Η σκοτεινή μας ρίζα της κραυγής

Με τον πα­σί­γνω­στο στί­χο του Φε­δε­ρί­κο Γκαρ­θία Λόρ­κα, τι­τλο­φο­ρού­με τη νέα σε­λί­δα μας στον Χάρ­τη, στην οποία πα­ρου­σιά­ζο­νται ποι­ή­μα­τα κραυ­γές κό­ντρα σε αδι­κί­ες και αδι­κή­μα­τα.
Με τον Ιού­λιο ση­μα­δε­μέ­νο από την τουρ­κι­κή ει­σβο­λή στην Κύ­προ το 1974, πα­ρου­σιά­ζου­με εδώ το ποί­η­μα-κραυ­γή και απο­σπά­σμα­τα από το κεί­με­νο που έγρα­ψε το 1998 ως δη­μο­σιο­γρά­φος ο Με­ξι­κα­νός ποι­η­τής
Χο­σέ Άν­χελ Λέι­βα.

Η σκοτεινή μας ρίζα της κραυγής

Ο José Ángel Leyva (Ντου­ράν­γκο, 1958) εί­ναι Mε­ξι­κα­νός ποι­η­τής, πε­ζο­γρά­φος, δη­μο­σιο­γρά­φος και εκ­δό­της. Διευ­θύ­νει τον εκ­δο­τι­κό οί­κο και το λο­γο­τε­χνι­κό πε­ριο­δι­κό Λα Ότρα (La Otra). Έχει εκ­δώ­σει πε­ρισ­σό­τε­ρα από εί­κο­σι πέ­ντε βι­βλία, από τα οποία πολ­λά έχουν με­τα­φρα­στεί ολό­κλη­ρα στα γαλ­λι­κά, ιτα­λι­κά πο­λω­νι­κά και σερ­βι­κά, και τμη­μα­τι­κά στα αγ­γλι­κά, αρα­βι­κά, πορ­το­γα­λι­κά, ρου­μα­νι­κά, σου­η­δι­κά και τουρ­κι­κά.

Κύπρος


Το βή­μα μου εί­ναι τυ­χαίο σαν φυ­λή
φω­νών σπαρ­μέ­νων στο έδα­φος
που ακούν και νιώ­θουν την κό­ψη των σι­δε­ρι­κών
Το χέ­ρι μου κρα­τη­μέ­νο από τον άνε­μο
που το σπρώ­χνει και το φου­σκώ­νει σαν πα­νί
Όλα τα δά­χτυ­λα να θέ­λουν ν’ απο­χαι­ρε­τή­σουν
τις πέ­τρες μία μία
να ψη­λα­φή­σουν τον τό­νο τους και τον ψί­θυ­ρο που αφή­νει
η πο­ρεία φα­ντα­σμά­των στον αέ­ρα

Οι ήχοι στο Κού­ριο μού απο­κα­λύ­πτουν
την πα­ρου­σία του Ιά­γου ανά­με­σα στις σκιές
Για την τουρ­κι­κή και την ελ­λη­νι­κή μι­λά­ει η αγ­γλι­κή
Η δυ­σπι­στία η μνη­σι­κα­κία ίδιο ιδί­ω­μα
Το απο­μο­νω­μέ­νο πα­ρα­σκή­νιο στην τρα­γω­δία

Ο Οθέλ­λος δεν πι­στεύ­ει πια στον εαυ­τό του
Δεν ανα­γνω­ρί­ζει τον άλ­λον που τον αγα­πά
Η γλώσ­σα έρ­πει ανά­με­σα στα πέλ­μα­τα
Η κλί­νη εί­ναι φω­λιά λέ­ξε­ων
μες στον ερα­στή σι­γο­ψι­θυ­ρί­ζει ο δό­λος
κι ανά­με­σα στα σώ­μα­τα κρα­δαί­νει το μα­χαί­ρι

Το νη­σί σκη­νή που υψώ­νε­ται
πά­νω στο γα­λά­ζιο της θά­λασ­σας και τ’ ου­ρα­νού
Σαν αυ­λαία τα κρε­με­ζιά τεί­χη
της Σα­λα­μί­νας και της Λευ­κω­σί­ας
φαί­νο­νται κι αυ­τά γα­λά­ζια όπως οι φλέ­βες
και το κόκ­κι­νο κρα­σί που τρέ­χει εί­ν’ αί­μα γα­λά­ζιο
                             γα­λά­ζιο
                                 γα­λά­ζιο
                                
γα­λά­ζιο

Αι­μα­τώ­δες το γέ­λιο το θα­λασ­σι­νό του Κύ­πριου
Κοι­νω­νεί με τον θεό στις εκ­κλη­σί­ες
ή τον ανα­ζη­τά προ­σα­να­το­λί­ζο­ντας την προ­σευ­χή του προς τη Μέκ­κα
Τι πα­ρα­τη­ρεί ο μου­ε­ζί­νης από την κο­ρυ­φή
του μι­να­ρέ και της χωμ­­άτινης φω­νής του;
Τι κα­τα­φέρ­νει να δια­κρί­νει ο κα­λός χρι­στια­νός
από τους πύρ­γους του οί­κτου που ανε­γεί­ρει;
Μή­πως τους τοί­χους του Ιά­γου και την τρε­μού­λα του Οθέλ­λου;
Μή­πως το αγκα­θω­τό συρ­μα­τό­πλεγ­μα στα μά­τια της Δε­ρύ­νειας
ή της Αμ­μο­χώ­στου που σα­πί­ζει μες στ’ αλά­τι;
Τι βλέ­πει η ορ­γή που εμπο­δί­ζει την όρα­ση του κα­θε­νός;
Σ’ αυ­τό το νη­σί της αγά­πης κέρ­δι­σε το μί­σος μία μά­χη
Ποιος θα κερ­δί­σει τον πό­λε­μο με την ει­ρή­νη σε άλ­λο ιδί­ω­μα;

Στην Πύ­λα ήπια τον κα­φέ με δια­φο­ρε­τι­κά ονό­μα­τα
Τούρ­κι­κος ή ελ­λη­νι­κός στη γλώσ­σα μού άφη­σε την ίδια γεύ­ση
Δύο ση­μαί­ες στη μέ­ση της πλα­τεί­ας
Κα­φε­νεία όπου συ­γκε­ντρώ­νο­νται οι μεν και οι δε
Με τη γεύ­ση της Κύ­πρου εί­ναι το στό­μα μου
σπρώ­χνο­ντας το χέ­ρι σαν πα­νί
σ’ αυ­τή τη γα­λά­ζια θά­λασ­σα
θα­λασ­σί
στο γα­λά­ζιο της Αφρο­δί­της
                        της Ανα­δυο­μέ­νης

στο γα­λά­ζιο
        γα­λά­ζιο
        γα­λά­ζιο

Λευκωσία 1974. Τα ίχνη του Ατίλα
Λευκωσία 1974. Τα ίχνη του Ατίλα

Κύπρος: η σκιά των Βαλκανίων


Στη μνήμη του Σέρχιο δε λα Πένια

[...]
Η Κύ­προς εί­ναι ένα νη­σί με δυα­δι­κό­τη­τες. Κα­τοι­κη­μέ­νη εδώ και αιώ­νες από δύο λα­ούς που αντι­προ­σω­πεύ­ουν ου­σια­στι­κά δύο πο­λι­τι­σμούς, τον ελ­λη­νι­κό και τον τουρ­κι­κό, δύο γλώσ­σες, ελ­λη­νι­κή και τουρ­κι­κή, και δύο θρη­σκεί­ες, την ορ­θό­δο­ξη χρι­στια­νι­κή και τη μου­σουλ­μα­νι­κή, πε­ριέ­χει επί­σης μια ιστο­ρία γε­μά­τη από σύμ­βο­λα που επι­βε­βαιώ­νουν το χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό αυ­τό. Σή­με­ρα, πε­ρισ­σό­τε­ρο από μία δυα­δι­κό­τη­τα, η Κύ­προς εί­ναι ένα έδα­φος δι­η­ρη­μέ­νο και όμο­ρο, από το 1974 που ο τουρ­κι­κός στρα­τός κα­τέ­λα­βε το 37% του νη­σιού και ύψω­σε τεί­χος στην καρ­διά της Λευ­κω­σί­ας.
Οι λό­γοι που ισχυ­ρί­στη­κε τό­τε ο στρα­τός της Τουρ­κί­ας ήταν η ορ­γά­νω­ση πρα­ξι­κο­πή­μα­τος κα­τά του Μα­κα­ρί­ου Γ΄, ο οποί­ος κυ­βερ­νού­σε το νη­σί, και η προ­στα­σία της τουρ­κο­κυ­πρια­κής κοι­νό­τη­τας, που αντι­προ­σώ­πευε το 18% του πλη­θυ­σμού, και κα­τα­γό­ταν από τους στρα­τιώ­τες και αποί­κους της Οθω­μα­νι­κής Αυ­το­κρα­το­ρί­ας. Έτσι, η Κύ­προς, με το έδα­φός της και την πρω­τεύ­ου­σά της μοι­ρα­σμέ­νη στα δύο, αντι­προ­σω­πεύ­ει το τέ­λος της συμ­βί­ω­σης των τμη­μά­των που συ­νι­στού­σαν επί πολ­λές εκα­το­ντα­ε­τί­ες την κο­σμο­πο­λί­τι­κη συ­νο­χή της. Ωστό­σο, οι Κύ­πριοι και των δύο κοι­νο­τή­των πα­ρα­δέ­χο­νται ότι η πο­λι­τι­κή των Βρε­τα­νών εφάρ­μο­σε τη λο­γι­κή τού διαί­ρει και βα­σί­λευε. Οι νό­μοι που ίσχυ­σαν στη χώ­ρα εί­χαν θε­σπι­στεί από την Αυ­το­κρα­το­ρία και πολ­λοί εξ αυ­τών απα­γό­ρευαν τον γά­μο με­τα­ξύ μου­σουλ­μά­νων και ορ­θό­δο­ξων, γι’ αυ­τό κι έπρε­πε να ζή­σουν στην πα­ρα­νο­μία τις ερω­τι­κές τους σχέ­σεις ή χω­ρίς να πα­ντρευ­τούν. Οι αλ­λα­ξο­πι­στή­σεις στις δύο ομά­δες ήταν κά­τι το συ­χνό, εί­τε για λό­γους γά­μου εί­τε για άλ­λου εί­δους αι­τία, όπως οι πο­λι­τι­κές πιέ­σεις ή το συμ­φέ­ρον έντα­ξης στις πλειο­ψη­φί­ες. Τί­πο­τα δεν μπό­ρε­σε να εμπο­δί­σει την ώσμω­ση Τούρ­κων και Ελ­λή­νων, ού­τε ν’ αρ­νη­θεί τη δυ­να­τό­τη­τα ύπαρ­ξης μιας κυ­πρια­κής δια­λέ­κτου σπαρ­μέ­νης με τις αντί­στοι­χες γλώσ­σες τους. Κά­τι απ’ αυ­τή τη συμ­βί­ω­ση πα­ρέ­μει­νε ρι­ζω­μέ­νο γε­ρά στη συ­νεί­δη­ση πολ­λών ομά­δων του δι­χα­σμέ­νου σή­με­ρα πλη­θυ­σμού, γι’ αυ­τό και δεν χά­νουν την ελ­πί­δα ότι η διε­θνής πί­ε­ση θα γκρε­μί­σει αυ­τό το τεί­χος που τους χω­ρί­ζει κι ότι κα­τά κά­ποιον τρό­πο θα εί­ναι εκεί­νοι, οι γεν­νη­μέ­νοι στην Κύ­προ, που θ’ απο­φα­σί­σουν για τη μοί­ρα τους. Ωστό­σο, τα εξω­τε­ρι­κά συμ­φέ­ρο­ντα φαί­νε­ται να γέρ­νουν επι­κίν­δυ­να τη ζυ­γα­ριά προς την πλευ­ρά την αντί­θε­τη της ει­ρή­νης. [...] 

[ ΜΑΡ­ΤΥ­ΡΙΕΣ ]

Η Λευ­κω­σία

Ο Λέ­λος Δη­μη­τριά­δης, δι­κη­γό­ρος στο επάγ­γελ­μα και μη προ­σκεί­με­νος σε κά­ποιο κόμ­μα, επα­νε­κλέ­γε­ται στις κάλ­πες ως δή­μαρ­χος Λευ­κω­σί­ας για πε­ρισ­σό­τε­ρα από τριά­ντα χρό­νια. Το 1971 ήταν η πρώ­τη φο­ρά που ανέ­λα­βε τα θέ­μα­τα αυ­τής της πό­λης, η οποία με­τρά­ει πέ­ντε χι­λιά­δες χρό­νια αρ­χαιό­τη­τας και χί­λια ιστο­ρί­ας ως πρω­τεύ­ου­σας του νη­σιού. Μι­λή­σα­με μα­ζί του σε μια απο­κλει­στι­κή συ­νέ­ντευ­ξη για τη με­ξι­κα­νι­κή εφη­με­ρί­δα La Jornada, σχε­τι­κά με το μέλ­λον αυ­τής της μι­κρής πε­ρι­τει­χι­σμέ­νης και κα­τα­κερ­μα­τι­σμέ­νης πό­λης.

«Η τουρ­κο­κυ­πρια­κή κοι­νό­τη­τα κα­τοι­κού­σε ήδη σε αυ­τό το τμή­μα της Λευ­κω­σί­ας από το 1963 και το 1964, και εί­χαν δι­κούς τους εκ­προ­σώ­πους» σχο­λιά­ζει, «γι’ αυ­τό και διοι­κού­σα πά­ντα μό­νο τη μι­σή πό­λη. Το 1974 η διαί­ρε­ση ήταν από­λυ­τη και χά­σα­με το μο­να­δι­κό μας αε­ρο­δρό­μιο, τη βιο­μη­χα­νι­κή ζώ­νη και, σαν να μην έφτα­νε αυ­τό, το νε­ρό πα­ρέ­μει­νε σε κα­τε­χό­με­να εδά­φη. Βά­λα­με όλες μας τις δυ­νά­μεις για να κα­τα­φέ­ρου­με αυ­τή η πό­λη να επι­βιώ­σει, έστω και χω­ρίς πρά­σι­νες πε­ριο­χές. Απο­φα­σί­σα­με να κά­νου­με τη Λευ­κω­σία το πο­λι­τι­στι­κό κέ­ντρο της Κύ­πρου, αφού, κα­θώς στε­ρεί­ται πα­ρα­λιών, η κλη­ρο­νο­μιά μας εί­ναι τα μου­σεία, τα κα­λύ­τε­ρα πο­λι­τι­στι­κά κέ­ντρα ικα­νά να προ­σελ­κύ­σουν τον ξέ­νο και κυ­πρια­κό του­ρι­σμό. Η δου­λειά μου εί­ναι δύ­σκο­λη, για­τί, εκτός από τα συ­νη­θι­σμέ­να προ­βλή­μα­τα όπως η ρύ­παν­ση, το κυ­κλο­φο­ρια­κό, η έλ­λει­ψη νε­ρού, η έλ­λει­ψη ανοι­χτών χώ­ρων για τα παι­διά, εί­ναι μια πό­λη που υπο­φέ­ρει τον χω­ρι­σμό απ’ το μι­σό της σώ­μα».

Η λε­η­λα­σία της πο­λι­τι­στι­κής κλη­ρο­νο­μιάς

«Έχου­με μια συλ­λο­γή φω­το­γρα­φιών που δεί­χνουν τις τρο­με­ρές ζη­μιές στα πα­λιά κτί­ρια, στις τοι­χο­γρα­φί­ες και τη λε­η­λα­σία αρ­χαιο­λο­γι­κών χώ­ρων στα κα­τε­χό­με­να. Οι Tούρ­κοι στρα­τιώ­τες έχουν κα­τα­στρέ­ψει πε­ρισ­σό­τε­ρες από πε­ντα­κό­σιες εκ­κλη­σί­ες. Σή­με­ρα απο­μέ­νουν μό­νο πέ­ντε όρ­θιες. Και κά­ποιες απ’ αυ­τές τις χρη­σι­μο­ποιούν για στά­βλους. Το λα­θρε­μπό­ριο έρ­γων τέ­χνης εί­ναι πραγ­μα­τι­κά τρο­μα­κτι­κό. Πρό­σφα­τα, τον Δε­κέμ­βριο του 1997, οι γερ­μα­νι­κές αρ­χές συ­νέ­λα­βαν έναν διά­ση­μο Τούρ­κο κλέ­φτη, τον Αϊ­ντίν Ντικ­μέν, ο οποί­ος εί­χε εξά­γει τοι­χο­γρα­φί­ες του 15ου αιώ­να και τις που­λού­σε κομ­μα­τια­στά στην Ευ­ρώ­πη», βε­βαιώ­νει η Μα­ρί­να Σο­λω­μί­δου του Τμή­μα­τος Αρ­χαιο­τή­των Κύ­πρου. Μας θυ­μί­ζει τις αρ­κε­τά ηχη­ρές πε­ρι­πτώ­σεις με τα Ψη­φι­δω­τά της Κα­να­κα­ριάς, στα χέ­ρια μιας Αμε­ρι­κα­νί­δας εμπό­ρου, της Πέ­γκι Γκόλντ­μπεργκ, και τις ει­κό­νες της Μο­νής Αντι­φω­νη­τή που βρί­σκο­νται στην Ολ­λαν­δία. Κα­τ’ εκεί­νη, ο μό­νος τρό­πος για να στα­μα­τή­σει αυ­τή η κα­τα­στρο­φή εί­ναι να δη­μιουρ­γη­θεί διε­θνώς η συ­νεί­δη­ση ότι δεν κα­τα­στρέ­φε­ται η πο­λι­τι­στι­κή κλη­ρο­νο­μιά της Κύ­πρου αλ­λά της αν­θρω­πό­τη­τας.

Η Λευ­κω­σία απο­κά­τω από το τεί­χος

Εί­ναι απί­στευ­το, αλ­λά μια τό­σο μι­κρή πό­λη όπως η Λευ­κω­σία έχει σο­βα­ρά προ­βλή­μα­τα στάθ­μευ­σης, κα­θώς το οι­κο­νο­μι­κό επί­πε­δο των Κυ­πρί­ων τούς επι­τρέ­πει να έχουν τρία ή τέσ­σε­ρα αυ­το­κί­νη­τα ανά οι­κο­γέ­νεια. [...] Εκτός από την πε­ριο­χή τη γνω­στή ως Λαϊ­κή Γει­το­νιά και την Πύ­λη της Αμ­μο­χώ­στου, εί­ναι δύ­σκο­λο να αντι­λη­φθείς το ιστο­ρι­κό κέ­ντρο στο σύ­νο­λό του. Φαί­νε­ται ότι η «Πρά­σι­νη Γραμ­μή», όπως απο­κα­λούν τον νε­κρό χώ­ρο που χω­ρί­ζει την πό­λη με εγκα­τα­λε­λειμ­μέ­να σπί­τια, συρ­μα­το­πλέγ­μα­τα, αμ­μό­σα­κους και φρού­ρια, εμπο­δί­ζει το μά­τι και τη φα­ντα­σία να ανα­συν­θέ­σουν το αρ­χι­τε­κτο­νι­κό σύ­νο­λο στο εσω­τε­ρι­κό ενός βε­νε­τσιά­νι­κου τεί­χους που ανε­γέρ­θη­κε το 1570 για να στα­μα­τή­σει, χω­ρίς επι­τυ­χία, την οθω­μα­νι­κή προ­έ­λα­ση. Το σύγ­χρο­νο πια κυ­ριαρ­χεί επί του αρ­χαί­ου;

«Από το 1977 εί­μαι σε επα­φή με τον επι­κε­φα­λής δη­μο­τι­κών υπο­θέ­σε­ων του τουρ­κο­κυ­πρια­κού το­μέα. Συ­να­ντιό­μα­στε συ­χνά, όχι ως δή­μαρ­χοι, αλ­λά ως εκ­πρό­σω­ποι των κοι­νο­τή­των μας για να συ­ζη­τή­σου­με τη συ­νο­λι­κή ανά­πτυ­ξη της Λευ­κω­σί­ας και να ανταλ­λά­ξου­με πλη­ρο­φο­ρί­ες και για τους δύο το­μείς. Συμ­φω­νού­με ότι δεν μπο­ρού­με να ανα­πτυ­χθού­με αλ­λιώς, πα­ρά μό­νο αρ­μο­νι­κά, λαμ­βά­νο­ντας υπό­ψη την ιστο­ρία αυ­τής της πό­λης. Ομά­δες τε­χνι­κών κι από τις δύο κοι­νό­τη­τες συ­να­ντώ­νται συ­χνά για να συ­ζη­τή­σουν τα αστι­κά προ­βλή­μα­τα και να προ­σπα­θή­σουν να βρουν συμ­φέ­ρου­σες λύ­σεις, κα­θώς υπάρ­χουν κοι­νά προ­βλή­μα­τα, όπως το νε­ρό και η απο­στράγ­γι­ση, που η με­γα­λύ­τε­ρη υπο­δο­μή τους βρί­σκε­ται στο κα­τε­χό­με­νο τμή­μα. Πι­στεύ­ου­με πως η πό­λη δε θα μεί­νει δι­η­ρη­μέ­νη για πά­ντα. Δεν εί­ναι ένα ρο­μα­ντι­κό όνει­ρο, ο άν­θρω­πος εί­ναι κοι­νω­νι­κό ζώο και η πό­λη εί­ναι το προ­νο­μιού­χο μέ­ρος όπου ολο­κλη­ρώ­νε­ται ως τέ­τοιο. Τό­τε, με την πό­λη ενω­μέ­νη, θα εί­μα­στε σε θέ­ση να της επι­στρέ­ψου­με τη συ­νο­χή που έχει χά­σει τα τε­λευ­ταία τριά­ντα χρό­νια».

Η πό­λη φά­ντα­σμα

Θα βλέ­πα­με την Αμ­μό­χω­στο μό­νο από την πλευ­ρά της Δε­ρύ­νειας, μα­ζί μ’ ένα σω­ρό του­ρί­στες που βγά­ζουν τη νο­ση­ρή τους πε­ριέρ­γεια μέ­σα από τα τη­λε­σκό­πια τα το­πο­θε­τη­μέ­να σ’ ένα κτί­ριο που έχει χρι­σθεί επί­ση­μα ως πα­νό­ρα­μα της «Πό­λης φά­ντα­σμα», αλ­λά ο Χρή­στος, ο οδη­γός, έστρι­ψε στον δρό­μο και μας εί­πε με κά­ποιο ύφος συ­νε­νο­χής ότι θα περ­νού­σα­με πρώ­τα από τη γραμ­μή που χω­ρί­ζει το τουρ­κι­κό τμή­μα από το ελ­λη­νι­κό τμή­μα της Κύ­πρου. Από τη μια πλευ­ρά κι από την άλ­λη του δρό­μου, χω­ρίς να με­σο­λα­βεί τί­πο­τα, εκτός από ένα κα­λώ­διο ρεύ­μα­τος και τα φυ­λά­κια των δύο στρα­τών, φαί­νο­νται εγκα­τα­λε­λειμ­μέ­να σπί­τια και στρα­τιώ­τες που πα­ρα­τη­ρούν τις κι­νή­σεις μας με το χι­λιο­στό­με­τρο. «Μη βγά­λε­τε φω­το­γρα­φί­ες, εί­ναι πο­λύ επι­κίν­δυ­νο. Πριν από έναν χρό­νο, ένας Άγ­γλος δη­μο­σιο­γρά­φος στό­χευ­σε με τη φω­το­γρα­φι­κή του μη­χα­νή τα τουρ­κι­κά χα­μό­σπι­τα, μη γνω­ρί­ζο­ντας ότι κι ο ίδιος ήταν ο στό­χος κά­ποιων σφαι­ρών που, ευ­τυ­χώς, αστό­χη­σαν λό­γω κα­κής στό­χευ­σης ή για­τί ήθε­λαν απλώς να προει­δο­ποι­ή­σουν τον επι­σκέ­πτη. Αλ­λά αυ­τό, εκεί­νος δεν θα το μά­θει πο­τέ». Στην Πύ­λα, ένα όμο­ρο χω­ριό, αλ­λά από την ελ­λη­νι­κή πλευ­ρά, υπάρ­χουν δύο κα­φε­νεία με δια­φο­ρε­τι­κές ση­μαί­ες −και ανά­κα­το κοι­νό−, το ένα των Ελ­λη­νο­κυ­πρί­ων και το άλ­λο των Τουρ­κο­κυ­πρί­ων. «Έτσι ζού­σα­με πριν από το 1974», μας λέ­ει η Χρή­στος. Ανά­με­σα σε Πύ­λα και Δε­ρύ­νεια, βλέ­πει κα­νείς πιο συ­χνά συ­στά­δες σπι­τιών χω­ρίς πόρ­τες και πα­ρά­θυ­ρα που, όπως λέ­νε, τα έβγα­λαν οι Τούρ­κοι στρα­τιώ­τες και τα με­τέ­φε­ραν στα σπί­τια που κα­τεί­χαν πριν οι Κύ­πριοι και στα οποία σή­με­ρα κα­τοι­κούν οι 85.000 έποι­κοι που ήρ­θαν από την Ανα­το­λία για να εποι­κί­σουν το νη­σί. Στο βά­θος δια­κρί­νου­με την Αμ­μό­χω­στο, την «Πό­λη φά­ντα­σμα». Ο πα­λιός του­ρι­στι­κός πα­ρά­δει­σος φαί­νε­ται στην ακτή της θά­λασ­σας με την αλυ­σί­δα του από φα­σμα­τι­κά κτί­ρια, άδεια, σαν μα­κέ­τα κά­ποιου μαύ­ρου έρ­γου, ή σαν ένα πτώ­μα που του ξε­ρι­ζώ­νουν μέ­ρα τη μέ­ρα το δέρ­μα, τους μυς, τα μά­τια. [...]


*Το κείμενο αυτό γράφτηκε και δημοσιεύτηκε το 1998 στο περιοδικό Μεμόρια (Μνήμη) του CEMOS (Κέντρο Μελετών του Εργατικού και Σοσιαλιστικού Κινήματος) στο Μεξικό.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: