Σικελιανός και Καρυωτάκης με ολίγη από ποπ

Σικελιανός και Καρυωτάκης με ολίγη από ποπ

Τα πράγματα και η απώλειά τους*

Επισκέφθηκα πρόσφατα για μικρό διάστημα το πατρικό μου. Επάνω στο γραφείο του δωματίου μου με περίμεναν όλοι οι τόμοι του Λυρικού Βίου. Αράδιασα, λοιπόν, κι εγώ τους πέντε Σικελιανούς σαν να ήταν τα χαρτιά που κατεβάζω γι’ αυτήν την παρτίδα διαμονής και παίρνω τηλέφωνο τη θεία μου την Κ. Ήξερα πως είχε ανέβει Θεσσαλονίκη απ’ την Κρήτη για να καθαρίσει και να συμμαζέψει το πατρικό της, άδειο πια εδώ και χρόνια.

— Τον είδα και τον Σικελιανό, εσύ δεν τον άφησες;
— Ναι, δεν τον θέλω σπίτι μου.
— Καταλαβαίνω, κανονικά ούτε κι εγώ, αλλά θα τον κρατήσω.
— Κατανοώ, επαγγελματική διαστροφή.

Η συνομιλία μας αυτή, για κάποιο βιβλίο που είχε πρόσωπο, μου έφερε στο νου συνομιλίες για έναν άλλον ποιητή. Πριν πολλά χρόνια, ο Τ. , δάσκαλος, σκηνοθέτης κι αργότερα φίλος μου, μού έπαιξε στο πιάνο κάτι πρωτόλειες δικές του μελωδίες πάνω σε ποιήματα του Καρυωτάκη. «Τα έγραψα σχεδόν είκοσι χρόνια πριν, στα δεκαοχτώ μου». Μου άρεσαν εκείνα τα τραγούδια, του τα ζητούσα ξανά και ξανά. Ήταν έπικ, ήταν σαρκαστικά ανάλαφρα, γλεντούσαν τον πόνο τους, ειρωνεύονταν την ίδια τους την ύπαρξη. Όπως ακριβώς έκανε –κατά τη γνώμη μου– κι ο Καρυωτάκης. Πολύ θα τα έκανε κέφι αν τα άκουγε πιστεύω.

Με τούτα και μ’ εκείνα, τα τραγούδια αυτά ξεδιαλέχτηκαν, προβαρίστηκαν και φτάσαμε με τον Τ. να κάνουμε μικρά live σε γιορτές για την παγκόσμια μέρα ποίησης και να εμφανιζόμαστε σε εκπομπές της, κλειστής τότε, αυτοδιαχειριζόμενης ΕPT. Παντού η ίδια επωδός: «δεν τον περιμέναμε έτσι τον Καρυωτάκη, αυτό είναι σχεδόν ποπ».
Και πώς τον περιμένατε; Πώς περιμένουμε να είναι ένας ποιητής;
Τα ίδια εκείνα χρόνια, πίνω καφέ στο «Stretto» στην Κ. Ντηλ, επάνω στο πατάρι, όταν έρχεται ο Κ., ο ιδιοκτήτης, μαζί με τη μια του κόρη και πριν μου απευθύνει καν τον λόγο λέει στο κορίτσι: «Να είδες; Είναι μια κανονική κοπέλα. Δεν έχει κάτι παράξενο», και γυρίζοντας σ’ εμένα, «η κόρη μου δεν είχε δει ποτέ ποιήτρια από κοντά και ήθελε να δει πώς είναι».

Ίσως, εν τέλει, η οικειο-ποίησις των ποιητών να ‘ναι το καταφύγιο που φθονούμε.

*Το όνομα της στήλης είναι εμπνευσμένο από τη φράση του David Grossman «τα βιβλία είναι το μοναδικό μέρος στον κόσμο, όπου μπορούν να συνυπάρχουν τα πράγματα και η απώλειά τους».



ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: