Καρπός μιας επίπονης συνθετικής προσπάθειας που διήρκησε δύο συνεχόμενα χρόνια και απέδωσε έξι συνολικά σχεδιάσματα, ο «Βασιλιάς της Ασίνης» ολοκληρώθηκε τελικά μέσα σε μια νύχτα ώστε να συμπληρωθούν οι δύο κενές τυπογραφικές σελίδες που προέκυψαν από τη στοιχειοθεσία του Ημερολογίου καταστρώματος, α΄.[1]
Η εντυπωσιακή περιπέτεια της γραφής του ποιήματος ξεκινάει το καλοκαίρι του 1938, όταν ο Σεφέρης με τη Μαρώ απολαμβάνοντας τις διακοπές τους στο Τολό, μια παραθαλάσσια περιοχή κοντά στο Ναύπλιο, αποφασίζουν να επισκεφτούν τον αρχαιολογικό χώρο της Ασίνης που είχε ανασκαφεί σχετικά πρόσφατα από τους Σουηδούς αρχαιολόγους Otto Frödin και Axel W. Persson.[2] Οι ανασκαφές είχαν αρχίσει στην πραγματικότητα το 1922 και ολοκληρώθηκαν το 1930, ωστόσο μόλις το 1938 δημοσιεύτηκαν τα αποτελέσματα της ανασκαφικής έρευνας σε έναν ογκώδη τόμο επιμελημένο από τους δύο αρχαιολόγους.[3] Και επειδή βασική ιδέα του Σεφέρη ήταν να γράψει ένα ποίημα με άξονα το αντιθετικό δίπολο πραγματικό τοπίο – φανταστικός βασιλιάς,[4]
εύκολα κατανοεί κανείς την ευγνωμοσύνη που ένιωθε απέναντι στους αρχαιολόγους της Ασίνης – και ειδικά στον Axel Persson που είχε την ευκαιρία να γνωρίσει προσωπικά[5]
– για το ότι έφεραν στο φως την αρχαία ακρόπολη. Όπως έγραφε στον μελετητή και μεταφραστή του Philip Sherrard, «ένα ορισμένο τοπίο είναι ένας πολύ σημαντικός παράγοντας για μένα στη γραφή των ποιημάτων μου. ένα ποίημα για μένα είναι η κρυστάλλωση της επαφής μου με ένα εξωτερικό αντικείμενο, που μπορεί να είναι η Ακρόπολη της Ασίνης ή μια παράξενη ρίζα εγκαταλειμμένη στην ακτή. Και αυτός είναι ο λόγος που αισθάνομαι πολύ πιο υποχρεωμένος σε ό,τι αφορά τον «Βασιλιά της Ασίνης» στον Σουηδό καθηγητή που ανέσκαψε αυτή την Ακρόπολη (και στην αδιαφορία του Ομήρου) από οποιονδήποτε σύγχρονο άνθρωπο των γραμμάτων».[6]
Η «αδιαφορία» του Ομήρου για τον βασιλιά της Ασίνης (μόνο το όνομα της πόλης του μνημονεύεται στον «κατάλογο των πλοίων» της Β΄ ραψωδίας της Ιλιάδας),[7] η απουσία άλλων πληροφοριών για τη ζωή και τη δράση του και, γενικά, η αχλύ μυστηρίου που σκέπαζε την προσωπικότητά του εξασφάλιζαν στον Σεφέρη ένα προνομιακό πεδίο για να προβάλει τα χαρακτηριστικά του στον κάθε άνθρωπο – και πρώτα απ’ όλα στον ίδιο ως ποιητή.[8]
Ο «Βασιλιάς της Ασίνης» είναι πράγματι από μια άποψη (ίσως την πιο ηθελημένη) ένα ποίημα ποιητικής, αφού θεματοποιεί το βασανιστικό εκείνο αίσθημα του σκοτεινού δάσους, της «selva oscura» (Δάντης, Κόλαση, Canto Ι, 2), που σύμφωνα με τον Σεφέρη βρίσκεται στο κατώφλι κάθε ποιητικής εμπειρίας:[9]
Αφού ο ποιητής αφομοιώσει τα πράγματα που έχει μαζέψει η ιδιοσυγκρασία του από το γύρω κόσμο, φτάνει στη στιγμή που θα νιώσει το κενό μέσα του, που θα νιώσει ότι βρίσκεται στο σκοτεινό δάσος, όπως έλεγα κάποτε, στη «selva oscura», μόνος και αβοήθητος – ότι πρέπει να εμπιστευτεί αυτό το κενό, επί ποινή θανάτου. Είναι η πιο δύσκολη στιγμή του, αυτός ο αγώνας για να βρει εκείνη τη φωνή που ταυτίζεται και σοφιλιάζεται με τα πράγματα που θέλει να δημιουργήσει, ή, αν θέλουμε, που δημιουργεί τα πράγματα ονομάζοντάς τα. Το ακραίο όριο όπου τείνει ο ποιητής, είναι να μπορέσει να πει «γενηθήτω φως» και να γίνει φως.[10]
Με άξονα το φως εξελίσσεται ωστόσο και η ποιητική προβληματική του «Βασιλιά της Ασίνης» ή, για να το θέσουμε διαφορετικά, το ποίημα μπορεί να θεωρηθεί ότι μεταφέρει μια εμπειρία φωτός, αποκαλυπτική για τον κόσμο και τα πράγματα. Η ιδέα που προσπαθεί να επικοινωνήσει ο Σεφέρης είναι ότι η ποιότητα του ελληνικού φωτός είναι τέτοια, που κάνει τα πάντα να μοιάζουν ανάγλυφα, από την όψη του τοπίου – της γης και της θάλασσας – ως τα πρόσωπα των ανθρώπων.[11]
τόσο ανάγλυφα μάλιστα που να φαντάζουν σχεδόν πελεκημένα, σαν τις μυκηναϊκές εκείνες προσωπίδες που οι αρχαίοι τεχνίτες σκάλιζαν ολόχρυσες για να στολίσουν τους τάφους των Ελλήνων βασιλιάδων.[12] Και ενώ στην πρώτη στροφική ενότητα του ποιήματος η περιγραφή αρχίζει «από το μέρος του ίσκιου», η σταδιακή μετατόπισή της προς «το μέρος του ήλιου» στη δεύτερη στροφική ενότητα γίνεται ακριβώς για να φέρει στο προσκήνιο το φως. το φως που στην αρχή τρίβει «διαμαντικά στα μεγάλα τείχη» και στη συνέχεια αποκαλύπτει την «εντάφια χρυσή προσωπίδα» του λησμονημένου βασιλιά:
Από το μέρος του ήλιου ένας μακρύς γιαλός ολάνοιχτος και το φως τρίβοντας διαμαντικά στα μεγάλα τείχη. Κανένα πλάσμα ζωντανό τ’ αγριοπερίστερα φευγάτα κι ο βασιλιάς της Ασίνης που τον γυρεύουμε δυο χρόνια τώρα άγνωστος λησμονημένος απ’ όλους κι από τον Όμηρο μόνο μια λέξη στην Ιλιάδα κι εκείνη αβέβαιη ριγμένη εδώ σαν την εντάφια χρυσή προσωπίδα. Την άγγιξες, θυμάσαι τον ήχο της; κούφιο μέσα στο φως σαν το στεγνό πιθάρι στο σκαμμένο χώμα. κι ο ίδιος ήχος μες στη θάλασσα με τα κουπιά μας. Ο βασιλιάς της Ασίνης ένα κενό κάτω απ’ την προσωπίδα παντού μαζί μας παντού μαζί μας, κάτω από ένα όνομα: «Ασίνην τε… Ασίνην τε…» και τα παιδιά του αγάλματα κι οι πόθοι του φτερουγίσματα πουλιών κι ο αγέρας στα διαστήματα των στοχασμών του και τα καράβια του αραγμένα σ’ άφαντο λιμάνι. κάτω απ’ την προσωπίδα ένα κενό.[13]
Εδώ συμβαίνει το εξής παράδοξο: ενώ κανείς θα περίμενε ότι οι εικόνες που θα φανέρωνε το φως του ήλιου θα ήταν εικόνες ζωής (και επομένως θα μετέστρεφαν το «σκοτεινό» κλίμα της πρώτης στροφικής ενότητας, όπου η θάλασσα χαρακτηριζόταν «στήθος σκοτωμένου παγονιού»), βλέπει να ξεδιπλώνονται μπροστά του διαδοχικές εικόνες θανάτου. Ο ομιλητής προειδοποιεί: «Κανένα πλάσμα ζωντανό» και εν συνεχεία ανακαλεί τον βασιλιά της Ασίνης μνημονεύοντας τον Όμηρο. Το «Ασίνην τε…» της Ιλιάδας και πιο συγκεκριμένα η «Ασίνη» είναι η λέξη η ριγμένη «εδώ», στον τόπο δηλαδή της αρχαίας ακρόπολης. η «εντάφια χρυσή προσωπίδα», λοιπόν, δε σκεπάζει μόνο το πρόσωπο του νεκρού βασιλιά αλλά και τη γη του, αφού το φως κάνει ανάγλυφο ό,τι υπάρχει στο χώρο, πρόσωπα και πράγματα, αποκαλύπτοντας την αληθινή φυσιογνωμία τους. Η άποψη του Σεφέρη ότι ο τόπος και οι άνθρωποί του είναι συγκοινωνούντα δοχεία που αλληλεπιδρούν είναι γνωστή,[14] στο Ι΄ του Μυθιστορήματος μάλιστα δίνεται με τρόπο που θυμίζει αρκετά τον «Βασιλιά της Ασίνης»:
Ο τόπος μας είναι κλειστός, όλο βουνά που έχουν σκεπή το χαμηλό ουρανό μέρα και νύχτα. Δεν έχουμε ποτάμια δεν έχουμε πηγάδια δεν έχουμε πηγές, μονάχα λίγες στέρνες, άδειες κι αυτές, που ηχούν και που τις προσκυνούμε. Ήχος στεκάμενος κούφιος, ίδιος με τη μοναξιά μας ίδιος με την αγάπη μας, ίδιος με τα σώματά μας.[15]
Ο κούφιος ήχος της προσωπίδας/στέρνας, η στέγνια και η ανυδρία δηλώνουν ξεκάθαρα την έλλειψη ζωής. Από την άλλη, ο βουβός ήχος των κουπιών μέσα στη θάλασσα («κι ο ίδιος ήχος μες στη θάλασσα με τα κουπιά μας») δεν είναι παρά σημάδι μιας στεκάμενης ζωής που οδηγεί αναπόδραστα σε έναν και μόνο προορισμό: στ’ ακρογιάλι (βλ. «Δ΄. Αργοναύτες»: «Τα κουπιά τους / δείχνουν το μέρος που κοιμούνται στ’ ακρογιάλι»[16]). Πρόκειται, εν ολίγοις, για αλλεπάλληλες δυσοίωνες εικόνες, που ενώ υπονομεύουν τη σκηνοθεσία του ηλιόλουστου τοπίου, δικαιολογούν απόλυτα τον χαρακτηρισμό «εντάφια» για την προσωπίδα που σκεπάζει το «πρόσωπο» της Ασίνης και του βασιλιά της. Αυτός ο βασιλιάς, που κάποτε ήταν ζωντανός, τώρα δεν είναι παρά «ένα κενό κάτω απ’ την προσωπίδα».
Η αντίθεση ανάμεσα στο σκοτεινό βάθος του «κενού» και στην μαλαματένια επιφάνεια της «προσωπίδας» κάνει τον ομιλητή να συνειδητοποιήσει ότι υπάρχει μια άλλη όψη του φωτός, ότι πίσω από το χρυσό υφάδι του ήλιου κρύβεται ένα ζοφερό μαύρο, μια απροσδιόριστη για τους ανθρώπους πραγματικότητα που ρίχνει εξακολουθητικά τη σκιά της στην τρέχουσα ζωή.[17]
Ο «Βασιλιάς της Ασίνης» λοιπόν μεταφέρει εν σπέρματι την ιδέα του «αγγελικού και μαύρου, φωτός», γεγονός που τον καθιστά προάγγελο της «Κίχλης».[18]
Όπως θα πει ο ποιητής μιλώντας στο ραδιόφωνο του B.B.C.: «Ζώντας ως ταξιδιώτης, είχα ίσως ένα πλεονέκτημα: το πλεονέκτημα της επιστροφής, όταν ο άνθρωπος δεν τυφλώνεται απ’ τη συνήθεια και μπορεί να δει τα πράγματα όπως ήταν, για πρώτη φορά. Τέτοιες στιγμές, έχω την αίσθηση ότι υπάρχει κάτι απόλυτο γύρω απ’ αυτό το φως μες στην ταχύτητά του, κάτι που επιβάλλει μια τρομερή ένταση ανάμεσα στην παρουσία, την άκαμπτη παρουσία των πραγμάτων, όπου το αγαπημένο ή το άσχημο, και το αντίθετο αυτής της παρουσίας – ας το ονομάσω για λόγους συντομίας «άλλο κόσμο»… Έχω μερικές φορές την έντονη αίσθηση ότι υπάρχει ένα απόλυτο μαύρο πίσω από την εξαιρετικά ευλύγιστη λαμπρότητα μιας αττικής μέρας […]».[19]
Σ’ αυτή την άλλη όψη των πραγμάτων στρέφει το βλέμμα του στον «Βασιλιά της Ασίνης» επιχειρώντας να δείξει τι υπάρχει πίσω
από τη χρυσή προσωπίδα του βασιλιά, πίσω
από το «μαλαματένιο σκέπασμα της ύπαρξής μας», πίσω από τη λάμψη του φωτός. Και αυτό που ανακαλύπτει είναι το απόλυτο μαύρο. και πώς να μιλήσει κανείς γι’ αυτό, αν όχι μέσα από εικόνες φθοράς και θανάτου; Ο ομιλητής επιλέγει συγκεκριμένα τρεις: το πουλί με τη σπασμένη φτερούγα, τη γυναίκα που στερήθηκε τη δροσιά της ζωής σαν ήρθε το καλοκαίρι[20] και την ψυχή που σα νυχτερίδα πήρε τον δρόμο για τον «δήμο των Ονείρων».[21]
Το ενδιαφέρον είναι ότι τις στεγάζει κάτω από μια τέταρτη, που επιτείνει την τραγικότητά τους: το «μαύρο» καταφέρνει να επιβάλει την παρουσία του στη ζωή ενός τόπου που παρασύρεται ανέμελος στον χορευτικό στρόβιλο του φωτός:
Πίσω από τα μεγάλα μάτια τα καμπύλα χείλη τους βοστρύχους ανάγλυφα στο μαλαματένιο σκέπασμα της ύπαρξής μας ένα σημείο σκοτεινό που ταξιδεύει σαν το ψάρι μέσα στην αυγινή γαλήνη του πελάγου και το βλέπεις: ένα κενό παντού μαζί μας. Και το πουλί που πέταξε τον άλλο χειμώνα με σπασμένη φτερούγα σκήνωμα ζωής, κι η νέα γυναίκα που έφυγε να παίξει με τα σκυλόδοντα του καλοκαιριού κι η ψυχή που γύρεψε τσιρίζοντας τον κάτω κόσμο κι ο τόπος σαν το μεγάλο πλατανόφυλλο που παρασέρνει ο χείμαρρος του ήλιου με τ’ αρχαία μνημεία και τη σύγχρονη θλίψη.[22]
Ο ομιλητής-ποιητής είναι περιστοιχισμένος από ερείπια. Στέκεται και τα κοιτάζει και βλέπει τη φθορά που άφησε πάνω τους το πέρασμα του χρόνου, οι αιώνες που μεσολάβησαν («Κι ο ποιητής αργοπορεί κοιτάζοντας τις πέτρες κι αναρωτιέται / υπάρχουν άραγε / ανάμεσα στις χαλασμένες τούτες γραμμές τις ακμές τις αιχμές τα κοίλα και τις καμπύλες / […] εδώ που συναντιέται το πέρασμα της βροχής του αγέρα και της φθοράς […]», ό.π., 187). Ωστόσο αυτό το αίσθημα του «όγκου του χρόνου»[23]
μέσα στη ζωή του αντισταθμιζόταν από ένα άλλο, διαμετρικά αντίθετο, αίσθημα που του έδιναν τα ίδια αυτά ερείπια: το αίσθημα του κενού. Η ακρόπολη της Ασίνης ήταν ένας χώρος που είχε αδειάσει από ζωή, που είχε χάσει την αλλοτινή του υπόσταση και φτάσει σε μια κατάσταση απογύμνωσης
όμοια με αυτήν στην οποία έφτανε ο ποιητής όταν αποφάσιζε να αφήσει πίσω του την προηγούμενη ζωή του και να ξανοιχτεί στο σκοτεινό δάσος της δημιουργίας. Κι αυτό ήταν κάτι δύσκολο, γιατί στη μέση υπήρχε η μνήμη. Οι πέτρες (τόπος) όπως και ο ποιητής (άνθρωπος) εξακολουθούσαν να κουβαλούν τη μνήμη εκείνων που έφυγαν[24]
(«εκείνων που λιγόστεψαν τόσο παράξενα μες στη ζωή μας», ό.π., 187). Κι αυτή η μνήμη ειδικά για τον ποιητή γινόταν κάποτε βάρος, γινόταν επίμονη νοσταλγία για ένα αγαπημένο πρόσωπο που αργά ή γρήγορα τον έκανε να λυγίσει φέρνοντάς τον αντιμέτωπο με την απελπισία («εικόνα μορφής που μαρμάρωσε με την απόφαση μιας πίκρας παντοτινής», ό.π., 187). Περιγράφοντας με αριστοτελικούς όρους αυτή την κατάσταση ο Σεφέρης σημείωνε:
Ο έλεος: η δύναμη που μας κάνει να μένουμε προσκολλημένοι στην ψυχική μας κατάσταση τέτοια που ήταν ως τη στιγμή της ποιητικής εμπειρίας, η στοργή για τις συνήθειές μας, η δυσκολία ν’ αφήσουμε πράγματα που τόσον καιρό ζήσανε μαζί μας, τις αλλοτινές χαρές που μας δώσανε. ο καημός για τη νέα συγκίνηση. Ο φόβος: το αντίκρισμα της έλξης που μας τραβά έξω απ’ αυτά, ο «σκοτεινός δρόμος», η «selva oscura», η γύμνια μέσα σ’ ένα πρωτοφανέρωτο κόσμο. Η κάθαρση: η ισορροπία των δύο αυτών δυνάμεων, η αποτελείωση της ποιητικής εμπειρίας. Γιατί όπως ο ζωγράφος μας δημιουργεί, καθώς λένε, ένα καινούργιο μάτι, ο μουσικός μας δημιουργεί μια καινούργια ακοή, και ο ποιητής μας δημιουργεί μια καινούργια (με την πιο γενική έννοια της λέξης) αντίληψη.[25]
Από εδώ αρχίζει η πορεία προς την κάθαρση. Ο ποιητής αισθάνεται επιτακτικά την ανάγκη για μια «έξοδο», νιώθει ότι ήρθε η στιγμή να βγει από το «σκοτεινό δάσος» της δημιουργίας (άλλωστε το ποίημα σχεδόν ολοκληρώθηκε). σα νυχτερίδα, σαν ένα πλάσμα δηλαδή ταγμένο στο σκοτάδι που ξαφνικά το βιάζουνε να δει κατάματα τον ήλιο, κάνει μια-δυο σπασμωδικές κινήσεις κι έπειτα βρίσκει τον δρόμο προς το φως:[26]
Ασπιδοφόρος ο ήλιος ανέβαινε πολεμώντας κι από το βάθος της σπηλιάς μια νυχτερίδα τρομαγμένη χτύπησε πάνω στο φως σαν τη σαΐτα πάνω στο σκουτάρι: «Ασίνην τε Ασίνην τε…». Να ’ταν αυτή ο βασιλιάς της Ασίνης που τον γυρεύουμε τόσο προσεχτικά σε τούτη την ακρόπολη γγίζοντας κάποτε με τα δάχτυλά μας την αφή του πάνω στις πέτρες.[27]
«Να ’ταν αυτή ο βασιλιάς της Ασίνης»; Μπορεί.
όπως μπορεί να ήταν και ο ίδιος ο ποιητής ή γενικότερα ο κάθε άνθρωπος που ζητά την κάθαρση: μια λύτρωση προσωπική απ’ ό,τι τον σημάδεψε με την ελπίδα μιας νέας συγκίνησης. Για τον Σεφέρη ειδικά, ως καλλιτέχνη και ως άνθρωπο, ήταν η επαφή με τον κόσμο των ερειπίων, με τις «καταποντισμένες πολιτείες»[28]
του ελλαδικού και εξωελλαδικού χώρου, που τον βοήθησε να συνειδητοποιήσει ότι η απογύμνωση, ή, αν θέλουμε, η «κενότητα», είναι μια κατάσταση καθαρτήρια γιατί έχει προκύψει από το φυσιολογικό κλείσιμο ενός κύκλου ζωής. Αυτή η αίσθηση παγιώθηκε μέσα του το 1953 όταν επισκέφτηκε τη Σελεύκεια επί του Τίγρη, μια περιοχή κοντά στη Βαγδάτη που στο παρελθόν είχε υπάρξει μια από τις «οριακές πρωτεύουσες» του Ελληνισμού, ένα ξακουστό σταυροδρόμι πολιτισμού μεταξύ Ανατολής και Δύσης.[29]
Το «απόλυτο κενό» που αντίκρισε ο Σεφέρης φτάνοντας εκεί, σε έναν τόπο όπου δεν είχαν απομείνει ούτε ερείπια, μόνο λίγο πράσινο στις όχθες του Τίγρη, έφερε στο νου του την εμπειρία της Ασίνης και φώτισε αναδρομικά το βίωμά του πάνω στην αρχαία ακρόπολη:
Ο βασιλιάς της Ασίνης με προσείλκυσε γιατί αντιπροσώπευε για εμένα το αναγκαίο κενό του ποιητή για να εισέλθει στο «σκοτεινό δάσος» της δημιουργίας. […] Όμως το «κενό» που συνιστά το βασικό θέμα του ποιήματός μου δεν έγκειται μόνο στην ποιητική κάθαρση. Το συνέδεσα επίσης με μια ορισμένη αντίληψη του Ελληνισμού, που ήταν ακόμα μπερδεμένη τότε και ξεκαθάρισε για μένα, πολλά χρόνια αργότερα, όταν ενώ υπηρετούσα στη Βηρυτό [1953-1955], επισκέφτηκα την τοποθεσία της Σελεύκειας επί του Τίγρη, κοντά στη Βαγδάτη. Αυτή η πόλη είχε μεγάλη συμβολή στην ανάπτυξη του πολιτισμού μας, έπαιξε ρόλο διαμεσολαβητικό μεταξύ Ανατολής και Δύσης που εκεί ερχόντουσαν σε επαφή, εμπότιζαν η μια την άλλη. Από αυτή την πόλη, τώρα, που στην εποχή της είχε την πολιτιστική σημασία της Φλωρεντίας ή του Παρισιού και που ήταν, μετά τη Ρώμη και την Αλεξάνδρεια, η τρίτη μεγάλη πολιτεία του αρχαίου κόσμου, δεν απομένει τίποτε. ούτε καν ερείπια. Το απόλυτο κενό. Λίγο πράσινο στις όχθες του Τίγρη, ο ήχος μιας φλογέρας. Κι όμως, αυτό το κενό, αυτό το τίποτε, μου έδωσε ένα έντονο αίσθημα πληρότητας και ευρυχωρίας. Θα αισθανόμουν άραγε έτσι αν ήμουν ολότελα μόνος σε μια έρημο; Γιατί αυτό το κενό μαρτυρούσε μια προηγούμενη πληρότητα για την οποία λειτουργούσε σαν κάθαρση. Και συλλογίστηκα ότι έχουμε πολλά να μάθουμε από ένα τέτοιο κενό, εμείς που, στην Ελλάδα, παραπονιόμαστε ότι είμαστε «στη στενοχώρια». Αυτή η «στενοχώρια», εκείνη δηλαδή των μεγάλων σύγχρονων πόλεων, είναι η «στενοχώρια» ενός ακάθαρτου κόσμου, που δεν έφτασε στην απογύμνωση της Σελεύκειας ή αυτής που προσπάθησα να μεταφέρω στον «Βασιλιά της Ασίνης». Υπάρχει ένα «τίποτα», ένα «κενό» αναζωογονητικό που αξίζει περισσότερο από την πρόδηλη πολυτέλεια.[30]
Δυστυχώς ο «ακάθαρτος» αυτός κόσμος κατάφερε να αλλοιώσει ακόμα και το ιστορικό πρόσωπο της Ασίνης θέτοντας σε λειτουργία την τυφλή μηχανή του: τη μηχανή του πολέμου. Στη διάρκεια της γερμανοϊταλικής κατοχής η Ασίνη μετατράπηκε σε ένα πλήρως εξοπλισμένο οχυρό με παρατηρητήρια, πολυβολεία, αποθήκες υλικού, τάφρους, καταφύγια και βοηθητικά κτίσματα. «Η κατασκευή τους θα καταστρέψει σε μεγάλο βαθμό τα αρχαία κατάλοιπα, τα οποία επιπλέον προσέφεραν έτοιμο οικοδομικό υλικό. Μετά τη λήξη του πολέμου, θα διαπιστωθεί το μέγεθος της καταστροφής που, σύμφωνα με το Υπουργείο Εκκλησιαστικών και Δημόσιας Εκπαίδευσης, ήταν «τελεία, ριζική και ολοκληρωτική»»,[31]
αναφέρει σύγχρονη αρχαιολόγος. Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, γιατί ο Σεφέρης λογάριαζε την Ασίνη ανάμεσα στα δικά του «θύματα του πολέμου»[32]
και γιατί θλιβόταν στη σκέψη ότι τα πράγματα που έπαιξαν έναν ρόλο στη ζωή του και συνέβαλαν στην προσωπική του διαμόρφωση έχαναν χρόνο με τον χρόνο τη γνωστή φυσιογνωμία τους και έπαιρναν μια όψη διάφορη από εκείνη που ήξερε και αγάπησε.[33]
Για τη διετή κυοφορία του ποιήματος και την απροσδόκητη περάτωσή του μια βραδιά του Γενάρη του 1940, βλ. όσα διηγείται ο Σεφέρης στον Έλιοτ: Γιώργος Σεφέρης, «Θ.Σ.Ε. Σελίδες από ένα ημερολόγιο» (1965): Δοκιμές, τ. Β΄: 1948-1971, (φιλολογ. επιμ.: Γ. Π. Σαββίδης), Ίκαρος 2013 [9η. 1η: 1944], 203 και Μέρες, τ. ΣΤ΄: 20 Απρίλη 1951 - 4 Αυγούστου 1956, (επιμ. - σημ.: Παναγιώτης Μέρμηγκας), Ίκαρος, 1986, 55. βλ. ακόμα: Edmund Keeley, Συζήτηση με τον Γιώργο Σεφέρη (1970), (μτφρ.: Λίνα Κάσδαγλη), Άγρα 1982, 65 και Ρόντρικ Μπήτον, Γιώργος Σεφέρης. Περιμένοντας τον άγγελο. Βιογραφία, (μτφρ.: Μίκα Προβατά, θεώρ. μτφρ.: Δημήτρης Δασκαλόπουλος), Ωκεανίδα 2003, 278. Για τα έξι σχεδιάσματα του «Βασιλιά της Ασίνης», βλ. Γιώργης Γιατρομανωλάκης, «Ο βασιλιάς της Ασίνης». Η ανασκαφή ενός ποιήματος, Στιγμή 1986.
Ας σημειωθεί ότι τις ανασκαφές επέβλεψε προσωπικά, το πρώτο τουλάχιστον διάστημα, ο τότε πρίγκιπας της Σουηδίας Γουστάβος Αδόλφος ΣΤ΄. Τα πράγματα ήρθαν έτσι, ώστε μετά από σαράντα χρόνια περίπου, ο ίδιος αυτός άνθρωπος έχοντας γίνει πλέον βασιλιάς της Σουηδίας να βραβεύσει τον Σεφέρη με το Νόμπελ λογοτεχνίας. Βλ. τα λόγια του ποιητή στην ομιλία του στη Σουηδική Ακαδημία (11 Δεκεμβρίου 1963): «Τη στιγμή όπου ο βασιλιάς σας, η Α.Μ. Γουστάβος ΣΤ΄ Αδόλφος, μου έδινε το δίπλωμα του Βραβείου Νομπέλ, δεν μπόρεσα ο ίδιος να μη θυμηθώ με συγκίνηση τις μέρες όπου, ως Διάδοχος, είχε επιμείνει να συμβάλει προσωπικά στις ανασκαφές της ακρόπολης της Ασίνης. Όταν πρωτοσυνάντησα τον Άξελ Πέρσον, τον μεγαλόκαρδο εκείνον άντρα που είχε και αυτός αφοσιωθεί σε τούτη την ανασκαφή, τον είχα ονομάσει ανάδοχό μου. Ναι, γιατί η Ασίνη μου είχε χαρίσει ένα ποίημα», Γιώργος Σεφέρης, «Λίγα για τη νεότερη ελληνική παράδοση» (1963), (μτφρ.: Γ. Π. Σαββίδης): Δοκιμές, τ. Γ΄: Παραλειπόμενα (1932-1971), (φιλολογ. επιμ.: Δημήτρης Δασκαλόπουλος), Ίκαρος 2002 [3η. 1η: 1992], 357.
Βλ. Otto Frödin – Axel W. Persson, Asine. Results of the Swedish excavations 1922-1930, (επιμ.: Alfred Westholm), Στοκχόλμη, Generalstabens Litografiska Anstalts Fürlag, 1938.
Ο Σεφέρης συνάντησε πρώτη φορά τον Axel Persson στο ξενοδοχείο της «Ωραίας Ελένης του Μενελάου» των Μυκηνών τον Απρίλιο του 1939, βλ. Μέρες, τ. Γ΄: 16 Απρίλη 1934 - 14 Δεκέμβρη 1940, Ίκαρος, 1977, 117. Τότε όμως δεν του δόθηκε η ευκαιρία να γνωριστεί προσωπικά μαζί του. αυτό έγινε τον Οκτώβριο του 1947: «Το Σάββατο, στο τραπέζι του Demangel, γνώρισα τον Axel Persson, που έκανε τις ανασκαφές της Ασίνης. Ένιωσα συγγένεια μαζί του», Μέρες, τ. Ε΄: 1 Γενάρη 1945 - 19 Απρίλη 1951, (φιλολογ. επιμ.: Ε. Χ. Κάσδαγλης), Ίκαρος 1977, 111. Τον επόμενο χρόνο ο Σεφέρης θα στείλει στον Persson τον τόμο The King of Asine, and other poems μέσω του Νάνου Βαλαωρίτη και όταν ο Persson πληροφορείται ότι ο Σεφέρης μετατέθηκε στην Πρεσβεία της Άγκυρας του γράφει ότι πλέον θα βρίσκονται στα ίδια μέρη, αφού κι εκείνος ξεκίνησε ανασκαφές στην Τουρκία, στην επαρχία των Μούγλων, βλ. Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα, Τμήμα Αρχείων στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη, Αρχείο Γιώργου Σεφέρη, Φακ. # 47, υποφ. 5 (από επιστολή του Persson από την Ουψάλα, 29.9.1948). Οι δύο άντρες θα ξανασυναντηθούν το 1949 στην Άγκυρα και ο Persson θα προσκαλέσει τον Σεφέρη στα Λάβρανδα της Καρίας για να δει από κοντά τις ανασκαφές που πραγματοποιούσε εκεί με την ομάδα του: «Ελάτε, μου είπε, μπορεί να γράψετε ένα Δία Λαβρανδέα ύστερα από το «Βασιλιά της Ασίνης»», βλ. Γ. Κ. Κατσίμπαλης & Γιώργος Σεφέρης, «Αγαπητέ μου Γιώργο», τ. Β΄: 1946-1970, (επιμ. επιστ. - σχόλ.: Δημήτρης Δασκαλόπουλος), Ίκαρος, 2009, 106. Ο Σεφέρης θα ανταποκριθεί στην πρόσκληση και θα επισκεφθεί για λίγες μέρες τα Λάβρανδα τον Ιούνιο του 1950.
This Dialectic of Blood and Light. George Seferis – Philip Sherrard. An exchange: 1947-1971, (φιλολογ. επιμ.: Denise Sherrard), Λίμνη Ευβοίας, Denise Harvey, 2015, 79. Για τον ρόλο του τοπίου στη σεφερική ποίηση, βλ. Roderick Beaton, George Seferis, Λονδίνο, Bristol Classical Press, 1991, 39-43 και Γιώργης Γιατρομανωλάκης, «Ο βασιλιάς της Ασίνης», ό.π., 36-37. Ο Edmund Keeley σχολιάζει ότι ειδικά στον «Βασιλιά της Ασίνης» ο Σεφέρης στήνει με τέτοια προσοχή το σκηνικό του, ώστε η μετάβαση από την πραγματικότητα στο μύθο, από την ακριβή αναπαράσταση του τοπίου στις μυθικές και συμβολικές αξίες του ποιήματος, να γίνεται με τρόπο ομαλό, φυσιολογικό, δίχως ρήγματα. έπειτα δηλαδή από την περιγραφή του χώρου γύρω από το «κάστρο» της Ασίνης η μνεία στον Όμηρο δεν ηχεί παράταιρα εφόσον έρχεται να ενισχύσει τη μυθική ταυτότητα του αρχαίου βασιλείου, βλ. Έντμουντ Κήλυ, «Ο Σεφέρης και η «μυθική μέθοδος»» (1969): Μύθος και φωνή στη σύγχρονη ελληνική ποίηση (1983), (μτφρ.: Σπύρος Τσακνιάς), Στιγμή, 1987, 131-132. Στην προσέγγιση του παρελθόντος από την προοπτική του σύγχρονου χώρου αναφέρθηκε και ο Δημήτρης Τζιόβας, επισημαίνοντας ότι σε ποιήματα όπως ο «Βασιλιάς της Ασίνης» μπορεί η διερεύνηση του παρελθόντος να ξεκινά εμπειρικά και εμπράγματα, μετεξελίσσεται όμως σε μια διαισθητική διαδικασία, βλ. «Ο υπαρξιακός ιστορισμός του Σεφέρη» (2000): Από τον λυρισμό στον μοντερνισμό. Πρόσληψη, ρητορική και ιστορία στη νεοελληνική ποίηση, Νεφέλη, 2005, 228. Μέσω της διαίσθησης, υποστηρίζει ο Δ. Τζιόβας, ο Σεφέρης ζητά να μετατρέψει το παρελθόν σε ζωντανό βίωμα (ό.π., 232-233), να αναδείξει «τη ζωντανή παρουσία του παρελθόντος στο παρόν» (ό.π., 231). Σε αυτό τον τρόπο προσέγγισης του παρελθόντος ο μελετητής διακρίνει σπέρματα της θεωρίας του «υπαρξιακού ιστορισμού», σύμφωνα με την οποία «η ιστορία δεν νοείται ως γραμμική ή κυκλική διευθέτηση των γεγονότων αλλά ως παλίμψηστο όπου το παρόν συνίσταται από τα ίχνη όλου του παρελθόντος» (ό.π., 230).
Εδώ μπορεί πράγματι να στηριχθεί μια σύγκριση με τον καβαφικό «Καισαρίωνα» («Α, να, ήρθες συ με την αόριστη / γοητεία σου. Στην ιστορία λίγες / γραμμές μονάχα βρίσκονται για σένα, / κ’ έτσι πιο ελεύθερα σ’ έπλασα μες στον νου μου», Κ. Π. Καβάφης, Ποιήματα, τ. Α΄: 1896-1918, (φιλολογ. επιμ.: Γ. Π. Σαββίδης), Ίκαρος 1963 [3η. 1η: 1933], 69). Βλ. σχετικά: Νάσος Βαγενάς, Ο ποιητής και ο χορευτής. Μια εξέταση της ποιητικής και της ποίησης του Σεφέρη, Κέδρος 1980 [2η. 1η: 1979], 232-233. Denis Kohler, L’aviron d’Ulysse. L’itinéraire poétique de Georges Séféris, Παρίσι, Les Belles Lettres, 1985, 586-587. David Ricks, Η σκιά του Ομήρου. Δοκίμιο για τη νεοελληνική ποίηση (1821-1940) (1989), (μτφρ.: Αριστέα Παρίση), Καρδαμίτσας 1993, 241 και 244. Peter Mackridge, «Ο καβαφικός Σεφέρης» (1997): Εκμαγεία της ποίησης. Σολωμός - Καβάφης - Σεφέρης, Εστία 2008, 370 και 380 (υποσημείωση 62).
Βλ. ειδικότερα την εγγραφή της 10ης Σεπτεμβρίου 1940: «Βγαίνω μια στιγμή από το γραφείο, κατά τις 12. Έξοχη καλοκαιρινή μέρα – λίγο προς το φθινόπωρο: μέλι του ήλιου. Καθώς προχωρώ, οδός Φιλελλήνων, μια μυρωδιά σκοινιού καραβίσιου με φέρνει μαγικά σ’ ένα νησιώτικο λιμανάκι. Ψιθυρίζω: Κι ο Μακρυγιάννης σάπιος απ’ τις πληγές… κι αμέσως έπειτα, σχεδόν αυτόματα: Κι ο βασιλιάς της Ασίνης που τον γυρεύουμε δυο χρόνια τώρα… Ο βασιλιάς της Ασίνης είναι ο Μακρυγιάννης, είναι εγώ, είναι εσείς, είναι… Αλλά γιατί αρέσει σε τόσους πολλούς; παράξενο», Μέρες, τ. Γ΄, ό.π., 236-237. Η καθολικότητα του συμβόλου εξασφαλίζεται ακριβώς λόγω της λογοτεχνικής απροσδιοριστίας του – η «αδιαφορία» του Ομήρου λειτούργησε επομένως ευεργετικά. «Βρήκα επιτέλους ποιο είναι το γνώρισμα που ξεχωρίζει το βασιλιά της Ασίνης», έγραφε ο Σεφέρης στη Μαρώ, «Ήταν ένας βασιλιάς χωρίς ποιητή ενώ οι γείτονές του… Αυτό θα σημαίνει πως ήταν ευτυχισμένος», Σεφέρης και Μαρώ, Αλληλογραφία, τ. Α΄: 1936-1940, (φιλολογ. επιμ.: Μ. Ζ. Κοπιδάκης), Ίκαρος 2005, 298. Η ασημία του, το γεγονός ότι δεν μνημειώθηκε με κάποιο τρόπο στα μάτια των συγχρόνων του ούτε εξυψώθηκε από τους μεγάλους ποιητές της εποχής του, έφερνε τον βασιλιά της Ασίνης πιο κοντά στα ανθρώπινα μέτρα, γι’ αυτό όταν ο Κατσίμπαλης αποκάλυψε στον Σεφέρη πως στο Μουσείο του Ναυπλίου υπήρχε μια μικρή τερακότα που είχε ονομαστεί προς τιμήν του «Βασιλιάς της Ασίνης», εκείνος δυσαρεστήθηκε: «Το εύρημα με απογοήτευσε. Αισθάνθηκα τότε πως αυτό ίσως που με τράβηξε ήταν ότι δεν γνωρίζαμε τίποτε απολύτως γι’ αυτόν», Γιάννης Π. Καραβίδας, «“This is the place, gentlemen!”. Ο Σεφέρης αυτοπαρουσιάζεται στο BBC τον Δεκέμβριο του 1959», Νέα Εστία 153, τχ. 1757 (Ιούνιος 2003) 1067. πρβλ. Γ. Κ. Κατσίμπαλης & Γιώργος Σεφέρης, «Αγαπητέ μου Γιώργο», τ. Β΄, ό.π., 333-334 και 344. Ο Σεφέρης πιθανότατα θα χαιρόταν αν μάθαινε ότι αυτή η κεφαλή πήλινου ειδωλίου που αρχικά θεωρήθηκε ότι αναπαριστά μια ανδρική μορφή (πρωτίστως λόγω του προτεταμένου πιγουνιού της που ερμηνεύθηκε ως γένι), αργότερα έγινε ευρύτερα αποδεκτό ότι ανήκει σε γυναίκα: «Σε αυτό συνέβαλε η ανασκαφή των μυκηναϊκών ιερών στην Τίρυνθα, τις Μυκήνες και τη Φυλακωπή, όπου βρέθηκε αριθμός πήλινων ειδωλίων γυναικείων μορφών μεγάλων διαστάσεων», σημειώνει η αρχαιολόγος Γεωργία Ήβου, «Αρχαία Ασίνη», Αρχαιολογία και τέχνες 120 (Απρίλιος 2016) 127. Συμπληρώνει μάλιστα ότι πιο πρόσφατα προτάθηκε ότι το κεφάλι του «Άρχοντα της Ασίνης» ανήκε σε ένα φανταστικό ον με σώμα ζώου σαν αυτά που βρέθηκαν στην Κρήτη και στην Κύπρο και χρονολογούνται τον 12ο αιώνα π.Χ. (ό.π., 127).
Ο Σεφέρης συνήθιζε να συνδέει την εμπειρία της «selva oscura» με τα λόγια του Ιωάννη του Σταυρού: «Εκείνος που μαθαίνει τις πιο φίνες λεπτομέρειες μιας τέχνης προχωρεί πάντα στα σκοτεινά και όχι με την αρχική του γνώση, γιατί αν δεν την άφηνε πίσω του, ποτέ δε θα μπορούσε να ελευθερωθεί από αυτήν», Γιώργος Σεφέρης, «Μονόλογος πάνω στην ποίηση» (1939): Δοκιμές, τ. Α΄: 1936-1947, (φιλολογ. επιμ.: Γ. Π. Σαββίδης), Ίκαρος 2013 [9η. 1η: 1944], 153-154. Για το ίδιο ζήτημα, βλ. Μέρες, τ. Β΄: 24 Αυγούστου 1931 - 12 Φεβρουαρίου 1934, (φιλολογ. επιμ.: Δ. Ν. Μαρωνίτης), Ίκαρος 1975, 34.Μέρες, τ. Γ΄, ό.π., 211.Μέρες, τ. Δ΄: 1 Γενάρη 1941 - 31 Δεκέμβρη 1944, Ίκαρος 1977, 331.Δοκιμές, τ. Α΄, ό.π., 461-462.Δοκιμές, τ. Β΄, ό.π., 23, 164, 182-183, 249, 275, 310. Νάνος Βαλαωρίτης - Γιώργος Σεφέρης, Αλληλογραφία (1945-1968) και τριάντα τέσσερις επιστολές του Νάνου Βαλαωρίτη στον Γ. Κ. Κατσίμπαλη (1947-1950), (εισ.: Avi Sharon, φιλολογ. επιμ.: Λίλα Θεοδόση), Ύψιλον 2004, 134.This Dialectic of Blood and Light, ό.π., 381. Γιώργος Σεφέρης - Ανν Φιλίπ, Συνομιλία (1971), (πρόλ. - μτφρ.: Νίκος Μπακουνάκης, εισ.: Πάνος Παιονίδης), Καστανιώτης 1991, 45-46. Γιώργος Σεφέρης, Έξι νύχτες στην Ακρόπολη, (φιλολογ. επιμ.: Γ. Π. Σαββίδης), Ερμής 1998 [7η ανατ..1η έκδ.: 1974], 227. Βλ. ακόμα τη μελέτη του Νάσου Βαγενά, «Η ποιητική του δάσους» (1993): Η ειρωνική γλώσσα. Κριτικές μελέτες για τη νεοελληνική γραμματεία, Στιγμή 1994, 13-19. Ιδιαίτερα αποκαλυπτικό ωστόσο για τη σύνδεση αφενός του ποιητή-τεχνίτη με την εμπειρία του «σκοτεινού δάσους» και αφετέρου της φιλοσοφίας του Alain με εκείνης του Ιωάννη του Σταυρού είναι το εξής απόσπασμα επιστολής του Σεφέρη στον Κατσίμπαλη (Λονδίνο, 14.1.1932): «Ένας τεχνίτης που έχει μπροστά του κάτι να κατασκευάσει, αναγκαστικά διαφορετικό απ’ ό,τι έφτιασε ως εκείνη τη στιγμή, δεν έχει ποτέ βρει το δρόμο του, ή καλύτερα όλο το πρόβλημα είναι να βρει ένα δρόμο που τον οδηγεί εκεί που θέλει να φτάσει τη στιγμή εκείνη, δρόμο τελείως άχρηστο για οτιδήποτε άλλο, ή ακόμη καλύτερα αν χρησιμοποιήσει τον παλιό δρόμο που βρήκε άλλος, μπορεί να είναι βέβαιος πως πήρε το στραβό το δρόμο. Αυτή είναι για μένα η έννοια του «μυστηρίου» του Αι-Γιάννη γράφοντας πως «celui qui apprend de plus fines particularités dans un métier ou dans un art va toujours dans l’obscur et non par son savoir primitif parce que s’il ne l’abandonnait derrière soi jamais il ne parviendrait à s’en libérer». Μπορείς υποθέτω τώρα να τον εξηγήσεις του Παλαμά το λόγο αυτό, που είναι για μένα ένας μεγάλος λόγος ενός ποιητή και ενός τεχνίτη. Κάποτε ο Alain μπαίνοντας στην τάξη (Γυμνασίου) πριν αρχίσει να μιλήσει στα παιδιά πήγε στον πίνακα κι έγραψε «Il faut prendre toujours le chemin le plus long» (από τον Πλάτωνα νομίζω), θα πρόσθετα l’inconnu. Δυστυχώς εμείς τα μαθαίνουμε αυτά πολύ αργότερα, γιατί οι δικοί μας δάσκαλοι μας μάθαιναν τα τέσσερα είδη των υποθετικών λόγων χρόνια ολόκληρα», Γ. Κ. Κατσίμπαλης & Γιώργος Σεφέρης, «Αγαπητέ μου Γιώργο». Αλληλογραφία (1924-1970), τ. Α΄: 1924-1940, (επιμ. επιστ. - σχόλ.: Δημήτρης Δασκαλόπουλος), Ίκαρος 2009, 159-160.
Γιώργος Σεφέρης, «Η γλώσσα στην ποίησή μας» (1964): Δοκιμές, τ. Β΄, ό.π., 164. Μπορεί η εμπειρία της «selva oscura» να είναι επίπονη, αφού απομακρύνει τον ποιητή από τις συνήθειες και τα κεκτημένα του φέρνοντάς τον αντιμέτωπο με άγνωστες συνθήκες, ωστόσο είναι ο μόνος δρόμος που θα τον οδηγήσει στην πολυπόθητη κάθαρση (ο Σεφέρης μεταχειρίζεται εσκεμμένα αριστοτελικό λεξιλόγιο), Δοκιμές, τ. Α΄, ό.π., 155. Γι’ αυτό και όταν ο Κ. Χρυσάνθης ζήτησε από τον Σεφέρη διευκρινίσεις για τον στίχο «Ο ποιητής ένα κενό», εκείνος του απάντησε ότι τον έγραψε θετικά διακείμενος: «Το στίχο «ο ποιητής ένα κενό» δεν τον έγραψα με διάθεση απαισιοδοξίας ούτε μελαγχολίας. Καθώς θυμάμαι, θα ’λεγα πως είταν το αντίθετο», Γιώργος Σεφέρης – Κύπρος Χρυσάνθης και «Οι γάτες τ’ άη Νικόλα», (φιλολογ. επιμ.: Φώτης Δημητρακόπουλος), Καστανιώτης 1995, 71 (από επιστολή με ημερομηνία 25.7.1964).
Για το φως που κάνει ανάγλυφα τα πράγματα, βλ. Μέρες, τ. Γ΄, ό.π., 37-38 και Σεφέρης - Μαρώ, Αλληλογραφία, τ. Α΄, ό.π., 108. Χρήσιμη θα ήταν εδώ η αντιπαραβολή με το απόσπασμα από τις Μέρες Γ΄ που μιλούσε για τα πελεκημένα χαρακτηριστικά του ποιητή και της «Κοιμισμένης», χαρακτηριστικά που θύμιζαν τις μυκηναϊκές μάσκες: «Έβλεπα τις βουνοκορφές που εδώ, οι ντόπιοι, τις ονομάζουν «Η Κοιμισμένη». Οι γραμμές της γυναίκας, πλαγιασμένης ανάσκελα, ξεχωρίζουν αρκετά καλά. Το κεφάλι σχεδόν αιγυπτιακό με την οξύτητα που βλέπει κανείς στις χρυσές μυκηναϊκές μάσκες, κάποτε ολοφάνερο και κάποτε απορροφημένο από την όψη του βουνού – πιωμένο από τις πλαγιές, από τους βράχους. Μ’ άρεσε να συλλογίζομαι πως ο ποιητής πρέπει να είναι κάτι παρόμοιο, κάτι που άλλοτε χάνεται ολότελα μέσα στη γενική φυσιογνωμία της ζωής και άλλοτε ξεχωρίζει από τα πελεκημένα χαρακτηριστικά του, σαν το κεφάλι της «Κοιμισμένης»», Μέρες, τ. Γ΄, ό.π., 190 (εγγραφή: 29.4.1940). Παράλληλα, η χρυσή προσωπίδα του «Βασιλιά της Ασίνης» έδωσε το έναυσμα για συσχετισμούς με τον «Γιάννη Κητς» του Άγγελου Σικελιανού, βλ. Γ. Π. Σαββίδης, «Ο Σικελιανός και οι Άγγλοι ποιητές (Μπάυρον, Σέλλεϋ, Κητς, Σαίξπηρ κ.ά.)» (1981): Λυχνοστάτες. Για τον Σικελιανό, (εισ. - επιμ.: Αθηνά Βογιατζόγλου), Ερμής, 2003, 144 και του ιδίου, Οι αρχαιολογικές περιδιαβάσεις του ποιητή Γιώργου Σεφέρη, Λευκωσία, Πολιτιστικό Ίδρυμα Τραπέζης Κύπρου, 1992, 21-22 και 42-43 (σημείωση 16α όπου επιχειρείται δεύτερος συσχετισμός του «Βασιλιά της Ασίνης» με το ποίημα «Αποσυνάγωγοι» του Γιάννη Ρίτσου) και David Ricks, ό.π., 235-244.
Η ίδια ιδέα επανέρχεται στα «Περίχωρα της Κερύνειας», ποίημα βασισμένο στην αντίληψη του Σεφέρη ότι το μόνο πράγμα που διαφοροποιεί τους Έλληνες και τους Άγγλους (στη σκέψη, στην έκφραση, στη γλώσσα, στην αρχιτεκτονική) είναι το φως, βλ. Μέρες, τ. Ε΄, ό.π., 20. Μεταφέροντας τους ειδολογικούς απόηχους του ειδυλλίου, το ποίημα αναπτύσσεται σε διαλογική μορφή με συνομιλήτριες δύο Αγγλίδες που βρίσκονται «στο μεσοστράτι της ζωής τους» και έχουν εγκατασταθεί στην Κύπρο. από τη στιχομυθία τους βλέπουμε τον τρόπο με τον οποίο προσπαθεί η καθεμιά να οικειοποιηθεί τον κόσμο της Κύπρου (τον «κόσμο του Ομήρου» δια στόματος W. H. Auden). Η Μαργαρίτα, πιο ευαίσθητη και οξυδερκής, νιώθει να την ελέγχει το τοπίο: « – Α! τούτη η θέα / που όλο ρωτά κι όλο ρωτά. Προσέχετε κάποτε τον καθρέφτη / πώς κάνει εντάφιο το πρόσωπό μας; Και τον ήλιο τον κλέφτη / πώς παίρνει τα φτιασίδια μας κάθε πρωί;», Γιώργος Σεφέρης, Ποιήματα, (φιλολογ. επιμ.: Γ. Π. Σαββίδης), Ίκαρος 2000 [20η. 1η: 1940], 252. Για μια διεξοδικότερη προσέγγιση του ποιήματος, βλ. Γ. Π. Σαββίδης, «Μια περιδιάβαση. Σχόλια στο …Κύπρον οὗ μ’ εθέσπισεν…»: Για τον Σεφέρη. Τιμητικό αφιέρωμα στα τριάντα χρόνια της Στροφής, (φιλολογ. επιμ.: Λεωνίδας Ζενάκος, Γ. Π. Σαββίδης), Τυπογραφία Φ. Κωνσταντινίδη - Κ. Μιχαλά 1961, 364-370. Νάτια Χαραλαμπίδου, «Κύπρος και Σεφέρης. «Στα περίχωρα της Κερύνειας». Μια απόπειρα ερμηνείας της διαλογικής μορφής του ποιήματος»: Ο Σεφέρης στην πύλη της Αμμοχώστου. Επτά ομιλίες: Δ. Ν. Μαρωνίτης, Σάββας Παύλου, Μιχάλης Πιερής, Κώστας Προύσης, Γ. Π. Σαββίδης, Νάτια Χαραλαμπίδου, Νίκος Χριστοδούλου, (προλογίζει ο Σπύρος Κυπριανός, Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας) [= Σειρά επτά ομιλιών στη Λευκωσία της Κύπρου, 24 Μαΐου - 8 Ιουνίου 1984], Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1987, 263-321. Κατερίνα Κρίκου-Davis, Κολόκες. Μελέτη για τη συλλογή του Γιώργου Σεφέρη Ημερολόγιο Καταστρώματος, Γ΄ (1953-1955) (1994), (μτφρ.: Τώνης Μόζερ), Ιδεόγραμμα, 2002, 220-242 και Christos Papazoglou (εισ. - μτφρ. - σχόλ.), Γιώργος Σεφέρης / Georges Séféris, Ημερολόγιο καταστρώματος, Γ΄ / Journal de bord, III, …Κύπρον, οὗ μ’ἐθέσπισεν… / …Chypre, où [Apollon] m’ordonna par oracle…, Παρίσι - Αθήνα, Publications Langues΄O - Νεφέλη 2002, 211-232.
Γιώργος Σεφέρης, «Ο βασιλιάς της Ασίνης»: «Ημερολόγιο καταστρώματος, α΄» (1940): Ποιήματα, ό.π., 185-186.
Πρβλ. εδώ τη γεωκλιματική θεωρία που παρακολουθούν αρκετοί διανοούμενοι στη δεκαετία του 1930: «Καμία φύσις της οικουμένης δεν είναι τόσο μεστή από πνευματικότητα, από μεταφυσικότητα, όσο η ελληνική. […] Από αυτήν την στενότητα και ιδιομορφία της αλληλεξαρτήσεως φύσεως, αίματος και παραδόσεως αντλεί η νέα Ελλάδα την μοναδικότητά της», Κωνσταντίνος Τσάτσος, Ελληνική πορεία. Πολιτικά δοκίμια, Εστία, [χ.χ.], 91.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στο δοκίμιό του για τον Κάλβο ο Σεφέρης περιέγραφε τη «μυστική ζωή του ποιητή» ως εξής [έχει προηγηθεί η στροφή: «Ο ήλιος κυκλοδίωκτος, / ως αράχνη, μ’ εδίπλωνε / και με φως και με θάνατον / ακαταπαύστως»]: «Ο ποιητής ζει και δημιουργεί πάνω στο αχτινωτό τούτο υφάδι, ανάμεσα στο θάνατο και στο φως. Δεν υπάρχει πιο τέλεια εικόνα της μυστικής ζωής του ποιητή. Γαντζωμένος πάνω στη γλώσσα, ακολουθεί τα πλεγμένα κλωνιά της ως τα βασίλεια του θανάτου, όπου δε βλέπει παρά σκιές. Και πάλι, χωρίς να χάνει την πίστη του, συνεχίζει αυτή την πρόοδο, σίγουρος πως η ίδια η κλωστή θα τον οδηγήσει στο φως: σήμερα, αύριο, ύστερα από χρόνια. Η ποιητική προσπάθεια είναι αυτό το ατελείωτο πάει-κι-έλα, ως τη συντέλεια των αιώνων», Γιώργος Σεφέρης, «Απορίες διαβάζοντας τον Κάλβο» (1937): Δοκιμές, τ. Α΄, ό.π., 209 – άλλη μια ένδειξη ότι ο «Βασιλιάς της Ασίνης» μπορεί να διαβαστεί σαν ποίημα ποιητικής.
Ολοκληρώνοντας την «Κίχλη» και εγκαταλείποντας τον Πόρο, ο Σεφέρης έγραφε στο ημερολόγιό του: «Φεύγω ακόμη με ορισμένες «ιδέες» για το φως. Είναι το σπουδαιότερο πράγμα που «ανακάλυψα» από τότε που μπήκε το καράβι του γυρισμού στα ελληνικά νερά (Ύδρα, Οχτώβρης ’44). Κάτι από αυτό εκφράζει «Ο Βασιλιάς της Ασίνης», κάτι και η «Κίχλη». Αλλά δεν ξέρω αν θα μπορέσω να το εκφράσω ποτέ μου αυτό το βασικό, καθώς αισθάνομαι, αυτό το θεμέλιο της ζωής. Ξέρω πως με το φως πρέπει να ζήσω», Μέρες, τ. Ε΄, ό.π., 83 (εγγραφή: 2.12.1946).
Γιάννης Π. Καραβίδας, «Ο Σεφέρης αυτοπαρουσιάζεται στο BBC τον Δεκέμβριο του 1959», ό.π., 1064. Πρβλ. την εγγραφή της 17ης Ιουνίου 1946 που αναφέρεται ακριβώς στο ίδιο ζήτημα: Μέρες, τ. Ε΄, ό.π., 41-42. Τα λόγια του Σεφέρη εμφανίζουν μεγάλη συνάφεια με το ακόλουθο σχόλιο του Κ. Τσάτσου για την παλαμική ποίηση: «Το φως το αττικό είναι φως που μας κάνει να βλέπομε το αιώνιο και το απόλυτο. […] Χαρές, πόνους, ό,τι ανθρώπινο και καιρικό το εκμηδενίζει. αλλά ξεσκεπάζει την αιώνια τραγωδία της ζωής και μαζί την αιώνια του παντός «ξανθή αρμονία». Καθώς περνάει μέσ’ από τα «χρυσά κορμιά των Παρθενώνων», καθώς ταράζει «των ελαιώνων τ’ ασημένια μαλλιά» και ως πέρα «γαλαζώνει την ημέρα», γίνεται τόσο βαθύ που πλησιάζει στο μαύρο. και σκέπει έτσι και τη χαρά του γλαυκού και την αιώνια θλίψη των Εριννύων. Το φως αυτό της χαράς, λέει ο ποιητής, βαθιά ιδωμένο, γίνεται και φως τραγικό. Αγγίζει εδώ ο ποιητής ίσως το μεγάλο μυστικό της αττικής φύσης. Ίσως να βρίσκεται σ’ αυτούς τους στίχους κλεισμένος ο χρησμός ο αποφασιστικός που διαλύει το αττικό μυστήριο: Μα το γαλάζιο σου, ουρανέ μου, είναι βαθύ, / τόσο βαθύ που με το μαύρο γίνετ’ ένα / κι αν η χαρά κάτω από σε αρμονία ξανθή, / μα η λύπη χαλκοπράσινη εριννύα μ’ εσένα, / τρίσβαθε αιθέρα. Στη νυχτιά που είναι γλαυκή / και η τραγωδία της ζωής πιο τραγική. (Δεκατετράστιχα αρ. 57)», Κωνσταντίνος Τσάτσος, Παλαμάς, Εστία, [χ.χ.] [3η έκδοση. 1η: 1936], 117.
Ο Beaton συνδέει τη γυναίκα με τη Λουκία Φωτοπούλου που είχε φύγει πρόσφατα από τη ζωή (22.8.1939), βλ. Περιμένοντας τον άγγελο, ό.π., 279, αλλά και: 265-266. Ειδικότερα σημειώνει: «οι στίχοι 32-37 συγχωνεύουν τον θάνατο της Λου εκείνον τον Αύγουστο με εκείνον τον άλλο Αύγουστο στην Κηφισιά, όταν η «Πριγκίπισσα Λου» είχε πετάξει σαν πουλί και είχε μεταμορφωθεί σε νεκρό σπουργίτι. τα περίεργα «σκυλόδοντα» είναι οι επιθετικές θηλές της Σαλώμης στις Έξι νύχτες (6Ν, σ. 65). ο στίχος 37 παραπέμπει στο άδοξο πέρασμα των φονευθέντων μνηστήρων στον Κάτω Κόσμο, στο τέλος της Οδύσσειας», ό.π., 663 (σημείωση 72). Για το κείμενο «Η πριγκίπισσα Λου» που αναφέρει ο Beaton, βλ. Μέρες, τ. Α΄: 16 Φεβρουαρίου 1925 - 17 Αυγούστου 1931, (φιλολογ. επιμ.: Ε. Χ. Κάσδαγλης), Ίκαρος 1975, 91-93.
Αν και ο Σεφέρης δηλώνει ότι δεν είχε υπόψιν του, συνειδητά τουλάχιστον, το Ω της Οδύσσειας όταν έγραφε τον «Βασιλιά της Ασίνης», βλ. Μέρες, τ. Δ΄, ό.π., 114 (εγγραφή: 4.7.1941).
Γιώργος Σεφέρης, «Ο βασιλιάς της Ασίνης», ό.π., 186.
Ειδικά για τη μνήμη που μένει στον χώρο και στα πράγματα, βλ. τους στίχους από το Γ΄ Σχεδίασμα του «Βασιλιά της Ασίνης»: «Γέρος βασιλιάς εγώ, τόσο γέρος, πριν απ’ τον πόλεμο της Τροίας / κατέβηκε η ψυχή στον Άδη, μια νυχτερίδα / τσιρίζοντας λιγνά, σπασμένα, έτσι κατέβηκε / κι όμως θυμάμαι νύχτα και μέρα στα τειχιά μου και στις σπηλιές μου. / Η Περσεφόνη το θέλησε, η Περσεφόνη / να μείνει το λοξό πετάρισμα της μνήμης / σ’ εμένα τον πρώτο βασιλιά, γιατί δεν είχα / τίποτε ζωντανούς να θυμηθώ, γονιούς, ιστορίες, / κι όταν πεθάνουν όλοι κάποιος πρέπει να θυμάται είναι νόμος», Γιώργης Γιατρομανωλάκης, «Ο βασιλιάς της Ασίνης», ό.π., 34.
Γιώργος Σεφέρης, «Μονόλογος πάνω στην ποίηση» (1939): Δοκιμές, τ. Α΄, ό.π., 155 (ας προσεχθεί ότι το δοκίμιο γράφεται την ίδια χρονική περίοδο με τον «Βασιλιά της Ασίνης»). Ειδικά για τη στιγμή της απογύμνωσης ο Σεφέρης θα συμπληρώσει: «Ο άνθρωπος που θέλει να είναι άξιος να δοκιμάσει την ποιητική κάθαρση, πρέπει να ξέρει ότι δε γίνεται να αποφύγει τη στιγμή της απογύμνωσης που ανέφερα παραπάνω. Τη στιγμή που θα τον προετοιμάσει να κάνει μια πράξη ολότελα δική του, αυθαίρετη αν θέλουμε, αλλά και υπεύθυνη, όπως επιτέλους αυθαίρετοι και υπεύθυνοι είμαστε όλες τις φορές που κάνουμε πραγματικά κάτι», ό.π., 156.
Πρβλ. Έξι νύχτες στην Ακρόπολη (ο λόγος για τον Στράτη): «Ένιωσε τα μάτια του να τον αγκυλώνουν και να τον σπρώχνουν σε μιαν έξοδο που αποζητούσε τυφλός σα νυχτερίδα μέσα στο χείμαρρο των αχτίνων», ό.π., 237-238. Ο Σεφέρης παρομοίαζε και τον εαυτό του με νυχτερίδα (βλ. Μέρες, τ. Ε΄, ό.π., 74 και Γράμματα Σεφέρη-Λορεντζάτου (1948-1968), (επιμ.: Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος), Δόμος, 1990, 97), γεγονός που πρέπει να συσχετιστεί με την αντίληψή του για τον ποιητή που βαδίζει πάντα στα τυφλά, στο σκοτάδι. Να τι δήλωνε στην Ανν Φιλίπ μνημονεύοντας τον Ιωάννη του Σταυρού: ««Αυτός που θέλει να δώσει όλη την ψυχή του στην ποίηση πηγαίνει πάντα στα σκοτεινά». Δυστυχώς ο ποιητής φτιάχτηκε τυφλός και οι επερχόμενες γενιές γνώρισαν τον Ποιητή μέσα από την εικόνα ενός τυφλού ανθρώπου, εννοώ του Ομήρου, που όμως μοιάζει να είδε πάρα πολλά πράγματα στη διάρκεια της ύπαρξής του. Κι αφού τα είδε, τυφλώθηκε. Αυτός είναι ο ποιητής. Αυτός είναι ο καλλιτέχνης. Βαδίζει στα τυφλά, βαδίζει στα σκότη», Συνομιλία, ό.π., 45-46. Βλ. όμως και την προτροπή της Αντίκλειας στον Οδυσσέα που ο Σεφέρης σημειώνει στο «Μια σκηνοθεσία για την «Κίχλη»» (1949): «Η ψυχή σαν τ’ όνειρο φτερουγίζει και φεύγει. / αλλά στρέψε γλήγορα τον πόθο σου στο φως, / κι όλα τούτα μην τα ξεχνάς…», Δοκιμές, τ. Β΄, ό.π., 56.
Γιώργος Σεφέρης, «Ο βασιλιάς της Ασίνης», ό.π., 187.
«Πήρα τη συνήθεια να συλλαβίζω καταποντισμένες πολιτείες», θα γράψει στον Λορεντζάτο, έπειτα βέβαια από την εμπειρία που του πρόσφεραν οι αρχαιότητες της Μικράς Ασίας, βλ. Γράμματα Σεφέρη – Λορεντζάτου, ό.π., 115 (από επιστολή με ημερομηνία: 26.11.1950). Την ίδια αίσθηση όμως είχε αποκομίσει και πιο πριν, όταν βρέθηκε με την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση στη Μέση Ανατολή, βλ. τον «Τελευταίο σταθμό»: «Ερχόμαστε απ’ την Αραπιά, την Αίγυπτο την Παλαιστίνη τη Συρία. / το κρατίδιο / της Κομμαγηνής πού ’σβησε σαν το μικρό λυχνάρι / πολλές φορές γυρίζει στο μυαλό μας, / και πολιτείες μεγάλες που έζησαν χιλιάδες χρόνια / κι έπειτα απόμειναν τόπος βοσκής για τις γκαμούζες / χωράφια για ζαχαροκάλαμα και καλαμπόκια», Γιώργος Σεφέρης, «Τελευταίος σταθμός»: «Ημερολόγιο καταστρώματος, β΄» (1944): Ποιήματα, ό.π., 213.
«Χωνευτήρι ιδεών» και «οριακή πρωτεύουσα» χαρακτήριζε τη Σελεύκεια ο Σεφέρης στη Συνομιλία του με την Ανν Φιλίπ, ό.π., 53. Ο ποιητής αναφέρθηκε και άλλες φορές στη Σελεύκεια σε συζητήσεις του με τη Μαρώ, βλ. Μαρώ και Γιώργος Σεφέρης, Αλληλογραφία, τ. Β΄: 1944-1959, (φιλολογ. επιμ.: Μαρία Στασινοπούλου), Ίκαρος, 2005, 398, και τον St-John Perse, βλ. Μέρες, τ. Ζ΄: 1 Οκτώβρη 1956 - 27 Δεκέμβρη 1960, (φιλολογ. επιμ.: Θεανώ Ν. Μιχαηλίδου), Ίκαρος, 1990, 35, αλλά και στις Δοκιμές, τ. Α΄, ό.π., 367, ενώ έγραψε και ένα ποίημα με τίτλο «Σελεύκεια επί του Τίγρη», βλ. Μέρες, τ. Ζ΄, ό.π., 54 (εγγραφή: 3.11.1957 [Λονδίνο]).
Denis Kohler, L’aviron d’Ulysse, ό.π., 588-589. Το απόσπασμα προέρχεται από ραδιοφωνική ομιλία του Σεφέρη στο B.B.C. (7.12.1959) η γραπτή μορφή της οποίας βρίσκεται στο αρχείο του ποιητή σε δύο γλώσσες, ελληνικά (προσχέδιο) και αγγλικά (οριστική μορφή). Ο Kohler συνδυάζει και τις δύο εκδοχές (ας σημειωθεί ότι το απόσπασμα δε συμπεριλαμβάνεται στο άρθρο του Γιάννη Π. Καραβίδα, «“This is the place, gentlemen!”. Ο Σεφέρης αυτοπαρουσιάζεται στο BBC τον Δεκέμβριο του 1959», Νέα Εστία 153, τχ. 1757 (Ιούνιος 2003) 1062-1069, που στηρίζεται αμιγώς στο αγγλικό κείμενο). Μέρος του αποσπάσματος αναπαράγεται στις Δοκιμές, τ. Β΄, ό.π., 176, ωστόσο δεν αντιγράφουμε από εκεί γιατί δε γίνεται συσχετισμός με τον «Βασιλιά της Ασίνης».
Γεωργία Ήβου, «Αρχαία Ασίνη», ό.π., 120.
Βλ. Γράμματα Σεφέρη - Λορεντζάτου, ό.π., 44 (από επιστολή από την Άγκυρα με ημερομηνία: 18.12.1948). Το δεύτερο «θύμα πολέμου» του Σεφέρη εκτός από την ακρόπολη της Ασίνης ήταν η εκκλησία του Lord Dacre στο Chelsea που βομβαρδίστηκε τον καιρό του Blitz, ό.π., 44. Πρβλ. Μέρες, τ. Β΄, ό.π., 138.Δοκιμές, τ. Β΄, ό.π., 23-24. Γ. Κ. Κατσίμπαλης & Γιώργος Σεφέρης, «Αγαπητέ μου Γιώργο», τ. Β΄, ό.π., 196. Νάνος Βαλαωρίτης - Γιώργος Σεφέρης, Αλληλογραφία, ό.π., 94, 96-97, 104.
Να τι σημείωνε στο ημερολόγιό του έπειτα από την επίσκεψή του στην Ασίνη τον Οκτώβριο του 1964: «Η Ασίνη: γυμνός ο μεγάλος γιαλός – λίγα τα σύννεφα. Μπήκα στη θάλασσα. Κοίταξα τα χαλίκια και τις μεγάλες πέτρες της Ακρόπολης. Τα λιγοστά απομεινάρια από τα χτίσματα του περασμένου πολέμου. σαθρά. Θυμήθηκα την Ασίνη του ’38, και το ποίημα εκείνο. Ταξίδεψε δυο χρόνια. Αναλογίστηκα το χυμό του, πώς μαζεύτηκε σιγά-σιγά, τόση ζωή, πώς το ’φτιαξε μια νυχτιά, μαγικά, σαν τον καρπό που πέφτει. Τώρα άλλη ζωή. άλλη παρουσία. πιέζει διαφορετικά – δυσκολία να την εκφράσεις. πονεί. Έτσι πρέπει για να είσαι σωστός. […] Δύσκολο που είναι ν’ αποκοπείς από την περασμένη ζωή, που έφτιαξε ωστόσο αυτό το πράγμα που είσαι συ, τώρα. βασανιστική προσπάθεια», Γιώργος Σεφέρης, Μέρες, τ. Θ΄, ό.π., 73-74 (εγγραφή: 27.10.1964).
Για τη διετή κυοφορία του ποιήματος και την απροσδόκητη περάτωσή του μια βραδιά του Γενάρη του 1940, βλ. όσα διηγείται ο Σεφέρης στον Έλιοτ: Γιώργος Σεφέρης, «Θ.Σ.Ε. Σελίδες από ένα ημερολόγιο» (1965): Δοκιμές, τ. Β΄: 1948-1971, (φιλολογ. επιμ.: Γ. Π. Σαββίδης), Ίκαρος 2013 [9η. 1η: 1944], 203 και Μέρες, τ. ΣΤ΄: 20 Απρίλη 1951 - 4 Αυγούστου 1956, (επιμ. - σημ.: Παναγιώτης Μέρμηγκας), Ίκαρος, 1986, 55. βλ. ακόμα: Edmund Keeley, Συζήτηση με τον Γιώργο Σεφέρη (1970), (μτφρ.: Λίνα Κάσδαγλη), Άγρα 1982, 65 και Ρόντρικ Μπήτον, Γιώργος Σεφέρης. Περιμένοντας τον άγγελο. Βιογραφία, (μτφρ.: Μίκα Προβατά, θεώρ. μτφρ.: Δημήτρης Δασκαλόπουλος), Ωκεανίδα 2003, 278. Για τα έξι σχεδιάσματα του «Βασιλιά της Ασίνης», βλ. Γιώργης Γιατρομανωλάκης, «Ο βασιλιάς της Ασίνης». Η ανασκαφή ενός ποιήματος, Στιγμή 1986.
Ας σημειωθεί ότι τις ανασκαφές επέβλεψε προσωπικά, το πρώτο τουλάχιστον διάστημα, ο τότε πρίγκιπας της Σουηδίας Γουστάβος Αδόλφος ΣΤ΄. Τα πράγματα ήρθαν έτσι, ώστε μετά από σαράντα χρόνια περίπου, ο ίδιος αυτός άνθρωπος έχοντας γίνει πλέον βασιλιάς της Σουηδίας να βραβεύσει τον Σεφέρη με το Νόμπελ λογοτεχνίας. Βλ. τα λόγια του ποιητή στην ομιλία του στη Σουηδική Ακαδημία (11 Δεκεμβρίου 1963): «Τη στιγμή όπου ο βασιλιάς σας, η Α.Μ. Γουστάβος ΣΤ΄ Αδόλφος, μου έδινε το δίπλωμα του Βραβείου Νομπέλ, δεν μπόρεσα ο ίδιος να μη θυμηθώ με συγκίνηση τις μέρες όπου, ως Διάδοχος, είχε επιμείνει να συμβάλει προσωπικά στις ανασκαφές της ακρόπολης της Ασίνης. Όταν πρωτοσυνάντησα τον Άξελ Πέρσον, τον μεγαλόκαρδο εκείνον άντρα που είχε και αυτός αφοσιωθεί σε τούτη την ανασκαφή, τον είχα ονομάσει ανάδοχό μου. Ναι, γιατί η Ασίνη μου είχε χαρίσει ένα ποίημα», Γιώργος Σεφέρης, «Λίγα για τη νεότερη ελληνική παράδοση» (1963), (μτφρ.: Γ. Π. Σαββίδης): Δοκιμές, τ. Γ΄: Παραλειπόμενα (1932-1971), (φιλολογ. επιμ.: Δημήτρης Δασκαλόπουλος), Ίκαρος 2002 [3η. 1η: 1992], 357.
Βλ. Otto Frödin – Axel W. Persson, Asine. Results of the Swedish excavations 1922-1930, (επιμ.: Alfred Westholm), Στοκχόλμη, Generalstabens Litografiska Anstalts Fürlag, 1938.
Ο Σεφέρης συνάντησε πρώτη φορά τον Axel Persson στο ξενοδοχείο της «Ωραίας Ελένης του Μενελάου» των Μυκηνών τον Απρίλιο του 1939, βλ. Μέρες, τ. Γ΄: 16 Απρίλη 1934 - 14 Δεκέμβρη 1940, Ίκαρος, 1977, 117. Τότε όμως δεν του δόθηκε η ευκαιρία να γνωριστεί προσωπικά μαζί του. αυτό έγινε τον Οκτώβριο του 1947: «Το Σάββατο, στο τραπέζι του Demangel, γνώρισα τον Axel Persson, που έκανε τις ανασκαφές της Ασίνης. Ένιωσα συγγένεια μαζί του», Μέρες, τ. Ε΄: 1 Γενάρη 1945 - 19 Απρίλη 1951, (φιλολογ. επιμ.: Ε. Χ. Κάσδαγλης), Ίκαρος 1977, 111. Τον επόμενο χρόνο ο Σεφέρης θα στείλει στον Persson τον τόμο The King of Asine, and other poems μέσω του Νάνου Βαλαωρίτη και όταν ο Persson πληροφορείται ότι ο Σεφέρης μετατέθηκε στην Πρεσβεία της Άγκυρας του γράφει ότι πλέον θα βρίσκονται στα ίδια μέρη, αφού κι εκείνος ξεκίνησε ανασκαφές στην Τουρκία, στην επαρχία των Μούγλων, βλ. Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα, Τμήμα Αρχείων στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη, Αρχείο Γιώργου Σεφέρη, Φακ. # 47, υποφ. 5 (από επιστολή του Persson από την Ουψάλα, 29.9.1948). Οι δύο άντρες θα ξανασυναντηθούν το 1949 στην Άγκυρα και ο Persson θα προσκαλέσει τον Σεφέρη στα Λάβρανδα της Καρίας για να δει από κοντά τις ανασκαφές που πραγματοποιούσε εκεί με την ομάδα του: «Ελάτε, μου είπε, μπορεί να γράψετε ένα Δία Λαβρανδέα ύστερα από το «Βασιλιά της Ασίνης»», βλ. Γ. Κ. Κατσίμπαλης & Γιώργος Σεφέρης, «Αγαπητέ μου Γιώργο», τ. Β΄: 1946-1970, (επιμ. επιστ. - σχόλ.: Δημήτρης Δασκαλόπουλος), Ίκαρος, 2009, 106. Ο Σεφέρης θα ανταποκριθεί στην πρόσκληση και θα επισκεφθεί για λίγες μέρες τα Λάβρανδα τον Ιούνιο του 1950.
This Dialectic of Blood and Light. George Seferis – Philip Sherrard. An exchange: 1947-1971, (φιλολογ. επιμ.: Denise Sherrard), Λίμνη Ευβοίας, Denise Harvey, 2015, 79. Για τον ρόλο του τοπίου στη σεφερική ποίηση, βλ. Roderick Beaton, George Seferis, Λονδίνο, Bristol Classical Press, 1991, 39-43 και Γιώργης Γιατρομανωλάκης, «Ο βασιλιάς της Ασίνης», ό.π., 36-37. Ο Edmund Keeley σχολιάζει ότι ειδικά στον «Βασιλιά της Ασίνης» ο Σεφέρης στήνει με τέτοια προσοχή το σκηνικό του, ώστε η μετάβαση από την πραγματικότητα στο μύθο, από την ακριβή αναπαράσταση του τοπίου στις μυθικές και συμβολικές αξίες του ποιήματος, να γίνεται με τρόπο ομαλό, φυσιολογικό, δίχως ρήγματα. έπειτα δηλαδή από την περιγραφή του χώρου γύρω από το «κάστρο» της Ασίνης η μνεία στον Όμηρο δεν ηχεί παράταιρα εφόσον έρχεται να ενισχύσει τη μυθική ταυτότητα του αρχαίου βασιλείου, βλ. Έντμουντ Κήλυ, «Ο Σεφέρης και η «μυθική μέθοδος»» (1969): Μύθος και φωνή στη σύγχρονη ελληνική ποίηση (1983), (μτφρ.: Σπύρος Τσακνιάς), Στιγμή, 1987, 131-132. Στην προσέγγιση του παρελθόντος από την προοπτική του σύγχρονου χώρου αναφέρθηκε και ο Δημήτρης Τζιόβας, επισημαίνοντας ότι σε ποιήματα όπως ο «Βασιλιάς της Ασίνης» μπορεί η διερεύνηση του παρελθόντος να ξεκινά εμπειρικά και εμπράγματα, μετεξελίσσεται όμως σε μια διαισθητική διαδικασία, βλ. «Ο υπαρξιακός ιστορισμός του Σεφέρη» (2000): Από τον λυρισμό στον μοντερνισμό. Πρόσληψη, ρητορική και ιστορία στη νεοελληνική ποίηση, Νεφέλη, 2005, 228. Μέσω της διαίσθησης, υποστηρίζει ο Δ. Τζιόβας, ο Σεφέρης ζητά να μετατρέψει το παρελθόν σε ζωντανό βίωμα (ό.π., 232-233), να αναδείξει «τη ζωντανή παρουσία του παρελθόντος στο παρόν» (ό.π., 231). Σε αυτό τον τρόπο προσέγγισης του παρελθόντος ο μελετητής διακρίνει σπέρματα της θεωρίας του «υπαρξιακού ιστορισμού», σύμφωνα με την οποία «η ιστορία δεν νοείται ως γραμμική ή κυκλική διευθέτηση των γεγονότων αλλά ως παλίμψηστο όπου το παρόν συνίσταται από τα ίχνη όλου του παρελθόντος» (ό.π., 230).
Εδώ μπορεί πράγματι να στηριχθεί μια σύγκριση με τον καβαφικό «Καισαρίωνα» («Α, να, ήρθες συ με την αόριστη / γοητεία σου. Στην ιστορία λίγες / γραμμές μονάχα βρίσκονται για σένα, / κ’ έτσι πιο ελεύθερα σ’ έπλασα μες στον νου μου», Κ. Π. Καβάφης, Ποιήματα, τ. Α΄: 1896-1918, (φιλολογ. επιμ.: Γ. Π. Σαββίδης), Ίκαρος 1963 [3η. 1η: 1933], 69). Βλ. σχετικά: Νάσος Βαγενάς, Ο ποιητής και ο χορευτής. Μια εξέταση της ποιητικής και της ποίησης του Σεφέρη, Κέδρος 1980 [2η. 1η: 1979], 232-233. Denis Kohler, L’aviron d’Ulysse. L’itinéraire poétique de Georges Séféris, Παρίσι, Les Belles Lettres, 1985, 586-587. David Ricks, Η σκιά του Ομήρου. Δοκίμιο για τη νεοελληνική ποίηση (1821-1940) (1989), (μτφρ.: Αριστέα Παρίση), Καρδαμίτσας 1993, 241 και 244. Peter Mackridge, «Ο καβαφικός Σεφέρης» (1997): Εκμαγεία της ποίησης. Σολωμός - Καβάφης - Σεφέρης, Εστία 2008, 370 και 380 (υποσημείωση 62).
Βλ. ειδικότερα την εγγραφή της 10ης Σεπτεμβρίου 1940: «Βγαίνω μια στιγμή από το γραφείο, κατά τις 12. Έξοχη καλοκαιρινή μέρα – λίγο προς το φθινόπωρο: μέλι του ήλιου. Καθώς προχωρώ, οδός Φιλελλήνων, μια μυρωδιά σκοινιού καραβίσιου με φέρνει μαγικά σ’ ένα νησιώτικο λιμανάκι. Ψιθυρίζω: Κι ο Μακρυγιάννης σάπιος απ’ τις πληγές… κι αμέσως έπειτα, σχεδόν αυτόματα: Κι ο βασιλιάς της Ασίνης που τον γυρεύουμε δυο χρόνια τώρα… Ο βασιλιάς της Ασίνης είναι ο Μακρυγιάννης, είναι εγώ, είναι εσείς, είναι… Αλλά γιατί αρέσει σε τόσους πολλούς; παράξενο», Μέρες, τ. Γ΄, ό.π., 236-237. Η καθολικότητα του συμβόλου εξασφαλίζεται ακριβώς λόγω της λογοτεχνικής απροσδιοριστίας του – η «αδιαφορία» του Ομήρου λειτούργησε επομένως ευεργετικά. «Βρήκα επιτέλους ποιο είναι το γνώρισμα που ξεχωρίζει το βασιλιά της Ασίνης», έγραφε ο Σεφέρης στη Μαρώ, «Ήταν ένας βασιλιάς χωρίς ποιητή ενώ οι γείτονές του… Αυτό θα σημαίνει πως ήταν ευτυχισμένος», Σεφέρης και Μαρώ, Αλληλογραφία, τ. Α΄: 1936-1940, (φιλολογ. επιμ.: Μ. Ζ. Κοπιδάκης), Ίκαρος 2005, 298. Η ασημία του, το γεγονός ότι δεν μνημειώθηκε με κάποιο τρόπο στα μάτια των συγχρόνων του ούτε εξυψώθηκε από τους μεγάλους ποιητές της εποχής του, έφερνε τον βασιλιά της Ασίνης πιο κοντά στα ανθρώπινα μέτρα, γι’ αυτό όταν ο Κατσίμπαλης αποκάλυψε στον Σεφέρη πως στο Μουσείο του Ναυπλίου υπήρχε μια μικρή τερακότα που είχε ονομαστεί προς τιμήν του «Βασιλιάς της Ασίνης», εκείνος δυσαρεστήθηκε: «Το εύρημα με απογοήτευσε. Αισθάνθηκα τότε πως αυτό ίσως που με τράβηξε ήταν ότι δεν γνωρίζαμε τίποτε απολύτως γι’ αυτόν», Γιάννης Π. Καραβίδας, «“This is the place, gentlemen!”. Ο Σεφέρης αυτοπαρουσιάζεται στο BBC τον Δεκέμβριο του 1959», Νέα Εστία 153, τχ. 1757 (Ιούνιος 2003) 1067. πρβλ. Γ. Κ. Κατσίμπαλης & Γιώργος Σεφέρης, «Αγαπητέ μου Γιώργο», τ. Β΄, ό.π., 333-334 και 344. Ο Σεφέρης πιθανότατα θα χαιρόταν αν μάθαινε ότι αυτή η κεφαλή πήλινου ειδωλίου που αρχικά θεωρήθηκε ότι αναπαριστά μια ανδρική μορφή (πρωτίστως λόγω του προτεταμένου πιγουνιού της που ερμηνεύθηκε ως γένι), αργότερα έγινε ευρύτερα αποδεκτό ότι ανήκει σε γυναίκα: «Σε αυτό συνέβαλε η ανασκαφή των μυκηναϊκών ιερών στην Τίρυνθα, τις Μυκήνες και τη Φυλακωπή, όπου βρέθηκε αριθμός πήλινων ειδωλίων γυναικείων μορφών μεγάλων διαστάσεων», σημειώνει η αρχαιολόγος Γεωργία Ήβου, «Αρχαία Ασίνη», Αρχαιολογία και τέχνες 120 (Απρίλιος 2016) 127. Συμπληρώνει μάλιστα ότι πιο πρόσφατα προτάθηκε ότι το κεφάλι του «Άρχοντα της Ασίνης» ανήκε σε ένα φανταστικό ον με σώμα ζώου σαν αυτά που βρέθηκαν στην Κρήτη και στην Κύπρο και χρονολογούνται τον 12ο αιώνα π.Χ. (ό.π., 127).
Ο Σεφέρης συνήθιζε να συνδέει την εμπειρία της «selva oscura» με τα λόγια του Ιωάννη του Σταυρού: «Εκείνος που μαθαίνει τις πιο φίνες λεπτομέρειες μιας τέχνης προχωρεί πάντα στα σκοτεινά και όχι με την αρχική του γνώση, γιατί αν δεν την άφηνε πίσω του, ποτέ δε θα μπορούσε να ελευθερωθεί από αυτήν», Γιώργος Σεφέρης, «Μονόλογος πάνω στην ποίηση» (1939): Δοκιμές, τ. Α΄: 1936-1947, (φιλολογ. επιμ.: Γ. Π. Σαββίδης), Ίκαρος 2013 [9η. 1η: 1944], 153-154. Για το ίδιο ζήτημα, βλ. Μέρες, τ. Β΄: 24 Αυγούστου 1931 - 12 Φεβρουαρίου 1934, (φιλολογ. επιμ.: Δ. Ν. Μαρωνίτης), Ίκαρος 1975, 34. Μέρες, τ. Γ΄, ό.π., 211. Μέρες, τ. Δ΄: 1 Γενάρη 1941 - 31 Δεκέμβρη 1944, Ίκαρος 1977, 331. Δοκιμές, τ. Α΄, ό.π., 461-462. Δοκιμές, τ. Β΄, ό.π., 23, 164, 182-183, 249, 275, 310. Νάνος Βαλαωρίτης - Γιώργος Σεφέρης, Αλληλογραφία (1945-1968) και τριάντα τέσσερις επιστολές του Νάνου Βαλαωρίτη στον Γ. Κ. Κατσίμπαλη (1947-1950), (εισ.: Avi Sharon, φιλολογ. επιμ.: Λίλα Θεοδόση), Ύψιλον 2004, 134. This Dialectic of Blood and Light, ό.π., 381. Γιώργος Σεφέρης - Ανν Φιλίπ, Συνομιλία (1971), (πρόλ. - μτφρ.: Νίκος Μπακουνάκης, εισ.: Πάνος Παιονίδης), Καστανιώτης 1991, 45-46. Γιώργος Σεφέρης, Έξι νύχτες στην Ακρόπολη, (φιλολογ. επιμ.: Γ. Π. Σαββίδης), Ερμής 1998 [7η ανατ..1η έκδ.: 1974], 227. Βλ. ακόμα τη μελέτη του Νάσου Βαγενά, «Η ποιητική του δάσους» (1993): Η ειρωνική γλώσσα. Κριτικές μελέτες για τη νεοελληνική γραμματεία, Στιγμή 1994, 13-19. Ιδιαίτερα αποκαλυπτικό ωστόσο για τη σύνδεση αφενός του ποιητή-τεχνίτη με την εμπειρία του «σκοτεινού δάσους» και αφετέρου της φιλοσοφίας του Alain με εκείνης του Ιωάννη του Σταυρού είναι το εξής απόσπασμα επιστολής του Σεφέρη στον Κατσίμπαλη (Λονδίνο, 14.1.1932): «Ένας τεχνίτης που έχει μπροστά του κάτι να κατασκευάσει, αναγκαστικά διαφορετικό απ’ ό,τι έφτιασε ως εκείνη τη στιγμή, δεν έχει ποτέ βρει το δρόμο του, ή καλύτερα όλο το πρόβλημα είναι να βρει ένα δρόμο που τον οδηγεί εκεί που θέλει να φτάσει τη στιγμή εκείνη, δρόμο τελείως άχρηστο για οτιδήποτε άλλο, ή ακόμη καλύτερα αν χρησιμοποιήσει τον παλιό δρόμο που βρήκε άλλος, μπορεί να είναι βέβαιος πως πήρε το στραβό το δρόμο. Αυτή είναι για μένα η έννοια του «μυστηρίου» του Αι-Γιάννη γράφοντας πως «celui qui apprend de plus fines particularités dans un métier ou dans un art va toujours dans l’obscur et non par son savoir primitif parce que s’il ne l’abandonnait derrière soi jamais il ne parviendrait à s’en libérer». Μπορείς υποθέτω τώρα να τον εξηγήσεις του Παλαμά το λόγο αυτό, που είναι για μένα ένας μεγάλος λόγος ενός ποιητή και ενός τεχνίτη. Κάποτε ο Alain μπαίνοντας στην τάξη (Γυμνασίου) πριν αρχίσει να μιλήσει στα παιδιά πήγε στον πίνακα κι έγραψε «Il faut prendre toujours le chemin le plus long» (από τον Πλάτωνα νομίζω), θα πρόσθετα l’inconnu. Δυστυχώς εμείς τα μαθαίνουμε αυτά πολύ αργότερα, γιατί οι δικοί μας δάσκαλοι μας μάθαιναν τα τέσσερα είδη των υποθετικών λόγων χρόνια ολόκληρα», Γ. Κ. Κατσίμπαλης & Γιώργος Σεφέρης, «Αγαπητέ μου Γιώργο». Αλληλογραφία (1924-1970), τ. Α΄: 1924-1940, (επιμ. επιστ. - σχόλ.: Δημήτρης Δασκαλόπουλος), Ίκαρος 2009, 159-160.
Γιώργος Σεφέρης, «Η γλώσσα στην ποίησή μας» (1964): Δοκιμές, τ. Β΄, ό.π., 164. Μπορεί η εμπειρία της «selva oscura» να είναι επίπονη, αφού απομακρύνει τον ποιητή από τις συνήθειες και τα κεκτημένα του φέρνοντάς τον αντιμέτωπο με άγνωστες συνθήκες, ωστόσο είναι ο μόνος δρόμος που θα τον οδηγήσει στην πολυπόθητη κάθαρση (ο Σεφέρης μεταχειρίζεται εσκεμμένα αριστοτελικό λεξιλόγιο), Δοκιμές, τ. Α΄, ό.π., 155. Γι’ αυτό και όταν ο Κ. Χρυσάνθης ζήτησε από τον Σεφέρη διευκρινίσεις για τον στίχο «Ο ποιητής ένα κενό», εκείνος του απάντησε ότι τον έγραψε θετικά διακείμενος: «Το στίχο «ο ποιητής ένα κενό» δεν τον έγραψα με διάθεση απαισιοδοξίας ούτε μελαγχολίας. Καθώς θυμάμαι, θα ’λεγα πως είταν το αντίθετο», Γιώργος Σεφέρης – Κύπρος Χρυσάνθης και «Οι γάτες τ’ άη Νικόλα», (φιλολογ. επιμ.: Φώτης Δημητρακόπουλος), Καστανιώτης 1995, 71 (από επιστολή με ημερομηνία 25.7.1964).
Για το φως που κάνει ανάγλυφα τα πράγματα, βλ. Μέρες, τ. Γ΄, ό.π., 37-38 και Σεφέρης - Μαρώ, Αλληλογραφία, τ. Α΄, ό.π., 108. Χρήσιμη θα ήταν εδώ η αντιπαραβολή με το απόσπασμα από τις Μέρες Γ΄ που μιλούσε για τα πελεκημένα χαρακτηριστικά του ποιητή και της «Κοιμισμένης», χαρακτηριστικά που θύμιζαν τις μυκηναϊκές μάσκες: «Έβλεπα τις βουνοκορφές που εδώ, οι ντόπιοι, τις ονομάζουν «Η Κοιμισμένη». Οι γραμμές της γυναίκας, πλαγιασμένης ανάσκελα, ξεχωρίζουν αρκετά καλά. Το κεφάλι σχεδόν αιγυπτιακό με την οξύτητα που βλέπει κανείς στις χρυσές μυκηναϊκές μάσκες, κάποτε ολοφάνερο και κάποτε απορροφημένο από την όψη του βουνού – πιωμένο από τις πλαγιές, από τους βράχους. Μ’ άρεσε να συλλογίζομαι πως ο ποιητής πρέπει να είναι κάτι παρόμοιο, κάτι που άλλοτε χάνεται ολότελα μέσα στη γενική φυσιογνωμία της ζωής και άλλοτε ξεχωρίζει από τα πελεκημένα χαρακτηριστικά του, σαν το κεφάλι της «Κοιμισμένης»», Μέρες, τ. Γ΄, ό.π., 190 (εγγραφή: 29.4.1940). Παράλληλα, η χρυσή προσωπίδα του «Βασιλιά της Ασίνης» έδωσε το έναυσμα για συσχετισμούς με τον «Γιάννη Κητς» του Άγγελου Σικελιανού, βλ. Γ. Π. Σαββίδης, «Ο Σικελιανός και οι Άγγλοι ποιητές (Μπάυρον, Σέλλεϋ, Κητς, Σαίξπηρ κ.ά.)» (1981): Λυχνοστάτες. Για τον Σικελιανό, (εισ. - επιμ.: Αθηνά Βογιατζόγλου), Ερμής, 2003, 144 και του ιδίου, Οι αρχαιολογικές περιδιαβάσεις του ποιητή Γιώργου Σεφέρη, Λευκωσία, Πολιτιστικό Ίδρυμα Τραπέζης Κύπρου, 1992, 21-22 και 42-43 (σημείωση 16α όπου επιχειρείται δεύτερος συσχετισμός του «Βασιλιά της Ασίνης» με το ποίημα «Αποσυνάγωγοι» του Γιάννη Ρίτσου) και David Ricks, ό.π., 235-244.
Η ίδια ιδέα επανέρχεται στα «Περίχωρα της Κερύνειας», ποίημα βασισμένο στην αντίληψη του Σεφέρη ότι το μόνο πράγμα που διαφοροποιεί τους Έλληνες και τους Άγγλους (στη σκέψη, στην έκφραση, στη γλώσσα, στην αρχιτεκτονική) είναι το φως, βλ. Μέρες, τ. Ε΄, ό.π., 20. Μεταφέροντας τους ειδολογικούς απόηχους του ειδυλλίου, το ποίημα αναπτύσσεται σε διαλογική μορφή με συνομιλήτριες δύο Αγγλίδες που βρίσκονται «στο μεσοστράτι της ζωής τους» και έχουν εγκατασταθεί στην Κύπρο. από τη στιχομυθία τους βλέπουμε τον τρόπο με τον οποίο προσπαθεί η καθεμιά να οικειοποιηθεί τον κόσμο της Κύπρου (τον «κόσμο του Ομήρου» δια στόματος W. H. Auden). Η Μαργαρίτα, πιο ευαίσθητη και οξυδερκής, νιώθει να την ελέγχει το τοπίο: « – Α! τούτη η θέα / που όλο ρωτά κι όλο ρωτά. Προσέχετε κάποτε τον καθρέφτη / πώς κάνει εντάφιο το πρόσωπό μας; Και τον ήλιο τον κλέφτη / πώς παίρνει τα φτιασίδια μας κάθε πρωί;», Γιώργος Σεφέρης, Ποιήματα, (φιλολογ. επιμ.: Γ. Π. Σαββίδης), Ίκαρος 2000 [20η. 1η: 1940], 252. Για μια διεξοδικότερη προσέγγιση του ποιήματος, βλ. Γ. Π. Σαββίδης, «Μια περιδιάβαση. Σχόλια στο …Κύπρον οὗ μ’ εθέσπισεν…»: Για τον Σεφέρη. Τιμητικό αφιέρωμα στα τριάντα χρόνια της Στροφής, (φιλολογ. επιμ.: Λεωνίδας Ζενάκος, Γ. Π. Σαββίδης), Τυπογραφία Φ. Κωνσταντινίδη - Κ. Μιχαλά 1961, 364-370. Νάτια Χαραλαμπίδου, «Κύπρος και Σεφέρης. «Στα περίχωρα της Κερύνειας». Μια απόπειρα ερμηνείας της διαλογικής μορφής του ποιήματος»: Ο Σεφέρης στην πύλη της Αμμοχώστου. Επτά ομιλίες: Δ. Ν. Μαρωνίτης, Σάββας Παύλου, Μιχάλης Πιερής, Κώστας Προύσης, Γ. Π. Σαββίδης, Νάτια Χαραλαμπίδου, Νίκος Χριστοδούλου, (προλογίζει ο Σπύρος Κυπριανός, Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας) [= Σειρά επτά ομιλιών στη Λευκωσία της Κύπρου, 24 Μαΐου - 8 Ιουνίου 1984], Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1987, 263-321. Κατερίνα Κρίκου-Davis, Κολόκες. Μελέτη για τη συλλογή του Γιώργου Σεφέρη Ημερολόγιο Καταστρώματος, Γ΄ (1953-1955) (1994), (μτφρ.: Τώνης Μόζερ), Ιδεόγραμμα, 2002, 220-242 και Christos Papazoglou (εισ. - μτφρ. - σχόλ.), Γιώργος Σεφέρης / Georges Séféris, Ημερολόγιο καταστρώματος, Γ΄ / Journal de bord, III, …Κύπρον, οὗ μ’ἐθέσπισεν… / …Chypre, où [Apollon] m’ordonna par oracle…, Παρίσι - Αθήνα, Publications Langues΄O - Νεφέλη 2002, 211-232.
Γιώργος Σεφέρης, «Ο βασιλιάς της Ασίνης»: «Ημερολόγιο καταστρώματος, α΄» (1940): Ποιήματα, ό.π., 185-186.
Πρβλ. εδώ τη γεωκλιματική θεωρία που παρακολουθούν αρκετοί διανοούμενοι στη δεκαετία του 1930: «Καμία φύσις της οικουμένης δεν είναι τόσο μεστή από πνευματικότητα, από μεταφυσικότητα, όσο η ελληνική. […] Από αυτήν την στενότητα και ιδιομορφία της αλληλεξαρτήσεως φύσεως, αίματος και παραδόσεως αντλεί η νέα Ελλάδα την μοναδικότητά της», Κωνσταντίνος Τσάτσος, Ελληνική πορεία. Πολιτικά δοκίμια, Εστία, [χ.χ.], 91.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στο δοκίμιό του για τον Κάλβο ο Σεφέρης περιέγραφε τη «μυστική ζωή του ποιητή» ως εξής [έχει προηγηθεί η στροφή: «Ο ήλιος κυκλοδίωκτος, / ως αράχνη, μ’ εδίπλωνε / και με φως και με θάνατον / ακαταπαύστως»]: «Ο ποιητής ζει και δημιουργεί πάνω στο αχτινωτό τούτο υφάδι, ανάμεσα στο θάνατο και στο φως. Δεν υπάρχει πιο τέλεια εικόνα της μυστικής ζωής του ποιητή. Γαντζωμένος πάνω στη γλώσσα, ακολουθεί τα πλεγμένα κλωνιά της ως τα βασίλεια του θανάτου, όπου δε βλέπει παρά σκιές. Και πάλι, χωρίς να χάνει την πίστη του, συνεχίζει αυτή την πρόοδο, σίγουρος πως η ίδια η κλωστή θα τον οδηγήσει στο φως: σήμερα, αύριο, ύστερα από χρόνια. Η ποιητική προσπάθεια είναι αυτό το ατελείωτο πάει-κι-έλα, ως τη συντέλεια των αιώνων», Γιώργος Σεφέρης, «Απορίες διαβάζοντας τον Κάλβο» (1937): Δοκιμές, τ. Α΄, ό.π., 209 – άλλη μια ένδειξη ότι ο «Βασιλιάς της Ασίνης» μπορεί να διαβαστεί σαν ποίημα ποιητικής.
Ολοκληρώνοντας την «Κίχλη» και εγκαταλείποντας τον Πόρο, ο Σεφέρης έγραφε στο ημερολόγιό του: «Φεύγω ακόμη με ορισμένες «ιδέες» για το φως. Είναι το σπουδαιότερο πράγμα που «ανακάλυψα» από τότε που μπήκε το καράβι του γυρισμού στα ελληνικά νερά (Ύδρα, Οχτώβρης ’44). Κάτι από αυτό εκφράζει «Ο Βασιλιάς της Ασίνης», κάτι και η «Κίχλη». Αλλά δεν ξέρω αν θα μπορέσω να το εκφράσω ποτέ μου αυτό το βασικό, καθώς αισθάνομαι, αυτό το θεμέλιο της ζωής. Ξέρω πως με το φως πρέπει να ζήσω», Μέρες, τ. Ε΄, ό.π., 83 (εγγραφή: 2.12.1946).
Γιάννης Π. Καραβίδας, «Ο Σεφέρης αυτοπαρουσιάζεται στο BBC τον Δεκέμβριο του 1959», ό.π., 1064. Πρβλ. την εγγραφή της 17ης Ιουνίου 1946 που αναφέρεται ακριβώς στο ίδιο ζήτημα: Μέρες, τ. Ε΄, ό.π., 41-42. Τα λόγια του Σεφέρη εμφανίζουν μεγάλη συνάφεια με το ακόλουθο σχόλιο του Κ. Τσάτσου για την παλαμική ποίηση: «Το φως το αττικό είναι φως που μας κάνει να βλέπομε το αιώνιο και το απόλυτο. […] Χαρές, πόνους, ό,τι ανθρώπινο και καιρικό το εκμηδενίζει. αλλά ξεσκεπάζει την αιώνια τραγωδία της ζωής και μαζί την αιώνια του παντός «ξανθή αρμονία». Καθώς περνάει μέσ’ από τα «χρυσά κορμιά των Παρθενώνων», καθώς ταράζει «των ελαιώνων τ’ ασημένια μαλλιά» και ως πέρα «γαλαζώνει την ημέρα», γίνεται τόσο βαθύ που πλησιάζει στο μαύρο. και σκέπει έτσι και τη χαρά του γλαυκού και την αιώνια θλίψη των Εριννύων. Το φως αυτό της χαράς, λέει ο ποιητής, βαθιά ιδωμένο, γίνεται και φως τραγικό. Αγγίζει εδώ ο ποιητής ίσως το μεγάλο μυστικό της αττικής φύσης. Ίσως να βρίσκεται σ’ αυτούς τους στίχους κλεισμένος ο χρησμός ο αποφασιστικός που διαλύει το αττικό μυστήριο: Μα το γαλάζιο σου, ουρανέ μου, είναι βαθύ, / τόσο βαθύ που με το μαύρο γίνετ’ ένα / κι αν η χαρά κάτω από σε αρμονία ξανθή, / μα η λύπη χαλκοπράσινη εριννύα μ’ εσένα, / τρίσβαθε αιθέρα. Στη νυχτιά που είναι γλαυκή / και η τραγωδία της ζωής πιο τραγική. (Δεκατετράστιχα αρ. 57)», Κωνσταντίνος Τσάτσος, Παλαμάς, Εστία, [χ.χ.] [3η έκδοση. 1η: 1936], 117.
Ο Beaton συνδέει τη γυναίκα με τη Λουκία Φωτοπούλου που είχε φύγει πρόσφατα από τη ζωή (22.8.1939), βλ. Περιμένοντας τον άγγελο, ό.π., 279, αλλά και: 265-266. Ειδικότερα σημειώνει: «οι στίχοι 32-37 συγχωνεύουν τον θάνατο της Λου εκείνον τον Αύγουστο με εκείνον τον άλλο Αύγουστο στην Κηφισιά, όταν η «Πριγκίπισσα Λου» είχε πετάξει σαν πουλί και είχε μεταμορφωθεί σε νεκρό σπουργίτι. τα περίεργα «σκυλόδοντα» είναι οι επιθετικές θηλές της Σαλώμης στις Έξι νύχτες (6Ν, σ. 65). ο στίχος 37 παραπέμπει στο άδοξο πέρασμα των φονευθέντων μνηστήρων στον Κάτω Κόσμο, στο τέλος της Οδύσσειας», ό.π., 663 (σημείωση 72). Για το κείμενο «Η πριγκίπισσα Λου» που αναφέρει ο Beaton, βλ. Μέρες, τ. Α΄: 16 Φεβρουαρίου 1925 - 17 Αυγούστου 1931, (φιλολογ. επιμ.: Ε. Χ. Κάσδαγλης), Ίκαρος 1975, 91-93.
Αν και ο Σεφέρης δηλώνει ότι δεν είχε υπόψιν του, συνειδητά τουλάχιστον, το Ω της Οδύσσειας όταν έγραφε τον «Βασιλιά της Ασίνης», βλ. Μέρες, τ. Δ΄, ό.π., 114 (εγγραφή: 4.7.1941).
Γιώργος Σεφέρης, «Ο βασιλιάς της Ασίνης», ό.π., 186.
Ειδικά για τη μνήμη που μένει στον χώρο και στα πράγματα, βλ. τους στίχους από το Γ΄ Σχεδίασμα του «Βασιλιά της Ασίνης»: «Γέρος βασιλιάς εγώ, τόσο γέρος, πριν απ’ τον πόλεμο της Τροίας / κατέβηκε η ψυχή στον Άδη, μια νυχτερίδα / τσιρίζοντας λιγνά, σπασμένα, έτσι κατέβηκε / κι όμως θυμάμαι νύχτα και μέρα στα τειχιά μου και στις σπηλιές μου. / Η Περσεφόνη το θέλησε, η Περσεφόνη / να μείνει το λοξό πετάρισμα της μνήμης / σ’ εμένα τον πρώτο βασιλιά, γιατί δεν είχα / τίποτε ζωντανούς να θυμηθώ, γονιούς, ιστορίες, / κι όταν πεθάνουν όλοι κάποιος πρέπει να θυμάται είναι νόμος», Γιώργης Γιατρομανωλάκης, «Ο βασιλιάς της Ασίνης», ό.π., 34.
Γιώργος Σεφέρης, «Μονόλογος πάνω στην ποίηση» (1939): Δοκιμές, τ. Α΄, ό.π., 155 (ας προσεχθεί ότι το δοκίμιο γράφεται την ίδια χρονική περίοδο με τον «Βασιλιά της Ασίνης»). Ειδικά για τη στιγμή της απογύμνωσης ο Σεφέρης θα συμπληρώσει: «Ο άνθρωπος που θέλει να είναι άξιος να δοκιμάσει την ποιητική κάθαρση, πρέπει να ξέρει ότι δε γίνεται να αποφύγει τη στιγμή της απογύμνωσης που ανέφερα παραπάνω. Τη στιγμή που θα τον προετοιμάσει να κάνει μια πράξη ολότελα δική του, αυθαίρετη αν θέλουμε, αλλά και υπεύθυνη, όπως επιτέλους αυθαίρετοι και υπεύθυνοι είμαστε όλες τις φορές που κάνουμε πραγματικά κάτι», ό.π., 156.
Πρβλ. Έξι νύχτες στην Ακρόπολη (ο λόγος για τον Στράτη): «Ένιωσε τα μάτια του να τον αγκυλώνουν και να τον σπρώχνουν σε μιαν έξοδο που αποζητούσε τυφλός σα νυχτερίδα μέσα στο χείμαρρο των αχτίνων», ό.π., 237-238. Ο Σεφέρης παρομοίαζε και τον εαυτό του με νυχτερίδα (βλ. Μέρες, τ. Ε΄, ό.π., 74 και Γράμματα Σεφέρη-Λορεντζάτου (1948-1968), (επιμ.: Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος), Δόμος, 1990, 97), γεγονός που πρέπει να συσχετιστεί με την αντίληψή του για τον ποιητή που βαδίζει πάντα στα τυφλά, στο σκοτάδι. Να τι δήλωνε στην Ανν Φιλίπ μνημονεύοντας τον Ιωάννη του Σταυρού: ««Αυτός που θέλει να δώσει όλη την ψυχή του στην ποίηση πηγαίνει πάντα στα σκοτεινά». Δυστυχώς ο ποιητής φτιάχτηκε τυφλός και οι επερχόμενες γενιές γνώρισαν τον Ποιητή μέσα από την εικόνα ενός τυφλού ανθρώπου, εννοώ του Ομήρου, που όμως μοιάζει να είδε πάρα πολλά πράγματα στη διάρκεια της ύπαρξής του. Κι αφού τα είδε, τυφλώθηκε. Αυτός είναι ο ποιητής. Αυτός είναι ο καλλιτέχνης. Βαδίζει στα τυφλά, βαδίζει στα σκότη», Συνομιλία, ό.π., 45-46. Βλ. όμως και την προτροπή της Αντίκλειας στον Οδυσσέα που ο Σεφέρης σημειώνει στο «Μια σκηνοθεσία για την «Κίχλη»» (1949): «Η ψυχή σαν τ’ όνειρο φτερουγίζει και φεύγει. / αλλά στρέψε γλήγορα τον πόθο σου στο φως, / κι όλα τούτα μην τα ξεχνάς…», Δοκιμές, τ. Β΄, ό.π., 56.
Γιώργος Σεφέρης, «Ο βασιλιάς της Ασίνης», ό.π., 187.
«Πήρα τη συνήθεια να συλλαβίζω καταποντισμένες πολιτείες», θα γράψει στον Λορεντζάτο, έπειτα βέβαια από την εμπειρία που του πρόσφεραν οι αρχαιότητες της Μικράς Ασίας, βλ. Γράμματα Σεφέρη – Λορεντζάτου, ό.π., 115 (από επιστολή με ημερομηνία: 26.11.1950). Την ίδια αίσθηση όμως είχε αποκομίσει και πιο πριν, όταν βρέθηκε με την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση στη Μέση Ανατολή, βλ. τον «Τελευταίο σταθμό»: «Ερχόμαστε απ’ την Αραπιά, την Αίγυπτο την Παλαιστίνη τη Συρία. / το κρατίδιο / της Κομμαγηνής πού ’σβησε σαν το μικρό λυχνάρι / πολλές φορές γυρίζει στο μυαλό μας, / και πολιτείες μεγάλες που έζησαν χιλιάδες χρόνια / κι έπειτα απόμειναν τόπος βοσκής για τις γκαμούζες / χωράφια για ζαχαροκάλαμα και καλαμπόκια», Γιώργος Σεφέρης, «Τελευταίος σταθμός»: «Ημερολόγιο καταστρώματος, β΄» (1944): Ποιήματα, ό.π., 213.
«Χωνευτήρι ιδεών» και «οριακή πρωτεύουσα» χαρακτήριζε τη Σελεύκεια ο Σεφέρης στη Συνομιλία του με την Ανν Φιλίπ, ό.π., 53. Ο ποιητής αναφέρθηκε και άλλες φορές στη Σελεύκεια σε συζητήσεις του με τη Μαρώ, βλ. Μαρώ και Γιώργος Σεφέρης, Αλληλογραφία, τ. Β΄: 1944-1959, (φιλολογ. επιμ.: Μαρία Στασινοπούλου), Ίκαρος, 2005, 398, και τον St-John Perse, βλ. Μέρες, τ. Ζ΄: 1 Οκτώβρη 1956 - 27 Δεκέμβρη 1960, (φιλολογ. επιμ.: Θεανώ Ν. Μιχαηλίδου), Ίκαρος, 1990, 35, αλλά και στις Δοκιμές, τ. Α΄, ό.π., 367, ενώ έγραψε και ένα ποίημα με τίτλο «Σελεύκεια επί του Τίγρη», βλ. Μέρες, τ. Ζ΄, ό.π., 54 (εγγραφή: 3.11.1957 [Λονδίνο]).
Denis Kohler, L’aviron d’Ulysse, ό.π., 588-589. Το απόσπασμα προέρχεται από ραδιοφωνική ομιλία του Σεφέρη στο B.B.C. (7.12.1959) η γραπτή μορφή της οποίας βρίσκεται στο αρχείο του ποιητή σε δύο γλώσσες, ελληνικά (προσχέδιο) και αγγλικά (οριστική μορφή). Ο Kohler συνδυάζει και τις δύο εκδοχές (ας σημειωθεί ότι το απόσπασμα δε συμπεριλαμβάνεται στο άρθρο του Γιάννη Π. Καραβίδα, «“This is the place, gentlemen!”. Ο Σεφέρης αυτοπαρουσιάζεται στο BBC τον Δεκέμβριο του 1959», Νέα Εστία 153, τχ. 1757 (Ιούνιος 2003) 1062-1069, που στηρίζεται αμιγώς στο αγγλικό κείμενο). Μέρος του αποσπάσματος αναπαράγεται στις Δοκιμές, τ. Β΄, ό.π., 176, ωστόσο δεν αντιγράφουμε από εκεί γιατί δε γίνεται συσχετισμός με τον «Βασιλιά της Ασίνης».
Γεωργία Ήβου, «Αρχαία Ασίνη», ό.π., 120.
Βλ. Γράμματα Σεφέρη - Λορεντζάτου, ό.π., 44 (από επιστολή από την Άγκυρα με ημερομηνία: 18.12.1948). Το δεύτερο «θύμα πολέμου» του Σεφέρη εκτός από την ακρόπολη της Ασίνης ήταν η εκκλησία του Lord Dacre στο Chelsea που βομβαρδίστηκε τον καιρό του Blitz, ό.π., 44. Πρβλ. Μέρες, τ. Β΄, ό.π., 138. Δοκιμές, τ. Β΄, ό.π., 23-24. Γ. Κ. Κατσίμπαλης & Γιώργος Σεφέρης, «Αγαπητέ μου Γιώργο», τ. Β΄, ό.π., 196. Νάνος Βαλαωρίτης - Γιώργος Σεφέρης, Αλληλογραφία, ό.π., 94, 96-97, 104.
Να τι σημείωνε στο ημερολόγιό του έπειτα από την επίσκεψή του στην Ασίνη τον Οκτώβριο του 1964: «Η Ασίνη: γυμνός ο μεγάλος γιαλός – λίγα τα σύννεφα. Μπήκα στη θάλασσα. Κοίταξα τα χαλίκια και τις μεγάλες πέτρες της Ακρόπολης. Τα λιγοστά απομεινάρια από τα χτίσματα του περασμένου πολέμου. σαθρά. Θυμήθηκα την Ασίνη του ’38, και το ποίημα εκείνο. Ταξίδεψε δυο χρόνια. Αναλογίστηκα το χυμό του, πώς μαζεύτηκε σιγά-σιγά, τόση ζωή, πώς το ’φτιαξε μια νυχτιά, μαγικά, σαν τον καρπό που πέφτει. Τώρα άλλη ζωή. άλλη παρουσία. πιέζει διαφορετικά – δυσκολία να την εκφράσεις. πονεί. Έτσι πρέπει για να είσαι σωστός. […] Δύσκολο που είναι ν’ αποκοπείς από την περασμένη ζωή, που έφτιαξε ωστόσο αυτό το πράγμα που είσαι συ, τώρα. βασανιστική προσπάθεια», Γιώργος Σεφέρης, Μέρες, τ. Θ΄, ό.π., 73-74 (εγγραφή: 27.10.1964).