Επιστολές ή περί άλλα...

Ο Paul Gauguin (1888). Επιζωγραφισμένη φωτογραφία
Ο Paul Gauguin (1888). Επιζωγραφισμένη φωτογραφία


ΕΠΙ­ΣΤΟ­ΛΗ ΤΟΥ
ΠΟΛ ΓΚΟ­ΓΚΕΝ
ΠΡΟΣ ΤΟΝ
ΝΤΑ­ΝΙΕΛ ΝΤΕ ΜΟΝ­ΦΡΕΝΤ


[Ταϊ­τή], Νο­έμ­βριος (18)95

Αγα­πη­τέ μου Ντα­νιέλ,

Όταν έλα­βα το ευ­γε­νι­κό σας γράμ­μα δεν εί­χα ακου­μπή­σει πι­νέ­λο, εκτός από ένα βι­τρό που έφια­ξα στο ατε­λιέ μου. Χρειά­στη­κε να μεί­νω στο Πα­πέ­ε­τε σε ένα κα­ταυ­λι­σμό, προ­κει­μέ­νου να πά­ρω μια από­φα­ση· και τε­λι­κά αυ­τή ήταν να χτί­σω μια με­γά­λη ταϊ­τι­νή κα­λύ­βα στην εξο­χή. Εν­δει­κτι­κά, βρί­σκε­ται σε μια υπέ­ρο­χη σκιά, στην άκρη του δρό­μου με εκ­πλη­κτι­κή θέα στα βου­νά πί­σω μου. Φα­ντα­στεί­τε ένα με­γά­λο κλου­βί για σπουρ­γί­τια, με γρί­λιες από μπα­μπού και στέ­γη από ψά­θα κα­ρύ­δας, που το χω­ρί­ζουν σε δύο μέ­ρη οι κουρ­τί­νες του πα­λιού μου ατε­λιέ. Το ένα από τα δύο μέ­ρη απο­τε­λεί το υπνο­δω­μά­τιο, με πο­λύ λί­γο φως ώστε να δια­τη­ρεί­ται δρο­σε­ρό. Το άλ­λο μέ­ρος έχει ένα με­γά­λο πα­ρά­θυ­ρο στην κο­ρυ­φή για να γί­νει ατε­λιέ. Στο πά­τω­μα υπάρ­χουν χα­λά­κια και το πα­λιό μου περ­σι­κό χα­λί. Όλο εί­ναι δια­κο­σμη­μέ­νο με υφά­σμα­τα, μι­κρο­α­ντι­κεί­με­να και σχέ­δια.
Όπως βλέ­πε­τε, προς το πα­ρόν, δεν εί­μαι και για λύ­πη­ση.
Κά­θε βρά­δυ, αγριε­μέ­να κο­ρι­τσά­κια ει­σβάλ­λουν στο κρε­βά­τι μου ― χθες εί­χα τρία από αυ­τά για να λει­τουρ­γή­σω. Θα στα­μα­τή­σω αυ­τή τη άσω­τη ζωή και θα πά­ρω μια σο­βα­ρή γυ­ναί­κα στο σπί­τι και θα δου­λέ­ψω σκλη­ρά, κα­θώς νιώ­θω πως έχω έμπνευ­ση και νο­μί­ζω ότι θα κά­νω κα­λύ­τε­ρες δου­λειές από ό,τι πα­λιό­τε­ρα.
Η προη­γού­με­νη γυ­ναί­κα μου (η Teha'amana) πα­ντρεύ­τη­κε όσο έλει­πα και υπο­χρε­ώ­θη­κα να κε­ρα­τώ­σω τον άντρα της, αλ­λά δεν μπο­ρεί να ζή­σει μα­ζί μου, πα­ρό­λο που το έσκα­σε απ’ το σπί­τι της για 8 ημέ­ρες.

Αυ­τή εί­ναι η μία όψη του νο­μί­σμα­τος ― η άλ­λη όψη εί­ναι λι­γό­τε­ρο κα­θη­συ­χα­στι­κή. Όπως πά­ντα, όπο­τε έχω γε­μά­τη την τσέ­πη και ελ­πί­δες, ξο­δεύω χω­ρίς να λο­γα­ριά­ζω, βα­σι­ζό­με­νος στο μέλ­λον και στο τα­λέ­ντο μου, και έτσι φτά­νω γρή­γο­ρα στο τέ­λος της δια­δρο­μής. Όταν θα έχει πλη­ρω­θεί το σπί­τι μου, θα μου έχουν μεί­νει 900 φρά­γκα και δεν έχω κα­νέ­να νέο από τη Γαλ­λία, πράγ­μα που με τρο­μά­ζει λί­γο. Όταν έφυ­γα, ο Levy έπρε­πε να μου στεί­λει 2.600 φρά­γκα που μου χρω­στού­σε το Café des Variétés.* Μα­ζί με άλ­λα χρω­στού­με­να, έχω λαμ­βά­νειν συ­νο­λι­κά 4.300 φρά­γκα ― ού­τε γράμ­μα δεν έχω λά­βει.
Εί­στε, όπως πά­ντα, ο πρώ­τος που με σκέ­φτε­ται και σας εί­μαι ευ­γνώ­μων. Μό­λις λά­βε­τε το γράμ­μα μου, δεί­τε τον Lévy στην Rue St Lazare 57 και πεί­τε του ότι ανη­συ­χώ πο­λύ για τα χρή­μα­τά μου και τους πί­να­κές μου που εί­ναι σε αυ­τόν. Αν εί­στε στο Λον­δί­νο, γράψ­τε στον Mollard.
Ο κό­σμος θα μου πει: «Για­τί φεύ­γε­τε τό­σο μα­κριά;» Αλ­λά ακό­μα κι αν πάω κά­που κο­ντά, στη Βρε­τά­νη για πα­ρά­δειγ­μα, εί­ναι το ίδιο πράγ­μα.
Εί­στε λοι­πόν δια­κο­σμη­τής και μά­λι­στα στο Λον­δί­νο. Χαί­ρο­μαι πο­λύ για εσάς αν κά­ποιο τα­ξί­δι μπο­ρεί να εί­ναι δη­μιουρ­γι­κό, ή του­λά­χι­στον εν­δια­φέ­ρον ― βλέ­πω από το γράμ­μα σας ότι ήσα­σταν στη νό­τια Γαλ­λία και ότι φρο­ντί­σα­τε για το δια­ζύ­γιο. Δεν μου λέ­τε όμως πώς τε­λεί­ω­σε. Πό­σα προ­βλή­μα­τα μας δη­μιουρ­γεί ο γά­μος, αυ­τός ο ηλί­θιος θε­σμός. Και βλέ­πω ότι ο Mailhol περ­νά­ει τα ίδια: του εύ­χο­μαι κα­λή τύ­χη. Αλ­λά φο­βά­μαι γι' αυ­τόν και θα ήταν κρί­μα, για­τί εί­ναι κα­λή ψυ­χή και καλ­λι­τέ­χνης.
Εί­δα­τε τι έκα­να εγώ με τον έγ­γα­μο βίο: το έσκα­σα χω­ρίς προει­δο­ποί­η­ση. Ας τα βγά­λει πέ­ρα η οι­κο­γέ­νειά μου αφού ήμου­να μό­νο εγώ για να την βοη­θάω!!! Σκο­πεύω να τε­λειώ­σω τη ζωή μου εδώ, στην από­λυ­τα ήσυ­χη κα­λύ­βα μου ― Α ναι, εί­μαι ένας με­γά­λος εγκλη­μα­τί­ας. Αλ­λά ποιος νοιά­ζε­ται; Το ίδιο και ο Μι­χα­ήλ Άγ­γε­λος, και εγώ δεν εί­μαι ο Μι­χα­ήλ Άγ­γε­λος.
Την κα­λη­μέ­ρα μου στους φί­λους και στην Ανέτ.
Όλος πο­λύ δι­κός σας.

Πολ Γκο­γκέν

___________
*
Το Café des Variétés ήταν ένα πο­λύ γνω­στό κα­φέ, εστια­τό­ριο και χώ­ρος εκ­δη­λώ­σε­ων στην Μον­μάρ­τρη, όπου σύ­χνα­ζαν πολ­λοί καλ­λι­τέ­χνες, δη­μο­σιο­γρά­φοι και δια­νο­ού­με­νοι.


Ο Gauguin με τη σύζυγό του Mette-Sophie Gad
Ο Gauguin με τη σύζυγό του Mette-Sophie Gad


Ο Paul Gauguin (1848-1903) όταν έστει­λε την επι­στο­λή αυ­τή εί­χε εγκα­τα­στα­θεί πλέ­ον ορι­στι­κά στην Ταϊ­τή, όπου όπου εί­χε πά­ει για πρώ­τη φο­ρά το 1891, για να ξε­φύ­γει από «ό,τι εί­ναι ψεύ­τι­κο και συ­μα­τι­κό».
Ενώ εί­χε γεν­νη­θεί στο Πα­ρί­σι, η οι­κο­γέ­νειά του, σε ηλι­κία 18 μη­νών, πή­γε στο Πε­ρού, τό­πο κα­τα­γω­γής της μη­τέ­ρας του, όπου έζη­σε μέ­χρι την ηλι­κία των επτά ετών, όταν η οι­κο­γέ­νεια επέ­στρε­ψε στη Γαλ­λία. Ερ­γά­στη­κε με επι­τυ­χία σαν χρη­μα­τι­στής από την ηλι­κία των 23 ετών και ασχο­λή­θη­κε, με λι­γό­τε­ρη επι­τυ­χία, με το εμπό­ριο. Ήταν πα­ντρε­μέ­νος με την Mette-Sophie Gad με την οποία εί­χε απο­κτή­σει πέ­ντε παι­διά. Με­τά από κά­ποιες απο­τυ­χη­μέ­νες εμπο­ρι­κές προ­σπά­θειες στη Δα­νία, τό­πο κα­τα­γω­γής της γυ­ναί­κας του, εγκα­τέ­λει­ψε την οι­κο­γέ­νειά του το 1885 και γύ­ρι­σε στο Πα­ρί­σι, ασχο­λού­με­νος πλέ­ον απο­κλει­στι­κά με την ζω­γρα­φι­κή. Πέ­θα­νε στην Ταϊ­τή.

__________


Ο Ντα­νιέλ ντε Μον­φρέντ (George-Daniel de Monfreid, 1856-1929), ζω­γρά­φος και συλ­λέ­κτης έρ­γων τέ­χνης, ήταν φί­λος του Γκο­γκέν από το 1890, απο­τε­λού­σε τον μό­νο σύν­δε­σμό του με την Γαλ­λία κα­τά την διάρ­κεια της πα­ρα­μο­νής του στην Ταϊ­τή και ήταν ο εκτε­λε­στής της δια­θή­κης του με­τά τον θά­να­τό του. Συ­νέ­βαλ­λε πο­λύ στην με­τα­θα­νά­τια ανα­γνώ­ρι­ση του έρ­γου του Γκο­γκέν.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: