Χάρτης θαλάσσης

Για απο­φυ­γή της τρι­κυ­μιώ­δους πραγ­μα­τι­κό­τη­τας και προ­σέγ­γι­ση σε στε­ριές ποι­η­τών, από αυ­τές τις σε­λί­δες πα­ρου­σιά­ζο­νται ποι­η­τές της Ιβη­ρι­κής χερ­σο­νή­σου και της Λα­τι­νι­κής Αμε­ρι­κής.

ΡΕΪΝΑ ΜΑΡΙΑ ΡΟΔΡΙΓΕΣ

250X250Dimitr3

Από τη Λα Γουάι­ρα της Βε­νε­ζου­έ­λας πή­ρα το πλοίο για Κού­βα. Διά­λε­ξα αυ­τό που ακο­λου­θού­σε κα­θα­ρή πο­ρεία, δη­λα­δή, εσω­τε­ρι­κά της Κα­ραϊ­βι­κής, μα­κριά από παρ­θέ­νους νή­σους, εξω­τι­κά νη­σιά, πα­ρα­δεί­σια νη­σιά και φο­ρο­λο­γι­κούς πα­ρα­δεί­σους. Απο­βι­βά­στη­κα, βε­βαί­ως, στην Αβά­να, το με­γά­λο λι­μά­νι, τη με­γά­λη πό­λη με τα πο­λύ­χρω­μα σπί­τια και τους φι­λό­ξε­νους αν­θρώ­πους, τη βα­σί­λισ­σα της Κα­ραϊ­βι­κής.
Ίσως γι’ αυ­τό, όπως δεν άρ­γη­σα να δια­πι­στώ­σω, πολ­λές γυ­ναί­κες έφε­ραν το όνο­μα Ρέι­να, βα­σί­λισ­σα. Ρέι­να, φώ­να­ζε κά­ποιος και γυρ­νού­σαν προς το μέ­ρος του πέ­ντε γυ­ναί­κες του δρό­μου. Ρεϊ­νί­τα, φώ­να­ζε η γε­ρο­δε­μέ­νη μι­γά­δα και μια κο­πε­λί­τσα έτρε­χε στην αγκα­λιά της. Μά­μα Ρέι­να, χαι­ρε­τού­σαν οι πε­ρα­στι­κοί τη γε­ρό­ντισ­σα που κα­θό­ταν στο πλα­τύ­σκα­λο και τύ­λι­γε ένα πού­ρο κυ­λώ­ντας το πά­νω στον μη­ρό της. Αλ­λά κι εγώ μια Ρέι­να ανα­ζη­τού­σα. Μου εί­παν πως θα την έβρι­σκα στην οδό Άνι­μας. Ρώ­τη­σα στην αρ­χή του δρό­μου και μου έδει­ξαν μα­κριά μια τα­ρά­τσα. Η απο­ρία επι­βρά­δυ­νε το βή­μα μου κι όταν, επι­τέ­λους, έφτα­σα, ο θυ­ρω­ρός μού ανα­κοί­νω­σε: «Η κυ­ρία Ρέι­να Μα­ρία Ρο­δρί­γες σας πε­ρι­μέ­νει. Μου ζή­τη­σε να σας συ­νο­δεύ­σω ως επά­νω». «Με πε­ρι­μέ­νει;
Πώς…;» Και πριν ολο­κλη­ρώ­σω την ερώ­τη­ση, ο άντρας μού απά­ντη­σε: «Ένα παι­δί με ει­δο­ποί­η­σε». Οι τοί­χοι της σκά­λας ήταν γε­μά­τοι φω­το­γρα­φί­ες. Τις κοί­τα­ζα, κα­θώς ανέ­βαι­να ακο­λου­θώ­ντας τον θυ­ρω­ρό, και προ­σπα­θού­σα να κα­τα­λά­βω. «Έφυ­γαν όλοι» με αιφ­νι­δί­α­σε εκεί­νη από την κο­ρυ­φή. «Μου έμει­ναν μό­νο τα κα­δρά­κια τους στους τοί­χους. Μια διαρ­ροή που δη­μιουρ­γεί πο­λύ με­γά­λο κε­νό. Δεν μπο­ρώ να αντι­κα­τα­στή­σω τους αν­θρώ­πους για­τί οι άν­θρω­ποι εί­ναι ανα­ντι­κα­τά­στα­τοι».

Ένα κορίτσι τρελό σαν τα πουλιά

ένα πα­ρά­ξε­νο πλά­σμα ήρ­θε
να μοι­ρα­στεί το δω­μά­τιό μου στο σπί­τι…
ένα κο­ρί­τσι τρε­λό σαν τα που­λιά.
Ντύ­λαν Τό­μας

χώ­ρος της πόρ­τας μου
ένα τρε­λό κο­ρί­τσι μπαί­νει στο δω­μά­τιό μου
δεν εί­μαι πια εγώ
του δα­νεί­ζω τού­το το κε­φά­λι
ένα κε­φά­λι μαυ­ρι­σμέ­νο στη λι­μνού­λα του κα­θρέ­φτη.
εί­ναι αυ­τό που έρ­χε­ται;
με μια αλ­λα­γή κα­πέ­λου θ’ αγ­γί­ξει τα φτε­ρά
την ηρε­μία του τη θλί­ψη του.
χώ­ρος της πόρ­τας μου
ανά­με­σα στον λα­βύ­ριν­θο και στην αντι­στρο­φή βρι­σκό­μουν μό­νη
γι’ αυ­τό χρειά­στη­κε να το επι­νο­ή­σω
να του φο­ρέ­σω τού­τα τα πα­πού­τσια
και να το κά­νω να βα­δί­ζει πά­νω μου.
η ει­κό­να από την οποία γεν­νιέ­ται κα­νείς εί­ναι ο μό­νος τρό­πος
για να γεν­νη­θεί δύο φο­ρές.
θα έρ­θει κά­ποιος αρ­γό­τε­ρα και θα το πά­ρει;
θα ανα­πη­δή­σει από το βά­θος όπου κρύ­βε­ται
αυ­τό που θα επι­ζή­σει και πά­λι
αυ­τό που ήρ­θε και δεν ξέ­ρει πού βρί­σκε­ται;
το κο­ρί­τσι που άρ­χι­σε εντός
τε­λεί­ω­σε τον χρό­νο του σκο­πού του:
αυ­τός ο σκο­τει­νός θά­λα­μος αυ­τή η στιγ­μή όπου πί­σω από τον φα­κό
ή ανά­με­σα στον φα­κό και σ’ εμέ­να
ήταν το μά­τι του η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα πο­τέ ού­τε η βε­βαιό­τη­τα
γι’ αυ­τό χρειά­στη­κε να το επι­νο­ή­σω
χω­ρίς να ξέ­ρω δί­χως να θέ­λω.
χώ­ρος της πόρ­τας μου
έχω τα δά­χτυ­λα άγρια πη­γαί­νο­ντας τό­σο κό­ντρα στο νε­ρό
για να στη­ρί­ξω αυ­τό που καί­ει και φλέ­γε­ται
θα έρ­θει επι­τέ­λους; Μπο­ρώ να πλάσ­σω αυ­τή την επι­νό­η­ση
για να κα­θί­σω και πά­λι μπρο­στά στα που­λιά μου
ένα τρε­λό κο­ρί­τσι στον κα­θρέ­φτη.
ας το αφή­σου­με να προ­σποι­η­θεί
κι­νεί­ται με πεί­θει
αφή­στε το να τρέ­ξει και νε­κρή η σκιά του κό­ντρα στο πο­τά­μι
που αυ­τό δη­μιουρ­γεί και που εμ­φα­νί­ζε­ται και φεύ­γει
θα με οδη­γή­σει άρα­γε ως το τέ­λος;
απο­κοι­μή­θη­κε πά­νω στο γό­να­το και στον μύ­θο του
έτσι εί­ναι. στο μέ­ρος που βρή­κα έπε­σα πά­νω
στο φό­ρε­μα που άφη­σε άδειο
και το ξα­νά­φε­ρα
χω­ρίς εμέ­να χω­ρίς αυ­τή που υπήρ­ξα.
χώ­ρος της πόρ­τας μου
δα­νει­κός λα­βύ­ριν­θος. εγώ σπάω κα­ρύ­δια με τα πό­δια.
ξα­να­φέ­ρ’ το κύ­ριε και να μοιά­ζει
μ’ αυ­τό ακρι­βώς που ήθε­λα όταν το επι­νο­ού­σα.

Τα νησιά

κοί­τα τα και μην τα πα­ρα­βλέ­πεις.
τα νη­σιά εί­ναι κό­σμοι φα­νε­ροί.
κυ­λά­νε στη μο­να­ξιά τους από στε­ριά χω­ρίς ρί­ζα.
στη σιω­πή του νε­ρού μια κη­λί­δα
έχο­ντας αγκυ­ρο­βο­λή­σει μο­νά­χα εκεί­νη τη φο­ρά
και ενα­πο­θέ­σει τα υπο­λείμ­μα­τα της τρι­κυ­μί­ας και τις ρι­πές
πά­νω στα κύ­μα­τα.
εδώ τα κοι­μη­τή­ρια εί­ναι μι­κρά και όμορ­φα
και βρί­σκο­νται πέ­ρα από τις τε­λε­τές.
έκα­να μπά­νιο για να κα­θί­σω στη χλόη
εί­ναι η πε­ριο­χή της ομί­χλης
όπου συμ­βαί­νουν οι αντι­κα­το­πτρι­σμοί
και ξα­να­γε­λάω.
δεν ξέ­ρω αν εί­σαι εδώ ή αν εί­ν’ ο κίν­δυ­νος
αρ­χί­ζω να εί­μαι ελεύ­θε­ρη ανά­με­σα σ’ αυ­τά τα όρια
που εναλ­λάσ­σο­νται:
σί­γου­ρα θα ξη­με­ρώ­σει.
τα νη­σιά εί­ναι κό­σμοι φα­νε­ροί
που κα­λύ­πτουν την κού­ρα­ση στους υπο­κι­νη­τές της ηρε­μί­ας
ξέ­ρω πως μό­νο μέ­σα μου υπήρ­χε η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα εκεί­νη τη φο­ρά
ένα διά­λειμ­μα ανά­με­σα σε δύο χρό­νους
κομ­μέ­να στη θά­λασ­σα
εί­μαι ριγ­μέ­νη σ’ ένα μέ­ρος ακό­μα πιο αμυ­δρό
τα κο­ρί­τσια που θα ξα­να­γί­νουν νέα
ενά­ντια στη σο­φία και την ακαμ­ψία όσων γέ­ρα­σαν
χω­ρίς τις κι­νή­σεις και τις συ­σπά­σεις της θά­λασ­σας
τα νη­σιά εί­ναι κό­σμοι φα­νε­ροί κη­λί­δες αλα­τιού
άλ­λη γυ­ναί­κα ριγ­μέ­νη κα­τα­πά­νω μου που δε γνω­ρί­ζω
μο­νά­χα τη μι­κρή ζωή
τη χω­ρίς βια­σύ­νη ευ­γνω­μο­σύ­νη των νη­σιών εντός μου.

Μαύρα μάτια

Ι
Δεν ήταν ο πα­τέ­ρας μου με τα φαρ­διά του πα­ντε­λό­νια από λευ­κό λι­νό.
Ήταν ο Μαρ­τσέ­λο Μα­στρο­γιά­νι
με τα μαλ­λιά του μαύ­ρα ακό­μα, μια φράν­τζα χτε­νι­σμέ­νη προς τα πί­σω,
α λα Έλ­βις.
Χα­μό­γε­λο λε­πτών χει­λιών, πά­νω, οι μα­κριές ίσιες βλε­φα­ρί­δες,
η κο­κε­τα­ρία του.
Πε­ρι­μέ­νει κά­ποιος ένα από­λυ­το δό­σι­μό του
και το πρό­σω­πο, κα­τό­πιν, μας απα­τά,
για­τί δε φεύ­γει εκ νέ­ου σε ανα­ζή­τη­ση
εκεί­νης της Ρω­σί­δας
(πριν την εί­χε ανα­ζη­τή­σει στην Πε­τρού­πο­λη,
τό­σο μα­κριά!
θα σή­κω­νε όλες τις πέ­τρες για να τη βρει).
Τώ­ρα, έχει μπαρ­κά­ρει ως σερ­βι­τό­ρος
απο­ποιού­με­νος το πα­ρελ­θόν του και την πί­στη του.
Τό­τε, ανα­κά­λυ­ψα, πως δεν ήταν ο πα­τέ­ρας μου
-εκεί­νος θα έφτα­νε στα πέ­ρα­τα του κό­σμου για τη Ρω­σί­δα.
Εκεί­νος, «που όλα τ’ άντε­χε από αγά­πη», κα­θώς έλε­γε.
Οι τσιγ­γά­νοι συ­νέ­χι­ζαν να τρα­γου­δούν και να χο­ρεύ­ουν με τα κά­ρα τους
πά­νω στην υγρή στέ­πα:
«Πε­ρι­μέ­νε­τέ με! Πε­ρι­μέ­νε­τέ με!»
ήταν η τε­λευ­ταία κραυ­γή του προ­σώ­που.
Αλ­λά εκεί­νοι δε στα­μά­τη­σαν
(ού­τε κι εκεί­νη).
Μό­νο ο έρω­τας επι­στρέ­φει, γυ­ρί­ζει, με το ίδιο πλοίο
που τα­ξι­δεύ­ει για Αμε­ρι­κή
όπου εκεί­νη κρύ­βε­ται με το πέ­πλο της και την ομί­χλη
του πα­ρελ­θό­ντος
κι εκεί­νος της σερ­βί­ρει άλ­λο ένα πο­τή­ρι σα­μπά­νια
που μοι­ρά­ζο­νται στην πλώ­ρη.
Ο πα­τέ­ρας μου, τε­λι­κά, τ’ αφή­νει όλα
-και τη ζωή του, επί­σης- και νέ­ος ακό­μα,
ξα­να­βρί­σκει κά­τω από το νε­ρό
το πά­θος του.

ΙΙ
Όμως το νε­ρό ήταν ένα μι­κρό σκά­φος.
Ένα σκά­φος (χω­ρίς κα­μπί­νες) που τρα­μπα­λι­ζό­ταν,
με χυ­δαία μου­σι­κή από μπαρ στον βυ­θό, στο Κο­χί­μαρ
όπου κω­πη­λα­τού­σα­με πα­ρά το βα­θύ ρεύ­μα του πο­τα­μού
ο οποί­ος, ομό­φω­να, πά­νω στις στα­γό­νες,
έσερ­νε βούρ­κο
χω­ρίς να μας αντι­λη­φθεί, από τη δα­γκω­μα­τιά της πρά­σι­νης σμέρ­νας
κρυμ­μέ­νης στον βρά­χο
ο πα­τέ­ρας μου κι εγώ.
Εκεί­νος ύψω­νε τό­τε τη φω­νή του τό­σο δυ­να­τά
και μ’ αγκά­λια­ζε
όταν το νε­ρό έτρε­με πα­ρα­πά­νω απ’ όσο έπρε­πε.
Από τον βυ­θό, τα ψά­ρια ζή­λευαν το τρα­γού­δι
που λέ­γα­με
γνω­ρί­ζο­ντας
«ότι η επι­θυ­μία εί­ναι το άγνω­στο
και επί του αγνώ­στου δεν μπο­ρού­σα­με να έχου­με
κα­μιά φι­λο­δο­ξία» ού­τε εμπι­στο­σύ­νη.

ΙΙΙ
Έπει­τα, προ­σα­ραγ­μέ­νοι στη δεν­δρο­νη­σί­δα
μπαί­να­με στη θά­λασ­σα που εί­χε μια αι­σθη­τή γραμ­μή
ανά­με­σα στην κα­θα­ρό­τη­τα και τη βρο­μιά του πο­τα­μού
τό­σο έντο­νη στο όριο σαν την ψευ­δαί­σθη­ση
ότι όλα θα τα κά­να­με μα­ζί στη ζωή
πα­ρά το αλ­λαγ­μέ­νο εκεί­νο χρώ­μα,
εκεί­νη την επο­χή κυ­κλο­φο­ρί­ας
(όπως υπήρ­ξαν πά­ντα οι επο­χές κε­νές).
Αλ­λά, στη συ­νέ­χειά της, η ζωή μάς χώ­ρι­σε
αφή­νο­ντάς τον για μια Κυ­ρια­κή, τον Μάρ­τιο,
πρό­σω­πο στην ται­νία που τον θυ­μί­ζει
ως Ιτα­λό ηθο­ποιό
πα­τέ­ρα κό­ρης χω­ρίς πα­τέ­ρα ή αδερ­φό,
φί­λοι που έφυ­γαν επί­σης με την άμπω­τη
κό­ντρα στο πη­γαι­νέ­λα μιας μι­κρής βάρ­κας
που τη φυ­λάω χρό­νια κά­τω από μια μι­κρή σκιά
προ­στα­τεύ­ο­ντας ακό­μα την κό­ρη μου
για να την αφή­σω εκεί, στο ύπαι­θρο,
και στην απλω­σιά,
στην εγκα­τά­λει­ψη μιας χώ­ρας που εί­ναι μια βάρ­κα, ένα νη­σί,
όπου όλοι φεύ­γουν χω­ρίς επι­στρο­φή
όπως στην ται­νία.

IV
Έπει­τα, δεν ήξε­ρα τι να κά­νω με τη νο­σταλ­γία της θά­λασ­σας
(λέ­ξη τρυ­φε­ρή, λε­πτή)
ανί­κα­νη να συ­νερ­γα­στώ με την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα
που κα­δρά­ρει σαν θλι­βε­ρή κορ­νί­ζα, όλα αυ­τά
με τα οποία οχυ­ρώ­νε­ται κα­νείς και ξε­φορ­τώ­νε­ται
κά­ποιον
χω­ρίς να εί­ναι το­πίο ή ενα­τέ­νι­ση
ανά­με­σα σε θο­λές γραμ­μές, υπνο­βα­τι­κά πλοία,
μνή­μες
που δε θέ­λουν να πε­θά­νουν σαν αυ­τά τα ψά­ρια
τα εύ­θραυ­στα και κρύα στα πό­δια τους.

V
Η πέ­τρα εί­χε όψη πο­λι­κής αρ­κού­δας από τη μια με­ριά
κι έμοια­ζε σα­πού­νι από την άλ­λη.
Τη βρή­κα­με στη Σά­ντα Φε
μπαί­νο­ντας το κα­λο­καί­ρι
ο πα­τέ­ρας μου, ο αδερ­φός μου κι εγώ.
Ήταν η τε­λευ­ταία μέ­ρα που κο­λυ­μπή­σα­με μα­ζί
σ’ εκεί­νη τη βρα­χώ­δη πα­ρα­λία.
Βλέ­πω ακό­μα τον πα­τέ­ρα μου με τα κύ­μα­τα ως τα γό­να­τα
τό­σο ευ­χα­ρι­στη­μέ­νο να μας λέ­ει: «πά­ντα να έρ­χο­νται εδώ
όταν εγώ δε θα εί­μαι».
Εκεί­νο το από­γευ­μα μα­ζέ­ψα­με την πέ­τρα που εί­χε γί­νει πλά­κα του.
Το σα­πού­νι δια­λύ­θη­κε σε μι­κρά σω­μα­τί­δια
λεια­σμέ­να
από την επι­μο­νή της χρή­σης
και η αρ­κού­δα έγι­νε ξαφ­νι­κά ένα ζώο πα­ρά­ξε­νο,
αγνώ­ρι­στο
και ει­ρη­νι­κό.
Δεν ξα­να­γυ­ρί­σα­με πο­τέ στη Σά­ντα Φε!



Ρέι­να Μα­ρία Ρο­δρί­γες [Reina María Rodríguez] (Αβά­να, 1952). Κου­βα­νή ποι­ή­τρια, κο­ρυ­φαία της γε­νιάς της και δι­κη­γό­ρος. Έχει εκ­δώ­σει πά­νω από δέ­κα βι­βλία ποί­η­σης. Έχει γρά­ψει, επί­σης, πρό­ζα και μυ­θι­στό­ρη­μα. Για το έρ­γο της έχει απο­σπά­σει τα βρα­βεία Χου­λιάν δε Κα­σάλ (1980, 1983), Κά­σας δε λας Αμέ­ρι­κας (1984, 1998), Κρα­τι­κό βρα­βείο Κρι­τι­κής (1992, 1995, 2000, 2001), Βρα­βείο Ίτα­λο Καλ­βί­νο (2004), Κρα­τι­κό βρα­βείο Λο­γο­τε­χνί­ας (2013) και Πά­μπλο Νε­ρού­δα (2014). Έχει, επί­σης, τι­μη­θεί στην Κού­βα με τη Διά­κρι­ση για τον Εθνι­κό Πο­λι­τι­σμό (1988) και το Με­τάλ­λιο Αλέ­χο Καρ­πε­ντιέρ (2002) και στη Γαλ­λία με τον τί­τλο του Ιπ­πό­τη Γραμ­μά­των και Τε­χνών (1999).


ΒΙ­ΒΛΙΟ­ΓΡΑ­ΦΙΑ
Armando Romero, Una gravedad alegre, Antología de poesía latinoamericana al siglo XXI, εκδ. Difácil, Βα­λια­δο­λίδ, 2007
Dos poemas inéditos de Reina María Rodríguez
, LL Journal, PhD Program in Latin American, Iberian and Latino Cultures, The City University of New York 
Las azoteas de los escritores
, elpais.com/diario/2007/03/03/babelia/1172882350_850215.html

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: