποι­η­τή.[8] Ο «Βα­σι­λιάς της Ασί­νης» εί­ναι πράγ­μα­τι από μια άπο­ψη (ίσως την πιο ηθε­λη­μέ­νη) ένα ποί­η­μα ποι­η­τι­κής, αφού θε­μα­το­ποιεί το βα­σα­νι­στι­κό εκεί­νο αί­σθη­μα του σκο­τει­νού δά­σους, της «selva oscura» (Δά­ντης, Κό­λα­ση, Canto Ι, 2), που σύμ­φω­να με τον Σε­φέ­ρη βρί­σκε­ται στο κα­τώ­φλι κά­θε ποι­η­τι­κής εμπει­ρί­ας:[9]

Αφού ο ποι­η­τής αφο­μοιώ­σει τα πράγ­μα­τα που έχει μα­ζέ­ψει η ιδιο­συ­γκρα­σία του από το γύ­ρω κό­σμο, φτά­νει στη στιγ­μή που θα νιώ­σει το κε­νό μέ­σα του, που θα νιώ­σει ότι βρί­σκε­ται στο σκο­τει­νό δά­σος, όπως έλε­γα κά­πο­τε, στη «selva oscura», μό­νος και αβο­ή­θη­τος – ότι πρέ­πει να εμπι­στευ­τεί αυ­τό το κε­νό, επί ποι­νή θα­νά­του. Εί­ναι η πιο δύ­σκο­λη στιγ­μή του, αυ­τός ο αγώ­νας για να βρει εκεί­νη τη φω­νή που ταυ­τί­ζε­ται και σο­φι­λιά­ζε­ται με τα πράγ­μα­τα που θέ­λει να δη­μιουρ­γή­σει, ή, αν θέ­λου­με, που δη­μιουρ­γεί τα πράγ­μα­τα ονο­μά­ζο­ντάς τα. Το ακραίο όριο όπου τεί­νει ο ποι­η­τής, εί­ναι να μπο­ρέ­σει να πει «γε­νη­θή­τω φως» και να γί­νει φως.[10]

Με άξο­να το φως εξε­λίσ­σε­ται ωστό­σο και η ποι­η­τι­κή προ­βλη­μα­τι­κή του «Βα­σι­λιά της Ασί­νης» ή, για να το θέ­σου­με δια­φο­ρε­τι­κά, το ποί­η­μα μπο­ρεί να θε­ω­ρη­θεί ότι με­τα­φέ­ρει μια εμπει­ρία φω­τός, απο­κα­λυ­πτι­κή για τον κό­σμο και τα πράγ­μα­τα. Η ιδέα που προ­σπα­θεί να επι­κοι­νω­νή­σει ο Σε­φέ­ρης εί­ναι ότι η ποιό­τη­τα του ελ­λη­νι­κού φω­τός εί­ναι τέ­τοια, που κά­νει τα πά­ντα να μοιά­ζουν ανά­γλυ­φα, από την όψη του το­πί­ου – της γης και της θά­λασ­σας – ως τα πρό­σω­πα των αν­θρώ­πων.[11] τό­σο ανά­γλυ­φα μά­λι­στα που να φα­ντά­ζουν σχε­δόν πε­λε­κη­μέ­να, σαν τις μυ­κη­ναϊ­κές εκεί­νες προ­σω­πί­δες που οι αρ­χαί­οι τε­χνί­τες σκά­λι­ζαν ολό­χρυ­σες για να στο­λί­σουν τους τά­φους των Ελ­λή­νων βα­σι­λιά­δων.[12] Και ενώ στην πρώ­τη στρο­φι­κή ενό­τη­τα του ποι­ή­μα­τος η πε­ρι­γρα­φή αρ­χί­ζει «από το μέ­ρος του ίσκιου», η στα­δια­κή με­τα­τό­πι­σή της προς «το μέ­ρος του ήλιου» στη δεύ­τε­ρη στρο­φι­κή ενό­τη­τα γί­νε­ται ακρι­βώς για να φέ­ρει στο προ­σκή­νιο το φως. το φως που στην αρ­χή τρί­βει «δια­μα­ντι­κά στα με­γά­λα τεί­χη» και στη συ­νέ­χεια απο­κα­λύ­πτει την «εντά­φια χρυ­σή προ­σω­πί­δα» του λη­σμο­νη­μέ­νου βα­σι­λιά:

Από το μέ­ρος του ήλιου ένας μα­κρύς για­λός ολά­νοι­χτος
και το φως τρί­βο­ντας δια­μα­ντι­κά στα με­γά­λα τεί­χη.
Κα­νέ­να πλά­σμα ζω­ντα­νό τ’ αγριο­πε­ρί­στε­ρα φευ­γά­τα
κι ο βα­σι­λιάς της Ασί­νης που τον γυ­ρεύ­ου­με δυο χρό­νια τώ­ρα
άγνω­στος λη­σμο­νη­μέ­νος απ’ όλους κι από τον Όμη­ρο
μό­νο μια λέ­ξη στην Ιλιά­δα κι εκεί­νη αβέ­βαιη
ριγ­μέ­νη εδώ σαν την εντά­φια χρυ­σή προ­σω­πί­δα.
Την άγ­γι­ξες, θυ­μά­σαι τον ήχο της; κού­φιο μέ­σα στο φως
σαν το στε­γνό πι­θά­ρι στο σκαμ­μέ­νο χώ­μα.
κι ο ίδιος ήχος μες στη θά­λασ­σα με τα κου­πιά μας.
Ο βα­σι­λιάς της Ασί­νης ένα κε­νό κά­τω απ’ την προ­σω­πί­δα
πα­ντού μα­ζί μας πα­ντού μα­ζί μας, κά­τω από ένα όνο­μα:
«Ασί­νην τε… Ασί­νην τε…»
    
και τα παι­διά του αγάλ­μα­τα
κι οι πό­θοι του φτε­ρου­γί­σμα­τα που­λιών κι ο αγέ­ρας
στα δια­στή­μα­τα των στο­χα­σμών του και τα κα­ρά­βια του
αραγ­μέ­να σ’ άφα­ντο λι­μά­νι.
κά­τω απ’ την προ­σω­πί­δα ένα κε­νό.[13]

Εδώ συμ­βαί­νει το εξής πα­ρά­δο­ξο: ενώ κα­νείς θα πε­ρί­με­νε ότι οι ει­κό­νες που θα φα­νέ­ρω­νε το φως του ήλιου θα ήταν ει­κό­νες ζω­ής (και επο­μέ­νως θα με­τέ­στρε­φαν το «σκο­τει­νό» κλί­μα της πρώ­της στρο­φι­κής ενό­τη­τας, όπου η θά­λασ­σα χα­ρα­κτη­ρι­ζό­ταν «στή­θος σκο­τω­μέ­νου πα­γο­νιού»), βλέ­πει να ξε­δι­πλώ­νο­νται μπρο­στά του δια­δο­χι­κές ει­κό­νες θα­νά­του. Ο ομι­λη­τής προει­δο­ποιεί: «Κα­νέ­να πλά­σμα ζω­ντα­νό» και εν συ­νε­χεία ανα­κα­λεί τον βα­σι­λιά της Ασί­νης μνη­μο­νεύ­ο­ντας τον Όμη­ρο. Το «Ασί­νην τε…» της Ιλιά­δας και πιο συ­γκε­κρι­μέ­να η «Ασί­νη» εί­ναι η λέ­ξη η ριγ­μέ­νη «εδώ», στον τό­πο δη­λα­δή της αρ­χαί­ας ακρό­πο­λης. η «εντά­φια χρυ­σή προ­σω­πί­δα», λοι­πόν, δε σκε­πά­ζει μό­νο το πρό­σω­πο του νε­κρού βα­σι­λιά αλ­λά και τη γη του, αφού το φως κά­νει ανά­γλυ­φο ό,τι υπάρ­χει στο χώ­ρο, πρό­σω­πα και πράγ­μα­τα, απο­κα­λύ­πτο­ντας την αλη­θι­νή φυ­σιο­γνω­μία τους. Η άπο­ψη του Σε­φέ­ρη ότι ο τό­πος και οι άν­θρω­ποί του εί­ναι συ­γκοι­νω­νού­ντα δο­χεία που αλ­λη­λε­πι­δρούν εί­ναι γνω­στή,[14] στο Ι΄ του Μυ­θι­στο­ρή­μα­τος μά­λι­στα δί­νε­ται με τρό­πο που θυ­μί­ζει αρ­κε­τά τον «Βα­σι­λιά της Ασί­νης»:

Ο τό­πος μας εί­ναι κλει­στός, όλο βου­νά
που έχουν σκε­πή το χα­μη­λό ου­ρα­νό μέ­ρα και νύ­χτα.
Δεν έχου­με πο­τά­μια δεν έχου­με πη­γά­δια δεν έχου­με πη­γές,
μο­νά­χα λί­γες στέρ­νες, άδειες κι αυ­τές, που ηχούν και που τις προ­σκυ­νού­με.
Ήχος στε­κά­με­νος κού­φιος, ίδιος με τη μο­να­ξιά μας
ίδιος με την αγά­πη μας, ίδιος με τα σώ­μα­τά μας.[15]

Ο κού­φιος ήχος της προ­σω­πί­δας/στέρ­νας, η στέ­γνια και η ανυ­δρία δη­λώ­νουν ξε­κά­θα­ρα την έλ­λει­ψη ζω­ής. Από την άλ­λη, ο βου­βός ήχος των κου­πιών μέ­σα στη θά­λασ­σα («κι ο ίδιος ήχος μες στη θά­λασ­σα με τα κου­πιά μας») δεν εί­ναι πα­ρά ση­μά­δι μιας στε­κά­με­νης ζω­ής που οδη­γεί ανα­πό­δρα­στα σε έναν και μό­νο προ­ο­ρι­σμό: στ’ ακρο­γιά­λι (βλ. «Δ΄. Αρ­γο­ναύ­τες»: «Τα κου­πιά τους / δεί­χνουν το μέ­ρος που κοι­μού­νται στ’ ακρο­γιά­λι»[16]). Πρό­κει­ται, εν ολί­γοις, για αλ­λε­πάλ­λη­λες δυ­σοί­ω­νες ει­κό­νες, που ενώ υπο­νο­μεύ­ουν τη σκη­νο­θε­σία του ηλιό­λου­στου το­πί­ου, δι­καιο­λο­γούν από­λυ­τα τον χα­ρα­κτη­ρι­σμό «εντά­φια» για την προ­σω­πί­δα που σκε­πά­ζει το «πρό­σω­πο» της Ασί­νης και του βα­σι­λιά της. Αυ­τός ο βα­σι­λιάς, που κά­πο­τε ήταν ζω­ντα­νός, τώ­ρα δεν εί­ναι πα­ρά «ένα κε­νό κά­τω απ’ την προ­σω­πί­δα».

Η αντί­θε­ση ανά­με­σα στο σκο­τει­νό βά­θος του «κε­νού» και στην μα­λα­μα­τέ­νια επι­φά­νεια της «προ­σω­πί­δας» κά­νει τον ομι­λη­τή να συ­νει­δη­το­ποι­ή­σει ότι υπάρ­χει μια άλ­λη όψη του φω­τός, ότι πί­σω από το χρυ­σό υφά­δι του ήλιου κρύ­βε­ται ένα ζο­φε­ρό μαύ­ρο, μια απροσ­διό­ρι­στη για τους αν­θρώ­πους πραγ­μα­τι­κό­τη­τα που ρί­χνει εξα­κο­λου­θη­τι­κά τη σκιά της στην τρέ­χου­σα ζωή.[17] Ο «Βα­σι­λιάς της Ασί­νης» λοι­πόν με­τα­φέ­ρει εν σπέρ­μα­τι την ιδέα του «αγ­γε­λι­κού και μαύ­ρου, φω­τός», γε­γο­νός που τον κα­θι­στά προ­άγ­γε­λο της «Κί­χλης».[18] Όπως θα πει ο ποι­η­τής μι­λώ­ντας στο ρα­διό­φω­νο του B.B.C.: «Ζώ­ντας ως τα­ξι­διώ­της, εί­χα ίσως ένα πλε­ο­νέ­κτη­μα: το πλε­ο­νέ­κτη­μα της επι­στρο­φής, όταν ο άν­θρω­πος δεν τυ­φλώ­νε­ται απ’ τη συ­νή­θεια και μπο­ρεί να δει τα πράγ­μα­τα όπως ήταν, για πρώ­τη φο­ρά. Τέ­τοιες στιγ­μές, έχω την αί­σθη­ση ότι υπάρ­χει κά­τι από­λυ­το γύ­ρω απ’ αυ­τό το φως μες στην τα­χύ­τη­τά του, κά­τι που επι­βάλ­λει μια τρο­με­ρή έντα­ση ανά­με­σα στην πα­ρου­σία, την άκαμ­πτη πα­ρου­σία των πραγ­μά­των, όπου το αγα­πη­μέ­νο ή το άσχη­μο, και το αντί­θε­το αυ­τής της πα­ρου­σί­ας – ας το ονο­μά­σω για λό­γους συ­ντο­μί­ας «άλ­λο κό­σμο»… Έχω με­ρι­κές φο­ρές την έντο­νη αί­σθη­ση ότι υπάρ­χει ένα από­λυ­το μαύ­ρο πί­σω από την εξαι­ρε­τι­κά ευ­λύ­γι­στη λα­μπρό­τη­τα μιας ατ­τι­κής μέ­ρας […]».[19] Σ’ αυ­τή την άλ­λη όψη των πραγ­μά­των στρέ­φει το βλέμ­μα του στον «Βα­σι­λιά της Ασί­νης» επι­χει­ρώ­ντας να δεί­ξει τι υπάρ­χει πί­σω από τη χρυ­σή προ­σω­πί­δα του βα­σι­λιά, πί­σω από το «μα­λα­μα­τέ­νιο σκέ­πα­σμα της ύπαρ­ξής μας», πί­σω από τη λάμ­ψη του φω­τός. Και αυ­τό που ανα­κα­λύ­πτει εί­ναι το από­λυ­το μαύ­ρο. και πώς να μι­λή­σει κα­νείς γι’ αυ­τό, αν όχι μέ­σα από ει­κό­νες φθο­ράς και θα­νά­του; Ο ομι­λη­τής επι­λέ­γει συ­γκε­κρι­μέ­να τρεις: το που­λί με τη σπα­σμέ­νη φτε­ρού­γα, τη γυ­ναί­κα που στε­ρή­θη­κε τη δρο­σιά της ζω­ής σαν ήρ­θε το κα­λο­καί­ρι[20] και την ψυ­χή που σα νυ­χτε­ρί­δα πή­ρε τον δρό­μο για τον «δή­μο των Ονεί­ρων».[21] Το εν­δια­φέ­ρον εί­ναι ότι τις στε­γά­ζει κά­τω από μια τέ­ταρ­τη, που επι­τεί­νει την τρα­γι­κό­τη­τά τους: το «μαύ­ρο» κα­τα­φέρ­νει να επι­βά­λει την πα­ρου­σία του στη ζωή ενός τό­που που πα­ρα­σύ­ρε­ται ανέ­με­λος στον χο­ρευ­τι­κό στρό­βι­λο του φω­τός:

Πί­σω από τα με­γά­λα μά­τια τα κα­μπύ­λα χεί­λη τους βο­στρύ­χους
ανά­γλυ­φα στο μα­λα­μα­τέ­νιο σκέ­πα­σμα της ύπαρ­ξής μας
ένα ση­μείο σκο­τει­νό που τα­ξι­δεύ­ει σαν το ψά­ρι
μέ­σα στην αυ­γι­νή γα­λή­νη του πε­λά­γου και το βλέ­πεις:
ένα κε­νό πα­ντού μα­ζί μας.
Και το που­λί που πέ­τα­ξε τον άλ­λο χει­μώ­να
με σπα­σμέ­νη φτε­ρού­γα
σκή­νω­μα ζω­ής,
κι η νέα γυ­ναί­κα που έφυ­γε να παί­ξει
με τα σκυ­λό­δο­ντα του κα­λο­και­ριού
κι η ψυ­χή που γύ­ρε­ψε τσι­ρί­ζο­ντας τον κά­τω κό­σμο
κι ο τό­πος σαν το με­γά­λο πλα­τα­νό­φυλ­λο που πα­ρα­σέρ­νει
ο χεί­μαρ­ρος του ήλιου
με τ’ αρ­χαία μνη­μεία και τη σύγ­χρο­νη θλί­ψη.[22]

Ο ομι­λη­τής-ποι­η­τής εί­ναι πε­ρι­στοι­χι­σμέ­νος από ερεί­πια. Στέ­κε­ται και τα κοι­τά­ζει και βλέ­πει τη φθο­ρά που άφη­σε πά­νω τους το πέ­ρα­σμα του χρό­νου, οι αιώ­νες που με­σο­λά­βη­σαν («Κι ο ποι­η­τής αρ­γο­πο­ρεί κοι­τά­ζο­ντας τις πέ­τρες κι ανα­ρω­τιέ­ται / υπάρ­χουν άρα­γε / ανά­με­σα στις χα­λα­σμέ­νες τού­τες γραμ­μές τις ακ­μές τις αιχ­μές τα κοί­λα και τις κα­μπύ­λες / […] εδώ που συ­να­ντιέ­ται το πέ­ρα­σμα της βρο­χής του αγέ­ρα και της φθο­ράς […]», ό.π., 187). Ωστό­σο αυ­τό το αί­σθη­μα του «όγκου του χρό­νου»[23] μέ­σα στη ζωή του αντι­σταθ­μι­ζό­ταν από ένα άλ­λο, δια­με­τρι­κά αντί­θε­το, αί­σθη­μα που του έδι­ναν τα ίδια αυ­τά ερεί­πια: το αί­σθη­μα του κε­νού. Η ακρό­πο­λη της Ασί­νης ήταν ένας χώ­ρος που εί­χε αδειά­σει από ζωή, που εί­χε χά­σει την αλ­λο­τι­νή του υπό­στα­ση και φτά­σει σε μια κα­τά­στα­ση απο­γύ­μνω­σης όμοια με αυ­τήν στην οποία έφτα­νε ο ποι­η­τής όταν απο­φά­σι­ζε να αφή­σει πί­σω του την προη­γού­με­νη ζωή του και να ξα­νοι­χτεί στο σκο­τει­νό δά­σος της δη­μιουρ­γί­ας. Κι αυ­τό ήταν κά­τι δύ­σκο­λο, για­τί στη μέ­ση υπήρ­χε η μνή­μη. Οι πέ­τρες (τό­πος) όπως και ο ποι­η­τής (άν­θρω­πος) εξα­κο­λου­θού­σαν να κου­βα­λούν τη μνή­μη εκεί­νων που έφυ­γαν[24] («εκεί­νων που λι­γό­στε­ψαν τό­σο πα­ρά­ξε­να μες στη ζωή μας», ό.π., 187). Κι αυ­τή η μνή­μη ει­δι­κά για τον ποι­η­τή γι­νό­ταν κά­πο­τε βά­ρος, γι­νό­ταν επί­μο­νη νο­σταλ­γία για ένα αγα­πη­μέ­νο πρό­σω­πο που αρ­γά ή γρή­γο­ρα τον έκα­νε να λυ­γί­σει φέρ­νο­ντάς τον αντι­μέ­τω­πο με την απελ­πι­σία («ει­κό­να μορ­φής που μαρ­μά­ρω­σε με την από­φα­ση μιας πί­κρας πα­ντο­τι­νής», ό.π., 187). Πε­ρι­γρά­φο­ντας με αρι­στο­τε­λι­κούς όρους αυ­τή την κα­τά­στα­ση ο Σε­φέ­ρης ση­μεί­ω­νε:

Ο έλε­ος: η δύ­να­μη που μας κά­νει να μέ­νου­με προ­σκολ­λη­μέ­νοι στην ψυ­χι­κή μας κα­τά­στα­ση τέ­τοια που ήταν ως τη στιγ­μή της ποι­η­τι­κής εμπει­ρί­ας, η στορ­γή για τις συ­νή­θειές μας, η δυ­σκο­λία ν’ αφή­σου­με πράγ­μα­τα που τό­σον και­ρό ζή­σα­νε μα­ζί μας, τις αλ­λο­τι­νές χα­ρές που μας δώ­σα­νε. ο καη­μός για τη νέα συ­γκί­νη­ση. Ο φό­βος: το αντί­κρι­σμα της έλ­ξης που μας τρα­βά έξω απ’ αυ­τά, ο «σκο­τει­νός δρό­μος», η «selva oscura», η γύ­μνια μέ­σα σ’ ένα πρω­το­φα­νέ­ρω­το κό­σμο. Η κά­θαρ­ση: η ισορ­ρο­πία των δύο αυ­τών δυ­νά­με­ων, η απο­τε­λεί­ω­ση της ποι­η­τι­κής εμπει­ρί­ας. Για­τί όπως ο ζω­γρά­φος μας δη­μιουρ­γεί, κα­θώς λέ­νε, ένα και­νούρ­γιο μά­τι, ο μου­σι­κός μας δη­μιουρ­γεί μια και­νούρ­για ακοή, και ο ποι­η­τής μας δη­μιουρ­γεί μια και­νούρ­για (με την πιο γε­νι­κή έν­νοια της λέ­ξης) αντί­λη­ψη.[25]

Από εδώ αρ­χί­ζει η πο­ρεία προς την κά­θαρ­ση. Ο ποι­η­τής αι­σθά­νε­ται επι­τα­κτι­κά την ανά­γκη για μια «έξο­δο», νιώ­θει ότι ήρ­θε η στιγ­μή να βγει από το «σκο­τει­νό δά­σος» της δη­μιουρ­γί­ας (άλ­λω­στε το ποί­η­μα σχε­δόν ολο­κλη­ρώ­θη­κε). σα νυ­χτε­ρί­δα, σαν ένα πλά­σμα δη­λα­δή ταγ­μέ­νο στο σκο­τά­δι που ξαφ­νι­κά το βιά­ζου­νε να δει κα­τά­μα­τα τον ήλιο, κά­νει μια-δυο σπα­σμω­δι­κές κι­νή­σεις κι έπει­τα βρί­σκει τον δρό­μο προς το φως:[26]

Ασπι­δο­φό­ρος ο ήλιος ανέ­βαι­νε πο­λε­μώ­ντας
κι από το βά­θος της σπη­λιάς μια νυ­χτε­ρί­δα τρο­μαγ­μέ­νη
χτύ­πη­σε πά­νω στο φως σαν τη σα­ΐ­τα πά­νω στο σκου­τά­ρι:
«Ασί­νην τε Ασί­νην τε…». Να ’ταν αυ­τή ο βα­σι­λιάς της Ασί­νης
που τον γυ­ρεύ­ου­με τό­σο προ­σε­χτι­κά σε τού­τη την ακρό­πο­λη
γγί­ζο­ντας κά­πο­τε με τα δά­χτυ­λά μας την αφή του πά­νω στις πέ­τρες.[27]

«Να ’ταν αυ­τή ο βα­σι­λιάς της Ασί­νης»; Μπο­ρεί. όπως μπο­ρεί να ήταν και ο ίδιος ο ποι­η­τής ή γε­νι­κό­τε­ρα ο κά­θε άν­θρω­πος που ζη­τά την κά­θαρ­ση: μια λύ­τρω­ση προ­σω­πι­κή απ’ ό,τι τον ση­μά­δε­ψε με την ελ­πί­δα μιας νέ­ας συ­γκί­νη­σης. Για τον Σε­φέ­ρη ει­δι­κά, ως καλ­λι­τέ­χνη και ως άν­θρω­πο, ήταν η επα­φή με τον κό­σμο των ερει­πί­ων, με τις «κα­τα­πο­ντι­σμέ­νες πο­λι­τεί­ες»[28] του ελ­λα­δι­κού και εξω­ελ­λα­δι­κού χώ­ρου, που τον βο­ή­θη­σε να συ­νει­δη­το­ποι­ή­σει ότι η απο­γύ­μνω­ση, ή, αν θέ­λου­με, η «κε­νό­τη­τα», εί­ναι μια κα­τά­στα­ση κα­θαρ­τή­ρια για­τί έχει προ­κύ­ψει από το φυ­σιο­λο­γι­κό κλεί­σι­μο ενός κύ­κλου ζω­ής. Αυ­τή η αί­σθη­ση πα­γιώ­θη­κε μέ­σα του το 1953 όταν επι­σκέ­φτη­κε τη Σε­λεύ­κεια επί του Τί­γρη, μια πε­ριο­χή κο­ντά στη Βα­γδά­τη που στο πα­ρελ­θόν εί­χε υπάρ­ξει μια από τις «ορια­κές πρω­τεύ­ου­σες» του Ελ­λη­νι­σμού, ένα ξα­κου­στό σταυ­ρο­δρό­μι πο­λι­τι­σμού με­τα­ξύ Ανα­το­λής και Δύ­σης.[29] Το «από­λυ­το κε­νό» που αντί­κρι­σε ο Σε­φέ­ρης φτά­νο­ντας εκεί, σε έναν τό­πο όπου δεν εί­χαν απο­μεί­νει ού­τε ερεί­πια, μό­νο λί­γο πρά­σι­νο στις όχθες του Τί­γρη, έφε­ρε στο νου του την εμπει­ρία της Ασί­νης και φώ­τι­σε ανα­δρο­μι­κά το βί­ω­μά του πά­νω στην αρ­χαία ακρό­πο­λη:

Ο βα­σι­λιάς της Ασί­νης με προ­σείλ­κυ­σε για­τί αντι­προ­σώ­πευε για εμέ­να το ανα­γκαίο κε­νό του ποι­η­τή για να ει­σέλ­θει στο «σκο­τει­νό δά­σος» της δη­μιουρ­γί­ας. […]
Όμως το «κε­νό» που συ­νι­στά το βα­σι­κό θέ­μα του ποι­ή­μα­τός μου δεν έγκει­ται μό­νο στην ποι­η­τι­κή κά­θαρ­ση. Το συ­νέ­δε­σα επί­σης με μια ορι­σμέ­νη αντί­λη­ψη του Ελ­λη­νι­σμού, που ήταν ακό­μα μπερ­δε­μέ­νη τό­τε και ξε­κα­θά­ρι­σε για μέ­να, πολ­λά χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, όταν ενώ υπη­ρε­τού­σα στη Βη­ρυ­τό [1953-1955], επι­σκέ­φτη­κα την το­πο­θε­σία της Σε­λεύ­κειας επί του Τί­γρη, κο­ντά στη Βα­γδά­τη. Αυ­τή η πό­λη εί­χε με­γά­λη συμ­βο­λή στην ανά­πτυ­ξη του πο­λι­τι­σμού μας, έπαι­ξε ρό­λο δια­με­σο­λα­βη­τι­κό με­τα­ξύ Ανα­το­λής και Δύ­σης που εκεί ερ­χό­ντου­σαν σε επα­φή, εμπό­τι­ζαν η μια την άλ­λη. Από αυ­τή την πό­λη, τώ­ρα, που στην επο­χή της εί­χε την πο­λι­τι­στι­κή ση­μα­σία της Φλω­ρε­ντί­ας ή του Πα­ρι­σιού και που ήταν, με­τά τη Ρώ­μη και την Αλε­ξάν­δρεια, η τρί­τη με­γά­λη πο­λι­τεία του αρ­χαί­ου κό­σμου, δεν απο­μέ­νει τί­πο­τε. ού­τε καν ερεί­πια. Το από­λυ­το κε­νό. Λί­γο πρά­σι­νο στις όχθες του Τί­γρη, ο ήχος μιας φλο­γέ­ρας. Κι όμως, αυ­τό το κε­νό, αυ­τό το τί­πο­τε, μου έδω­σε ένα έντο­νο αί­σθη­μα πλη­ρό­τη­τας και ευ­ρυ­χω­ρί­ας. Θα αι­σθα­νό­μουν άρα­γε έτσι αν ήμουν ολό­τε­λα μό­νος σε μια έρη­μο; Για­τί αυ­τό το κε­νό μαρ­τυ­ρού­σε μια προη­γού­με­νη πλη­ρό­τη­τα για την οποία λει­τουρ­γού­σε σαν κά­θαρ­ση. Και συλ­λο­γί­στη­κα ότι έχου­με πολ­λά να μά­θου­με από ένα τέ­τοιο κε­νό, εμείς που, στην Ελ­λά­δα, πα­ρα­πο­νιό­μα­στε ότι εί­μα­στε «στη στε­νο­χώ­ρια». Αυ­τή η «στε­νο­χώ­ρια», εκεί­νη δη­λα­δή των με­γά­λων σύγ­χρο­νων πό­λε­ων, εί­ναι η «στε­νο­χώ­ρια» ενός ακά­θαρ­του κό­σμου, που δεν έφτα­σε στην απο­γύ­μνω­ση της Σε­λεύ­κειας ή αυ­τής που προ­σπά­θη­σα να με­τα­φέ­ρω στον «Βα­σι­λιά της Ασί­νης». Υπάρ­χει ένα «τί­πο­τα», ένα «κε­νό» ανα­ζω­ο­γο­νη­τι­κό που αξί­ζει πε­ρισ­σό­τε­ρο από την πρό­δη­λη πο­λυ­τέ­λεια.[30]

Δυ­στυ­χώς ο «ακά­θαρ­τος» αυ­τός κό­σμος κα­τά­φε­ρε να αλ­λοιώ­σει ακό­μα και το ιστο­ρι­κό πρό­σω­πο της Ασί­νης θέ­το­ντας σε λει­τουρ­γία την τυ­φλή μη­χα­νή του: τη μη­χα­νή του πο­λέ­μου. Στη διάρ­κεια της γερ­μα­νοϊ­τα­λι­κής κα­το­χής η Ασί­νη με­τα­τρά­πη­κε σε ένα πλή­ρως εξο­πλι­σμέ­νο οχυ­ρό με πα­ρα­τη­ρη­τή­ρια, πο­λυ­βο­λεία, απο­θή­κες υλι­κού, τά­φρους, κα­τα­φύ­για και βοη­θη­τι­κά κτί­σμα­τα. «Η κα­τα­σκευή τους θα κα­τα­στρέ­ψει σε με­γά­λο βαθ­μό τα αρ­χαία κα­τά­λοι­πα, τα οποία επι­πλέ­ον προ­σέ­φε­ραν έτοι­μο οι­κο­δο­μι­κό υλι­κό. Με­τά τη λή­ξη του πο­λέ­μου, θα δια­πι­στω­θεί το μέ­γε­θος της κα­τα­στρο­φής που, σύμ­φω­να με το Υπουρ­γείο Εκ­κλη­σια­στι­κών και Δη­μό­σιας Εκ­παί­δευ­σης, ήταν «τε­λεία, ρι­ζι­κή και ολο­κλη­ρω­τι­κή»»,[31] ανα­φέ­ρει σύγ­χρο­νη αρ­χαιο­λό­γος. Κα­τα­λα­βαί­νου­με, λοι­πόν, για­τί ο Σε­φέ­ρης λο­γά­ρια­ζε την Ασί­νη ανά­με­σα στα δι­κά του «θύ­μα­τα του πο­λέ­μου»[32] και για­τί θλι­βό­ταν στη σκέ­ψη ότι τα πράγ­μα­τα που έπαι­ξαν έναν ρό­λο στη ζωή του και συ­νέ­βα­λαν στην προ­σω­πι­κή του δια­μόρ­φω­ση έχα­ναν χρό­νο με τον χρό­νο τη γνω­στή φυ­σιο­γνω­μία τους και έπαιρ­ναν μια όψη διά­φο­ρη από εκεί­νη που ήξε­ρε και αγά­πη­σε.[33]


 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: