Στις όχθες των δύο Νείλων [β΄]

Gianlorenzo Bernini (1651): Ο θεός-ποταμός Νείλος,Ρώμη, Piaza Navonna.
Gianlorenzo Bernini (1651): Ο θεός-ποταμός Νείλος,Ρώμη, Piaza Navonna.

( Β΄ ΜΕΡΟΣ )

Στο αι­ρε­τι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα του Βολ­ταί­ρου, Zadig, ou la Destinèe, που με­τα­φρά­στη­κε πρώ­τη φο­ρά στη γλώσ­σα μας από τον Δ. Ν. Ισκε­ντέ­ρη, το 1819, ως Τα πε­ρί τον Σα­δί­κην, ή την Ει­μαρ­μέ­νην, συ­να­ντά­με προς τη μέ­ση της αφή­γη­σης το εν­δε­χό­με­νο της υλο­ποί­η­σης ενός από τα πλέ­ον πα­ρά­τολ­μα όνει­ρα του αν­θρώ­που. Πρό­κει­ται για μια ορια­κή με­τάλ­λα­ξη, που θα μπο­ρού­σε ασφα­λώς να εντυ­πω­σιά­σει τους φα­να­τι­κό­τε­ρους των αλ­χη­μι­στών. Στην ομο­λο­γία «ήμην της άμ­μου το μό­ριον, και απε­φά­σι­σα να γί­νω δια­μά­ντιον», υπο­λαν­θά­νει η δυ­να­τό­τη­τα με­τα­μόρ­φω­σης του αμε­λη­τέ­ου υλι­κού πά­σης φύ­σε­ως σε αγα­θό με­γά­λης αξί­ας. Σή­με­ρα τα υπερ­φυ­σι­κά δια­μά­ντια της εξό­φθαλ­μης χί­μαι­ρας έχουν αντι­κα­τα­στα­θεί από την απτή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα του υπε­ρά­φθο­νου πε­τρε­λαί­ου. Προ­σπα­θεί μά­ταια να το απο­κρύ­ψει η έρη­μος. Μυ­ρί­ζουν, προ­κα­λούν οι ανοι­κτές πλη­γές στον φλοιό της γης. Εξ ου και οι ανε­λέ­η­τες, πο­λυ­ε­τείς εμ­φύ­λιες συ­μπλο­κές γύ­ρω από αυ­τές, που έφε­ραν το Σου­δάν πολ­λές φο­ρές στα πρό­θυ­ρα της εθνι­κής κα­τα­στρο­φής.

Δια­πι­στώ­νω πό­σο επί­και­ρος πα­ρα­μέ­νει ο Ηλιό­δω­ρος, τον οποί­ον ση­μειω­τέ­ον ήξε­ρε απέ­ξω ο Ρα­κί­νας και όχι μό­νον. Δεν ξε­χνά, με­τα­ξύ άλ­λων, να επι­ση­μά­νει τις απο­δώ­σεις τι­μών εκ μέ­ρους των ξέ­νων προς τον με­γά­λο γεν­νή­το­ρα, τον πο­τα­μό της ευ­τυ­χί­ας. Άλ­λω­στε από το έρ­γο του Αι­θιο­πι­κά, ή τα πε­ρί Θε­α­γέ­νην και Χα­ρί­κλειαν, του 3ου αι. μ.Χ., μα­θαί­νου­με ότι ο Νεί­λος με­τεί­χε στο υπερ­φυ­σι­κό, στο βαθ­μό που απο­τε­λού­σε την ίδια στιγ­μή την από­λυ­τη, την αδιά­ψευ­στη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Ο δι­φυ­ής αυ­τός χα­ρα­κτή­ρας του ση­μά­δε­ψε τη ζωή όλων εκεί­νων που πό­τι­σε κι τάι­σε με τό­ση συ­νέ­πεια. Οι αλ­λε­πάλ­λη­λες θυ­σί­ες στο όνο­μά του, κα­τα­λα­βαί­νου­με εκ των υστέ­ρων, ήταν οι έμπρα­κτες δια­βε­βαιώ­σεις του ανυ­πό­κρι­του σε­βα­σμού στο ακα­τα­νό­η­το της υδά­τι­νης δα­ψί­λειας.
Ξε­χω­ρί­ζω με τις πρώ­τες προ­σεγ­γί­σεις τα εξής: «Ολό­κλη­ρη αυ­τή την επο­χή οι Αι­γύ­πτιοι την απο­κα­λούν Βου­κο­λία. Εί­ναι ένα βα­θού­λω­μα στο έδα­φος, που συ­γκε­ντρώ­νει κά­ποια νε­ρά, όταν πλημ­μυ­ρί­ζει ο Νεί­λος. Τό­τε σχη­μα­τί­ζε­ται λί­μνη, στη μέ­ση έχει άπει­ρο βά­θος και στα άκρα κα­τα­λή­γει σε έλος. Αυ­τό που εί­ναι για τις θά­λασ­σες τα ακρο­γιά­λια, εί­ναι για τις λί­μνες τα έλη [...] βά­δι­ζε συ­νε­χώς σε πα­ρα­πο­τά­μιες πε­ριο­χές (ο Υδά­σπης) ακο­λου­θώ­ντας την όχθη του Νεί­λου. Όταν έφτα­σε στους κα­ταρ­ρά­χτες, θυ­σί­α­σε στον Νεί­λο και στους θε­ούς των συ­νό­ρων». Οι πέ­ντε κα­ταρ­ρά­κτες στην επι­κρά­τεια του Σου­δάν, κο­ντά στις πε­ριο­χές Ουά­ντι Χάλ­φα, Κα­ρί­μα – Ντό­γκο­λα, Με­ρόη, Μπέρ­μπερ και Γκέ­μπελ Γκά­ρι, υπο­νο­ούν στις συ­νει­δή­σεις των ανι­μι­στών, που ακό­μη εντο­πί­ζο­νται εδώ, τις με­τα­πτώ­σεις και τις ανορ­θώ­σεις του προ­αιώ­νιου, ακα­τά­βλη­του θε­ού. Πα­ρά τις ήπιες ή βί­αιες με­θό­δους που διά­λε­ξαν για την διά­δο­σή τους οι μο­νο­θεϊ­σμοί στο εσω­τε­ρι­κό της χώ­ρας, η πί­στη των γη­γε­νών ανι­μι­στών δεν έχει έως σή­με­ρα εξα­λει­φθεί. Στή­ριγ­μά της δια­χρο­νι­κό η με­γά­λη Ροή και τα ξε­σπά­σμα­τά της. Ο Πο­τα­μός – Σύ­μπαν.


Το νε­ρό που ρέ­ει στις κοί­τες του δι­πλού Νεί­λου εί­ναι κο­ντο­λο­γίς η κυ­ρί­αρ­χη γνώ­ση. Να θυ­μί­σω ότι ο Ισμα­ήλ, από τους κε­ντρι­κούς ήρω­ες του εμ­βλη­μα­τι­κού μυ­θι­στο­ρή­μα­τος του Χέρ­μαν Μέλ­βιλ Μό­μπι Ντικ, ανα­κε­φα­λαιώ­νει το γε­νι­κό δόγ­μα των αρ­χέ­γο­νων αλ­λη­λου­χιών: «Ναι, όπως ξέ­ρει ο κα­θέ­νας, πε­ρι­συλ­λο­γή και νε­ρό εί­ναι πα­ντρε­μέ­να για πά­ντα». Ό, τι νο­εί­ται ή συμ­βαί­νει στο πε­δίο των ορα­τών συ­νι­στά υπό­θε­ση νε­ρού. Σε συν­δυα­σμό με ένα πρό­χει­ρο κα­τά­λυ­μα, που μπο­ρεί έστω και την τε­λευ­ταία στιγ­μή να σε σώ­σει από την υπο­τρο­πή των εγκαυ­μά­των σου ή τη βα­σα­νι­στι­κή ηλί­α­ση, το νε­ρό θε­ω­ρεί­ται εδώ, χω­ρίς υπερ­βο­λή η κα­τ’ εξο­χήν αι­τία ζω­ής. Απο­τε­λεί το πρώ­το (σου­δα­νι­κό) κι­νούν. Εί­ναι η αδια­φι­λο­νί­κη­τη αρ­χή του γί­γνε­σθαι, που του αρέ­σει να κα­θρε­φτί­ζε­ται ad infinitum στον πο­τα­μί­σιο εαυ­τό του.


Στις πρώ­τες σε­λί­δες της Δια­λε­κτι­κής του Δια­φω­τι­σμού, οι Μαξ Χορκ­χάι­μερ και ο Τέ­ο­ντορ Αντόρ­νο απο­τί­ουν τον δι­κό τους φό­ρο τι­μής στον Νεί­λο του μύ­θου και της πο­λι­τι­σμι­κής σύ­μπρα­ξης: «Όπως οι ει­κό­νες της δη­μιουρ­γί­ας των πά­ντων από τον πο­τα­μό και από τη γη ήρ­θαν στους Έλ­λη­νες από τον Νεί­λο και έγι­ναν απ’ αυ­τούς υλο­ζω­ι­στι­κές αρ­χές, στοι­χεία, έτσι και η αμ­φί­λο­γη πλειά­δα των μυ­θι­κών δαι­μό­νων πή­ρε την κα­θα­ρή και πνευ­μα­τι­κο­ποι­η­μέ­νη μορ­φή των οντο­λο­γι­κών ου­σιών».


Ο άλ­λος κα­θρέ­φτης, ο πυ­ρα­κτω­μέ­νος: η έρη­μος. Τα πράγ­μα­τα χω­νεύ­ο­νται. Για να ξα­να­γεν­νη­θούν κά­ποια στιγ­μή λα­μπρό­τε­ρα στην επι­κρά­τεια της φα­ντα­σί­ας.

Με­ρι­κές εν­θου­σιώ­δεις προ­τά­σεις, δείγ­μα­τα των ετυ­μη­γο­ριών, που αρέ­σουν στους Γάλ­λους. Από ένα μυ­θι­στό­ρη­μα του Ολι­βιέ Ρο­λέν δια­κρί­νω: «Ο έρω­τας, έλε­γα στον Χά­ραλντ εκεί­νη την ήδη μα­κρι­νή μέ­ρα που άρ­χι­σαν όλα … Μα όχι, τί­πο­τα δεν αρ­χί­ζει πο­τέ. Αυ­τή η ιστο­ρία, για πα­ρά­δειγ­μα, έχει τό­σες πη­γές όσες κι ο Νεί­λος, που κυ­λού­σε εμπρός μου, ξυ­ρά­φι που έκο­βε ήρε­μα το μά­τι μου. Ο Νεί­λος δεν έχει πη­γή, δεν έχει άλ­λη αρ­χή εκτός από τα σύν­νε­φα του Ιση­με­ρι­νού, τα εκα­τομ­μύ­ρια των στα­γό­νων που κα­τρα­κυ­λούν στη Ρου­βεν­ζό­ρι, τα όρη της Σε­λή­νης, τα υψί­πε­δα της Αι­θιο­πί­ας, την πρω­ι­νή δρο­σιά που ντύ­νει με μαρ­γα­ρι­τά­ρια τους πρά­σι­νους λό­φους της Αφρι­κής, τα ού­ρα ζώ­ων και αν­θρώ­πων, κι ακό­μη τα δά­κρυά τους, ανά­με­σα, ας πού­με, στον τρια­κο­στό και τον τεσ­σα­ρα­κο­στό βαθ­μό ανα­το­λι­κού γε­ω­γρα­φι­κού πλά­τους, στον πέμ­πτο νό­τιο και τον δέ­κα­το πέμ­πτο βό­ρειο πα­ράλ­λη­λο. Κα­τά προ­σέγ­γι­ση».
Η ορο­λο­γία της γε­ω­φυ­σι­κής επι­στρα­τεύ­ε­ται άλ­λη μια φο­ρά για να κα­το­χυ­ρω­θεί λε­κτι­κά το πρω­ταρ­χι­κό, εκ­στα­τι­κό ερέ­θι­σμα. Η πι­στό­τη­τα των συ­γκι­νή­σε­ων που προ­κα­λεί ο Νεί­λος εκ­βιά­ζει τη γρα­φή να τα απο­δώ­σει, ει δυ­να­τόν, όλα. Παί­ζει με τη γρα­φή, την προ­κα­λεί, αλ­λά την υπο­νο­μεύ­ει κιό­λας την ίδια στιγ­μή. Ο Πο­τα­μός ξέ­ρει ότι εκεί­νη δεν μπο­ρεί κα­τά βά­θος να τον συ­να­γω­νι­στεί. Υπό­θε­ση ρη­το­ρεί­ας των υδά­των.
Ένας κα­λο­φτιαγ­μέ­νος χάρ­της πι­στεύω ότι δεν στε­νο­γρα­φεί μό­νο, αλ­λά ονει­ρεύ­ε­ται: μπο­ρεί να υπεν­θυ­μί­ζει απλώς τα πά­ντα, χω­ρίς να πλημ­μυ­ρί­ζει από τις εν­νοιο­λο­γι­κές βρο­χές. Αρ­κεί βέ­βαια να εί­ναι έμπει­ρος ο χαρ­το­γρά­φος – συγ­γρα­φέ­ας. Όπως ακρι­βώς συμ­βαί­νει με τις πε­ρι­φρά­σεις του Ολι­βιέ Ρο­λέν στη Με­ρόη του, από όπου και το από­σπα­σμα που προη­γή­θη­κε.

Θυ­μά­μαι ότι η επο­χή των βρο­χών το κα­λο­καί­ρι του 2006 άρ­χι­σε νω­ρί­τε­ρα από ό, τι συ­νέ­βαι­νε συ­νή­θως τα προη­γού­με­να χρό­νια. Από τα αι­θιο­πι­κά υψί­πε­δα οι ακα­τα­μά­χη­τοι υδά­τι­νοι όγκοι έφτα­σαν ως εδώ, ένα πρωί του Ιου­λί­ου, γε­μά­τοι δύ­να­μη και απει­λές. Θο­λές, εκ­βια­στι­κές πο­σό­τη­τες μιας ανυ­πό­τα­κτης φύ­σης, η οποία ανέ­κα­θεν ήξε­ρε πο­λύ κα­λά πώς να μάς κα­θη­συ­χά­ζει με τα κα­μώ­μα­τα της επί­πλα­στης αθω­ό­τη­τάς της.

Ο Μέ­γας Πο­τα­μός φού­σκω­νε επι­κίν­δυ­να. Έτοι­μος να ξε­χει­λί­σει από στιγ­μή σε στιγ­μή, να πλημ­μυ­ρί­σει την πιο ωραία λε­ω­φό­ρο της πό­λης, που εκτεί­νε­ται κα­τά μή­κος της δυ­τι­κής όχθης του. Το ισχυ­ρό ρεύ­μα του πα­ρέ­συ­ρε στο με­τα­ξύ ιπ­πο­πό­τα­μους, κρο­κο­δεί­λους, με­γά­λες σαύ­ρες και άλ­λα ζώα υδρό­βια και μη που έχα­σαν τις φω­λιές τους από την αιφ­νί­δια, αλ­λά και υπερ­βο­λι­κή άνο­δο της στάθ­μης των νε­ρών. Στην κε­ντρι­κή αγο­ρά του Χαρ­τούμ θα άρ­χι­ζε σε λί­γο το εμπό­ριο κά­ποιων άτυ­χων ζώ­ων, που ανή­καν σ΄ εκεί­να που δεν κα­τά­φε­ραν να ξα­να­πέ­σουν στο Νεί­λο, με­τά την αδό­κη­τη πε­ρι­πλά­νη­σή τους στις όχθες του.

Ο δι­πλω­μα­τι­κός εκ­πρό­σω­πος του Πά­πα, ο νούν­τσιος Ντο­μι­νίκ Μα­μπέρ­τι, που έφε­ρε τό­τε, όπως άλ­λω­στε συ­νη­θί­ζε­ται στην πρά­ξη, τον βαθ­μό του Πρέ­σβη, μού εί­πε ότι τη δεύ­τε­ρη μέ­ρα των βρο­χών ένας κρο­κό­δει­λος, πά­νω από τέσ­σε­ρα μέ­τρα, βρέ­θη­κε να πε­ρι­φέ­ρε­ται στον τε­ρά­στιο κή­πο της κα­τοι­κί­ας του, που απέ­χει, ευ­τυ­χώς ή δυ­στυ­χώς, λί­γα μό­λις μέ­τρα από το πο­τά­μι. Εί­χε προ­φα­νώς βά­λει στο μά­τι τα κα­τοι­κί­δια ζώα και τα αρ­νιά που εκτρέ­φο­νταν στο δι­πλα­νό κτή­μα. Ο κη­που­ρός του και δυο άλ­λοι φί­λοι, με­τά από με­γά­λες προ­σπά­θειες, τον έρι­ξαν στο νε­ρό. Την εβδο­μά­δα που ακο­λού­θη­σε, ο Νούν­τσιο ανα­βαθ­μί­στη­κε, προ­α­γό­με­νος σε Γε­νι­κό Γραμ­μα­τέα επί των Εξω­τε­ρι­κών Υπο­θέ­σε­ων του Βα­τι­κα­νού και ανε­χώ­ρη­σε για την Αγία Έδρα. Κατ΄ ου­σί­αν Υπουρ­γός, ήταν πα­νευ­τυ­χής με­τά από υπη­ρε­σία πέ­ντε και πλέ­ον ετών στο Σου­δάν, με πα­ράλ­λη­λη δια­πί­στευ­ση στην όμο­ρη Ερυ­θραία.

Στην πρώ­τη από τις πολ­λές απο­χαι­ρε­τι­στή­ριες δε­ξιώ­σεις που ακο­λού­θη­σαν προς τι­μήν του, δεν πα­ρέ­λει­ψα να τού επι­ση­μά­νω ότι η επί­σκε­ψη αυ­τή του κρο­κο­δεί­λου, τυ­πι­κού ιε­ρού συμ­βό­λου των αρ­χαί­ων λα­ών που κα­τοι­κού­σαν κά­πο­τε εδώ, φά­νη­κε ότι ήταν πράγ­μα­τι ένα χει­ρο­πια­στό στην κυ­ριο­λε­ξία του όρου ση­μά­δι κα­λής τύ­χης. Ο Νούν­τσιο, με το χιού­μορ που τον διέ­κρι­νε, εί­πε ότι γι΄ αυ­τό επέ­λε­ξε την κα­λύ­τε­ρη λύ­ση· «άλ­λω­στε εί­θι­σται να μην δο­λο­φο­νούν τους οιω­νούς», ήταν ο επί­λο­γος του σχο­λί­ου του.


Τι εί­δος κρο­κό­δει­λου άρα­γε να εί­χε κα­τά νου ο Άμ­λετ, όταν ξέ­σπα­σε προς το τέ­λος της πρώ­της σκη­νής της πέμ­πτης και τε­λευ­ταί­ας πρά­ξης της τρα­γω­δί­ας: «Να πά­ρει η ορ­γή, δεί­ξε μου τι μπο­ρείς να κά­νεις!/Να κλά­ψεις, να πα­λέ­ψεις, να νη­στέ­ψεις, να τρα­βή­ξεις/με τα νύ­χια σου κομ­μά­τια, να πιείς ξί­δι, να φας κρο­κό­δει­λο;/Δέ­κα φο­ρές τα κά­νω εγώ αυ­τά!» Η πα­ρα­φο­ρά, η πα­ρά­τολ­μη έκρη­ξη του διά­ση­μου πρί­γκη­πα της Δα­νί­ας μάς κά­νει να κα­τα­πιού­με κι εμείς μα­ζί με λί­γο εύ­γευ­στο κρο­κο­δί­λειο εύ­γευ­στο την υπέ­ρο­χη νο­στι­μιά της θε­α­τρι­κής ακρό­τη­τας.


Ανοί­γω τον φά­κε­λο που με πε­ρί­με­νε από χθες στο γρα­φείο μου. Εί­ναι πρό­σκλη­ση σε μια δε­ξί­ω­ση. Δια­βά­ζω προς το μέ­σον του κα­θα­ρο­γραμ­μέ­νου κει­μέ­νου: «Glory to God in the highest heaven and peace on earth to those with whom He is pleased». Ο Θε­ός ανα­μει­γνύ­ε­ται έντο­να στις υπο­θέ­σεις μας. Εδώ στις πα­ρυ­φές του κί­τρι­νου τί­πο­τα εί­ναι η έσχα­τη πα­ρου­σία. Το τζα­μί θυ­μί­ζει σε τα­κτά δια­στή­μα­τα την αδιαμ­φι­σβή­τη­τη δυ­να­τό­τη­τα του θεί­ου να εί­ναι πα­ντα­χού πα­ρόν. Οι εκ­κλή­σεις των ιμά­μη­δων, ενι­σχυ­μέ­νες από με­γα­φω­νι­κές εγκα­τα­στά­σεις του τε­λευ­ταί­ου τύ­που, υπο­στη­ρί­ζουν το θαύ­μα, όχι μό­νον στη δυ­νη­τι­κή του μορ­φή, αλ­λά στην πρα­κτι­κή του εφαρ­μο­γή. Ο Θε­ός μπο­ρεί να ακυ­ρώ­σει ακό­μη και την έρη­μο. Η με­τα­φυ­σι­κή υπά­γε­ται στην υπη­ρε­σία της γρα­φειο­κρα­τί­ας. Πώς να αντι­λη­φθώ άλ­λω­στε τη βα­θύ­τε­ρη έν­νοια του «highest heaven», δη­λα­δή του «υψί­στου ου­ρα­νού»; Μάλ­λον ως αντί­πα­λον δέ­ος όλων των ερή­μων του κό­σμου, που κά­νουν τη μία ατέρ­μο­νη Έρη­μο. 
Αλ­λά στη συ­νέ­χεια θα πρέ­πει να προσ­διο­ρί­σω ποιοι ικα­νο­ποιούν τον Θεό και ποιοι όχι. Με άλ­λα λό­για, τι κρύ­βε­ται πί­σω από τη σα­φή διά­κρι­ση «those with whom He is pleased»; Τι θα συμ­βεί, για πα­ρά­δειγ­μα, με «εκεί­νους που δεν Τον ευ­χα­ρι­στούν»;
Η πρό­σκλη­ση εί­ναι πει­ρα­σμός ερω­τα­πα­ντή­σε­ων, που με οδη­γούν μα­θη­μα­τι­κά στην άλ­λη έρη­μο, εκεί­νη των πα­μπά­λαιων απο­ριών μιας ακα­τά­σχε­της, απαι­τη­τι­κής στο έπα­κρον θε­ο­λο­γί­ας.
Όμως ας μην δογ­μα­τί­σω – του­λά­χι­στον για σή­με­ρα το πρωί.



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΠΑΡΑΘΕΜΑΤΩΝ

Βολ­ταί­ρος, Τα πε­ρί τον Σα­δί­κην, ή την Ει­μαρ­μέ­νην, μτ­φρ. Δ. Ν. Ισκε­ντέ­ρης, φι­λο­λο­γι­κή επι­μέ­λεια: Μα­ρι­λί­ζα Μη­τσού, εκδ. Κα­στα­νιώ­τη 1991.
Ηλιό­δω­ρος, Αι­θιο­πι­κά, ή τα πε­ρί Θε­α­γέ­νην και Χα­ρί­κλειαν, μτ­φρ,, επε­ξερ­γα­σία ση­μειώ­σε­ων: Αλόη Σι­δέ­ρη, ει­σα­γω­γή: Γιώρ­γης Για­τρο­μα­νω­λά­κης, Άγρα 1997.
Μέλ­βιλ Χέρ­μαν, Μό­μπι Ντικ ή η Φά­λαι­να, τό­μος πρώ­τος, ει­σα­γω­γή – με­τά­φρα­ση – σχό­λια: Α. Κ. Χρι­στο­δού­λου, εκ­δό­σεις Ζώ­διο 1983.
Ρο­λέν Ολι­βιέ, Με­ρόη, μτ­φρ.: Έφη Γιαν­νο­πού­λου, Άγρα 1999.
Σαίξ­πηρ, Άμ­λετ, μτ­φρ.: Ερ­ρί­κος Μπε­λιές, εκδ, Ύψι­λον / βι­βλία 1999.
Χορκ­χάι­μερ Μαξ – Αντόρ­νο Τέ­ο­ντορ, Η δια­λε­κτι­κή του δια­φω­τι­σμού, μτ­φρ.: Ζή­σης Σα­ρί­κας, εκδ. Ύψι­λον/βι­βλία, 1986.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: