Ιαπώνων σελίδες: μια περιήγηση

O Γιασουνάρι Καουαμπάτα
O Γιασουνάρι Καουαμπάτα

«Ο Μισίμα; μα είναι τρελός
Εϊσάκου Σάτο, Πρωθυπουργός της Ιαπωνίας, μιλώντας για τον Γιούκιο Μισίμα την ημέρα της αυτοκτονίας του (25 Νοεμβρίου 1970)

       

Ο κατάλογος είναι σχετικά μακρύς. Αξίζει όμως να τον παραθέσω. Πρόκειται για ορισμένους αυτόχειρες συγγραφείς της Ιαπωνίας του περασμένου αιώνα. Δίπλα στο όνομά τους αναγράφεται κατά χρονολογική τάξη το έτος του ύστατου διαβήματος: Μπιζάν Καουακάμι 1908, Τακέο Αρισίμα 1923, Ακουταγκάουα 1927(το ομώνυμο βραβείο συνιστά την μεγαλύτερη ίσως διάκριση της Ιαπωνίας στον χώρο της λογοτεχνίας), Σινίτσι Μακίνο 1936, Οσάμου Νταζάι 1948, Ταμίκι Χάρα 1951, Μιτσίο Κάτο 1953, Σακάε Κούμπο 1958, Ασισέι Χίνο 1960, Γιούκιο Μισίμα 1970 (υποψήφιος επί σειρά ετών για το βραβείο Νομπέλ) και Γιασουνάρι Καουαμπάτα 1972 (ο πρώτος νομπελίστας της χώρας του• πρόλαβε –αξίζει να υπογραμμιστεί– να αναφέρει στους The New York Times ότι συγγραφείς του βεληνεκούς και της οξυδέρκειας του Γιούκιο Μισίμα εμφανίζονται στην ιστορία των ιαπωνικών γραμμάτων μόνο μια φορά κάθε δύο ή τρεις αιώνες). Αν όντως, όπως μας έδειξε ένας άλλος νομπελίστας, ο Αλμπέρ Καμί, « η αυτοκτονία είναι κάτι που σχεδιάζεται μέσα στην ηρεμία της καρδιάς και γι’ αυτό μοιάζει με έργο τέχνης», οφείλουμε τότε να αναζητήσουμε στις συγκεκριμένες περιπτώσεις, εφ΄ όσον μάλιστα πρόκειται περί διακεκριμένων εκπροσώπων του δημιουργικού λόγου, τις πιθανότατες κοινές αφετηρίες της θανάσιμης προαίρεσης.

Οι μελετητές της σύγχρονης ιαπωνικής λογοτεχνίας αποδίδουν πράγματι την σχεδόν ομαδική αυτή εκούσια αποδημία σε αιτίες, οι οποίες ανάγονται κατά κύριο λόγο στις οριακές δυσκολίες προσαρμογής των Ιαπώνων στην αμείλικτη πραγματικότητα της κατά τα δυτικά πρότυπα δυναμικά εξελισσόμενης πατρίδας τους, η οποία, περί τα μέσα του 19ου αιώνα, θέλησε ν΄ αφήσει οριστικά πίσω της όλες τις δομές, τα πολιτισμικά γνωρίσματα και τις λειτουργίες του φεουδαρχικού παρελθόντος των περιώνυμων σαμουράι. Οι πολεμοχαρείς Σογκούν του ένδοξου πριν μετατράπηκαν σωρευτικά στους αποτελεσματικότατους κεφαλαιοκράτες του τώρα. Οι τελευταίοι, κατανοώντας όσο ελάχιστοι άλλοι την διάσταση και τις προκλήσεις που συνεπάγεται πλέον η αθρόα παγκοσμιοποίηση του πλανήτη μας, αναδιάρθρωσαν ριζικά το ιαπωνικό τοπίο. Στο Τόκιο, τις τελευταίες δεκαετίες, χτυπά δυνατά η καρδιά των εμπορικών συμφερόντων της Ωκεανίας και όχι μόνον.

Το «σύμπτωμα της οξείας μελαγχολίας», που ταλαιπώρησε και τον κατά το ήμισυ ημέτερο Λευκάδιο Χερν, θεωρείται έως σήμερα ανίατο. Ως γνωστόν, ο προαναφερόμενος διέγνωσε πρώτος από την πλευρά των υποψιασμένων Δυτικών και μάλιστα επί τόπου την συστηματική, ενίοτε βίαιη μεταμόρφωση της Χώρας του Ανατέλλοντος Ηλίου, από επικράτεια του βουδισμού ζεν, που επί αιώνες υπήρξε, σε επίγειο παράδεισο της επιχειρηματικής πρωτοβουλίας και του μεθοδικά οργανωμένου οικονομικού σχεδιασμού. Η καθημερινή πράξη της εκεί δημιουργικής γραφής συνιστούσε δηλαδή πολλές φορές, τηρουμένων βεβαίως των αναλογιών, άσκηση, προετοιμασία μάλλον αυτοκτονίας.  
Η καθόλα εμβληματική περίπτωση του Κιμιτακέ Χιροάκα, γνωστού παγκοσμίως ως Γιούκιο Μισίμα –ψευδώνυμο, που παραπέμπει ευθέως στο χιόνι που πέφτει στην πόλη Μισίμα, η οποία βρίσκεται στους πρόποδες του όρους Φούτζι, χωρίζοντάς το από την Νότια θάλασσα– συνιστά ίσως την πολυπλοκότερη ανάμεσα στις προαναφερόμενες έντεκα. Διότι κανείς ποτέ πριν και μετά από αυτόν δεν σχεδίασε την πραξικοπηματική άλωση του ιαπωνικού Κοινοβουλίου, προκειμένου να επιτευχθεί τροποποίηση του Συντάγματος υπέρ του Αυτοκράτορος, ούτε επεδίωξε κατά καιρούς να αυτοπροβληθεί ως ... γυμνό ή ημίγυμνο φωτομοντέλο, ούτε βεβαίως ίδρυσε ατομική... στρατιωτική μονάδα εκατό αντρών, την επονομαζόμενη «Τατενοκάι», ήτοι Shield Society, SS (!) ή Ασπίς της Κοινωνίας, η οποία απετέλεσε, όπως με υπερηφάνεια διεκήρυττε ο ίδιος, «τον μικρότερο στρατό της Γης, με το υψηλότερο όμως φρόνημα». Ή πολυπρισματική συγγραφική αυτή φύση, που συνεδύαζε σπάνια αφοσίωση στο λογοτεχνικό έργο, βαθειά γνώση του εγχώριου γραμματολογικού βάθους, εκρηκτική παραγωγικότητα και αξιοσημείωτη αφομοίωση, μεταξύ άλλων, της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας, ιδίως του τραγικού ύφους του Ευριπίδη, αλλά και της δυτικοευρωπαϊκής παράδοσης στο σύνολό της, επέτυχε να αποτυπώσει το δράμα των συνειδητοποιημένων συμπατριωτών του σε μια σειρά ευθύβολων, τις περισσότερες φορές, μυθιστορημάτων, συναρπαστικών διηγημάτων και ευρηματικών θεατρικών έργων, όπως π. χ. είναι η Κυρία ντε Σαντ.



Τεράστιο υλικό, το οποίο στο σύνολό του διακρίνεται, τόσο για την προωθημένη συνθετική του υφή, όσο και για την ασίγαστη, τζοϊσικών διαστάσεων γλωσσική πολυπλοκότητά του. Δεν κουράστηκε να επισημάνει η ντόπια, όπως και η αλλοδαπή κριτική, ότι ο ακαταπόνητος αυτός συγγραφέας χαρτογράφησε διεξοδικά την ιαπωνική ψυχή, η οποία ξέρει, όπως συχνά πυκνά τόνιζε ο ίδιος, να δονείται εξ ίσου για τα «χρυσάνθεμα», τα αισθητικά δηλαδή επιτεύγματα, όσο και για τα «ξίφη», την αγάπη δηλαδή για την στρατιωτική αγωγή. Γι αυτό και οι Λακεδαιμόνιοι της Άπω Ανατολής είδαν στο πρόσωπο του Γιούκιο Μισίμα έναν φωτισμένο, εξευγενισμένο καμικάζι.
Στις ευτυχέστερες στιγμές τους, τα βιβλία του, που αριθμούν 36 τόμους, συναπετέλεσαν τον «κανόνα Μισίμα», ο οποίος έβγαλε εγκαίρως την λογοτεχνία της Ιαπωνίας από την μακραίωνη, άδικη απομόνωσή της στην διεθνή αγορά, ανοίγοντας έτσι θεαματικά τον δρόμο για την βράβευση με το Νομπέλ, το 1968, του εξηνταενιάχρονου Γιασουνάρι Καουαμπάτα, ο οποίος υπήρξε συνεπής υποστηρικτής του Γιούκιο Μισίμα, ήδη από το 1945, όταν ο δεύτερος άρχιζε τότε να πρωτοδημοσιεύει δειλά και με δεδομένη την σφοδρή πατρική αντίδραση τα πρωτόλειά του. Το τετράτομο opus magnum και κύκνειο άσμα του, το οποίο μάλιστα ολοκλήρωσε τις πρωινές ώρες της ημέρας που αυτοκτόνησε, σεβόμενος έτσι υποδειγματικά τις συμβατικές του υποχρεώσεις προς τον εκδότη του, είναι η περιώνυμη Θάλασσα της Γονιμότητας, που κυκλοφορεί και στην γλώσσα μας από τις εκδόσεις «Καστανιώτη». Το μυθιστόρημα αυτό, απαρτιζόμενο από το Ανοιξιάτικο Χιόνι, τα Αφηνιασμένα Άλογα, τον Ναό της Αυγής και τον Εκπεσόντα Άγγελο, θεωρείται από πολλούς έγκριτους μελετητές ότι αποτελεί mutatis mutandis το ιαπωνικό αντίστοιχο του αριστουργήματος του Μαρσέλ Προυστ Σε αναζήτηση του χαμένου χρόνου. Εκτείνεται στον χωρόχρονο πολλών δεκαετιών και διακρίνεται από την εξαντλητική ποικιλία των θεματικών του ανελίξεων.

Οι κυριολεκτικές εμπεδώσεις του κάρμα, οι ενδεχόμενες περιπέτειες της ψυχής από σώμα σε σώμα και η έννοια των σημαδιακών μετενσαρκώσεων, στην οποία δεν φαίνεται όμως εξ αντιδιαστολής να πιστεύει, ως διαρκώς σκεπτόμενος παρατηρητής του φαινομένου της ζωής και του θανάτου, ο ίδιος ο Γιούκιο Μισίμα, καθορίζουν συστηματικά το πλαίσιο των αναφορών και των αυτοαναφορών της πρωτεϊκής, καλώς συγκερασμένης μεγακειμενικής αυτής πρότασης. Για την πληρέστερη μάλιστα πρόσληψή της προαπαιτούνται από την πλευρά των αναγνωστών αν όχι επαρκείς, πάντως πρώτου βαθμού γνώσεις γύρω από την πολιτιστική ιστορία της νοτιοανατολικής Ασίας, το σημασιολογικό πλέγμα του θεάτρου Νο, το πολυσχιδές υπόβαθρο του καμπούκι, το καθαρόαιμο ζεν, αλλά και τις παραφυάδες του, τον βουδισμό και τον ινδουισμό. Μαζί με τις Εξομολογήσεις μιας μάσκας (1949) και τον Ναό του Χρυσού Περιπτέρου (1956), αυτός ο ποταμός των ψηφιδωτών, η Θάλασσα της Γονιμότητας, που οφείλει τον καθόλα ειρωνικό τίτλο της στον αντίστοιχο όρο, τον οποίο χρησιμοποίησαν οι αστρονόμοι Κέπλερ και Τύχο Μπραχέ για να ονομάσουν μιαν ευδιάκριτη κοιλότητα της στείρας σεληνιακής σφαίρας, αποτελούν τους πυλώνες του μείζονος οικοδομήματος του χαλκέντερου, παράδοξου αυτού δημιουργού.

Διάλεξε να πεθάνει με χαρά-κίρι. Με τον παμπάλαιο δηλαδή τρόπο των σαμουράι. Ήταν ήδη παντρεμένος με την Γιόκο και πατέρας δύο ανήλικων παιδιών. Κατέλαβε το αρχηγείο μιας στρατιωτικής βάσης στην καρδιά του Τόκιο και πρόλαβε να κραυγάσει «Ζήτω ο Αυτοκράτωρ!». Υπέδειξε μάλιστα προηγουμένως στον εικοσιτετράχρονο ερωμένο του, τον Μασακάτσου Μορίτα, να τον αποκεφαλίσει για να υποφέρει λιγότερο. Ο δεύτερος δεν κατάφερε ούτε τον Μισίμα να αποτελειώσει, ούτε να κάνει στη συνέχεια χαρά-κίρι. Και τους δύο τους εξετέλεσε, μετά από παράκλησή τους, ένα άλλο παρευρισκόμενο μέλος της Ασπίδας της Κοινωνίας, ο έμπειρος ξιφομάχος Φούρου-Κόγκα, ο οποίος τιμωρήθηκε λίγο αργότερα από την έκπληκτη ιαπωνική δικαιοσύνη. Παρέμεινε τέσσερα χρόνια στη φυλακή.  
Ήταν ο επίλογος, αλλά και η αρχή: το παγκόσμιο κοινό ανακάλυψε ξανά τον Μισίμα και τον κατέταξε στις υψηλότερες θέσεις της αναγνωστικής του συνείδησης. Θυμίζω την θαυμάσια μονογραφία της Μαργαρίτας Γιουρσενάρ, έργο του 1980, το οποίο άνοιξε νέους δρόμους για την επανεκτίμηση της προσφοράς του. Όσον αφορά στον «σαμουράι Μισίμα», η πρώτη εκείνη βιογραφία του βρετανού Χένρι Σκοτ Στοκς, που δημοσιεύτηκε το 1975, παραμένει εξαιρετική πηγή πρωτογενών πληροφοριών.

Ο Ιναζό Νιτόμπε, στο πολυδιαβασμένο έργο του Μπουσίντο, ο κώδικας των σαμουράι, γραμμένο δεκαετίες πριν από τη γέννηση του Μισίμα, φαίνεται ότι προβλέπει με ακρίβεια την αιματηρή ρήξη ανάλογων προσωπικοτήτων με τη νέα ιαπωνική πραγματικότητα: «Ξύσε έναν Γιαπωνέζο, ακόμη και των πιο προοδευτικών ιδεών, και θα ξεπροβάλει ένας σαμουράι. Η μεγάλη κληρονομιά της τιμής, της ανδρείας και όλων των πολεμικών αρετών είναι, όπως ο καθηγητής Κραμπ πολύ ταιριαστά το θέτει, «ό,τι μάς έχουν εμπιστευτεί και αποτελεί το τιμάριο το αναπαλλοτρίωτο από τον θάνατο και από τις γενιές που έρχονται». Οι προκλήσεις του παρόντος είναι να φυλάξουμε αυτή την κληρονομιά χωρίς να αφαιρέσουμε ένα γιώτα από το αρχαίο πνεύμα της. Οι προκλήσεις του μέλλοντος θα είναι να διευρύνουμε έτσι το πεδίο της, ώστε να εφαρμόζεται σε όλες τις διαδρομές και τις σχέσεις της ζωής.» Ένας προφητικός επικήδειος ύμνος – φόρος τιμής στις όχι και τόσο παράδοξες, ανελαστικές αρχές του Γιούκιο Μισίμα.





ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΠΑΡΑΘΕΜΑΤΩΝ

Ιναζό Νιτόμπε, Μπουσίντο, ο κώδικας των σαμουράι, εισαγωγή - μετάφραση - σχόλια: Β. Γ. Πολύδωρας, εκδ. Καστανιώτη 1996.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: