Μαρία Τερέζα Όρτα, μία από τις «Τρεις Μαρίες»
Η «ανυπάκουη» ποιήτρια, πεζογράφος, δημοσιογράφος & ακτιβίστρια avant la lettre
Στις 11 Απριλίου 2024, στις 18.30, με αφορμή τη συμπλήρωση πενήντα ετών από την Επανάσταση των Γαριφάλων (βλ. και Χάρτης, τεύχος 65), με την οποία έληξε η πολυετής φασιστική δικτατορία του Σαλαζάρ, καθώς και τη συμπλήρωση πενήντα ετών δημοκρατίας στην Πορτογαλία, ο Πολιτιστικός Τομέας της Πορτογαλικής Πρεσβείας στην Αθήνα οργάνωσε, στον πολυχώρο της Πρεσβείας, τρίωρο εργαστήριο για την παρουσίαση του έργου της ποιήτριας, πεζογράφου και δημοσιογράφου Maria Teresa de Mascarenhas Horta Barros (20 Μαΐου 1937 - 4 Φεβρουαρίου 2025), της ενεργού παρέμβασής της στην πορτογαλική κοινωνία και πολιτική της εποχής της, καθώς και για την ομαδική μετάφραση κάποιων ποιημάτων της.
___________________
ΣTO ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΣΥΜΜΕΤΕΙΧΑΝ:
Μαρία Βούλγαρη, Σταύρος Γιαννακόπουλος, Κωνσταντίνα Γκόλφη, Βερονίκη Δαλακούρα, Πωλίνα Δημέα, Giovanni Collucello, Βασίλης Κοταράς, Λυμπέρης Κορέας, Χρήστος Κωτσακόπουλος, Σοφία Λέτσιου, Αναστασία Μανδέκη, Άννα Νούση, Ιφιγένεια Ντούμη, Αθηνά Παπαδάτου, Μαρίνα Παπαδοπούλου, Νίκος Πρατσίνης, Αυγή Σαράφη, Ana Maria Soares, Luciana Tzelepis, Χριστίνα Τσαρμποπούλου, Μαρία Χατζηχαραλάμπους, Χρήστος Χορταρέας.
Μία από τις «Τρεις Μαρίες»
Η Μ. Τ. Όρτα είναι η πιο γνωστή μορφή του πορτογαλικού φεμινισμού. Υπό μία δε έννοια, και σε μια πιο… «σύγχρονη» ορολογία, θα μπορούσε να θεωρηθεί και ακτιβίστρια.
Η πιο γνωστή, εντός και εκτός Πορτογαλίας, καθώς και εμβληματική και καίρια παρέμβαση της Μ. Τ. Horta στην πολιτική και κοινωνική ιστορία της χώρας της ―και στη λογοτεχνία― συνδέεται με ένα τολμηρό και πρωτοποριακό λογοτεχνικό και φεμινιστικό εγχείρημα. Εγχείρημα που ολοκληρώθηκε με τη συμμετοχή της, ως συγκατηγορούμενης, στην πολύκροτη δίκη των συντελεστών του συλλογικού έργου Novas Cartas Portuguesas (Νέες Πορτογαλικές Επιστολές). Mια δίκη για την οποία η National Organization for Women (Εθνική Οργάνωση για τις Γυναίκες) αποφάνθηκε, δια ψηφοφορίας, στη Μασαχουσέτη, τον Ιούνιο του 1973, πως ήταν η πρώτη δικαστική δίωξη εναντίον φεμινιστικής δράσης. Μια δίκη-ορόσημο στην αντίσταση κατά του φασιστικού καθεστώτος του σαλαζαρισμού, καθότι προοικονομεί την (και εκ των έσω) κατάρρευσή του. Το βιβλίο εκδόθηκε τον Οκτώβριο του 1971, εκδόθηκε τον Απρίλιο του 1972, από τις εκδόσεις Estúdios Cor. Υπεύθυνη εκδόσεων τότε για τα λογοτεχνικά έργα ήταν η γνωστότατη αντιστασιακή ποιήτρια Natália Correia (Νατάλια Κορέια, βλ. Χάρτης τχ. 65), η οποία, όπως και ο εκδότης Romeu de Melo (Ρομέου ντε Μέλου), είχε δεχθεί «υποδείξεις» και πιέσεις από δύο τυπογράφους προκειμένου να αποτραπεί η έκδοση. Το βιβλίο κατασχέθηκε, τρεις μέρες μετά την εμφάνισή του στα βιβλιοπωλεία, από την Polícia Judiciária (Δικαστική Αστυνομία). Τα αντίτυπα κάηκαν. Οι συγγραφείς συνελήφθησαν, ανακρίθηκαν από την περιβόητη αστυνομία του καθεστώτος (PIDE) και παραπέμφθηκαν σε δίκη με την κατηγορία της πορνογραφίας και της προσβολής της δημοσίας αιδούς,
Τρεις Μαρίες ήταν οι συγγραφείς του έργου: η Maria Isabel Barreno (Μαρία Ιζαμπέλ Μπαρένου, 1939-2016) συγγραφέας, δημοσιογράφος και γλύπτρια, η Maria Teresa Horta και η Maria Velho da Costa (Μαρία Βέλιου ντα Κόστα, 1938-2020), δημοφιλής μυθιστοριογράφος η οποία τιμήθηκε, το 2002, με τη μεγαλύτερη διάκριση για την πορτογαλόφωνη λογοτεχνία, το Βραβείο Camões.
Το βιβλίο, ένα είδος παλίμψηστου λίβελου, όπως το έχουν περιγράψει πολλοί, αποκάλυπτε και κατήγγελλε τις κοινωνικές διακρίσεις και τους τρόπους επιβολής τους στη χώρα, υπό το φασιστικό καθεστώς του σαλαζαρικής έμπνευσης Estado Νovo (Nέου Κράτους), και υπό την πρωθυπουργία πλέον του Marcelo Caetano (Mαρσέλου Καετάνου), μετά τον θάνατο του Σαλαζάρ. Μεταξύ των οποίων τον κατασταλτικό μηχανισμό της δικτατορίας, αλλά και την καταπίεση των γυναικών στην πατριαρχική και έντονα χειραγωγούμενη από Καθολική Εκκλησία πορτογαλική κοινωνία, ειδικά σε τρία πεδία: γάμο, σεξουαλικότητα, μητρότητα. Κατήγγειλε, επιπλέον, τις αδικίες και τις φρικαλεότητες της πορτογαλικής αποικιοκρατίας στην Αφρική (Αγκόλα, Μοζαμβίκη, Γουινέα-Μπισάου), όπου μαινόταν ο αντιαποικιοκρατικός αγώνας ενάντια στον στρατιωτικό και αστυνομικό μηχανισμό του πορτογαλικού κράτους.
Παρά την ακαριαία αντίδραση του καθεστώτος στην έκδοση, ένας άνεμος ελευθερίας και εξέγερσης έπνεε ήδη στη χώρα, ένας άνεμος ο οποίος, παράλληλα, σάρωνε γενικότερα τον κόσμο την εποχή εκείνη, λίγα χρόνια μετά τον Μάη του ’68. Έτσι, οι αντιδράσεις εντός και εκτός Πορτογαλίας, ήταν εντυπωσιακές. Το καθεστώς, υποτίθεται, πως είχε ξεκινήσει να κάνει ένα «άνοιγμα», δηλαδή μια απόπειρα βαθμιαίου «εκδημοκρατισμού», με μέτρο, και η ενέργειά του αυτή το άφηνε έκθετο. Έτσι, η δικαιοσύνη του καθεστώτος κινήθηκε κάπως διστακτικά και αναβλητικά στην ανακριτική διαδικασία. Η ακροαματική διαδικασία της «δίκης των Três Marias» –με το όνομα αυτό την κατέγραψε η ιστορία και η συλλογική μνήμη–, καθώς και του εκδότη τους και της Natália Correia, ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 1973! Γνώρισε ευρύτατη προβολή από τον διεθνή τύπο (Le Monde, NYT, Les Temps Modernes και άλλα έγκριτα φύλλα). Το βιβλίο των τριών, αφανών ακόμη, Πορτογαλίδων συγγραφέων, το υποστήριξαν ένθερμα και δημόσια προσωπικότητες όπως η Simone de Beauvoir, η Marguerite Duras, η Doris Lessing, η Iris Murdoch και ο Stephen Spender. Φεμινίστριες από όλο τον κόσμο έσπευσαν να παρευρεθούν στη δίκη. Σε πολλές πόλεις της Ευρώπης και στις ΗΠΑ οι πρεσβείες και τα προξενεία της Πορτογαλίας περικυκλώνονταν από μαχητικούς διαδηλωτές. Στην Πορτογαλία, πολλά άτομα από την αφρόκρεμα της προοδευτικής διανόησης της χώρας ―celebrities ήδη μερικά εξ αυτών― διακινδύνευαν να παρακολουθήσουν την ακροαματική διαδικασία προκειμένου να εκφράσουν την αλληλεγγύη τους, έγραφαν στον τύπο και, σε πολλές περιπτώσεις, κατέθεταν και ως μάρτυρες υπεράσπισης. Μέχρι και το PEN Club έστειλε παρατηρητές στη δίκη. Το βιβλίο είχε καταφέρει να φτάσει ήδη στη Γαλλία και είχε ξεκινήσει η μετάφρασή του σε πολλές γλώσσες. Αξίζει μάλιστα να αναφέρουμε πως εξακολουθεί να παραμένει ένα από τα πιο πολυμεταφρασμένα πορτογαλικά έργα παγκοσμίως, ενώ έχει γνωρίσει πάμπολλες εκδόσεις στην Πορτογαλία – η τελευταία, των εκδ. Dom Quixote, είναι του 2022, επετειακή, με εισαγωγή και… σημειώσεις για τους νεώτερους.
Θα πρέπει, ακόμα, να υπογραμμίσουμε πως οι «Τρεις Μαρίες», ώριμες γυναίκες, μητέρες, και με συγγραφικό έργο πίσω τους και οι τρεις πριν την έκδοση των «Νέων Πορτογαλικών Επιστολών», είχαν σαφή επίγνωση των πραγμάτων που επεδίωκαν στο ξεκίνημα του εγχειρήματος: ένα πειραματικό και συλλογικά γραμμένο λογοτεχνικό έργο από γυναίκες, μια πράξη αντίστασης στη δικτατορία και, κυρίως, μια προκλητική προβολή των φεμινιστικών ιδεών. Σε ό,τι αφορά το τελευταίο, θα μπορούσε κανείς να πει συνοπτικά ότι το βιβλίο εξετάζει, μέσα από μια γυναικεία ματιά, τις γυναίκες στον ρόλο θυμάτων της πατριαρχικής καταπίεσης, της κοινωνικής βίας, της θεσμικής αδικίας και των διακρίσεων με βάση το φύλο.
H Μ.Τ. Horta είχε γνωριστεί με την Μ. Ι. Barreno με αφορμή μια συνέντευξη που της είχε πάρει για την εφημερίδα A Capital, με την οποία συνεργαζόταν. Το 1972, μαζί με την Μ. Barreno και την Madalena Barbosa (Μαδαλένα Μπαρμπόζα), ίδρυσε το Movimento de Libertação das Mulheres (MLM ― Κίνημα για την Απελευθέρωση των Γυναικών). Η τρίτη Μαρία ήταν συνάδελφος της πρώτης στο Instituto de Investigação Industrial (Ινστιτούτο Βιομηχανικής Έρευνας).
Ο τίτλος του βιβλίου, Νέες Πορτογαλικές Επιστολές, μόνο τυχαίος δεν ήταν. Το εγχείρημα σχεδιάστηκε, αρχικά, ως μια δυναμική «απάντηση» της σύγχρονης και γεμάτης αυτοπεποίθηση φεμινίστριας Πορτογαλίδας στο περίφημο γαλλικό επιστολικό μυθιστόρημα Lettres Portuguaises (Πορτογαλικές Επιστολές, δημοσιευμένο ως ανώνυμο έργο από τον Claude Barbin (Κλοντ Μπαρμπέν), το 1669, μετάφραση στα γαλλικά, υποτίθεται, επίσης ανώνυμη, πέντε ερωτικών επιστολών της Πορτογαλίδας μοναχής Mariana Alcoforado (Μαριάνα Αλκοφοράδου, 1640-1723) προς στον Γάλλο ιππότη Noel Bouton (Νοέλ Μπουτόν), ο οποίος την εγκατέλειψε, αφού πρώτα την είχε ξελογιάσει. Οι επιστολές απηχούν τον άκρως ρομαντικό, απεγνωσμένο και πεισιθάνατο έρωτα της εγκαταλελειμμένης ψυχής μιας υποτακτικής και θεοσεβούς γυναίκας, η οποία είναι πάντα έτοιμη να ικανοποιήσει την αυταρέσκεια του αρσενικού. Το έργο είχε μεταφραστεί στα πορτογαλικά, το 1969, από τον ποιητή Eugénio de Andrade (Εουζένιου ντε Αντράντε, βλ. Χάρτης, τχ. 57). Οι κριτικοί, πάντως εξακολουθούν να διαφωνούν ακόμη για το αν όντως πρόκειται για επιστολές της μοναχής ή για έργο του Γάλλου συγγραφέα Gabriel-Joseph de Guilleragues (Γκαμπριέλ Ζοζέφ ντε Γκιγιεράγκ), φίλου του Ρακίνα, του Μπουαλό και άλλων μεγαλώνυμων. Στη συνέχεια, βέβαια, το συγγραφικό εγχείρημα που είχαν ξεκινήσει οι «Τρεις Μαρίες» ακολούθησε, εν πολλοίς, (και) άλλους πολλούς δρόμους.
Το βιβλίο που έγραψαν οι «Τρεις Μαρίες» δεν είναι εκτενές μανιφέστο, δεν είναι μυθοπλασία, δεν είναι δοκίμιο. Ξεκινά με μια επιστολή με ημερομηνία 1/3/71 και τελειώνει με ένα «απόσπασμα» έργου με ημερομηνία 25/10/71. Είναι μια συλλογή 120 κειμένων: επιστολών (με ημερομηνία όλες), σύντομων δοκιμίων, ποιημάτων, αποσπασμάτων από έργα μυθοπλασίας, αναφορών και αποσπασμάτων από πρακτικά δικαστηρίων. Φύρδην-μίγδην όλα τα είδη, ανάκατα. Περιλαμβάνει επιστολές μεταξύ των τριών αλλά και επιστολές από/σε μη συγκεκριμένα, ή και φανταστικά, άτομα, όπως, γονείς, συγγενείς κλπ. Ή, πιο χαρακτηριστικά, επιστολές που απευθύνονται και απαντούν σε εραστές, αρραβωνιαστικούς ή και συζύγους, οι οποίοι πολεμούν εδώ και χρόνια στις αφρικανικές αποικίες –μερικοί έχουν πλέον «υπερπόντιες» μαιτρέσες και δεν το κρύβουν– και αλληλογραφούν με κάποια από τις τρεις. Όσον αφορά τις επιστολές που, υποτίθεται, συντάσσουν οι ίδιες, οι «Τρεις Μαρίες», υποτίθεται, πως είναι απόγονοι της Μαριάνα Αλκοφοράδου και υπογράφουν και οι τρεις άλλοτε ως Μαριάνα άλλοτε ως Μαρία και άλλοτε ως Άννα.
Εν ολίγοις, πρόκειται για ένα έργο 400 περίπου σελίδων. Έργο ηθελημένα μη «ταξινομήσιμο» σε κάποιο είδος του λόγου, εντυπωσιακά ποικίλο, το οποίο αφήνει χώρο ελεύθερης δημιουργίας για κάποιο θέμα σε κάθε μία από τις Μαρίες, χωρίς ποτέ να τίθεται εκ των προτέρων ένς πολύ συγκεκριμένος στόχος ως προς το περιεχόμενο ―πόσο μάλλον τη μορφή― όπως υπογράμμισε χαρακτηριστικά, σε μεταγενέστερο χρόνο, η Μ. Ι. Βarreno. Η γραφή, πάντα πολυφωνική, άλλοτε ποιητική άλλοτε δοκιμιακή και άλλοτε επιστολογραφική, συχνά παρωδιακή, με έντονο, απροκάλυπτο και τολμηρό ερωτισμό, λειτουργεί εμφανώς ως πεδίο απελευθέρωσης. Το έργο συνιστά τομή στην φεμινιστική γραφή της Πορτογαλίας, εκφράζει προδρομικά κάποια στοιχεία του δεύτερου κύματος του ευρωπαϊκού φεμινισμού και επισημαίνει με παρρησία το πόσο οικονομικά ευάλωτη είναι πάντα η γυναίκα.
Στις συναντήσεις των τριών για μεσημεριανό γεύμα, μία την εβδομάδα, σε δημόσιο χώρο, καθώς και μια δεύτερη για δείπνο, σε ιδιωτικό, οι «Τρεις Μαρίες» αντάλλασσαν τα κείμενά τους και τα διάβαζαν μεγαλόφωνα. Μια μορφή συνεχούς δημιουργικής διάδρασης μεταξύ των τριών, καθότι η κάθε μια τους λειτουργούσε και ως αναγνώστρια, αναλύοντας κριτικά τα γραφτά των άλλων και συμμετέχοντας, προφανώς, σε ένα αέναο brain storming. Κατά τα λεγόμενά τους, αντάμωναν για να έρθουν σε επαφή και για να συζητήσουν προβλήματα που είχαν ως γυναίκες και ως ελεύθερες επαγγελματίες. Κανένα από τα κείμενα δεν είναι ενυπόγραφο από κάποια από τις τρεις και, παρά τις πιέσεις κατά τη διάρκεια της δίκης, δεν απεκάλυψαν ποτέ —ούτε και μετά τη δίκη– ποια είχε γράψει ποιο. Αυτή ήταν και η βασική αρχική τους δέσμευση. Πράγμα που καθιστούσε δυσχερή έως αδύνατη την απόδοση συγκεκριμένων κατηγοριών σε κάθε μία στο δικαστήριο. Και που εξακολουθεί να εμπνέει και να ιντριγκάρει ακόμη(!) πολλούς πανεπιστημιακούς ερευνητές που αναζητούν τη συγγραφέα του κάθε κειμένου, συγκρίνοντάς το με άλλα έργα που έχουν γράψει οι «Τρεις Μαρίες». Στο χρονογράφημά της με τον τίτλο «Το πορτογαλικότατο όνομα Μαρία» η Μ.Τ. Horta αναφέρεται σαφώς «στην πειθαρχία, στη δέσμευση σε μια μέθοδο εργασίας, στον συναγωνισμό και στη σημασία της ύπαρξης ενός χώρου για αποκλίσεις». Ο τρόπος αυτός συγγραφής απηχεί, προφανώς, προθέσεις για μια πειραματική ομαδική λογοτεχνική δημιουργία, παραπέμπει, όμως, κατά πολλούς μελετητές, και σε ένα είδος μικρογραφίας της sisterhood, η οποία προσπαθεί να εκφράσει όλες τις μορφές καταπίεσης που είναι κοινές για όλες τις γυναίκες.
Αξίζει να αναφερθεί ότι, στις μικρές ανεξάρτητες ιστορίες των επιστολών και άλλων κειμένων των Νέων Πορτογαλικών Επιστολών ανιχνεύονται στοιχεία της πορτογαλικής λογοτεχνικής παράδοσης, καθότι το έργο, εντελώς αναπάντεχα, θυμίζει αμυδρά, σε πολλά σημεία, την αναγεννησιακή ποιμενική νουβέλα Menina e Moça (Κορίτσι και κοπέλα) του Βernardim Ribeiro (Μπερναρντίν Ριμπέιρου), που εκδόθηκε το 1554, η οποία περιέχει σύντομες θλιβερές και κακότυχες ερωτικές ιστορίες αποδιδόμενες με έναν έντονα λυρικό τόνο.
Λόγω των αντιδράσεων στην Πορτογαλία και των κινητοποιήσεων στο εξωτερικό, η εξουσία φοβόταν να φανεί αμείλικτη, δίσταζε, όμως, και να δείξει αδυναμία. Η δίκη καθυστερούσε και καρκινοβατούσε συνεχώς. Έτσι, λοιπόν, κατέληξε να διακοπεί πριν ολοκληρωθεί στις 7/5/1974, δηλ. λίγες μέρες μετά την Επανάσταση των Γαριφάλων (25/4/1975), με τον πρόεδρο της έδρας να αναγνωρίζει τη «λογοτεχνική αξία του έργου».
Η συνέχειά της, κατά κάποιο τρόπο, ήταν η μεγαλειώδης και δυναμική διαδήλωση του MLM στη Λισαβόνα, στις 13/1/75, η οποία κατέληξε στο Πάρκο Eduardo VII.
Οι «Τρεις Μαρίες» ακολούθησαν μετά τη δίκη σχετικά διαφορετικούς δρόμους, πιστές, όμως, πάντα στις ιδέες που τις είχαν φέρει τόσο κοντά για τρία χρόνια.
Ποιήματα της Μ. Τ. Horta
Αισθηματική αγωγή
Βάλε αργά τα δάχτυλα
αργά…
κι ανέβα αργάίσαμε την κορφή
ο αργός χυμός που νιώθεις
να γλιστρά αργά
είναι ο ιδρώτας των σπηλαίων
το δικό τους κρασί
Κάνε ένα γύρο το πηγάδι
εκεί πρέπει να σταθείς
να κατεβείς, ίσως
να πάρεις άλλο δρόμο…
Αλλά βάλε τα δάχτυλα
κι ανέβα αργά…
Μην το φοβάσαι
αυτό που σου μαθαίνω
Γόνατο
Αφήνω ένα αργόσυρτο
φιλί
στο πάνω μέρος του γονάτου σου
Κατεβαίνω το πόδι σου
παρασέρνοντας
το σάλιο καθώς περνώ
Εκεί όπου η γλώσσα
ακολουθεί το μονοπάτι
ίσαμε εκεί όπου πάει το φιλί
Δεν υπάρχει τίποτα
που να κρύβει
από σένα εκείνο που βλέπω
Τριγύρω μια θάλασσα
φουρτουνιασμένη
στην κορυφή η κορύφωση του χρόνου
Και τα σεντόνια ανάκατα
σαν να είχε φυσήξει
άνεμος
Ξαναγυρνώ τότε στο
γόνατό σου
μισανοίγοντάς σου τα πόδια
Αφήνοντας το πεινασμένο στόμα να ακολουθήσει τον πόθο σ’ αυτά
Παγιδευμένος
Θέλω το φλογερό πάθος
Και το επίπονο. Που πυρπολεί το κορμί.
Με το αναπτερωμένο του ξέσπασμα
Τη βίτσα δίχως έλεος
που το ξελόγιασμα οδηγεί
μέχρι τον παγιδευμένο πόθο
Μητέρα
μητέρα
πέρασε η ώρα
των χαμόγελων
συγχώρα με που πεθάνανε
τα φυτά
έβαλα τατουάζ την παλιά σου
φωτογραφία την ξανθιά
σε όλες τις γωνίες
εκεί που άγγελοι γερτοί
σε κάνουν να υπάρχεις
χάθηκα νύχτα στη λευκή
πεδιάδα
που επιβιώνει από τα ξυπνήματα
της μνήμης
με άλλαξαν οι μέρες
και οι δρόμοι με τις κάθετες
ράχες
και στα λειψά μου χέρια
σου έφερα
ένα ναυάγιο
από κατάκοπα άνθη
και τον μοναδικό κήπο αγάπης
που καλλιέργησα
με καράβια αγκυροβολημένα
στο χώρο
Αντίσταση
Κανείς δε μου ευνουχίζει την ποίηση
δε σκύβει να μου βάλει παρωπίδες
δε λογοκρίνει εκείνο που γράφω
ούτε ρίχνει τον ίσκιό του στα ποιήματά μου
Κανείς δε μου σβήνει τους στίχους
ούτε μου φιμώνει τις λέξεις
ενόσω επινοούν τρόπους για να πετάξουν
ανάμεσα στο όνειρο και στα γράμματα
Κανείς το στόμα δε μου κλείνει σκιάζοντάς με
βάζοντας φωτιά στα βιβλία μου
δε με απειλεί ούτε και μ’ έχει μες στο φόβο
και δε με αφανίζει ούτε μου βάζει χειροπέδες
Κανείς δε μου καθησυχάζει τα γραφτά
έτσι όπως γεννιούνται από μόνα τους
ούτε δολοφονεί τη μούσα μου
Η συγγραφέας και το έργο της
Η Μ. Τ. Horta γεννήθηκε το 1937, στους κόλπους μιας πολύ ευκατάστατης οικογένειας, στη Λισαβόνα. Ο πατέρας της, ο Jorge Augusto da Silva Horta (Ζόρζε Αουγκούστου ντα Σίλβα Όρτα), ήταν αστικής καταγωγής, γιατρός στο επάγγελμα, ενώ η μητέρα της, η D. Carlota Maria Mascarenhas (Nτόνα Καρλότα Μαρία Μασκαρένιας), ανήκε στην ανώτερη αριστοκρατία της Πορτογαλίας, όντας εγγονή, από την πλευρά του πατέρα της, από εξωσυζυγική σχέση, του 9ου
Μαρκησίου de Fronteira, ο οποίος είχε να επιδείξει και διάφορους άλλους τίτλους κόμη και μαρκησίου. Παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο τον δημοσιογράφο Luís de Barros (Λουίς ντε Μπάρους) και απέκτησε ένα γιο. Πέθανε το 2025, στη Λισαβόνα.
Σπούδασε Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Λισαβόνας. Επί σειρά ετών διηύθυνε την κινηματογραφική λέσχη ABC. Παραγωγική και καταξιωμένη σχετικά νωρίς ποιήτρια, μετά την Επανάσταση των Γαριφάλων, και, παράλληλα, πολυγραφότατη δημοσιογράφος με δυνατή πένα, συνεργάστηκε με τις εφημερίδες και τα περιοδικά Diário de Lisboa, A Capital, República, O Século, Diário de Notícias και Jornal de Letras e Artes. Στην εφημερίδα A Capital ήταν υπεύθυνη για το ένθετο Literatura e Arte, συμβάλλοντας καθοριστικά στην προβολή σημαντικών μορφών της πορτογαλικής λογοτεχνίας, όπως, μεταξύ άλλων, του Ζοζέ Σαραμάγκου, της Natália Correia και των Πορτογάλων σουρεαλιστών ποιητών Alexander O’ Neil (Αλεσάντρε Ο’ Νιλ) και Mário Cesariny (Μάριου Σεζαρίνι, βλ. Χάρτης τχ. 60). Μέλος του ΚΚΠ, από το 1979 μέχρι τη διάλυση της ΕΣΣΔ, το 1989, είχε αναλάβει, μετά από πρόσκληση του κόμματος, την αρχισυνταξία του δημοφιλούς γυναικείου περιοδικού Mulheres (Γυναίκες). Ένα είδος πρώιμης φεμινίστριας influencer, η Μ. Τ. Ηorta άφησε στο περιοδικό την προσωπική της σφραγίδα, χάρη σε συνεντεύξεις «εφ’ όλης της ύλης» με διακεκριμένες γυναίκες από τον χώρο της πολιτικής, των γραμμάτων και των τεχνών (Marguerite Yourcenar, Marguerite Duras, Maria Bethânia).
Τιμήθηκε με πολλά βραβεία για τη συμβολή της στη λογοτεχνία και τη δημοσιογραφία, πορτογαλικά σχεδόν όλα. Το 2011 δέχθηκε, αν και αρνήθηκε να το παραλάβει από τα χέρια του πρωθυπουργού, το βραβείο D. Dinis του Ιδρύματος Casa de Mateus, επικαλούμενη την άποψή της ότι ο πρωθυπουργός «καταστρέφει τη χώρα». Το 2017 αρνήθηκε να μοιραστεί με τον Βραζιλιάνο συγγραφέα Bernardo Carvalho (Μπερνάρντου Καρβάλιου) το 4ο Βραβείο Itaú Cultural, ισχυριζόμενη ότι το έργο της και οι αναγνώστες του άξιζαν περισσότερο σεβασμό! Το 2024 εκδόθηκε το βιβλίο Α Deosbediente (Η Ανυπάκουη), μια βιογραφία της γραμμένη από την Patrícia Reis (Πατρίσια Ρέις). Την ίδια χρονιά το BBC την συμπεριέλαβε στις 100 πιο επιδραστικές και ικανές να εμπνέουν γυναίκες παγκοσμίως. Αν και κάπως αργά, τη θυμήθηκε και ο ακαδημαϊκός χώρος και, το 2023, αναγορεύθηκε σε επίτιμη διδάκτορα του ISPA (Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου Ψυχολογικών και Κοινωνικών Επιστημών), στη Λισαβόνα.
Η πρώτη ποιητική συλλογή της M. T. Horta, με τον τίτλο Espelho Inicial (Αρχικός καθρέφτης), εκδόθηκε το 1960. Ακολούθησε μια συνεργασία της με άλλους Πορτογάλους ποιητές για την έκδοση του βραχύβιου περιοδικού Poesia 61 ―εκδόθηκε στο Φάρο― και για τη σύσταση της ομώνυμης ομάδας ποιητών. Στη συνέχεια, η Μ. Τ. Horta ακολούθησε μοναχική πορεία, εκδίδοντας ποιητικές συλλογές οι οποίες συγκεντρώθηκαν (18 συνολικά) σε έναν τόμο με τον τίτλο Poesia Reunida (Συγκεντρωμένα Ποιήματα) το 2006. Ακολούθησε η έκδοση 3 ακόμα συλλογών και το έργο As Palavras do Corpo (Οι λέξεις του σώματος), μια εντυπωσιακή ανθολόγηση από την ίδια ερωτικών ποιημάτων από το σύνολο της ποιητικής παραγωγής της. H συγγραφέας εξέδωσε επίσης 10 βιβλία πεζογραφίας (συλλογές διηγημάτων, μυθιστορήματα και μία συλλογή χρονογραφημάτων).
Η διάσημη «Ανυπάκουη» της πορτογαλικής ποίησης διέθετε μια στέρεη κλασική παιδεία, σε ό,τι αφορά την πορτογαλική και την παγκόσμια λογοτεχνία. Της έλαχε να ξεκινήσει τη συγγραφική της πορεία στα χρόνια της «αμφισβήτησης» και του underground, σε πανευρωπαϊκή κλίμακα, ζώντας, όμως, και δημιουργώντας σε ένα φασιστικό καθεστώς, με λογοκρισία. Όσο για την καταγωγή της, ήταν και προσόν και βαρίδι. Kαι επειδή, όπως είπε σε συνέντευξή της, «ήθελε πάντα κάτι που δεν έπρεπε να θέλει» σε μια χώρα με δικτατορία, επειδή ήταν (και) δημοσιογράφος, επειδή είχε και ταλέντο και παιδεία και ισχυρή θέληση, βρήκε de facto τη θέση της στην πρωτοπορία της προσιτής στο ευρύ μορφωμένο κοινό διανόησης και λογοτεχνίας της χώρας. Ήξερε πώς να είναι «ενοχλητική» χωρίς να καθίσταται «απαράδεκτη».
Στον τόμο υπό τον τίτλο Poesia Reunida εύκολα διαπιστώνει κανείς πως είναι από τις πιο διακριτές φωνές της πορτογαλικής ποίησης επί σειρά ετών. Ίσως όχι όσο θα έπρεπε διακεκριμένη, καίτοι δημοφιλής, ας όψονται ο αντικομφορμισμός της και η λατρεία της για την αντίρρηση, την αντίσταση και για τις ανατροπές στην πολιτική και την κοινωνική σφαίρα. Αποδίδει τον αισθησιασμό άλλοτε με τρόπο λεπταίσθητο και πολύ λυρικό και άλλοτε εντελώς «αφιλτράριστο» και απαλλαγμένο από καθωσπρεπισμούς. Τρόπους που συχνά συνυπάρχουν στο ίδιο ποίημα. Το στοιχείο αυτό ανιχνεύεται εύκολα και στα πεζά της έργα, ειδικά στo πιο ώριμο Paixãο segundo Constança H (Πάθος κατά την Κονστάνσα Η), που εκδόθηκε το 1994. Πρόκειται για στοιχείο το οποίο είχε πρωτοεκφραστεί με καθαρότητα στη νεανική ποιητική της συλλογή Canto do Povo (Τραγούδι του Λαού). Γιατί η διαρκής επιδίωξη της Μ. Τ. Ηorta είναι να υμνήσει, να καθαγιάσει σχεδόν, το σώμα ―ειδικά το γυναικείο― και τον πόθο, συνήθως τον γυναικείο, και να αναδείξει την παιδευτική αξία του αισθησιασμού, πεπεισμένη ακράδαντα για την ορθότητα της ρήσης του A. Huxley ότι «το κρεβάτι είναι η όπερα του λαού».
Η Μ. Τ. Horta, απέφυγε προσεχτικά να αυτοεγκλωβιστεί σε σχολές, ρεύματα και -ισμούς της λογοτεχνίας. Γνωρίζοντας εις βάθος την πορτογαλική παράδοση, τη ρηξικέλευθη ευρωπαϊκή σκέψη των δεκαετιών του ’60 και του ’70, την πρώιμη γυναικεία ματιά στη λογοτεχνία και τη ζωή (Virginia Woolf, Simone de Beauvoir) και τη γαλλική και την λατινοαμερικανική λογοτεχνία της εποχής της, πειραματίστηκε ―συχνά ανατρέποντας γνωστές νόρμες― με κάθε μορφή και τρόπο ποιητικής έκφρασης. Η γλώσσα της εκμεταλλεύεται ταυτόχρονα το ερωτικό και το εγκεφαλικό στοιχείο προκειμένου να προσεγγίσει, λογικά και συναισθηματικά τον αναγνώστη, ενώ το ύφος και ο τόνος παλινδρομούν ευχάριστα ανάμεσα στην υψιπετή λογιοσύνη και τον απτό αισθησιασμό. Με σκοπό πάντα, όμως, την ενίσχυση της αυτονομίας και του αυτοκαθορισμού του ατόμου, ειδικά της γυναίκας, στην περίπτωση της οποίας απαιτείται περισσότερη προσπάθεια, την καταξίωση του σώματος και του πόθου, την πολιτική και κοινωνική ανατροπή θεσμών, στερεότυπων, συμβάσεων και ταμπού. Τον σκοπό, δηλαδή, που υπηρέτησε με πάθος και πίστη και στη σταδιοδρομία της ως δημοσιογράφος.
Σχετικά με το εργαστήριο
Την προετοιμασία του εργαστηρίου συντόνισε ο μεταφραστής και διερμηνέας Νίκος Πρατσίνης, σε συνεργασία με τον φιλόλογο Χρήστο Κωτσακόπουλο, από τον Πολιτιστικό Τομέα της Πρεσβείας. Από τα άτομα που συμμετείχαν, κάποια διέθεταν επαγγελματική εμπειρία στη μετάφραση, αρκετά όχι. Είχαν, τα περισσότερα, ως μητρική γλώσσα την ελληνική ενώ, παράλληλα, τα περισσότερα διέθεταν υψηλό επίπεδο γνώσης της πορτογαλικής γλώσσα. Είχαν ήδη εργαστεί μεταφράζοντας ατομικά τα ποιήματα, τα οποία είχαν λάβει εκ των προτέρων. Στην ανάγνωση για την κατανόηση/ερμηνεία των ποιημάτων συνέβαλε ουσιαστικά η Πορτογαλίδα φιλόλογος Ana Maria Soares, καθηγήτρια στο ΕΚΠΑ. Κατά τη διάρκεια των δύο ωρών του εργαστηρίου παρουσίασαν τις εκδοχές τους, οι οποίες συζητήθηκαν διεξοδικά, και οι συμμετέχοντες αντάλλαξαν παρατηρήσεις μεταξύ τους, καθώς και με τον διευθύνοντα την διεξαγωγή του εργαστηρίου μεταφραστή, διερμηνέα και καθηγητή μετάφρασης Νίκο Πρατσίνη με στόχο μια «τελική εκδοχή». Για κάποια ποιήματα, για τα οποία δεν υπήρχε χρόνος για ομαδική μετάφραση, οι συμμετέχοντες έδωσαν τις εκδοχές τους τις οποίες επεξεργάσθηκε ο Ν. Πρατσίνης.
Στο βαθμό που κάθε ανάγνωση ενός λογοτεχνικού έργου, ειδικότερα δε ενός ποιήματος, οδηγεί και σε μια διαφορετική πρόσληψή του, οι προσεγγίσεις πολλών ατόμων σε μια ομαδική μετάφραση αναδεικνύουν, στο μέτρο του δυνατού, περισσότερες πτυχές του στο μελλοντικό αναγνώστη της. Επισημαίνουμε, πάντως, πως κύριος στόχος του εργαστηρίου αυτού, καθώς και κάποιων άλλων που προηγήθηκαν, ήταν να γίνει κάπως γνωστή και στην Ελλάδα η ποιητική ή/και η πεζογραφική παραγωγή σημαντικών Πορτογάλων λογοτεχνών, συνήθως παντελώς άγνωστων.
Η εν λόγω πρωτοβουλία, εκπαιδευτικού και πολιτιστικού χαρακτήρα, μέσω της διοργάνωσης εργαστηρίου ομαδικής μετάφρασης, είχε την υποστήριξη του Ινστιτούτου Καμόενς (Camões, I.P.), το οποίο στόχο του έχει την προώθηση της πορτογαλικής γλώσσας παγκοσμίως, καθώς και της πορτογαλόφωνης λογοτεχνίας. Από τη θέση αυτή, όλοι οι συντελεστές του εργαστηρίου ευχαριστούμε το Ι.Κ. Το εργαστήριο αυτό ομαδικής μετάφρασης, εντάσσεται σε μια σειρά παρόμοιων δράσεων, οφείλει πάρα πολλά και στον Αναπληρωτή Επικεφαλής της Αρχής της Πρεσβείας, τον κ. Tiago Carvalho.