Χάρτης Θαλάσσης

Για αποφυγή της τρικυμιώδους πραγματικότητας και προσέγγιση σε στεριές ποιητών, από αυτές τις σελίδες παρουσιάζονται ποιητές της Ιβηρικής χερσονήσου και της Λατινικής Αμερικής.

ΛΟΥΙΣ ΕΝΡΙΚΕ ΜΠΕΛΜΟΝΤΕ

Dimirouka2

Από τη Φορταλέζα της Βραζιλίας είπα ν’ ανεβώ προς την Καραϊβική, για την πολύπαθη Βενεζουέλα. Το πλοίο έδεσε στη Λα Γουάιρα, επίνειο του Καράκας. Αναζητώντας κατάλυμα, βρέθηκα στο ξενοδοχείο “Las quince letras” [«Τα δεκαπέντε γράμματα»]. Ο νους μου έτρεξε στην αγαπημένη μου μαδριτινή συνοικία El barrio de las Letras [Η συνοικία των Γραμμάτων] και αυθόρμητα έκανα στον εαυτό μου την ερώτηση: «Λες να έχει βγάλει και η Λα Γουάιρα τόσους πολλούς ανθρώπους των γραμμάτων που τα δεκαπέντε να αντιστοιχούν σε ισάριθμους ποιητές;»
Πέντε αστέρων το ξενοδοχείο, διέθετε όλα τα κομφόρ και, φυσικά, WiFi. Άρχισα την αναζήτηση αλλά, μόλις έφτασα στον δέκατο ποιητή, ακούστηκε η ανακοίνωση: «Ενημερώνουμε τους εκλεκτούς ενοίκους του ξενοδοχείου μας ότι εντός ολίγου, στο αίθριο κάτω από τον εξωτικό ουρανό της Καραϊβικής, το κουαρτέτο Καράκας θα μας προσφέρει την αξέχαστη εμπειρία να λικνιστούμε με ευρωπαϊκούς ρυθμούς και ν’ απολαύσουμε τη βραδιά μ’ ένα κοκτέιλ Σιέλο καριμπένιο [Ουρανός Καραϊβικής]».
Παρόλο που δεν πίνω αλκοόλ και ούτε με συγκινεί η έννοια του εξωτικού, ο όλος συνδυασμός μού φάνηκε από μόνος του ένα παράξενο κοκτέιλ και αποφάσισα να το δοκιμάσω ακροθιγώς. Δηλαδή, στάθηκα να παρατηρώ από μιαν άκρη το ετερόκλητο κοινό, μα γρήγορα το βαρέθηκα και άλλαξα θέση για να βλέπω τους μουσικούς. Έπειτα από λίγο το βλέμμα μου καρφώθηκε σ’ αυτόν με το βιολί. Δεν είχε τον ναρκισσισμό του καλλιτέχνη, δεν προσπαθούσε να επιβληθεί στον χώρο. Φαινόταν σαν να έπαιζε για τον εαυτό του, σαν να ήταν το βαλσάκι του Σοπέν η δική του εσωτερική μουσική. Έμεινα έως το τέλος μόνο γι’ αυτόν, για να τον γνωρίσω, και δεν έκανα λάθος. Είδα στα μάτια του τη γνωστή αδιέξοδη μελαγχολία. Μείναμε να κουβεντιάζουμε έως το πρωί, κι όταν εκείνος έφυγε, έτρεξα στο δωμάτιό μου και βάλθηκα να μεταφράζω ποιήματά του. Ναι, δεν ήταν μόνο μουσικός. Δεν είναι μόνο μουσικός και ψυχίατρος. Είναι και ποιητής. Είναι ο Λουίς Ενρίκε Μπελμόντε.

Πόσες φορές χρειάζεται να πεθάνει ένας άνθρωπος για να είναι νεκρός;

Ανέκαθεν λένε ότι πεθαίνει κανείς δύο φορές:
την πρώτη φορά, και μετά τη δεύτερη όταν κάποιος
βρίσκει μια φωτογραφία σου και πια δεν ξέρει ποιος είσαι.

Κριστιάν Μπολτανσκί

Είναι γνωστό πως ένα πτώμα, ένα πτώμα υγιές
με τις καλύτερες προθέσεις,
πρέπει να δεχτεί διαδοχικές φτυαριές και πιο γερές
απ’ ό,τι από τα φτυάρια των νεκροθαφτών του. Είναι οι φτυαριές
των μικρών παραμελήσεων: η ανταλλαγή ρούχων
και φωτογραφιών του αποβιώσαντος
για μερικά νομίσματα στην αγορά των ψύλλων.
Είναι γνωστό πως ένα καλό σάβανο φτιάχνεται
από διαδοχικούς θανάτους, από διαδοχικές ασυμφωνίες
μπροστά στον καθρέφτη κάποιου ασανσέρ.
Θα είναι γι’ αυτό που θα πεθάνουμε διάφορες φορές
έχοντας ήδη πεθάνει σε κάθε ύπνο,
σε κάθε μπανιέρα, σε κάθε γωνιά.
Θα είναι γι’ αυτό που κοιτάζω μια παλιά φωτογραφία κι αναρωτιέμαι
πώς κατέληξαν να είν’ ανώνυμα
αυτά τα πρόσωπα που πια κανείς δεν τα ζητάει.

Απ’ τον αέρα στον αέρα

Ήταν σοφή η απόφασή τους, αν και ποτέ δεν το έμαθαν.
Ήταν το λάλημα του πετεινού
που έσκιζε τις κουρτίνες.
Ήταν ν’ αφήσουν πίσω, πάνω σε μια κλίνη σκεπασμένη με μούσκλια,
τα ανέπαφα σώματα στη μνήμη.
Κι έπρεπε να φύγουν.
    Ακόμα δεν είχαν έρθει οι βροχές
που θα παράσερναν στο πέρασμά τους
υποσχέσεις, χρησιμοποιημένα σπίρτα και περιτυλίγματα.

Κι έπειτα
από εξήντα τέσσερις μέρες, με τις νύχτες τους και τα φεγγάρια τους,
άνοιξαν τα παράθυρα, χασμουρήθηκαν οι βρύσες,
το πρωινό φως ξανακάθισε πάνω στον κάκτο.
Τα μαραμένα μαρούλια κι οι ξινισμένες σάλτσες στο ψυγείο
ανταλλάχτηκαν σ’ ένα παλιατζίδικο
μ’ ένα καπέλο σε σχήμα μανιταριού.
Οι καμένες λάμπες
τοποθετήθηκαν ως προσφορά θυσίας
στον βωμό ενός θεού εθισμένου στα βαρβιτουρικά.
Όλα τα πράγματα αερίστηκαν στην αυλή
κι ένας μικρός άνεμος σήκωσε
τη λουλουδάτη φούστα του στους αέρηδες.

Υπήρχε ανάγκη πουλιού.
Γι’ αυτό ένα σπουργίτι, στο περβάζι
του παραθυριού, καταχώρισε
μια οδυνηρή μεταφορά παλιών πραγμάτων και απορρίψεων.
Το σπουργίτι τινάχτηκε
και παραδόθηκε, όπως ο έρωτας, ανάλαφρο στον άνεμο
για να πάει από κλαδί 
σε κλαδί, από το ένα παράθυρο
στο άλλο, απ’ τον αέρα
στον αέρα.

Ας κάνουμε επιθεώρηση

Για να δούμε, ας κάνουμε επιθεώρηση: εκεί είναι τα οικεία πράγματα
με τη συνήθεια στη ράχη, αποθηκεύοντας παλιές μνησικακίες
που έχουμε ήδη ξεχάσει. Το τραπέζι και η επιφάνειά του
και οι ανίκητες φθορές του, επίσης ο καθρέφτης
του πρώτου φιλιού καμωμένος κομμάτια και το κλείστρο ενός φακέλου
που από φόβο ποτέ δεν ανοίξαμε. Οι σκιές, για να δούμε,
οι σκιές κι οι θλιβερές χειρονομίες τους,
σαν κάποιου εξαπατημένου θεού.

Οι υποσχέσεις φεύγουν από έναν στενό διάδρομο
και κρύβονται σ’ ένα σημείο όπου το φως επιστρέφει μετανιωμένο.

Όλα είναι σε ηρεμία, σ’ αυτή την ηρεμία
που μας προσφέρει η παραίτηση από απώλεια, όμως ακριβώς,
τι είν’ αυτό που μας έχει ξεφύγει και προσπαθούμε να το ξαναβρούμε
απλώς από τη ματαιοδοξία να ξαναστήσουμε τη μνήμη
με τον τρόπο μιας πολύ προσεκτικής στρατηγικής
ώστε να στοχεύσει το νερό των ματιών
στη λύση του κλάματος στα κρυφά;

Ας κάνουμε επιθεώρηση, να δούμε τις μειώσεις, τα πολεμοφόδια,
τους ετοιμοθάνατους, τις καταπόσεις,
όλα αυτά που σωρεύονται σαν υπολείμματα,
σαν σιωπηρή αξίωση για τη μη προφερθείσα λέξη,
για την άκαιρη κίνηση του σώματος, για το βιβλίο
ή το χέρι που δε σφίξαμε εγκαίρως
όταν ήταν επείγουσα ανάγκη να το κάνουμε.

Μια ματιά στα θραύσματα της καταστροφής, ένα κλείσιμο ματιού
στα απομεινάρια της ελάχιστης εσπερινής πανωλεθρίας,
μια διακριτική υπόκλιση στους δωδεκαφωνικούς ήχους
για να τρομάξει τον χρόνο, τον χρόνο που κατά τα άλλα κάνει το δικό του
και δεν έχει μέτρο ούτε ευθύνη
γι’ αυτά τα σκουπίδια πάνω στο τραπέζι και την επιφάνειά του
και τις ανίκητες φθορές του.

Οι Κυριακές

Τις Κυριακές καθένας πεθαίνει λιγάκι. Εξ ου κι ο φόβος
την ώρα που επιμηκύνονται τα αργά λεπτά,
τα ανυπόμονα, της νύχτας. Κι είναι τα απομεινάρια
του ναυαγίου της εβδομάδας: το θυμωμένο βλέμμα του εισπράκτορα,
οι προσφορές, σ’ εκείνα τα αισχρά πρακτορεία, για ταξίδια απίθανα
σε παραδείσια νησιά του Ειρηνικού,
η ρουτίνα του εγκλήματος στις σελίδες συμβάντων, τα χρονικά,
τα διαζύγια, το υγρό βλέμμα του άρρωστου σκυλιού,
το τρεμούλιασμα ενός πουλιού σε κλουβί που προαισθάνεται 
την κατάρρευση του διπλανού, 
η ίδια γριούλα ντυμένη πένθιμα βρίζει τον μανάβη.
Απομεινάρια της εβδομάδας που σωρεύονται στη θράκα του πανικού,
πανικός να φαντάζεται κανείς ότι πεθαίνει λιγάκι με τα απόβλητα
μιας εβδομάδας ίδιας με τις άλλες, χωρίς καινοτομία εμπρός
και χωρίς να χτυπάνε οι καμπάνες.

Ακούγεται ο θόρυβος από τρανζίστορ αναμμένα για κάθε χτύπο,
για κάθε εθιμοτυπικό κηδείας στην ψεύτικη σιγαλιά της νύχτας
αυτής της Κυριακής που κοιτάμε τον ουρανό να περιμένει κάποιο σήμα,
κάτι που να σπάσει την εξουθενωτική τάση εξαφάνισης
γνωρίζοντας ότι την επόμενη μέρα τίποτα δε θα έχει συμβεί
και το προηγούμενο θα έχει λησμονηθεί με ένα περασμένα ξεχασμένα
πολύ χαρακτηριστικό της αδιάντροπης κι απατηλής αισιοδοξίας
των ημερών που συνθέτουν το ερμάρι
της εβδομάδας που έρχεται.

Σύντροφος ασθενής

Σύντροφος Ασθενής ξαπλωμένος
ακούει τα κλαψουρίσματά μας
με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος:

Λέει πως πλησιάζει κιόλας το ξημέρωμα.
Λέει να κοιμηθούμε λιγάκι
πριν έρθει ο Τραυματιοφορέας [σέρνοντας το φορείο
που παραπαίει].
Λέει πως όταν τα πράγματα πηγαίνουν άσχημα
σε κάποιον ξεχνάει ότι μπορεί να πάνε και χειρότερα.
Να βρεθούμε σε πλήρη Κατάβαση.
Να περιμένουμε ώσπου να χαμηλώσουν τα φλάουτα
και να χαραχτούν ξανά οι Γραμμές Του Κόσμου.

Σύντροφος Ασθενής οργανώνει παράνομα στοιχήματα
όπου εισπράττουν και πληρώνουν με σταυρόλεξα χρησιμοποιημένα
θερμόμετρα-άδεια μπουκαλάκια-νυχοκόπτες-κουμπιά πιτζάμας.

Σύντροφος Ασθενής μοιράζεται την κρέμα του
και φυλάει κάτω από ένα στρώμα
κομμάτια μαύρου ψωμιού και αποτσίγαρα
για τις δύσκολες μέρες:

[Και δανείζει την κουβέρτα του
στον νεοφερμένο
μέσα σε κινούμενες σκιές].

Σύντροφος Ασθενής είναι ο αντιπρόσωπός μας
όταν είναι ν’ αποφασίσουμε το μενού των Χριστουγέννων:

[Γιατί κουράζεται κανείς με τόση άνοστη φτερούγα.
Γιατί απαιτούμε μια αλλαγή στο χρώμα του ζελέ.
Γιατί ονειρευόμαστε καραμέλες που να μην είναι χωρίς θερμίδες.
Ή ένα απορρυπαντικό που να μη μυρίζει φορμαλδεΰδη.
Και να χαμηλώσουν την ένταση της ενδοεπικοινωνίας 
στη στάση των νοσοκόμων.
Και οι θεραπευτές να τρίβουν τα χέρια τους
πριν τ’ ακουμπήσουν πάνω μας].

Σύντροφος Ασθενής έχει ένα σπρέι μυγοκτόνο κίτρινο
και μας αρωματίζει όταν αποσυνδεόμαστε
απομένοντας να κοιτάμε το ταβάνι
και μοιράζει γαλάζιες σακούλες για τον εμετό
βάζοντάς τες σε σημείο που να τις φτάνουμε
μόλις έρθει η σειρά μας να αποβάλλουμε [σύσπαση τη σύσπαση] 
τους φτωχούς μας δαίμονες.

Σύντροφος Ασθενής λέει
πως είναι πολύχρωμα φράκταλ 
οι Γραμμές Του Κόσμου
παλμικά φώτα που λάμπουν ξαφνικά
οι Γραμμές Του Κόσμου:

Και λέει ν’ αφήσουμε τον τσακωμό
για τα χάπια που έπεσαν στο δάπεδο.
Λέει πως χρειάζεται να έχουμε υπομονή πάνω απ’ όλα.
Πως το ξημέρωμα είναι πια κοντά.
Να μη σκεφτόμαστε άλλο πως η διαμετακόμιση δεν είναι μια απλή 
διαμετακόμιση.

Να κοιμηθούμε λιγάκι
πριν έρθει ο Τραυματιοφορέας [σέρνοντας το φορείο
που παραπαίει].

Σύντροφος Ασθενής μοιράζει καρπαζιές στο σβέρκο
ώστε να μάθουμε να κατεβάζουμε το κεφάλι:
Κι αν έχεις μια πλάκα σαπούνι
λοιπόν μοιράσου το σαπούνι σου.
Κι αν έχεις ένα σιρόπι για τον βήχα
λοιπόν μοιράσου το σιρόπι σου.
Κι αν μπήκε μέσα σου το πνεύμα της Τίγρης
λοιπόν μη δαγκώνεις το μαξιλάρι του άλλου.
Κι αν μπήκε μέσα σου το πνεύμα του Φιδιού
λοιπόν μη γίνεσαι πάρα πολύ σιβυλλικός.

Κι αν έχεις μια μαράκα
λοιπόν μοιράσου τη μαράκα σου
μ’ αυτόν που έχει ανάγκη να την κρούσει
για να αναγγείλει την επόμενη πτήση.

Σύντροφος Ασθενής διαχειρίζεται την μπογιά
την ώρα που κλείνουν την ενδοεπικοινωνία 
στη στάση των νοσοκόμων
κι οι θεραπευτές βλέπουν οράματα
να τους κυνηγάνε
τα ίδια τους τα νυστέρια.

Την ώρα του Μπούφου
Σύντροφος Ασθενής διαχειρίζεται την μπογιά
με την οποία θα βάψουμε και πάλι
τις Γραμμές Του Κόσμου:

Και λέει να κοιτάμε μέσα.
Γιατί είναι πια κοντά το ξημέρωμα.
Γιατί πάνω απ’ όλα χρειάζεται να έχουμε υπομονή.
Να μη σκεφτόμαστε άλλο πως η διαμετακόμιση δεν είναι μια απλή 
διαμετακόμιση.

Να κοιμηθούμε λιγάκι
πριν έρθει ο Τραυματιοφορέας [σέρνοντας το φορείο
που παραπαίει].

Λουίς Ενρίκε Μπελμόντε [Luis Enrique Belmonte] (Καράκας, 1971). Βενεζουελανός ποιητής, βιολονίστας και ψυχίατρος. Έχει δημοσιεύσει πέντε ποιητικές συλλογές και έναν συγκεντρωτικό τόμο, αποσπώντας τα βραβεία Φερνάντο Πας Καστίγιο (1996), Αδονάις (1998) και Μαριάνο Πικόν Σάλας (2005). Ποιήματά του απαντώνται σε πολλές ανθολογίες και έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γερμανικά, πορτογαλικά, κορεατικά και αραβικά.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Armando Romero, Una gravedad alegre, Antología de poesía latinoamericana al siglo XXI, εκδ. Difácil, Βαλιαδολίδ 2007

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: