Η τελευταία μαύρη γάτα, δυο εγχειρήσεις κι ένας Σαμουράι

Η τελευταία μαύρη γάτα, δυο εγχειρήσεις κι ένας Σαμουράι

Τα πράγματα και η απώλειά τους

Από μι­κρή θυ­μά­μαι πως όταν αρ­ρώ­σται­νε κα­νείς και τον επι­σκε­πτό­μα­σταν στο νο­σο­κο­μείο –στις προ covid επο­χές–, μα­ζί με τις ευ­χές για τα πε­ρα­στι­κά και τη γρή­γο­ρη ανάρ­ρω­ση, πη­γαί­να­με γλυ­κά (εί­ναι για να κερ­νά­ει, όχι γι’ αυ­τόν!), πη­γαί­να­με χυ­μούς και πρά­σι­να μή­λα (από τό­τε που πρω­το­εί­δα πρά­σι­να μή­λα στο λευ­κό κο­μο­δι­νά­κι των νο­σο­κο­μεί­ων, δεν τα ξα­νά­βα­λα στο στό­μα μου) και σπα­νιό­τε­ρα για­ούρ­τια και φρυ­γα­νιές (λες και δεν εί­χα­νε στο γεύ­μα τους έτσι κι αλ­λιώς!).

Αυ­τό που δεν πη­γαί­να­με ήταν βι­βλία. Να μου πεις την όρε­ξή σου έχουν να δια­βά­ζουν στο κρε­βά­τι με τα σω­λη­νά­κια; Κι όμως, έτσι γι­νό­ταν σ’ όλες τις ται­νί­ες και τα παι­δι­κά που έβλε­πα μι­κρή. Επη­ρε­α­σμέ­νη λοι­πόν κι εγώ, δά­νει­σα στη μα­μά μου όταν πή­γε για εγ­χεί­ρι­ση, την Τε­λευ­ταία Μαύ­ρη Γά­τα, του Ευ­γέ­νιου Τρι­βι­ζά. Κι άλ­λες φο­ρές εί­χα προ­σπα­θή­σει στο σπί­τι να τους δα­νεί­σω βι­βλία – να τους δα­νεί­σω δη­λα­δή τα βι­βλία που εκεί­νοι μου αγό­ρα­ζαν, αλ­λά συ­νή­θως η προ­σπά­θειά μου τους άφη­νε ασυ­γκί­νη­τους. «Δεν έχου­με χρό­νο τώ­ρα γι’ αυ­τό».

— Μα­μά, τώ­ρα που θα εί­σαι στο νο­σο­κο­μείο θα έχεις πο­λύ χρό­νο ε;
— Μάλ­λον. Αν πά­νε όλα κα­λά.
— Ωραία. Θα σου δώ­σω να δια­βά­σεις τη Μαύ­ρη Γά­τα, αφού ΤΩ­ΡΑ θα έχεις χρό­νο επι­τέ­λους.

Και τη διά­βα­σε, και της άρε­σε κι από τό­τε πά­ντα τη θυ­μά­ται κά­θε γιορ­τά­ζει την επέ­τειο της εγ­χεί­ρι­σης.

Εκεί­νος που δεν πι­στεύω να θυ­μά­ται τί­πο­τα, εί­ναι ο φί­λος μου ο Τ. Όταν εκεί­νος έκα­νε εγ­χεί­ρι­ση, πή­γαι­να κά­θε με­ση­μέ­ρι και του διά­βα­ζα τον Δρό­μο των Σα­μου­ράι. Εκεί­νον τον έπαιρ­νε ο ύπνος, αλ­λά εμέ­να δεν με πεί­ρα­ζε, σκε­φτό­μουν πως τον ηρε­μώ, τον ησυ­χά­ζω από τον πό­νο. Μια μέ­ρα, αφού βγή­κε απ’ το νο­σο­κο­μείο μου εί­πε:

— Τε­λι­κά έχει δί­κιο ο Δρό­μος των Σα­μου­ράι.
— Σε ποιο πράγ­μα ;
— Στη ζωή πρέ­πει ν’ αντι­με­τω­πί­ζου­με τ’ ασή­μα­ντα ως ση­μα­ντι­κά και τα ση­μα­ντι­κά σαν να 'ναι ασή­μα­ντα.
— Το λέ­ει αυ­τό ε; Ού­τε που το θυ­μά­μαι.
— Εμ, εγώ σε πρό­σε­χα και το συ­γκρά­τη­σα.

Κοί­τα να δεις! Άλ­λη κοι­μό­ταν τε­λι­κά...



Το όνο­μα της στή­λης εί­ναι εμπνευ­σμέ­νο από τη φρά­ση του David Grossman 
«τα βι­βλία εί­ναι το μο­να­δι­κό μέ­ρος στον κό­σμο, όπου μπο­ρούν να συ­νυ­πάρ­χουν τα πράγ­μα­τα και η απώ­λειά τους».

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: