Χάρτης Θαλάσσης

Για απο­φυ­γή της τρι­κυ­μιώ­δους πραγ­μα­τι­κό­τη­τας και προ­σέγ­γι­ση σε στε­ριές ποι­η­τών, από αυ­τές τις σε­λί­δες πα­ρου­σιά­ζο­νται ποι­η­τές της Ιβη­ρι­κής χερ­σο­νή­σου και της Λα­τι­νι­κής Αμε­ρι­κής.

ΛΟΥΙΣ ΕΝΡΙΚΕ ΜΠΕΛΜΟΝΤΕ

Dimirouka2

Από τη Φορ­τα­λέ­ζα της Βρα­ζι­λί­ας εί­πα ν’ ανε­βώ προς την Κα­ραϊ­βι­κή, για την πο­λύ­πα­θη Βε­νε­ζου­έ­λα. Το πλοίο έδε­σε στη Λα Γουάι­ρα, επί­νειο του Κα­ρά­κας. Ανα­ζη­τώ­ντας κα­τά­λυ­μα, βρέ­θη­κα στο ξε­νο­δο­χείο “Las quince letras” [«Τα δε­κα­πέ­ντε γράμ­μα­τα»]. Ο νους μου έτρε­ξε στην αγα­πη­μέ­νη μου μα­δρι­τι­νή συ­νοι­κία El barrio de las Letras [Η συ­νοι­κία των Γραμ­μά­των] και αυ­θόρ­μη­τα έκα­να στον εαυ­τό μου την ερώ­τη­ση: «Λες να έχει βγά­λει και η Λα Γουάι­ρα τό­σους πολ­λούς αν­θρώ­πους των γραμ­μά­των που τα δε­κα­πέ­ντε να αντι­στοι­χούν σε ισά­ριθ­μους ποι­η­τές;»
Πέ­ντε αστέ­ρων το ξε­νο­δο­χείο, διέ­θε­τε όλα τα κομ­φόρ και, φυ­σι­κά, WiFi. Άρ­χι­σα την ανα­ζή­τη­ση αλ­λά, μό­λις έφτα­σα στον δέ­κα­το ποι­η­τή, ακού­στη­κε η ανα­κοί­νω­ση: «Ενη­με­ρώ­νου­με τους εκλε­κτούς ενοί­κους του ξε­νο­δο­χεί­ου μας ότι εντός ολί­γου, στο αί­θριο κά­τω από τον εξω­τι­κό ου­ρα­νό της Κα­ραϊ­βι­κής, το κουαρ­τέ­το Κα­ρά­κας θα μας προ­σφέ­ρει την αξέ­χα­στη εμπει­ρία να λι­κνι­στού­με με ευ­ρω­παϊ­κούς ρυθ­μούς και ν’ απο­λαύ­σου­με τη βρα­διά μ’ ένα κο­κτέιλ Σιέ­λο κα­ρι­μπέ­νιο [Ου­ρα­νός Κα­ραϊ­βι­κής]».
Πα­ρό­λο που δεν πί­νω αλ­κο­όλ και ού­τε με συ­γκι­νεί η έν­νοια του εξω­τι­κού, ο όλος συν­δυα­σμός μού φά­νη­κε από μό­νος του ένα πα­ρά­ξε­νο κο­κτέιλ και απο­φά­σι­σα να το δο­κι­μά­σω ακρο­θι­γώς. Δη­λα­δή, στά­θη­κα να πα­ρα­τη­ρώ από μιαν άκρη το ετε­ρό­κλη­το κοι­νό, μα γρή­γο­ρα το βα­ρέ­θη­κα και άλ­λα­ξα θέ­ση για να βλέ­πω τους μου­σι­κούς. Έπει­τα από λί­γο το βλέμ­μα μου καρ­φώ­θη­κε σ’ αυ­τόν με το βιο­λί. Δεν εί­χε τον ναρ­κισ­σι­σμό του καλ­λι­τέ­χνη, δεν προ­σπα­θού­σε να επι­βλη­θεί στον χώ­ρο. Φαι­νό­ταν σαν να έπαι­ζε για τον εαυ­τό του, σαν να ήταν το βαλ­σά­κι του Σο­πέν η δι­κή του εσω­τε­ρι­κή μου­σι­κή. Έμει­να έως το τέ­λος μό­νο γι’ αυ­τόν, για να τον γνω­ρί­σω, και δεν έκα­να λά­θος. Εί­δα στα μά­τια του τη γνω­στή αδιέ­ξο­δη με­λαγ­χο­λία. Μεί­να­με να κου­βε­ντιά­ζου­με έως το πρωί, κι όταν εκεί­νος έφυ­γε, έτρε­ξα στο δω­μά­τιό μου και βάλ­θη­κα να με­τα­φρά­ζω ποι­ή­μα­τά του. Ναι, δεν ήταν μό­νο μου­σι­κός. Δεν εί­ναι μό­νο μου­σι­κός και ψυ­χί­α­τρος. Εί­ναι και ποι­η­τής. Εί­ναι ο Λουίς Εν­ρί­κε Μπελ­μό­ντε.

Πόσες φορές χρειάζεται να πεθάνει ένας άνθρωπος για να είναι νεκρός;

Ανέ­κα­θεν λέ­νε ότι πε­θαί­νει κα­νείς δύο φο­ρές:
την πρώ­τη φο­ρά, και με­τά τη δεύ­τε­ρη όταν κά­ποιος
βρί­σκει μια φω­το­γρα­φία σου και πια δεν ξέ­ρει ποιος εί­σαι.

Κρι­στιάν Μπολ­ταν­σκί

Εί­ναι γνω­στό πως ένα πτώ­μα, ένα πτώ­μα υγιές
με τις κα­λύ­τε­ρες προ­θέ­σεις,
πρέ­πει να δε­χτεί δια­δο­χι­κές φτυα­ριές και πιο γε­ρές
απ’ ό,τι από τα φτυά­ρια των νε­κρο­θα­φτών του. Εί­ναι οι φτυα­ριές
των μι­κρών πα­ρα­με­λή­σε­ων: η ανταλ­λα­γή ρού­χων
και φω­το­γρα­φιών του απο­βιώ­σα­ντος
για με­ρι­κά νο­μί­σμα­τα στην αγο­ρά των ψύλ­λων.
Εί­ναι γνω­στό πως ένα κα­λό σά­βα­νο φτιά­χνε­ται
από δια­δο­χι­κούς θα­νά­τους, από δια­δο­χι­κές ασυμ­φω­νί­ες
μπρο­στά στον κα­θρέ­φτη κά­ποιου ασαν­σέρ.
Θα εί­ναι γι’ αυ­τό που θα πε­θά­νου­με διά­φο­ρες φο­ρές
έχο­ντας ήδη πε­θά­νει σε κά­θε ύπνο,
σε κά­θε μπα­νιέ­ρα, σε κά­θε γω­νιά.
Θα εί­ναι γι’ αυ­τό που κοι­τά­ζω μια πα­λιά φω­το­γρα­φία κι ανα­ρω­τιέ­μαι
πώς κα­τέ­λη­ξαν να εί­ν’ ανώ­νυ­μα
αυ­τά τα πρό­σω­πα που πια κα­νείς δεν τα ζη­τά­ει.

Απ’ τον αέρα στον αέρα

Ήταν σο­φή η από­φα­σή τους, αν και πο­τέ δεν το έμα­θαν.
Ήταν το λά­λη­μα του πε­τει­νού
που έσκι­ζε τις κουρ­τί­νες.
Ήταν ν’ αφή­σουν πί­σω, πά­νω σε μια κλί­νη σκε­πα­σμέ­νη με μού­σκλια,
τα ανέ­πα­φα σώ­μα­τα στη μνή­μη.
Κι έπρε­πε να φύ­γουν.
    Ακό­μα δεν εί­χαν έρ­θει οι βρο­χές
που θα πα­ρά­σερ­ναν στο πέ­ρα­σμά τους
υπο­σχέ­σεις, χρη­σι­μο­ποι­η­μέ­να σπίρ­τα και πε­ρι­τυ­λίγ­μα­τα.

Κι έπει­τα
από εξή­ντα τέσ­σε­ρις μέ­ρες, με τις νύ­χτες τους και τα φεγ­γά­ρια τους,
άνοι­ξαν τα πα­ρά­θυ­ρα, χα­σμου­ρή­θη­καν οι βρύ­σες,
το πρω­ι­νό φως ξα­να­κά­θι­σε πά­νω στον κά­κτο.
Τα μα­ρα­μέ­να μα­ρού­λια κι οι ξι­νι­σμέ­νες σάλ­τσες στο ψυ­γείο
ανταλ­λά­χτη­καν σ’ ένα πα­λια­τζί­δι­κο
μ’ ένα κα­πέ­λο σε σχή­μα μα­νι­τα­ριού.
Οι κα­μέ­νες λά­μπες
το­πο­θε­τή­θη­καν ως προ­σφο­ρά θυ­σί­ας
στον βω­μό ενός θε­ού εθι­σμέ­νου στα βαρ­βι­του­ρι­κά.
Όλα τα πράγ­μα­τα αε­ρί­στη­καν στην αυ­λή
κι ένας μι­κρός άνε­μος σή­κω­σε
τη λου­λου­δά­τη φού­στα του στους αέ­ρη­δες.

Υπήρ­χε ανά­γκη που­λιού.
Γι’ αυ­τό ένα σπουρ­γί­τι, στο περ­βά­ζι
του πα­ρα­θυ­ριού, κα­τα­χώ­ρι­σε
μια οδυ­νη­ρή με­τα­φο­ρά πα­λιών πραγ­μά­των και απορ­ρί­ψε­ων.
Το σπουρ­γί­τι τι­νά­χτη­κε
και πα­ρα­δό­θη­κε, όπως ο έρω­τας, ανά­λα­φρο στον άνε­μο
για να πά­ει από κλα­δί 
σε κλα­δί, από το ένα πα­ρά­θυ­ρο
στο άλ­λο, απ’ τον αέ­ρα
στον αέ­ρα.

Ας κάνουμε επιθεώρηση

Για να δού­με, ας κά­νου­με επι­θε­ώ­ρη­ση: εκεί εί­ναι τα οι­κεία πράγ­μα­τα
με τη συ­νή­θεια στη ρά­χη, απο­θη­κεύ­ο­ντας πα­λιές μνη­σι­κα­κί­ες
που έχου­με ήδη ξε­χά­σει. Το τρα­πέ­ζι και η επι­φά­νειά του
και οι ανί­κη­τες φθο­ρές του, επί­σης ο κα­θρέ­φτης
του πρώ­του φι­λιού κα­μω­μέ­νος κομ­μά­τια και το κλεί­στρο ενός φα­κέ­λου
που από φό­βο πο­τέ δεν ανοί­ξα­με. Οι σκιές, για να δού­με,
οι σκιές κι οι θλι­βε­ρές χει­ρο­νο­μί­ες τους,
σαν κά­ποιου εξα­πα­τη­μέ­νου θε­ού.

Οι υπο­σχέ­σεις φεύ­γουν από έναν στε­νό διά­δρο­μο
και κρύ­βο­νται σ’ ένα ση­μείο όπου το φως επι­στρέ­φει με­τα­νιω­μέ­νο.

Όλα εί­ναι σε ηρε­μία, σ’ αυ­τή την ηρε­μία
που μας προ­σφέ­ρει η πα­ραί­τη­ση από απώ­λεια, όμως ακρι­βώς,
τι εί­ν’ αυ­τό που μας έχει ξε­φύ­γει και προ­σπα­θού­με να το ξα­να­βρού­με
απλώς από τη μα­ταιο­δο­ξία να ξα­να­στή­σου­με τη μνή­μη
με τον τρό­πο μιας πο­λύ προ­σε­κτι­κής στρα­τη­γι­κής
ώστε να στο­χεύ­σει το νε­ρό των μα­τιών
στη λύ­ση του κλά­μα­τος στα κρυ­φά;

Ας κά­νου­με επι­θε­ώ­ρη­ση, να δού­με τις μειώ­σεις, τα πο­λε­μο­φό­δια,
τους ετοι­μο­θά­να­τους, τις κα­τα­πό­σεις,
όλα αυ­τά που σω­ρεύ­ο­νται σαν υπο­λείμ­μα­τα,
σαν σιω­πη­ρή αξί­ω­ση για τη μη προ­φερ­θεί­σα λέ­ξη,
για την άκαι­ρη κί­νη­ση του σώ­μα­τος, για το βι­βλίο
ή το χέ­ρι που δε σφί­ξα­με εγκαί­ρως
όταν ήταν επεί­γου­σα ανά­γκη να το κά­νου­με.

Μια μα­τιά στα θραύ­σμα­τα της κα­τα­στρο­φής, ένα κλεί­σι­μο μα­τιού
στα απο­μει­νά­ρια της ελά­χι­στης εσπε­ρι­νής πα­νω­λε­θρί­ας,
μια δια­κρι­τι­κή υπό­κλι­ση στους δω­δε­κα­φω­νι­κούς ήχους
για να τρο­μά­ξει τον χρό­νο, τον χρό­νο που κα­τά τα άλ­λα κά­νει το δι­κό του
και δεν έχει μέ­τρο ού­τε ευ­θύ­νη
γι’ αυ­τά τα σκου­πί­δια πά­νω στο τρα­πέ­ζι και την επι­φά­νειά του
και τις ανί­κη­τες φθο­ρές του.

Οι Κυριακές

Τις Κυ­ρια­κές κα­θέ­νας πε­θαί­νει λι­γά­κι. Εξ ου κι ο φό­βος
την ώρα που επι­μη­κύ­νο­νται τα αρ­γά λε­πτά,
τα ανυ­πό­μο­να, της νύ­χτας. Κι εί­ναι τα απο­μει­νά­ρια
του ναυα­γί­ου της εβδο­μά­δας: το θυ­μω­μέ­νο βλέμ­μα του ει­σπρά­κτο­ρα,
οι προ­σφο­ρές, σ’ εκεί­να τα αι­σχρά πρα­κτο­ρεία, για τα­ξί­δια απί­θα­να
σε πα­ρα­δεί­σια νη­σιά του Ει­ρη­νι­κού,
η ρου­τί­να του εγκλή­μα­τος στις σε­λί­δες συμ­βά­ντων, τα χρο­νι­κά,
τα δια­ζύ­για, το υγρό βλέμ­μα του άρ­ρω­στου σκυ­λιού,
το τρε­μού­λια­σμα ενός που­λιού σε κλου­βί που προ­αι­σθά­νε­ται 
την κα­τάρ­ρευ­ση του δι­πλα­νού, 
η ίδια γριού­λα ντυ­μέ­νη πέν­θι­μα βρί­ζει τον μα­νά­βη.
Απο­μει­νά­ρια της εβδο­μά­δας που σω­ρεύ­ο­νται στη θρά­κα του πα­νι­κού,
πα­νι­κός να φα­ντά­ζε­ται κα­νείς ότι πε­θαί­νει λι­γά­κι με τα από­βλη­τα
μιας εβδο­μά­δας ίδιας με τις άλ­λες, χω­ρίς και­νο­το­μία εμπρός
και χω­ρίς να χτυ­πά­νε οι κα­μπά­νες.

Ακού­γε­ται ο θό­ρυ­βος από τραν­ζί­στορ αναμ­μέ­να για κά­θε χτύ­πο,
για κά­θε εθι­μο­τυ­πι­κό κη­δεί­ας στην ψεύ­τι­κη σι­γα­λιά της νύ­χτας
αυ­τής της Κυ­ρια­κής που κοι­τά­με τον ου­ρα­νό να πε­ρι­μέ­νει κά­ποιο σή­μα,
κά­τι που να σπά­σει την εξου­θε­νω­τι­κή τά­ση εξα­φά­νι­σης
γνω­ρί­ζο­ντας ότι την επό­με­νη μέ­ρα τί­πο­τα δε θα έχει συμ­βεί
και το προη­γού­με­νο θα έχει λη­σμο­νη­θεί με ένα πε­ρα­σμέ­να ξε­χα­σμέ­να
πο­λύ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό της αδιά­ντρο­πης κι απα­τη­λής αι­σιο­δο­ξί­ας
των ημε­ρών που συν­θέ­τουν το ερ­μά­ρι
της εβδο­μά­δας που έρ­χε­ται.

Σύντροφος ασθενής

Σύ­ντρο­φος Ασθε­νής ξα­πλω­μέ­νος
ακού­ει τα κλα­ψου­ρί­σμα­τά μας
με τα χέ­ρια σταυ­ρω­μέ­να στο στή­θος:

Λέ­ει πως πλη­σιά­ζει κιό­λας το ξη­μέ­ρω­μα.
Λέ­ει να κοι­μη­θού­με λι­γά­κι
πριν έρ­θει ο Τραυ­μα­τιο­φο­ρέ­ας [σέρ­νο­ντας το φο­ρείο
που πα­ρα­παί­ει].
Λέ­ει πως όταν τα πράγ­μα­τα πη­γαί­νουν άσχη­μα
σε κά­ποιον ξε­χνά­ει ότι μπο­ρεί να πά­νε και χει­ρό­τε­ρα.
Να βρε­θού­με σε πλή­ρη Κα­τά­βα­ση.
Να πε­ρι­μέ­νου­με ώσπου να χα­μη­λώ­σουν τα φλά­ου­τα
και να χα­ρα­χτούν ξα­νά οι Γραμ­μές Του Κό­σμου.

Σύ­ντρο­φος Ασθε­νής ορ­γα­νώ­νει πα­ρά­νο­μα στοι­χή­μα­τα
όπου ει­σπράτ­τουν και πλη­ρώ­νουν με σταυ­ρό­λε­ξα χρη­σι­μο­ποι­η­μέ­να
θερ­μό­με­τρα-άδεια μπου­κα­λά­κια-νυ­χο­κό­πτες-κου­μπιά πι­τζά­μας.

Σύ­ντρο­φος Ασθε­νής μοι­ρά­ζε­ται την κρέ­μα του
και φυ­λά­ει κά­τω από ένα στρώ­μα
κομ­μά­τια μαύ­ρου ψω­μιού και απο­τσί­γα­ρα
για τις δύ­σκο­λες μέ­ρες:

[Και δα­νεί­ζει την κου­βέρ­τα του
στον νε­ο­φερ­μέ­νο
μέ­σα σε κι­νού­με­νες σκιές].

Σύ­ντρο­φος Ασθε­νής εί­ναι ο αντι­πρό­σω­πός μας
όταν εί­ναι ν’ απο­φα­σί­σου­με το με­νού των Χρι­στου­γέν­νων:

[Για­τί κου­ρά­ζε­ται κα­νείς με τό­ση άνο­στη φτε­ρού­γα.
Για­τί απαι­τού­με μια αλ­λα­γή στο χρώ­μα του ζε­λέ.
Για­τί ονει­ρευό­μα­στε κα­ρα­μέ­λες που να μην εί­ναι χω­ρίς θερ­μί­δες.
Ή ένα απορ­ρυ­πα­ντι­κό που να μη μυ­ρί­ζει φορ­μαλ­δε­ΰ­δη.
Και να χα­μη­λώ­σουν την έντα­ση της εν­δο­ε­πι­κοι­νω­νί­ας 
στη στά­ση των νο­σο­κό­μων.
Και οι θε­ρα­πευ­τές να τρί­βουν τα χέ­ρια τους
πριν τ’ ακου­μπή­σουν πά­νω μας].

Σύ­ντρο­φος Ασθε­νής έχει ένα σπρέι μυ­γο­κτό­νο κί­τρι­νο
και μας αρω­μα­τί­ζει όταν απο­συν­δε­ό­μα­στε
απο­μέ­νο­ντας να κοι­τά­με το τα­βά­νι
και μοι­ρά­ζει γα­λά­ζιες σα­κού­λες για τον εμε­τό
βά­ζο­ντάς τες σε ση­μείο που να τις φτά­νου­με
μό­λις έρ­θει η σει­ρά μας να απο­βάλ­λου­με [σύ­σπα­ση τη σύ­σπα­ση] 
τους φτω­χούς μας δαί­μο­νες.

Σύ­ντρο­φος Ασθε­νής λέ­ει
πως εί­ναι πο­λύ­χρω­μα φρά­κταλ 
οι Γραμ­μές Του Κό­σμου
παλ­μι­κά φώ­τα που λά­μπουν ξαφ­νι­κά
οι Γραμ­μές Του Κό­σμου:

Και λέ­ει ν’ αφή­σου­με τον τσα­κω­μό
για τα χά­πια που έπε­σαν στο δά­πε­δο.
Λέ­ει πως χρειά­ζε­ται να έχου­με υπο­μο­νή πά­νω απ’ όλα.
Πως το ξη­μέ­ρω­μα εί­ναι πια κο­ντά.
Να μη σκε­φτό­μα­στε άλ­λο πως η δια­με­τα­κό­μι­ση δεν εί­ναι μια απλή 
δια­με­τα­κό­μι­ση.

Να κοι­μη­θού­με λι­γά­κι
πριν έρ­θει ο Τραυ­μα­τιο­φο­ρέ­ας [σέρ­νο­ντας το φο­ρείο
που πα­ρα­παί­ει].

Σύ­ντρο­φος Ασθε­νής μοι­ρά­ζει καρ­πα­ζιές στο σβέρ­κο
ώστε να μά­θου­με να κα­τε­βά­ζου­με το κε­φά­λι:
Κι αν έχεις μια πλά­κα σα­πού­νι
λοι­πόν μοι­ρά­σου το σα­πού­νι σου.
Κι αν έχεις ένα σι­ρό­πι για τον βή­χα
λοι­πόν μοι­ρά­σου το σι­ρό­πι σου.
Κι αν μπή­κε μέ­σα σου το πνεύ­μα της Τί­γρης
λοι­πόν μη δα­γκώ­νεις το μα­ξι­λά­ρι του άλ­λου.
Κι αν μπή­κε μέ­σα σου το πνεύ­μα του Φι­διού
λοι­πόν μη γί­νε­σαι πά­ρα πο­λύ σι­βυλ­λι­κός.

Κι αν έχεις μια μα­ρά­κα
λοι­πόν μοι­ρά­σου τη μα­ρά­κα σου
μ’ αυ­τόν που έχει ανά­γκη να την κρού­σει
για να αναγ­γεί­λει την επό­με­νη πτή­ση.

Σύ­ντρο­φος Ασθε­νής δια­χει­ρί­ζε­ται την μπο­γιά
την ώρα που κλεί­νουν την εν­δο­ε­πι­κοι­νω­νία 
στη στά­ση των νο­σο­κό­μων
κι οι θε­ρα­πευ­τές βλέ­πουν ορά­μα­τα
να τους κυ­νη­γά­νε
τα ίδια τους τα νυ­στέ­ρια.

Την ώρα του Μπού­φου
Σύ­ντρο­φος Ασθε­νής δια­χει­ρί­ζε­ται την μπο­γιά
με την οποία θα βά­ψου­με και πά­λι
τις Γραμ­μές Του Κό­σμου:

Και λέ­ει να κοι­τά­με μέ­σα.
Για­τί εί­ναι πια κο­ντά το ξη­μέ­ρω­μα.
Για­τί πά­νω απ’ όλα χρειά­ζε­ται να έχου­με υπο­μο­νή.
Να μη σκε­φτό­μα­στε άλ­λο πως η δια­με­τα­κό­μι­ση δεν εί­ναι μια απλή 
δια­με­τα­κό­μι­ση.

Να κοι­μη­θού­με λι­γά­κι
πριν έρ­θει ο Τραυ­μα­τιο­φο­ρέ­ας [σέρ­νο­ντας το φο­ρείο
που πα­ρα­παί­ει].

Λουίς Εν­ρί­κε Μπελ­μό­ντε [Luis Enrique Belmonte] (Κα­ρά­κας, 1971). Βε­νε­ζου­ε­λα­νός ποι­η­τής, βιο­λο­νί­στας και ψυ­χί­α­τρος. Έχει δη­μο­σιεύ­σει πέ­ντε ποι­η­τι­κές συλ­λο­γές και έναν συ­γκε­ντρω­τι­κό τό­μο, απο­σπώ­ντας τα βρα­βεία Φερ­νά­ντο Πας Κα­στί­γιο (1996), Αδο­νάις (1998) και Μα­ριά­νο Πι­κόν Σά­λας (2005). Ποι­ή­μα­τά του απα­ντώ­νται σε πολ­λές αν­θο­λο­γί­ες και έχουν με­τα­φρα­στεί στα αγ­γλι­κά, γερ­μα­νι­κά, πορ­το­γα­λι­κά, κο­ρε­α­τι­κά και αρα­βι­κά.

ΒΙ­ΒΛΙΟ­ΓΡΑ­ΦΙΑ

Armando Romero, Una gravedad alegre, Antología de poesía latinoamericana al siglo XXI, εκδ. Difácil, Βα­λια­δο­λίδ 2007

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: