Επιστολές ή περί άλλα...

Στη στή­λη αυ­τή δη­μο­σιεύ­ο­νται συ­νή­θως εν­δια­φέ­ρου­σες επι­στο­λές γνω­στών καλ­λι­τε­χνών (συγ­γρα­φέ­ων, μου­σι­κών, ζω­γρά­φων,...) απευ­θυ­νό­με­νες σε φί­λους, συ­να­δέλ­φους, οι­κεί­ους ή απλώς γνω­στούς, στις οποί­ες ανα­φέ­ρο­νται σε θέ­μα­τα που ου­δε­μία σχέ­ση έχουν με το καλ­λι­τε­χνι­κό τους έρ­γο ού­τε, ει δυ­να­τόν, με τις τέ­χνες γε­νι­κό­τε­ρα. Μπο­ρεί να πρό­κει­ται για θέ­μα­τα προ­σω­πι­κά ή επι­και­ρό­τη­τας, να αφο­ρούν τρα­γι­κά συμ­βά­ντα ή να σα­τι­ρί­ζουν κα­τα­στά­σεις και αν­θρώ­πους. Το πιο ση­μα­ντι­κό κρι­τή­ριο για την επι­λο­γή τους εί­ναι το εν­δια­φέ­ρον που πα­ρου­σιά­ζουν, φυ­σι­κά, αλ­λά και το κα­τά πό­σο, μέ­σα από αυ­τές, δια­φαί­νο­νται πλευ­ρές της προ­σω­πι­κό­τη­τας των επι­στο­λο­γρά­φων ή των απο­δε­κτών, που απέ­χουν ή και επι­βε­βαιώ­νουν τη συμ­βα­τι­κή ει­κό­να που έχου­με δια­μορ­φώ­σει στο νου μας για τους καλ­λι­τέ­χνες αυ­τούς σαν άτο­μα. Ως εκ τού­του, η επι­λο­γή των επι­στο­λών θα εί­ναι κα­θα­ρά υπο­κει­με­νι­κή.


Η Βιρτζίνια Στίφεν και ο Λέοναρντ Γουλφ 23 Ιουλίου 1912. (Επιχρωματισμένη φωτογραφία από το αρχείο των «New York Times»)
Η Βιρτζίνια Στίφεν και ο Λέοναρντ Γουλφ 23 Ιουλίου 1912. (Επιχρωματισμένη φωτογραφία από το αρχείο των «New York Times»)


ΕΠΙ­ΣΤΟ­ΛΗ ΤΗΣ
ΒΙΡ­ΤΖΙ­ΝΙΑ ΣΤΙ­ΦΕΝ { ΓΟΥΛΦ
ΠΡΟΣ ΤΟΝ
ΛΕ­Ο­ΝΑΡΝΤ ΓΟΥΛΦ



Asheham, (Sussex)
1η Μαϊ­ου (1912)

        Αγα­πη­μέ­νε μου Λέ­ο­ναρντ,

Όσον αφο­ρά τα πρα­κτι­κά θέ­μα­τα (τα δά­χτυ­λά μου εί­ναι τό­σο κρύα που με δυ­σκο­λία μπο­ρώ να γρά­φω) θα εί­μαι πί­σω αύ­ριο γύ­ρω στις 7, έτσι θα έχου­με χρό­νο να μι­λή­σου­με – όμως τι ση­μαί­νει αυ­τό; Νο­μί­ζω ότι δεν μπο­ρείς να πά­ρεις την άδεια, αφού στο τέ­λος σί­γου­ρα θα πα­ραι­τη­θείς. Πά­ντως αυ­τό δεί­χνει τι κα­ριέ­ρα κα­τα­στρέ­φεις!*
Τώ­ρα, σε ό,τι αφο­ρά τα υπό­λοι­πα. Έχω την εντύ­πω­ση ότι πολ­λές φο­ρές σε πλη­γώ­νω – συ­χνά χω­ρίς κα­μία πρό­θε­ση – και για το λό­γο αυ­τό οφεί­λω να εί­μαι όσο μπο­ρώ πιο ξε­κά­θα­ρη μα­ζί σου, επει­δή υπο­ψιά­ζο­μαι ότι πο­λύ συ­χνά κά­τι σε απα­σχο­λεί, κά­τι που μου εί­ναι αδύ­να­το να εν­νο­ή­σω. Δεν μπο­ρώ φυ­σι­κά να σου εξη­γή­σω τι νιώ­θω – αυ­τό εί­ναι από τα πράγ­μα­τα που με τρο­μά­ζουν. Τα εμ­φα­νή πλε­ο­νε­κτή­μα­τα του γά­μου εί­ναι εμπό­δια για μέ­να. Λέω στον εαυ­τό μου. Όπως και να ’χει θα εί­σαι αρ­κε­τά ευ­τυ­χι­σμέ­νη μα­ζί του· θα σου δώ­σει συ­ντρο­φι­κό­τη­τα, παι­διά και μια γε­μά­τη ζωή – με­τά λέω Ω Θεέ μου, δεν μπο­ρώ να δω τον γά­μο σαν επάγ­γελ­μα. Όσα άτο­μα εί­ναι γνώ­στες αυ­τού, όλοι το θε­ω­ρούν ως κά­τι σω­στό· και αυ­τό με κά­νει να εξε­τά­ζω με ακό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρη προ­σο­χή τα δι­κά μου κί­νη­τρα. Έτσι, βέ­βαια, κά­ποιες φο­ρές θυ­μώ­νω με τη δύ­να­μη του πό­θου σου. Πι­θα­νώς το γε­γο­νός ότι εί­σαι Εβραί­ος να παί­ζει εδώ κά­ποιο ρό­λο. Μοιά­ζεις τό­σο ξέ­νος. Και με­τά εγώ εί­μαι τρο­μα­κτι­κά αστα­θής. Περ­νάω από το ζε­στό στο κρύο μέ­σα σ’ ένα λε­πτό χω­ρίς κα­νέ­να λό­γο· εκτός από την πε­ποί­θη­σή μου ότι η πα­ρα­μι­κρή σω­μα­τι­κή προ­σπά­θεια και η εξά­ντλη­ση με επη­ρε­ά­ζουν. Το μό­νο που μπο­ρώ να πω εί­ναι ότι πα­ρά τα συ­ναι­σθή­μα­τα αυ­τά που κυ­νη­γιού­νται ολη­με­ρίς όταν εί­μαι μα­ζί σου, υπάρ­χει ένα συ­ναί­σθη­μα που εί­ναι μό­νι­μο και με­γα­λώ­νει. Σί­γου­ρα θα θέ­λεις να μά­θεις κα­τά πό­σο αυ­τό θα με κά­νει να σε πα­ντρευ­τώ. Πώς να το πω; Νο­μί­ζω ότι θα με κά­νει, επει­δή δεν υπάρ­χει λό­γος να μη με κά­νει – Δεν ξέ­ρω όμως τι θα φέ­ρει το μέλ­λον. Εί­μαι κά­πως φο­βι­σμέ­νη με τον εαυ­τό μου. Νιώ­θω κά­ποιες φο­ρές ότι κα­νείς δεν μοι­ρά­στη­κε ή δεν μπό­ρε­σε να μοι­ρα­στεί το ο,τι­δή­πο­τε με κα­νέ­ναν – αυ­τό εί­ναι που σε κά­νει να με απο­κα­λείς λό­φο, ή βρά­χο. Και πά­λι, τα θέ­λω όλα – αγά­πη, παι­διά, πε­ρι­πέ­τεια, οι­κειό­τη­τα, ερ­γα­σία. (Βγά­ζεις τί­πο­τα από όλη αυ­τή τη φλυα­ρία; Γρά­φω το ένα πράγ­μα με­τά το άλ­λο.) Έτσι εί­μαι με­τα­ξύ του να σε μι­σο-αγα­πώ και του να θέ­λω να εί­σαι πά­ντα μα­ζί μου, και να ξέ­ρεις τα πά­ντα για μέ­να, μέ­χρι τα όρια της μα­νί­ας και της ψυ­χρό­τη­τας. Σκέ­φτο­μαι κά­ποιες φο­ρές ότι αν σε πα­ντρευό­μου­να θα μπο­ρού­σα να έχω τα πά­ντα – και τό­τε – εί­ναι η σε­ξουα­λι­κή πλευ­ρά του πράγ­μα­τος που μπαί­νει ανά­με­σά μας; Όπως σου εί­πα προ ημε­ρών με ωμό τρό­πο, δε νιώ­θω σαρ­κι­κή έλ­ξη προς εσέ­να. Υπάρ­χουν στιγ­μές – μια τέ­τοια ήταν όταν με φί­λη­σες προ ημε­ρών – που νιώ­θω απλά και μό­νο σαν ένας βρά­χος. Όμως η φρο­ντί­δα σου για μέ­να όπως την εκ­φρά­ζεις με πλημ­μυ­ρί­ζει. Εί­ναι τό­σο αλη­θι­νή, τό­σο πε­ρί­ερ­γη. Για­τί το κά­νεις; Τι πα­ρα­πά­νω εί­μαι από ένα ευ­χά­ρι­στο πλά­σμα; Επει­δή όμως εσύ νοιά­ζε­σαι τό­σο πο­λύ πι­στεύω ότι πρέ­πει κι εγώ να νοια­στώ προ­τού σε πα­ντρευ­τώ. Νιώ­θω ότι πρέ­πει να σου τα δώ­σω όλα και ότι εάν δεν μπο­ρώ, τό­τε, λοι­πόν, ο γά­μος αυ­τός θα εί­ναι κά­τι λι­γό­τε­ρο κα­λό για σέ­να όπως και για μέ­να. Αν μπο­ρείς να συ­νε­χί­σεις να εί­σαι όπως πριν και να με αφή­νεις να βρί­σκω τον δρό­μο μου, αυ­τό θα μου εί­ναι πο­λύ ευ­χά­ρι­στο· και ακό­μα, πρέ­πει να ρι­σκά­ρου­με και οι δυό μας. Όμως με έχεις κά­νει και πο­λύ χα­ρού­με­νη. Θέ­λου­με κι οι δυο μας ένα γά­μο που να εί­ναι ένα τρο­με­ρά ζω­ντα­νό πράγ­μα, πά­ντα ακ­μαίο, πά­ντα ζε­στό, όχι ψό­φιο και εύ­κο­λο σαν τους πε­ρισ­σό­τε­ρους γά­μους. Ζη­τά­με πολ­λά από τη ζωή, έτσι δεν εί­ναι; Ίσως να τα πά­ρου­με· και τό­τε, τι υπέ­ρο­χα!
Δεν μπο­ρεί κα­νείς να πει πολ­λά σε ένα γράμ­μα, μπο­ρεί; Δεν έθι­ξα κα­θό­λου την τε­ρά­στια ποι­κι­λία πραγ­μά­των που λαμ­βά­νουν χώ­ρα εδώ – μπο­ρούν όμως να πε­ρι­μέ­νουν...

Δι­κή σου

ΒΣ

——————
* Ο Λέ­ο­ναρντ Γουλφ υπήρ­ξε κρα­τι­κός υπάλ­λη­λος και ερ­γα­ζό­ταν από το 1904 στην Ceylon Civil Service (στη ση­με­ρι­νή Σρι Λάν­κα).


Επιστολές ή περί άλλα...


Η Βιρ­τζί­νια Στί­φεν Γουλφ (Virginia Stephen Woolf, 1882-1941) όταν έγρα­ψε την επι­στο­λή αυ­τή εί­χε δη­μο­σιεύ­σει μό­νο κά­ποια άρ­θρα σε πε­ριο­δι­κά και στο Times Literary Supplement. Το πρώ­το της βι­βλίο Το τα­ξί­δι (The Voyage Out) εκ­δό­θη­κε το 1915, για να ακο­λου­θή­σουν και τα υπό­λοι­πα που την κα­θιέ­ρω­σαν ως την με­γά­λη συγ­γρα­φέα που ξέ­ρου­με. Αυ­το­κτό­νη­σε στις 28 Μαρ­τί­ου 1941.
Ο Λέ­ο­ναρντ Γουλφ (Leonard Woolf, 1880-1969), όταν έλα­βε την επι­στο­λή αυ­τή ερ­γα­ζό­ταν στην Κεϊ­λά­νη. Εί­χε σπου­δά­σει στο Πα­νε­πι­στή­μιο του Κέ­μπριτζ όπου ήταν συμ­φοι­τη­τής και φί­λος με τον Τό­μπι Στέ­φεν, αδελ­φό της Βιρ­τζί­νια, και, μέ­σω εκεί­νου, εί­χε συ­να­ντή­σει και την ίδια. Το 1909, με­τά από προ­τρο­πή τού φί­λου συγ­γρα­φέα Lytton Strachey, μέ­λους του Bloomsbury Group όπως και ο ίδιος, έκα­νε την πρώ­τη πρό­τα­ση γά­μου στην Βιρ­τζί­νια, χω­ρίς να πά­ρει απά­ντη­ση. Στις αρ­χές του 1911 βρι­σκό­ταν στο Λον­δί­νο με άδεια και επα­να­συν­δέ­θη­κε μα­ζί της, ενώ πα­ράλ­λη­λα προ­σπά­θη­σε να πά­ρει πα­ρά­τα­ση της αδεί­ας του, η οποία απορ­ρί­φθη­κε, με συ­νέ­πεια να πα­ραι­τη­θεί από την υπη­ρε­σία το 1912. Τον Ια­νουά­ριο του ίδιου έτους έκα­νε ξα­νά πρό­τα­ση γά­μου στη Βιρ­τζί­νια, η οποία δέ­χτη­κε και πα­ντρεύ­τη­καν στις 10 Αυ­γού­στου.
Ο Λέ­ο­ναρντ Γουλφ ήταν και ο ίδιος συγ­γρα­φέ­ας βι­βλί­ων λο­γο­τε­χνί­ας αλ­λά και πο­λι­τι­κών ανα­λύ­σε­ων, κα­θώς και αρ­θρο­γρά­φος, υπήρ­ξε δε δρα­στή­ριο μέ­λος του Ερ­γα­τι­κού Κόμ­μα­τος και της Φα­βια­νής Εται­ρεί­ας. Ίδρυ­σε, μα­ζί με την Βιρ­τζί­νια, τις πε­ρί­φη­μες εκ­δό­σεις Hogarth Press και τύ­πω­ναν σε χει­ρο­κί­νη­τη πρέ­σα, αρ­χι­κά τα δι­κά τους βι­βλία, αλ­λά και πολ­λά άλ­λα βι­βλία λο­γο­τε­χνί­ας ή δο­κί­μια, στα οποία πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται και η πρώ­τη έκ­δο­ση της Έρη­μης χώ­ρας του Τ.Σ. Έλιοτ. Πί­στε­ψε από την αρ­χή στο με­γά­λο τα­λέ­ντο της Βιρ­τζί­νια, υπήρ­ξε ο εκ­δό­της όλων σχε­δόν των βι­βλί­ων της και ήταν πά­ντα ο πρώ­τος ανα­γνώ­στης τους. Έζη­σαν μα­ζί μέ­χρι το θά­να­τό της.

Επιστολές ή περί άλλα...
ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: