Μακάο: το πλωτό καζίνο

Μακάο: το πλωτό καζίνο

Όλες αυ­τές οι κι­νέ­ζι­κες πό­λεις εί­ναι μα­λα­κές σαν μέ­δου­σες
ΑΝΤΡΕ ΜΑΛΡΟ
Οι κα­τα­κτη­τές (
μτ­φρ. Αλέ­ξης Ζή­ρας, εκδ. Κα­στα­νιώ­τη)



Από την αρ­χή σχε­δόν της δη­μιουρ­γί­ας της, η αυ­τό­νο­μη διοι­κη­τι­κή πε­ριο­χή του Μα­κάο κα­τα­κλύ­στη­κε από χαρ­το­παι­κτι­κές λέ­σχες, τα πε­ρι­βό­η­τα σπί­τια του fan tan, ενώ η γε­νι­κευ­μέ­νη λο­τα­ρία ήταν το έσχα­το συ­μπλή­ρω­μα των ηδο­νών της τύ­χης. Τα ανε­λέ­η­τα αυ­τά παι­χνί­δια, μοι­ραία ασφα­λώς για τους πε­ρισ­σό­τε­ρους, συ­νι­στού­σαν τό­σο το κα­λύ­τε­ρο δη­μό­σιο, κα­θη­με­ρι­νό θέ­α­μα, όσο και την ανα­πό­φευ­κτη, κω­μι­κο­τρα­γι­κή κα­τά κα­νό­να διέ­ξο­δο, την φυ­γή προς το αβέ­βαιο μέλ­λον του γρή­γο­ρου πλου­τι­σμού σε βά­ρος του γεί­το­να, του φί­λου και συ­νε­ταί­ρου της κα­θη­με­ρι­νής οδύ­νης. Τα πα­θια­σμέ­να μέ­λη αυ­τής της πα­ρά­δο­ξης κοι­νω­νί­ας, που εί­χαν εθι­στεί να ζουν στην κυ­ριο­λε­ξία με τα ελά­χι­στα, ήξε­ραν φαί­νε­ται πώς να εν­δώ­σουν απε­ρί­σπα­στα στους πει­ρα­σμούς των θα­νά­σι­μων ανα­με­τρή­σε­ων με την τύ­χη, χω­ρίς όμως την ίδια στιγ­μή να αυ­το­δια­λυ­θούν. Λες και τους προ­στά­τευε κι εκεί­νους η ίδια θεά, η Α – μα, γι΄ αυ­τό και δεν βυ­θί­στη­κε η αυ­το­σχέ­δια, εύ­θραυ­στη σκά­φη τους μέ­σα στα έλη μιας πι­θα­νής, γε­νι­κής χρε­ω­κο­πί­ας.
Όταν αρ­χι­κά τέ­θη­καν εκτός νό­μου όλα ανε­ξαι­ρέ­τως τα τυ­χε­ρά παι­χνί­δια στο Χονγκ Κονγκ, εκτός βέ­βαια από τις πα­τρο­πα­ρά­δο­τες ιπ­πο­δρο­μί­ες, κι όταν η επα­νά­στα­ση του 1911, που σά­ρω­σε την ηπει­ρω­τι­κή Κί­να, σφρά­γι­σε στη συ­νέ­χεια τους να­ούς της τύ­χης στην Κα­ντώ­να, το Μα­κάο κα­τέ­στη κα­τά συ­νέ­πεια το αναμ­φι­σβή­τη­το Μό­ντε Κάρ­λο της Ασί­ας. Γι΄ αυ­τό και δεν ήταν κα­θό­λου δύ­σκο­λο ο ανερ­χό­με­νος, τολ­μη­ρός επι­χει­ρη­μα­τί­ας Στάν­λεϊ Χο, να πεί­σει την Πορ­το­γα­λι­κή κυ­βέρ­νη­ση, λί­γες δε­κα­ε­τί­ες αρ­γό­τε­ρα και συ­γκε­κρι­μέ­να το 1962, να του επι­τρέ­ψει την ολι­κή ανα­νέ­ω­ση των τυ­χε­ρών παι­χνι­διών σε κα­θα­ρά επαγ­γελ­μα­τι­κό επί­πε­δο.
Επρό­κει­το για ένα κα­λο­με­λε­τη­μέ­νο πλέγ­μα ρι­ζι­κών αλ­λα­γών, οι οποί­ες πε­ριε­λάμ­βα­ναν, με­τα­ξύ άλ­λων, την δυ­να­τό­τη­τα άμε­σης πρό­σβα­σης στο Μα­κάο των ανυ­πό­μο­νων, χον­γκο­νέ­ζων παι­κτών, ευ­κα­τά­στα­των και μη, με μι­κρά, ασφα­λέ­στα­τα τα­χύ­πλοα σκά­φη. Το Χονγκ Κονγκ εί­ναι από τό­τε ένα από τα κύ­ρια πα­ραρ­τή­μα­τα της σκο­τει­νής βιο­μη­χα­νί­ας του γεί­το­νά του. Συμ­βάλ­λει όχι μό­νο στην ανα­βάθ­μι­ση της ζω­ής στην αντί­πε­ρα όχθη, αλ­λά εκτο­νώ­νει το συσ­σω­ρευ­μέ­νο, ανα­πό­φευ­κτο άγ­χος των κα­τοί­κων του, γειώ­νο­ντάς το στην χλι­δή του φα­σμα­τι­κού κέρ­δους. Ό, τι ανέ­κα­θεν εγ­γυά­ται το ολι­σθη­ρό βα­σί­λειο της πρά­σι­νης τσό­χας, ή αλ­λιώς στην πε­ρί­πτω­ση αυ­τή STDM. Εί­ναι τα αρ­χι­κά του ονό­μα­τος της εται­ρεί­ας του Στάν­λεϊ Χο Sociedade de Tourismo e Diversoes de Macau. Κα­τά σύμ­πτω­ση τα τρία πρώ­τα γράμ­μα­τα πα­ρα­πέ­μπουν εμ­μέ­σως στην επί­ση­μη ορο­λο­γία της ια­τρι­κής, που αφο­ρά ως γνω­στόν στα αφρο­δί­σια νο­σή­μα­τα εν γέ­νει, δη­λα­δή STD, ή Sexually Transmitted Diseases. Βε­βαί­ως το εμπό­ριο της ρου­λέ­τας εί­ναι άρ­ρη­κτα συν­δε­δε­μέ­νο, τις πε­ρισ­σό­τε­ρες φο­ρές, με τον πάν­δη­μο έρω­τα. Το Μα­κάο ήταν επό­με­νο να με­τα­βλη­θεί προ­ο­δευ­τι­κά και σε ένα, από κά­θε άπο­ψη, μο­να­δι­κό, ανοι­χτό πε­δίο σε­ξουα­λι­κής ανο­χής ακραί­ων εκ­δο­χών.
Ο καθ΄ υπερ­βο­λήν αυ­ταρ­χι­κός ορι­σμός, Macau sa assi, δη­λα­δή έτσι εί­ναι το Μα­κάο, που υπο­δέ­χε­ται τον ανυ­πο­ψί­α­στο επι­σκέ­πτη, τον προ­ε­τοι­μά­ζει κα­τά κά­ποιο τρό­πο για ό,τι πρό­κει­ται να επα­κο­λου­θή­σει. Το σύν­δρο­μο της χαρ­το­παι­ξί­ας, με άλ­λα λό­για, εί­ναι ένα εί­δος άδο­λου πα­τριω­τι­σμού. Να το δια­τυ­πώ­σω αλ­λιώς, ο πυ­ρε­τός του κα­ζί­νου εί­ναι ο πυ­ρε­τός της εθνι­κής προ­ό­δου. Άλ­λω­στε μό­νο στο διά­στη­μα μιας ει­κο­σα­ε­τί­ας, 1977 - 1997, τα συ­νο­λι­κά έσο­δα από τα τυ­χε­ρά παι­χνί­δια πολ­λα­πλα­σιά­στη­καν κα­τά πε­νή­ντα φο­ρές. Το 1997 μά­λι­στα ξε­πέ­ρα­σαν τον ίδιο τον κρα­τι­κό προ­ϋ­πο­λο­γι­σμό του Μα­κάο. Οι επτα­κό­σιες, διά­σπαρ­τες εδώ πει­να­σμέ­νες τί­γρεις, οι κατ΄ ευ­φη­μι­σμόν κου­λο­χέ­ρη­δες, συ­νι­στούν τα εμ­βλή­μα­τα μιας εξο­ντω­τι­κής αντι-ηθι­κής του χρή­μα­τος. Εί­ναι αυ­τή που βγά­ζει τη γλώσ­σα της στην μαρ­ξι­στι­κή - μα­οϊ­κή ανά­λυ­ση της αγο­ράς.
Το πρώ­το πλω­τό τριώ­ρο­φο κα­ζί­νο, ένα υβρί­διο εκ­κω­φα­ντι­κών εντυ­πω­σια­σμών με άφθο­να στοι­χεία ρο­κο­κό - σι­νι­κών υπερ­βο­λών, ναυ­πη­γή­θη­κε το 1962, εγκαι­νιά­ζο­ντας την νέα επο­χή του ξέ­φρε­νου τζό­γου. Μια πα­ραλ­λα­γή του, ελα­φρώς κιτς, «χτί­στη­κε» στην Οσά­κα της γει­το­νι­κής Ια­πω­νί­ας, το 1986, για να λει­τουρ­γή­σει αρ­χι­κά ως πλω­τό εστια­τό­ριο στην σφό­δρα αντα­γω­νι­στι­κή Κα­ντώ­να . Η ιδέα εγκα­τα­λεί­φθη­κε. Οι ιδιο­κτή­τες του το πού­λη­σαν στην προ­α­να­φε­ρό­με­νη STDM. Το βρί­σκου­με σή­με­ρα να μας πε­ρι­μέ­νει, αγέ­ρω­χο, με την με­γα­λο­πρέ­πεια των φυ­σι­κών φαι­νο­μέ­νων, στην πα­λαιά απο­βά­θρα του Μα­κάο, σε μι­κρή από­στα­ση από τη νέα, έτοι­μο να κα­τα­πιεί τις μι­κρές και τις με­γά­λες ομά­δες των του­ρι­στών. Ό,τι ακρι­βώς συ­ντη­ρεί γεν­ναιό­δω­ρα τον μύ­θο και την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα αυ­τής της μι­κρής προ­ε­ξο­χής στο Δέλ­τα του Πο­τα­μού με τα μαρ­γα­ρι­τά­ρια.
Έχει πέ­σει από ώρα η νύ­χτα. Πλη­σιά­ζω. Εί­ναι κα­τά­φω­το. Κά­ποιοι τζο­γα­δό­ροι ψά­χνουν, κα­πνί­ζο­ντας σκυ­φτοί, για τα­ξί. Το πλοίο - κα­ζί­νο, μό­λις λί­γα μέ­τρα πιο πέ­ρα, τα­ξι­δεύ­ει αε­νά­ως στα σκο­τά­δια των πε­πρω­μέ­νων της ρου­λέ­τας. Λι­κνί­ζε­ται στην επι­φά­νεια των άο­σμων, ελα­φρώς ρυ­τι­δω­μέ­νων νε­ρών του λι­μα­νιού, ή μου φαί­νε­ται; Δεν χρειά­ζο­νται τυ­πι­κό­τη­τες, η πόρ­τα εί­ναι ανοι­κτή. Να ρί­ξω μια μα­τιά, να παί­ξω λί­γα δο­λά­ρια. Εκεί­νη ακρι­βώς τη στιγ­μή πέ­φτει πά­νω μου. «Τα κά­νω όλα. Θα πε­ρά­σεις κα­λά». Εί­ναι αστρα­φτε­ρή. Ού­τε εί­κο­σι νο­μί­ζω. Με τον αυ­θορ­μη­τι­σμό της σχε­δόν έμπει­ρης πε­ρί τα αν­θρώ­πι­να. «Κι από το στό­μα, αν θες. Θα δεις. Σ’ αγα­πώ». Όλα αυ­τά σε ωραιό­τα­τα αγ­γλι­κά. Θέ­λει να με πιά­σει αγκα­ζέ. «Εί­μαι το κο­ρί­τσι σου τώ­ρα». Τη ρω­τώ, χω­ρίς να την ακου­μπή­σω, «Για σή­με­ρα το βρά­δυ μό­νο;». Η απά­ντη­ση έτοι­μη, αφο­πλι­στι­κή, θα έλε­γα ότι πε­ριέ­χει μια δό­ση ισχυ­ρής ει­λι­κρί­νειας: «Για πά­ντα, αν το θε­λή­σεις. Σου αρέ­σω; ». Στα μά­τια της λα­μπυ­ρί­ζει η ισχυ­ρο­γνω­μο­σύ­νη των νιά­των. Δεν απα­ντώ, κερ­δί­ζω χρό­νο αθω­ό­τη­τας. «Εκα­τό δο­λά­ρια μια φο­ρά, δια­κό­σια όλη νύ­χτα. Εσύ έχεις κά­τι και για μέ­να, έτσι δεν εί­ναι;», επα­νέρ­χε­ται πιο σο­βα­ρή τώ­ρα, απο­φα­σι­στι­κή, σαν από και­ρό προ­ε­τοι­μα­σμέ­νη, σφίγ­γο­ντας ήδη το μπρά­τσο μου με το δε­ξί της χέ­ρι. «Κι αυ­τό εί­ναι αλη­θι­νό, όχι φου­σκω­μέ­νο από σι­λι­κό­νη, όπως κά­νουν οι άλ­λες εδώ», μου λέ­ει αλ­λά­ζο­ντας ξαφ­νι­κά ύφος. Πιέ­ζει ανά­λα­φρα την πα­λά­μη του αρι­στε­ρού μου χε­ριού στο στή­θος της. Εί­ναι ανέ­με­λη, ή προ­σποιεί­ται; Σαν αστρα­πή θυ­μή­θη­κα μια Γαλ­λί­δα στη Μον­μάρ­τη, «Το στή­θος μου εί­ναι ακρι­βό, μα αν το πιά­σεις, κο­στί­ζει ακρι­βό­τε­ρα!»
Της εξη­γώ ότι με πε­ρι­μέ­νει μια φί­λη μου μέ­σα στο κα­ζί­νο. Υπο­χω­ρεί χω­ρίς κα­νέ­ναν απο­λύ­τως δι­σταγ­μό. Από­δει­ξη ότι εί­ναι πλέ­ον μια συ­νε­πής επαγ­γελ­μα­τί­ας του σε­βα­στι­κού έρω­τα. Την δια­κρί­νει αμέ­σως ένα απί­στευ­το τακτ. Ενερ­γεί με μιαν απρό­σμε­νη αβρό­τη­τα, σαν με­γά­λη κυ­ρία των σα­λο­νιών του Προυστ. Εκτι­μά, χω­ρίς πο­τέ της ασφα­λώς να την έχει αντι­κρύ­σει, την άλ­λη γυ­ναί­κα, την αλη­θι­νή ή την ψευ­δε­πί­γρα­φη, η οποία απλώς προ­ϋ­πήρ­ξε. Η πρω­το­κα­θε­δρία της προ­γε­νέ­στε­ρης ετε­ρό­τη­τας στο πέ­λα­γος του κρε­βα­τιού εί­ναι το αδια­φι­λο­νί­κη­το δε­δο­μέ­νο. Βε­βαί­ως μου δί­νει σ΄ ένα χαρ­τά­κι, για παν εν­δε­χό­με­νο, τον αριθ­μό του φο­ρη­τού τη­λε­φώ­νου της. Ανα­γνω­ρί­ζω την πα­σί­γνω­στη, την ακαι­νο­τό­μη­τη πρά­ξη δι­καιο­σύ­νης, που προ­κα­θο­ρί­ζει κα­τά τρό­πο από­λυ­το τον ρό­λο της. «Αν με χρεια­στείς, θα μ΄ έχεις. Εί­μαι από τώ­ρα δι­κή σου, αγά­πη μου ». Την ρω­τάω προ­τού τη χά­σω για πά­ντα στα Γό­μορ­ρα της τρο­πι­κής νύ­χτας «Από πού εί­σαι;». Εί­δα την αφο­πλι­στι­κή υπε­ρη­φά­νεια στο υπέ­ρο­χο, ανέ­σπε­ρο βλέμ­μα της, «Από το Βιετ­νάμ. Έχεις πά­ει πο­τέ στο Βιετ­νάμ; Θα τρε­λα­θείς!…». Μά­τια σαν νί­κη.



ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: