Πρωτοχρονιά στο Τόκιο

Πρωτοχρονιά στο Τόκιο

«Τι τρομερές συνέπειες περιμένουν την ανθρωπότητα επειδή περιφρονητικά παραβλέπει τα προβλήματα της Ανατολής! Είναι  [...] αρκετά παράξενο το ότι η ανθρωπότητα έχει μέχρι τώρα συναντηθεί σε ένα φλυτζάνι τσάι. Είναι το μόνο ασιατικό τελετουργικό που έχει κερδίσει τον παγκόσμιο σεβασμό» ————Οκακούρα Κακούζο, Το βιβλίο του τσαγιού


Ο Τζόκιτσι και ο Ίσιρο, γεννημένοι στο Τόκιο, όχι και τόσο φανατικοί οπαδοί της σφοδρής νεωτερικότητας που βιώνεται στη χώρα τους σήμερα, μου πρότειναν να γνωρίσω, με την ευκαιρία του εορτασμού της πρωτοχρονιάς, έναν συνταξιούχο τραπεζίτη. Τους είχε μιλήσει κάποτε με σεβασμό για τον πολιτισμό της ελληνικής αρχαιότητας, στο περιθώριο ενός σεμιναρίου διεθνών σχέσεων. Είχε διοργανωθεί περί τα τέλη του 1980 σ’ ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα στην Γιοκοχάμα, όπου οι δύο φίλοι μου σπούδαζαν τότε. Ο έμπειρος και άλλο τόσο επιτυχημένος τραπεζίτης τούς είχε κερδίσει αμέσως με τον τρόπο που προσέγγιζε τα συγκεκριμένα, δισεπίλυτα προβλήματα, τα οποία προέκυπταν τότε καθημερινά στην ευρύτερη ασιατική αγορά. Η σαφήνεια και η πειστικότητα των επιχειρημάτων του τον έκαναν να ξεχωρίσει γρήγορα από τους υπόλοιπους συνέδρους. Γι’ αυτό και κράτησαν από τότε μια χαλαρή, αλλά αδιάκοπη επαφή μαζί του.
Ήταν επόμενο να ανταποκριθώ στην πρόσκλησή τους. Κάποιον Μάιο, στα μέσα της δεκαετίας του 1970, ο τραπεζίτης, επιστρέφοντας στην Ιαπωνία από τις Βρυξέλλες, μετά από ένα διεθνές συνέδριο οικονομολόγων, όπου συμμετείχε ενεργά, είχε παραμείνει στην Αθήνα, για μιάμιση, όπως τόνιζε, γεμάτη ανεξίτηλες εμπειρίες, ημέρα. «Ένας Έλληνας λοιπόν, που επισκέπτεται και μάλιστα τακτικά το Τόκιο, ήταν πάντα γι’ αυτόν», τους τόνισε τις προάλλες όταν του μίλησαν για μένα, «μια ευπρόσδεκτη έκπληξη».

———————— ¤ ————————

 
Την Πρωτοχρονιά την αποκαλούν στα ιαπωνικά «σογκάτσου» ή «οσογκάτσου». Πρόκειται για τη σημαντικότερη γιορτή της χώρας. Τα παραδοσιακά δείπνα της τελευταίας νύχτας του χρόνου, τα «μπονενκάι» συνιστούν ευκαιρίες οικογενειακών συγκεντρώσεων, αλλά και ανανέωσης των ελπίδων για ένα καλύτερο αύριο, όπως άλλωστε συμβαίνει κατά κανόνα στη Δύση. Οι καμπάνες των ναών, οι οποίοι είναι αφιερωμένοι στον Βούδα, χτυπούν εκατό οχτώ φορές για να απομακρύνουν τα κακά πνεύματα που περιείχε μέσα του ο παλιός χρόνος. Η Ιαπωνία δεν κουράζεται να δείχνει άλλη μια φορά, και μάλιστα με ιδιαίτερα πανηγυρικό τρόπο τη διασύνδεσή της με το βουδικό πρόταγμα.

———————— ¤ ————————

Θέλω να ψηλαφήσω την πόρτα, να την αποτυπώσω στο νου. Ώσπου να μας ανοίξουν, μού διευκρινίζουν ότι είναι από λεύκα, ακριβή και άριστα επεξεργασμένη. Μόλις που προλαβαίνω· ένα άγγιγμα περίληψη. Το έχω από τότε κατατάξει στην ιστορία της αφής μου. Ένα ξύλο σεβάσμιο, μα εύγλωττο. Μια ακόμη μνήμη ονείρου. Μάς υποδέχεται μια ηλικιωμένη οικιακή βοηθός· τα ανεπαίσθητα, αχυρένια σαντάλια, η εγκράτεια του χαμόγελου, ένα βλέμμα που σε υποχρεώνει να κοιτάξεις μέσα του: η αθόρυβη σοφία της υπηρεσίας. Μας οδηγεί σ’ ένα απέριττο καθιστικό. Δεν το συνειδητοποίησα αμέσως, αλλά λίγο μετά πείθομαι: ο χώρος με διακρίνει, μπορεί να με αντιληφθεί. Με καλεί να τον γευτώ· ένα φρούτο του χρόνου, ένα χάδι. Οι αποχρώσεις των χρυσάνθεμων στα βάζα, η σχεδόν ανύπαρκτη διακόσμηση που μπορεί όμως να διαχωρίζει με μεγάλη ευκρίνεια επιφάνειες και όγκους και η γεωμετρική σαφήνεια των περιγραμμάτων προσδιορίζουν ένα συνεκτικό νεύμα.

———————— ¤ ————————

Στην αρχή αναγγέλλεται από τον οικοδεσπότη, με μια αφοπλιστική ταπεινότητα, το σερβίρισμα το τσαγιού. Καθιερωμένο πρόσχημα ανταλλαγής μερικών προκαταρκτικών φιλοφρονήσεων και ευχών. Ανοιχτό πράσινο χρώμα, ελαφρό άρωμα, ένα αχνιστό ρυάκι από την ολοστρόγγυλη μεταλλική τσαγιέρα. Φευγαλέα ανάμνηση ανθισμένου κήπου. Αληθινό μετάξι στο στόμα – μήπως; Μετά από μια ώρα περίπου καθόμαστε οκλαδόν να φάμε πάνω στο μαλακό, καλοστρωμένο τατάμι, δηλαδή αυτό το σφιχτοπλεγμένο λεπτό ψαθωτό που καλύπτει το δάπεδο του γιαπωνέζικου παραδοσιακού δωματίου.
Λιγοστό, θαμπό φως από την δύση του ηλίου μας περιβάλλει ακόμη. Οι ανταύγειες του φιλτράρονται από το ρυζόχαρτο που σκεπάζει τα ανοίγματα του σότζι, της ξύλινης συρταρωτής πόρτας που βλέπει, υποθέτω, στον κήπο του σπιτιού. Στα λιτά σχέδια των παραβάν, στην προσεκτικά δομημένη ευταξία του χώρου υπολανθάνει ένας μικρόκοσμος έγκυρων μηνυμάτων.

———————— ¤ ————————

Έχουμε ανάψει πια τα κεριά και τις δυο μικρές, κομψές λάμπες, που γέρνουν δίπλα μας, σαν κλαράκια που λυγίζουν επικίνδυνα από τα ώριμα μήλα τους. Οι σκιές αρχίζουν να βγαίνουν από το παρελθόν μιας ζωής που κύλησε μέσα σε αριθμούς, σε πολύπλοκες στρατηγικές ανάπτυξης της Ασίας. Τώρα απέναντι μου το νηφάλιο πρόσωπο ενός εξαιρετικά περιποιημένου, φαλακρού γέρου. Η πολύτιμη, δοκιμασμένη στην πράξη γνώση του βρίσκει βέβαια κάθε τόσο διέξοδο ν’ αναφανεί, να λάμψει ξαφνικά στα μάτια του. Οι μακροπρόθεσμες επενδυτικές εφαρμογές, που κατά καιρούς ασπάστηκαν και προώθησαν οι ιθύνοντες του Τόκιο, μονοπωλούν κάποια στιγμή τη συζήτηση. Οι θετικές και αρνητικές επιπτώσεις τους αναλύονται σε βάθος. Τα πάγια ζητήματα της υποτίμησης των νομισμάτων και της επιθετικής πολιτικής στον εξαγωγικό τομέα επανέρχονται διακριτικά, όταν ο οικοδεσπότης μας διαπιστώνει ότι χαλαρώνει η προσοχή μας. Ο συγκαλυμμένος πληθωρισμός του αφήνει άλλωστε πολλά περιθώρια αντιπαραθέσεων.
Τα σαφώς δυσκολότερα θέματα, τα πολύπλοκα αιτιατά των διφορούμενων από την πρώτη ματιά οικονομικών επιλογών, τα προσεγγίζει με περίσκεψη. Δίνει την εντύπωση ότι τα αντιμετωπίζει για πρώτη φορά. Ισχυρίζεται ότι είναι σκόπιμο να επιλύονται με τον τρόπο που επιλύει κανείς τα αινίγματα του ζεν. Υποψιάζομαι ότι πιθανότατα θα έχει ακούσει κάτι για τη σωκρατική μαιευτική. Να μην ξεχάσω να τον ...ανακρίνω.

———————— ¤ ————————

Η εσωτερική του δύναμη είναι φανερό ότι υπαγορεύει ένα ολόκληρο σύστημα υποδοχής και ειδικής φιλοξενίας για αλλοεθνείς. Τα προσεγμένα αγγλικά του πιστεύει ότι είναι κατάλληλα να με ξεναγήσουν στα ενδότερα μιας σκέψης, η οποία παρά την πειθαρχία της αφήνει να φανεί που και που μια λεπτομέρεια από την παθιασμένη ορμή της. Οι αυτοελεγχόμενες κινήσεις του συντηρούν μιαν άδολη παράσταση. Οι συνεπαγωγές, η αυτοκριτική, οι αντιπαραθέσεις με τις επώνυμες τέσσερις «τίγρεις» της περιοχής, δηλαδή την Κορέα, την Ταϊβάν, το Χονγκ Κονγκ και την Σιγκαπούρη, ξετυλίγονται στο τραπέζι μαζί με την ποικιλία της τροφής. Την ίδια ακριβώς στιγμή επικυρώνεται μια καθόλα συγκεκριμένη φιλοσοφική στάση.    

———————— ¤ ————————  

Σκιρτήματα του κορμού. Παραλλαγές των κλίσεων της κεφαλής, υπολογισμένες με τον μετρονόμο χειρονομίες, παραπληρωματικές κάμψεις της μέσης εξηγούν ιδιαιτερότητες της διατροφής. Δάχτυλα, καρποί, παλάμες, βραχίονες δείχνουν αιτήματα, αιτιολογούν αποφάσεις, επιβραβεύουν δυναμικές επιμειξίες τροφικών προαιρέσεων. Χωρίς να είναι ανιαρά σχολαστικός, δημιουργεί ένα ολοκληρωμένο πλέγμα προτάσεων με τη χρήση επιφωνημάτων και ελάχιστων λέξεων. Με την σιγουριά της ρουτίνας διευκρινίζονται οι παραμικρές λεπτομέρειες των παραταγμένων εδεσμάτων. Βεβαίως είναι επόμενο να μού διαφύγουν οι απώτερες αντιστοιχίες, οι βαθύτερες αναλογίες.

———————— ¤ ————————

Καθώς το ουδέτερο γευστικά σασίμι δένει ανυπεράσπιστο με το καυτερό βασάμπι, δηλαδή την πράσινη μάζα που ήταν κάποτε ρίζα, καθώς η τριμμένη γλυκοπατάτα με το ωμό αυγό και τα ψιλοκομμένα φύκια αναμειγνύεται σταδιακά με το ρύζι και το σάκε αρχίζει να ρέει άφθονο μέσα μας, τα επιχειρήματά του οικοδεσπότη μας για την ανάγκη αναδιοργάνωσης της ριζικής οικονομίας της χώρας παίρνουν μιαν άλλη απόχρωση. Με παρατηρεί. Έχω ρίξει μια δυο ματιές στον πίνακα που βρίσκεται ακριβώς πίσω του. Χήνες που πετούν πάνω από μια λίμνη. Συντονισμένη πτήση, σμήνος γεμάτο θέληση και αβρότητα. Μου δείχνει προς τα κει που κοιτάζω και εξηγεί «Αυτό ήταν το πιστεύω μας παλιά. Το σύμβολό μας, η συλλογική βούληση. Η κοινή πορεία. Οι χήνες είναι τα κράτη που συνεργάζονται για το μέγιστο κοινό όφελος. Η αμοιβαιότητα, οι κοινοί στόχοι. Μας είχε κατανοήσει και η Διεθνής Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και ο Διεθνής Οργανισμός Εμπορίου. Εκεί γύρω στο 1997 οι χήνες μας καλωσορίστηκαν από όλα τα ιδρύματα του Μπρέτον Γουντς».
Σταμάτησε για να πιει άλλη μια κουταλιά σούπα μίσο και συνεχίζει «Τα πράγματα άλλαξαν τον Μάιο του 2001. Ο δείκτης Νικέι έδειχνε σταθερά την πτώση μας. Είχαμε μπει πια για τα καλά στην περίοδο της στασιμότητας. Ο Υπουργός Οικονομίας, Βιομηχανίας και Εμπορίου ανήγγειλε τότε το τέλος της κοινής πτήσης. Η ομάδα διαλύθηκε, οι χήνες τράβηξαν η κάθε μια για τη φωλιά τους ».
Είναι η σειρά του Ίσιρο να σχολιάσει « Ήδη η Κίνα είχε δείξει ότι προτιμούσε να χρησιμοποιεί τα ξένα κεφάλαια για το δικό της όφελος. Εμείς υποστηρίζαμε ένα παραγωγικό σελφ σέρβις, μια κεντρομόλα αγορά κι εκείνοι μιαν ακραία, επεκτατική πολιτική, μιαν πανκινεζική οικονομία. Από τότε που ο ηγέτης τους, ο Ντενγκ Σιάο Πινγκ, που τόσες φορές είχε εξορίσει ο Μάο, διεκήρυξε ότι «το να γίνεις πλούσιος είναι σπουδαία υπόθεση» όλοι οι Κινέζοι βάλθηκαν να γίνουν εκατομμυριούχοι».

———————— ¤ ————————

  Ο τραπεζίτης μάς υποχρεώνει στη συνέχεια να παρακολουθήσουμε έναν αρκετά πολύπλοκο συλλογισμό, όπου το παρελθόν των σινο- ιαπωνικών σχέσεων φωτίζεται από διαφορετικές γωνίες. Με τον τρόπο που κάθεται η σκόνη στην ιστορία των μαχών και των πολιορκιών, σβήνουν οι επιλογικές προτάσεις. Ένα κενό, ένα απροσδόκητο χάσμα. Ενοχή, ή πίκρα για τις χαμένες ευκαιρίες; Απόκρυψη φυλετικών ευθυνών, ή αποσιώπηση τύψεων;
Η σύζυγός του, εμφανώς νεότερη, δείχνει ότι τον παρακολουθεί συνεχώς. Μάλλον θα τα έχει αφομοιώσει πλήρως όλα αυτά τα κεφάλαια της μαχητικής πορείας του συντρόφου της. Ή έτσι τουλάχιστον θέλει να μας δείξει. Εκείνος δεν την αγνοεί, αλλά ούτε την επισημαίνει. Του αρκεί η παρουσία της. Δεν χρειάζεται να επιδιώξει ούτε την επίνευση ούτε τις παροτρύνσεις της. Ένα παντοτινά εγγυημένο «ναι» στο πλευρό του. Από πολλά χρόνια μαζί· η αφοπλιστική συνύπαρξη των δύο φύλων, όπου το άρρεν πλεονάζει προκαταβολικά, πλην όμως ήρεμα πάντα.

———————— ¤ ————————

«Και δε σας φαίνεται λίγο τολμηρό να φτάσετε στο Τόκυο δίχως καν να ξέρετε πού θα μείνετε και τι θα μπορέσετε να κάνετε;». Σκέφτομαι ότι το ερώτημα αυτό, που τρομάζει τους ήρωες του αριστουργήματος Η Χώρα του Χιονιού του Γιασουνάρι Καβαμπάτα αφορά κάποιους άλλους· σαφώς λιγότερο τυχερούς από μένα. Εδώ έχω πράγματι κάπου να ακουμπήσω. Και να μυηθώ.          

———————— ¤ ————————

Οι δόσεις του φαγητού, αντί να λιγοστεύουν, αυξάνονται· τατοσικόσι σόμπα, τα λεπτά ζυμαρικά, που μοιάζουν πολύ με τον δικό μας φιδέ και αποτελούν σύμβολο αγαθής τύχης και μακροζωίας είναι πεντανόστιμα, ενώ τα θέματα διαδέχονται το ένα το άλλο με την ταχύτητα που ξαναγεμίζουν οι κούπες με ρύζι και λαχανικά. Η θεωρία της αυτάρκειας, του λεγόμενου τζιριτσουτέκι, το οποίο επεκράτησε περί τα μέσα της δεκαετίας του 1990, δέχεται τώρα τις περισσότερες επικρίσεις. Η αυτορρυθμιζόμενη εξέλιξη της ιαπωνικής οικονομίας, η στρατηγική της εγκράτειας, είναι ο εφιάλτης. «Και τώρα, ό, τι έχουμε καταφέρει ως τώρα στον οικονομικό τομέα θα το απορροφήσουν οι ανεξέλεγκτες εισαγωγές των κινέζικων προϊόντων», εκρήγνυται κάποια στιγμή ο Τζόκιτσι. Ο τραπεζίτης συμφωνεί αμέσως μαζί του. Μετά χάνεται σε κάποιο συλλογισμό. Είμαι βέβαιος ότι θα σχολιάσει σε λίγο μιαν άλλη τακτική ανάκαμψης, ένα άλλο σχέδιο συμβίωσης με τις νέες δυνάμεις που αφυπνίζονται στην Νοτιοανατολική Ασία.
Στο μεταξύ έχουμε πυκνώσει και τις δόσεις του σάκε. Νομίζω πως ακούω τον Κατσούο Ισιγκούρο· σα να μπήκε στο δωμάτιο από τη μεριά του κήπου. Τα λόγια του ανακατεύονται με όσα λένε οι άλλοι γύρω μου: «…η Ιαπωνία δεν είναι πια μια καθυστερημένη αγροτική χώρα. Έχουμε γίνει ένα παντοδύναμο έθνος, ικανό να συναγωνιστεί οποιαδήποτε δυτική χώρα. Στο ασιατικό ημισφαίριο η Ιαπωνία είναι ένας γίγαντας ανάμεσα σε σακάτηδες και νάνους…Αλλά δεν νομίζεις ότι καμιά φορά με τα ξερά καίγονται και τα χλωρά; Μερικές φορές η Ιαπωνία μοιάζει με μικρό παιδί που παίρνει μαθήματα από έναν περίεργο ενήλικο ».

———————— ¤ ————————

Αξίζει να αντιπαραβάλει κανείς τι δίδασκε τη δεκαετία του 1930 τους νεαρούς Ευρωπαίους και κάποιους άλλους ο σοφός εκείνος δάσκαλος, ο Ernst Gombrich, τιμημένος, μεταξύ άλλων, με τα βραβεία Hegel, Goethe και Wittgenstein. Αφού μνημόνευε τι προέκυψε από την πρώτη συνάντηση, περί τα μέσα του δεκάτου ενάτου αιώνα, των Δυτικών με τους Ιάπωνες αυλικούς και λογίους, οι οποίοι υπηρετούσαν με όση συνέπεια και πίστη διέθεταν τον θεϊκό Αυτοκράτορα της Χώρας του Ανατέλλοντος Ηλίου, συνήθιζε να τονίζει τα εξής: «Οι Ευρωπαίοι είχαν ενθουσιαστεί: Τελικά οι Ιάπωνες είχαν αποδειχθεί ένας πολύ συνετός λαός, αφού έκαναν τέτοιο άνοιγμα. Έσπευσαν λοιπόν να τους πουλήσουν ό, τι τους ζητούσαν και να τους δείξουν ό, τι ήθελαν. Μέσα σε λίγες δεκαετίες οι Ιάπωνες έμαθαν όλα όσα μπορούσε να τους διδάξει η Ευρώπη σχετικά με τις μηχανές για τον πόλεμο ή για την ειρήνη. Κι όταν πια ένοιωσαν έτοιμοι, υπέβαλαν στους Ευρωπαίους με κάθε ευγένεια τα σέβη τους: «Τώρα γνωρίζουμε όσα γνωρίζετε κι εσείς. Τώρα τα δικά μας ατμόπλοια θα εξορμούν με στόχο το εμπόριο και τις κατακτήσεις, και τα δικά μας κανόνια θα βομβαρδίζουν ειρηνικές πόλεις όταν κάποιος τολμήσει να προσβάλει έναν Ιάπωνα.» Οι Ευρωπαίοι έμειναν άναυδοι, και ακόμα και σήμερα εξακολουθούν να σαστίζουν. Γιατί οι Ιάπωνες είναι οι καλύτεροι μαθητές ολόκληρης της ανθρωπότητας».
Αυτό το ξάφνιασμα, που ταρακούνησε εκείνους τους απρόσκλητους «συνεταίρους» από τη Δύση, πρέπει να συνιστά το υπόβαθρο της γνωστής συμπλεγματικής μεθόδου, που προτιμά να προσεγγίζει έως σήμερα την Ιαπωνία όχι κατάματα και απροκατάληπτα, αλλά πλαγίως και ελλειμματικά.

   

———————— ¤ ————————

Πήγε πια δώδεκα. Οι λάμψεις των βεγγαλικών γεμίζουν το δωμάτιο. Το σπίτι διστάζει, παραπαίει για λίγο στο παρελθόν και μετά αρχίζει να κλυδωνίζεται κι αυτό μέσα στο νέο χρόνο. Τα πράγματα, οι θεωρίες, οι ανασκοπήσεις διαχέονται. Η αναμενόμενη έξαρση των δευτερολέπτων. Ένας χρόνος που καίγεται με την ορμή των πυροτεχνημάτωων.
«Έχει περισσέψει λίγη σούπα», μάς πληροφορεί η οικοδέσποινα. Δεν χρειάζεται να επιμείνει, την αποτελειώνουμε ευχαρίστως κι αυτήν. Παρατηρώ τα χαρακτηριστικά της καθώς μοιράζει τις τελευταίες κουταλιές. Ψάχνω για σχισμές της έκφρασης, για ρυτίδες νοημάτων. Ένα γενναίο στρώμα κρέμας έχει καλύψει αποφασιστικά όχι μόνον τις κρίσιμες λεπτομέρειες, αλλά την ύπαρξη. Αν όντως «το πρόσωπο είναι η ψυχή του σώματος», όπως τονίζει ο Λούντβιχ Βιτγκενστάιν, τότε δεν έχω μπροστά μου, τη στιγμή αυτή, παρά ένα Πρόβλημα.

———————— ¤ ————————

Ο Τζουνίτσιρο Τανιζάκι στο Εγκώμιο της σκιάς εξομολογείται ό, τι ακριβώς μοιράζομαι κι εγώ, αυτές τις πλήρεις αρχετύπων ώρες, με τους παλιούς και τους νέους μου φίλους: «Δεν νομίζω πως αγαπώ τίποτε περισσότερο απ΄ την αίσθηση του βάρους του ζωμού στις παλάμες μου, τη χλιαρή ζεστασιά, όταν κρατάω στα χέρια μια κούπα της σούπας από λάκα. Σαν να κρατάς ένα ροδαλό νεογέννητο μωρό.»
Η αφή των πραγμάτων, μια έντονη συνθηματική γλώσσα επιβάλλει σταδιακά τις σημασίες της. Την ίδια στιγμή, δέσμιος της νοστιμιάς του φαγητού, είμαι το κανάλι των καινοφανών νοημάτων· διάχυτη η φιλότητα των πρώην ξένων με περιβάλλει σαν ολοκαίνουργιο, ανθεκτικό κουκούλι: μπαίνω στην πρωτοχρονιά. Την αντιλαμβάνομαι σαν να είναι κι αυτή ένα χαϊκού, με λίγες, τις πλέον απαραίτητες υποσημειώσεις, να τη συνοδεύουν, μικρά βεγγαλικά της έκφρασης, ευχές για κατανόηση και ειρήνη.

———————— ¤ ————————

Πού να χωρέσει τώρα η πρωθύστερη καταγγελία, η κραυγή του πολέμου; Το τοπίο της σινο-ιαπωνικής ρήξης, η επιδρομή των στρατευμάτων του Αυτοκράτορα της Ιαπωνίας στη Μαντζουρία, τα φονικά στη Μογγολία αφορούν ασφαλώς τον οικοδεσπότη μας. Οι συνοπτικές αποστροφές ενός Βέλγου, του Ούγκο Κλάους, που φτάνουν ως εδώ από την καθημαγμένη Ευρώπη των μεγάλων σφαγών χωράνε κι αυτές στο πρωτοχρονιάτικο τραπέζι: «…δεν υπάρχει καμιά δικαιοσύνη στη φύση, αυτό το έχω πει πολλές φορές κι ένας άνθρωπος δεν πρέπει να μεμψιμοιρεί, υπάρχουν και χειρότερα ακόμη, αρκεί να δεις στην Άπω Ανατολή, όπου οι άνθρωποι συνεχίζουν να κόβουν ο ένας τον άλλο κομματάκια, ο καθένας βέβαια θα έχει τη δικαιολογία του…»
Προσπαθώ να διακριβώσω τα συναισθήματα, τις ενδεχόμενες εθνικιστικές ιδέες ή τα φιλειρηνικά αισθήματα του φιλήσυχου γέρου, που μού άνοιξε σήμερα τόσο ανυπόκριτα το σπίτι του. Να τον φανταστώ πίσω από ένα αυτόματο όπλο, μέλος του πληρώματος ενός πολυταξιδεμένου αντιτορπιλικού, που είναι έτοιμο να διαλυθεί από την ελλιπή συντήρηση ή μήπως σαν αδιάλλακτο σπουδαστή, που ρίχνει κρυφά τα βράδυα, κάτω από τις πόρτες των πολυκαταστημάτων στο κέντρο της Γιοκοχάμα, αντιαμερικανικές προκηρύξεις, υποδείγματα καλλιγραφίας; Το καπέλο του χαμηλά στο μέτωπο κρύβει καλά ό, τι πρέπει να κρύψει – κυρίως το μένος του.

———————— ¤ ————————

Την 1η Δεκεμβρίου του 2000, ο Γκορ Βιντάλ, στο λογοτεχνικό ένθετο των Times, λαμβάνοντας υπόψη του τα προσωπικά του βιώματα, επισημαίνει με σύνεση τις κυριότερες προκαταλήψεις και τις πολλαπλές εσκεμμένες διαστρεβλώσεις, οι οποίες βαρύνουν ακόμη σε ένα βαθμό την προς τα έξω εικόνα των Ιαπώνων εν γένει: «Ευτυχώς για την παραδεδεγμένη γνώμη, μπορεί πάντα να προσφεύγει στη δαιμονική θεώρηση της ιστορίας. Οι Ιάπωνες ως φυλή έχουν μια ροπή προς την αυτοκτονία. Είναι ένας απάνθρωπος, σχεδόν κτηνώδης λαός, με μάτια σχηματισμένα έτσι ώστε να τους είναι αδύνατο να χειριστούν σύγχρονα αεροσκάφη και όργανα σκόπευσης. Ως νεαρός φαντάρος στον Ειρηνικό, είχα κι εγώ, όπως όλοι γαλουχηθεί μ΄ αυτές τις ρατσιστικές ανοησίες. Σε περίπτωση που αυτή η δαιμονική ερμηνεία του χαρακτήρα των Ιαπώνων δεν είναι ορθή, αναγκαστικά θα πρέπει να αναρωτηθεί κανείς για ποιο λόγο ο ιαπωνικός στρατός, ενώ διεξήγαγε ήδη τον δύσκολο κατακτητικό πόλεμο στην Κίνα, που απορροφούσε όλο το δυναμικό του και κονδύλια, θέλησε να προκαλέσει κι άλλο πόλεμο με τις ΗΠΑ σε ένα τόσο μακρινό θέατρο μαχών; Η παραδεδεγμένη γνώμη είχε στη διάθεσή της εξήντα χρόνια για να βρει απάντηση· και δεν το κατάφερε».

———————— ¤ ————————

Συγκεντρώνομαι πάλι στο λιγότερο δραματικό παρόν της βραδιάς. Ρέει κι άλλο σάκε. «Υπάρχουν πολλά μπουκάλια ακόμη», μάς εμπιστεύεται ο τραπεζίτης. Στο μειδίαμά του αυτή τη φορά εμφιλοχωρεί κάτι που θυμίζει την οικειότητα εκείνη, η οποία ξέρει πώς ν’ αναπτυχθεί γρήγορα μεταξύ αντιπροσώπων των λαών της Μεσογείου, όταν συναντιούνται για πρώτη φορά στο μπαρ ενός λιμανιού ή σε μια λαμπρή, καθ΄ υπερβολήν πρόσχαρη δεξίωση που παραθέτει ένας φίλεργος Υπουργός επί των Εξωτερικών.


Βιβλιογραφία παραθεμάτων

Γκορ Βιντάλ, Όνειρα πολέμου, μτφρ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, Scripta 2004
Γιασουνάρι Καβαμπάτα Η Χώρα του Χιονιού, μτφρ Γιώργος Λεωτσάκος, Κέδρος 2006.

Κατσούο Ισιγκούρο, Ένας καλλιτέχνης του ρευστού κόσμου, μτφρ Ν.Κ., εκδόσεις Βιβλιοπωλείου της «Εστίας» 1990.
Ούγκο Κλάους, Οι φήμες, μτφρ. Γιάννης Ιωαννίδης, Καστανιώτης 1999.
Okakura Kakuzo, Το βιβλίο του τσαγιού, μτφρ. Πέτρος Τσαπίλης, εκδ. Ανατολικός 2001.
Τζουνίτσιρο Τανιζάκι, Εγκώμιο της σκιάς, μτφρ. Παναγιώτης Ευαγγελίδης, Άγρα 1995.
Ernst Gombrich, Μικρή Ιστορία του Κόσμου, μτφρ. Έλενα Καμηλάρη, Εκδόσεις Πατάκη 2007

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: