«Τα ψάθινα καπέλα», ο Τάιμπο ΙΙ και τα ταξίδια των βιβλίων

«Τα ψάθινα καπέλα», ο Τάιμπο ΙΙ και τα ταξίδια των βιβλίων

ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΚΑΙ Η ΑΠΩΛΕΙΑ ΤΟΥΣ


Ένα απόγευμα της περασμένης άνοιξης ο Γ. αναζητούσε βιβλία για να συμπληρώσει μία παραγγελία στην πλατφόρμα του metabook. Εκείνος είχε διαλέξει μία μελέτη που λέγεται Ο Καζαντζάκης και η παιδική λογοτεχνία: Μύθος και Ιστορία στα μυθιστορήματα Ο Μέγας Αλέξανδρος – Στα παλάτια της Κνωσού. Δε θα κρύψω ότι μου αρέσει πολύ όταν ο Γ. θέλει να συμπληρώσει μια παραγγελία από ένα βιβλιοπωλείο ή κάτι τέτοιο και με φωνάζει να διαλέξω. Ωστόσο αυτή τη φορά κάπως δυσκολεύτηκα. Πήρα ένα τεύχος της σειράς Κλασικά Εικονογραφημένα Φρίξος και Έλλη αλλά μετά… τι άλλο; Ώσπου είδα τα Ψάθινα καπέλα της Μαργαρίτας Λυμπεράκη.
Σαν καμπανάκι χτύπησε τότε στο μυαλό μου μια ιστορία που έλεγε και ξανάλεγε η μαμά μου. Είχε δανείσει στη Ρ., την πρώτη γυναίκα του φίλου τους του Π.Μ. (όχι αυτού με τη δραχμή, άλλου), τρία βιβλία: τα Ψάθινα Καπέλα, τον Χρυσό νοικοκύρη του Λάζαρου Παυλίδη, με ιδιόχειρη μάλιστα αφιέρωση, κι ένα ακόμη βιβλίο που η μαμά ήδη στις αφηγήσεις της είχε ξεχάσει ποιο ήταν. Περιττό να πω βέβαια ότι η Ρ. χώρισε με τον Π.Μ. και κανείς δεν ξαναείδε αυτά τα τρία βιβλία.
Έτσι, όταν είδα στην αναζήτηση τα περιβόητα στο σπίτι μας Ψάθινα καπέλα, σκέφτηκα «Να, η ευκαιρία!». Και το πήρα. Και το τριγύρισα πολύ το βιβλίο μέχρι να το διαβάσω, παράπονο δεν έχει. Το πήρα στις διακοπές των 4 ημερών μου, όπου πρόλαβα να διαβάσω μόλις δέκα σελίδες, το πήρα στην ημιορεινή Κίσσαμο στην Κρήτη που είχα πάει για δουλειά σ’ ένα φεστιβάλ και διάβασα άλλες δέκα σελίδες… Και να πεις ότι δεν μου άρεσε; Μου άρεσε, αλλά οι συνθήκες δεν ωφελούσαν την ανάγνωσή του.
Φοβήθηκα πως θα γίνω σαν τον φίλο μου τον Θ.Μ., που ένα καλοκαίρι στο κάμπινγκ στην Ηγουμενίτσα τριγυρνούσε ολημερίς με το βιβλίο του Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο ΙΙ, διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας την πρώτη και τη δεύτερη σελίδα γιατί απλώς ΔΕΝ ΓΙΝΟΤΑΝ να πάει παρακάτω. Θυμάμαι ότι, επειδή είχε γίνει ανέκδοτο στην παρέα αυτό το σκηνικό, του είχα τάξει να του κεράσω παγωτό αν κατάφερνε να φτάσει ως τη σελίδα 20. Το κίνητρο λειτούργησε!
Εγώ όμως τα παγωτά μου τα τρώω έτσι κι αλλιώς, οπότε γύρισα στην Αθήνα με ελάχιστα διαβασμένη τη Λυμπεράκη που είχα πάντα στην τσάντα μου για ώρα ανάγκης. Στην αυγουστιάτικη Αθήνα, όμως, στον ημιόροφο, με το στενό μπαλκόνι που οδηγεί το βλέμμα σου σ’ έναν ξεσκισμένο τοίχο με σοβάδες να κρέμονται, ήρθε η ώρα, η σωστή ώρα, για τα Ψάθινα καπέλα.

Κι ήταν μια αποκάλυψη αυτό το βιβλίο που δεν το περίμενα. Ένα βράδυ συνέβη μάλιστα κάτι που δεν το έχω ξαναπάθει. Ενώ μου άρεσε αυτό που διάβαζα και το ευχαριστιόμουν, μία φράση ―μία μόνο φράση― με έκοψε σαν μαχαιριά κι άφησε απ’ την πληγή να βγει η άβυσσος της ύπαρξης, κι άφησα κι εγώ το βιβλίο δίπλα γιατί δεν μπορούσα άλλο να διαβάσω… από τη στεναχώρια. Και δεν μπορούσα να διακρίνω καλά καλά αν στεναχωριόμουν για τη Μαρία, την ηρωίδα, ή για εμένα. Για τη δική της ή για τη δική μου ζωή.
Στην τελευταία σελίδα του βιβλίου το ίδιο ρίγος. «Άραγε όλα αυτά έγιναν στ’ αλήθεια ή τα φαντάστηκα;». Και δεν είμαι σε θέση καν να πω αν αυτό το διαβάζω από την αφηγήτρια ή το ακούω μέσα στο μυαλό μου. «Άραγε όλα αυτά γίνονται στ’ αλήθεια ή τα φαντάζομαι;» ψιθυρίζω κοιτώντας τον ουρανό πάνω από τον τοίχο που χωρίζει τους ακάλυπτους δύο πολυκατοικιών. Στο νου μου έρχεται μια φράση ―ποιος να την είπε, δε θυμάμαι― που για εκείνη είμαι σίγουρη ότι είναι αληθινή. «Έχω ζήσει πιο πολύ μέσα στα βιβλία, παρά έξω από αυτά».




____________
Ο τίτλος της στήλης είναι εμπνευσμένος από τη φράση του David Grossman: «τα βιβλία είναι το μοναδικό μέρος στον κόσμο, όπου μπορούν να συνυπάρχουν τα πράγματα και η απώλειά τους».

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: