ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ / ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ
Όχι, δεν είναι. Ούτε και υπήρξε ποτέ. Τη συνδυάζω με τη διερμηνεία, κατά καιρούς και με τη διδασκαλία (μετάφρασης) και, κυρίως, με τεχνική μετάφραση, η οποία αμείβεται σχετικά καλά. Είναι σχεδόν αδύνατον να επιβιώσει κανείς από τη λογοτεχνική μετάφραση, στην Ελλάδα τουλάχιστον, αλλά και αλλού, εξ όσων μαθαίνω.
Βέβαια, στον βαθμό που η ΑΙ μεταβάλλει τον μεταφραστή τεχνικής μετάφρασης σε επιμελητή/αναθεωρητή/διορθωτή —με εξαίρεση, για την ώρα τη νομική, την creative και, εν μέρει, τη βιοϊατρική μετάφραση— πολλοί μεταφραστές τεχνικής μετάφρασης θα βλέπουν, αν δεν βλέπουν ήδη…, τον όγκο εργασίας τους να μειώνεται αισθητά και ραγδαία, καθώς τις απολαβές τους. Και αυτό γιατί η επιμέλεια ενός σχετικά ήδη καλομεταφρασμένου, από την ΑΙ, τεχνικού κειμένου είναι πολύ λιγότερο χρονοβόρα διεργασία από την ίδια τη μετάφρασή του. Με αποτέλεσμα, πολλοί μεταφραστές να στραφούν, εξ ανάγκης, από την τεχνική μετάφραση στη λογοτεχνική, η οποία είναι μάλλον αρκετά κορεσμένη, σε ό,τι αφορά το ανθρώπινο δυναμικό. Τα αποτελέσματα για τη λογοτεχνική μετάφραση δεν μπορεί παρά να είναι αρνητικά, όσον αφορά την ποιότητα και τις τιμές. Και δεν είναι πολύ μακριά ο καιρός που και η λογοτεχνική μετάφραση, ειδικά των περισσότερων σύγχρονων και εμπορικών έργων χωρίς ιδιαίτερες αξιώσεις ως προς το ύφος, στο «πρώτο χέρι της», τουλάχιστον, θα γίνεται από την ΑΙ, με τον μεταφραστή πλέον σε ρόλο επιμελητή. Αν είναι «καλός γραφιάς» θα έχει δουλειά, ίσως και σχετικά καλοπληρωμένη. Εξάλλου, η ΑΙ έχει αρχίσει να «συγγράφει» σχετικά αξιοπρεπή εμπορικά πεζογραφήματα, που χρειάζονται απλώς κάποιον editor ή, έστω, re-writer.
Εν πάση περιπτώσει, δεν πίστεψα ποτέ και δεν πιστεύω πως η λογοτεχνική μετάφραση δεν μπορεί να είναι επάγγελμα στην Ελλάδα, τουλάχιστον, πλην ελαχίστων περιπτώσεων. Όπως δεν είναι επάγγελμα, πλην ελαχίστων περιπτώσεων, η πεζογραφία και η ποίηση. Πιστεύω πως η προσπάθεια να ζήσει κάποιος/α από τη λογοτεχνική μετάφραση και μόνο, θα τον/την οδηγήσει να ρίξει αισθητά την ποιότητα του μεταφράσματος. Λόγω των γλίσχρων αμοιβών, κατά βάση, σε συνδυασμό με τον μικρό όγκο προσφερόμενης εργασίας και την πληθώρα των ενεργών (και των επίδοξων) μεταφραστών.
Δεν μπορεί να όμως να εκλαμβάνεται γενικά ως χόμπι ή δραστηριότητα αναψυχής –μια αφ’ υψηλού προσέγγιση–, γιατί υπάρχουν κάποιοι περιορισμοί, όπως οι προθεσμίες παράδοσης και κάποια ποιοτικά κριτήρια που απαιτεί, ενίοτε, ο εκδότης και η αξιοπρέπεια του μεταφραστή. Εξάλλου, για τα πιο πολλά χόμπι πληρώνει ο χομπίστας και όχι ο παρέχων τις τεχνικές προϋποθέσεις για την ενασχόληση με αυτό. Άρα, το θέμα των αμοιβών θα είναι πάντα επίκαιρο..
Νιώθω πως δεν κατανοώ απολύτως την έκφραση «συχνότητα αναθέσεων». Εν πάση περιπτώσει, πάντως, δεν είχα ποτέ κάποιου είδους αποκλειστική συνεργασία με έναν εκδότη, οπότε ίσως και να ετίθετο ανάλογο ζήτημα. Προσπαθώ να είμαι εντελώς freelancer. Ακόμη όμως και σε περίπτωση σταθερής συνεργασίας ή και αποκλειστικότητας ενός μεταφραστή με έναν εκδότη, ο δεύτερος δύσκολα μπορεί να δεσμευθεί ως προς τον όγκο ή/και την συχνότητα των αναθέσεων στον πρώτο — με εξαίρεση ίσως, αν και, οπωσδήποτε, εν μέρει, τις λογοτεχνικές μεταφράσεις από τα αγγλικά, που αφθονούν σχετικά, πάντα ευνοώντας την άτυπη οιονεί υπαλληλοποίηση κάποιων μεταφραστών. Και αυτό γιατί το εκδοτικό πρόγραμμα διαμορφώνεται (και τροποποιείται συχνά στην πορεία) ανά έτος, ή και ανά διετία και βάλε, συναρτήσει (και) της «ασταθούς συμπεριφοράς» της αγοράς. Οπότε ο εκδότης αισθάνεται πάντα, πολύ εύλογα, ότι κινείται σε ένα κλίμα αβεβαιότητας. Βέβαια, κάποιοι συνάδελφοι, λόγω επαγγελματικής ανασφάλειας, μπαίνουν, ενίοτε, στον πειρασμό, καμιά φορά να φανταστούν την —εκ των πραγμάτων πάντα ελεύθερη— σχέση τους με κάποιον εκδότη ως σταθερή, και πολλοί εκδότες, με το αζημίωτο, καλλιεργούν αυτή τη γλυκιά φαντασίωση. Ανθρώπινες αδυναμίες…
Τα τελευταία χρόνια η πολυθρύλητη ορατότητα του μεταφραστή, δηλαδή, εν προκειμένω, η αναγραφή ντε και καλά του ονόματός του στο εξώφυλλο, οδηγεί, καμιά φορά, σε «ατύπως» ημισταθερές (sic) σχέσεις με κάποιους εκδότες. Ειδικά όταν πρόκειται για κάποια θεωρούμενα «ευπώλητα» έργα σύγχρονων διαττόντων αστέρων της λογοτεχνίας, την έκδοση των οποίων συχνά αναλαμβάνει, σταθερά, για έναν εκδότη, ένας συγκεκριμένος «ορατός» μεταφραστής. Κάποιες φορές αυτός τυχαίνει (;) να είναι micro-celebrity των γραμμάτων και των τεχνών, της κριτικής, του ακαδημαϊκού χώρου, των ΜΜΕ, της πολιτικής… O επιτυχημένος «ορατός» μεταφραστής, καμιά φορά, μπαίνει στον πειρασμό να επαναλάβει μια επιτυχημένη, μεταφραστικά ή/και εμπορικά, «γραφή» του σε πολύ διαφορετικούς συγγραφείς. Εις βάρος, ενίοτε, του ύφους κάποιου συγγραφέα, επ’ ωφελεία όμως, ενίοτε, κάποιου εκδότη, συχνά δε και του ιδίου του «ορατού» μεταφραστή. Είτε πάλι, βασιζόμενος στην «ορατότητά» του, γίνεται, ενίοτε, υπερπαραγωγικός εις βάρος της ποιότητας που θα ήταν σε θέση να δώσει. Προφανώς, αυτά δεν ισχύουν για τους περισσότερους «ορατούς» καλούς μεταφραστές που νιώθουν αναγκασμένοι, έστω και λόγω ανταγωνισμού και μόνον, να αγωνίζονται συνεχώς για να διαφυλάξουν την «ορατότητά» τους. Πάντως, τα έχουν τα brands κάτι τέτοια προβλήματα, σχεδόν πάντα. Οι δε μεταφραστές/μεταφράστριες δεν είναι όλοι/ες όμορφοι/ες: την πλειονότητά τους μάλλον το ημίφως θα κολάκευε.
Συμβόλαια κάνω σχεδόν πάντα, αφότου ξεκίνησα να μεταφράζω λογοτεχνία, τη δεκαετία του 1980. Δεν μου τα έχει αρνηθεί κανείς και σχεδόν πάντα έχουν τηρηθεί κατά γράμμα από πλευράς εκδότη, με κάποιες «ελληνικές» καθυστερήσεις καταβολής της αμοιβής, ενίοτε.
Στις προθεσμίες προσπαθώ να είμαι συνεπής. Η μετάφραση ενός βιβλίου δεν είναι εκπόνηση πανεπιστημιακής διατριβής. Το timing της έκδοσης είναι σημαντικό. Στις περισσότερες φορές που δεν επέδειξα συνέπεια, το θέμα έτυχε (;) να λυθεί φιλικά και σε συνεργασία με τον εκδότη, χωρίς να υποστεί ζημιά ούτε αυτός ούτε και εγώ.
Η αμοιβή μου καθορίζεται πάντα ad hoc, ξεχωριστά για κάθε βιβλίο. Αν η προτεινόμενη δεν μου φαίνεται επαρκής, δεν αναλαμβάνω τη μετάφραση του εν λόγω βιβλίου. Χωρίς γκρίνιες. Νομίζω πως αυτό είναι καλό για μένα και τον συγγραφέα. Για τον εκδότη δεν ξέρω…
Γενικά, και λαμβάνοντας υπόψιν και την άνοδο του επικαιροποιημένου δείκτη τιμών στην Ελλάδα, οι αμοιβές από τη δεκαετία του 1980 μέχρι και τις αρχές της πρώτης δεκαετίας μετά το 2000 γνώρισαν μια σχετική άνοδο. (Και η ποιότητα των μεταφράσεων, συνολικά κρινόμενων). Στη συνέχεια η τάση ήταν μάλλον πτωτική, και έγινε πολύ πτωτική την εποχή της οικονομικής κρίσης. (Παρατηρείται δε, σχετικά συχνά πλέον, και μια πτώση της ποιότητας, ακόμη και σε αποδεδειγμένα καλούς μεταφραστές…). Το ποσό της αμοιβής του μεταφραστή δεν έχει ανακάμψει και, κατά τα φαινόμενα, μάλλον δεν προβλέπεται να ανακάμψει. Εξάλλου, οι απαιτήσεις του κοινού και των εκδοτών ως προς την ποιότητα της μετάφρασης είναι, νομίζω, όλο και λιγότερες. Η μείωση της αμοιβής γίνεται, συνήθως, επί του προσφερόμενου ποσού ανά δεκαεξασέλιδο. Οριζόμενο πλέον σήμερα με βάση τον αριθμό των λέξεων, των γραμμάτων, των «χτυπημάτων» με ή χωρίς κενά… Κατά το δοκούν (του εκδότη). Πρόσφατα πληροφορήθηκα ότι μεγάλος και καλός εκδοτικός οίκος πρόσφερε 120€ μικτά/16σέλιδο σε νέα μεταφράστρια, για τον γλωσσικό συνδυασμό ισπανικά προς ελληνικά.
Η επιτυχία ενός μεταφρασμένου βιβλίου, σε αρκετές περιπτώσεις, έχει πλέον οριακή σχέση με την ποιότητα της μετάφρασης, ακόμη και σε μεγάλους εκδοτικούς οίκους. Όχι όλους, καθότι σε πολλούς η «συνολική πρώτη εικόνα» της εκδιδόμενης μετάφρασης διασώζεται, τελικά, από ικανούς και φιλότιμους επιμελητές —είναι εντυπωσιακά πολλοί, ακόμη…— όταν τους παρέχεται επαρκής χρόνος. Οπότε η μετάφραση, αν μη τι άλλο «ρέει». Ούτε γάτα ούτε ζημιά. Το φαινόμενο όμως δεν παύει να υπάρχει, και να εμφανίζεται όλο και πιο συχνά.
Σκέφτομαι καμιά φορά πως, με την ταχεία εξέλιξη της απόδοσης της ΑΙ, σε ένα εγγύς μέλλον, ίσως η μετάφραση, σε ορισμένες τουλάχιστον περιπτώσεις μη απαιτητικών λογοτεχνικών έργων, να γίνεται με τη χρήση ΑΙ και καλών «ορατών» μεταφραστών σε καθήκοντα επιμελητή. Κάτι που ήδη συμβαίνει στην τεχνική μετάφραση, όπως είδαμε.
Προσωπικά προτιμώ τη συνεργασία με μικρούς και νεοφυείς εκδοτικούς οίκους, οι οποίοι, ελλείψει επαρκούς προβολής και διαφήμισης, ποντάρουν, σχετικά συχνά, στην ποιότητα της μετάφρασης. Κούνια που τους κούναγε βέβαια… Άγονος ο αγώνας τους, συνήθως. Εν πάση περιπτώσει, είναι συχνά εκδοτικά «ξαναμμένοι» και διατεθειμένοι να δώσουν «κατιτίς παραπάνω».
Τα πνευματικά δικαιώματα του μεταφραστή στην πράξη είναι μάλλον κάτι άγνωστο και εξωτικό στην Ελλάδα. Πράγμα λογικό και κατανοητό, αφού τα τιράζ της ελληνικής αγοράς είναι πολύ μικρά για τη συντριπτική πλειονότητα των λογοτεχνικών βιβλίων. Και γίνονται όλο και πιο μικρά, με κάποιες εξαιρέσεις πάντα, ελέω εξασφαλισμένης προβολής συνήθως, από τα ΜΜΕ και τα ΜΚΔ (εσχάτως). Επιπλέον, δεν είναι μάλλον εφικτό στον μεταφραστή να προβαίνει σε έλεγχο του αριθμού των πωλούμενων ανά έτος αντιτύπων. Εισπράττω κάποια μικροποσά για τα δικαιώματα από τον ΟΣΔΕΛ· παλαιότερα ήταν πιο γενναιόδωρος (...).
Τα μισά περίπου βιβλία που έχω μεταφράσει τα έχω προτείνει εγώ σε εκδότες στους οποίους είχα εμπιστοσύνη· ότι δηλαδή δεν θα ανέθεταν, τελικά, σε άλλο μεταφραστή το προταθέν βιβλίο, έχοντάς το απορρίψει αρχικά, μιλώντας με μένα. Φαινόμενο όχι και τόσο σπάνιο, για πολλούς και ποικίλους λόγους. Και όχι αποκλειστικά ελληνικό. Φαινόμενο σχετιζόμενο (και) με την επιμόνως επιδιωκόμενη από πολλούς, εκδότες (και μεταφραστές), «ορατότητα» του μεταφραστή. Στα αστόχαστα χρόνια της νιότης πρότεινα βιβλία που άρεσαν (συνήθως μόνο) σε μένα. Με τον καιρό άρχισα να προτείνω και βιβλία που (πιστεύω πως θα) αρέσουν, ίσως, και στον εκδότη ή/και στην τσέπη του, πιο εμπορικά δηλαδή, εν ολίγοις. Η σχέση μεταφραστή-εκδότη, παρότι συχνά είναι διακεκομμένα συγκρουσιακή, πιστεύω πως θα πρέπει να αποβλέπει σε win-win καταστάσεις. Και, πώς να το κάνουμε, αλλιώς σε βλέπει ένας εκδότης αν του έχεις προτείνει κάποτε κάτι κάπως ευπώλητο. Ειδικά στις μέρες μας, που οι εκδοτικές προτάσεις συνιστούν μια ακόμη υπόρρητη υποχρέωση του μεταφραστή. (Μαζί με παρουσιάσεις βιβλίων, συνεντεύξεις, αναρτήσεις σε ΜΚΔ και… δε συμμαζεύεται!).
Τα άλλα μισά μού έχουν προταθεί από εκδότες. Έχω αρνηθεί προταθέντα βιβλία, για τέσσερις λόγους: ασύμφορη προτεινόμενη αμοιβή (σε συνάρτηση πάντα και με τη δυσκολία του εκάστοτε έργου), ασφυκτικά μικρή προθεσμία για την ολοκλήρωση του έργου, μη μεταφρασιμότητα (σπανίως), έργο εντελώς βαρετό και αδιάφορο, την αμοιβή του οποίου θα μπορούσα να εισπράξω εργαζόμενος λιγότερο χρόνο, πιθανόν και πιο ξεκούραστα και με πιο λίγες (ξ)αγρύπνιες και έγνοιες, στην τεχνική μετάφραση.
Δεν έχω κάποια μέθοδο, με την αυστηρή έννοια του όρου. Ξεκινώ τη μετάφραση και προχωρώ διαμορφώνοντας σταδιακά μια μεταφραστική στρατηγική και τακτική σε σχέση με τη γλώσσα και το ύφος (ή τα ύφη) του έργου, ενώ, παράλληλα, ξαναγυρνάω πίσω και διορθώνω/(ανα)προσαρμόζω το μεταφρασμένο ήδη μέρος. Στο τέλος κάνω δυο επιμέλειες, τουλάχιστον, διαβάζοντας την μια φορά μεγαλόφωνα το έργο. Αυτά σε σχέση με την πεζογραφία. Στην ποίηση τα πράγματα είναι πιο πολύπλοκα και η αντιμετώπιση αποφασίζεται κατά περίπτωση. Διαβάζω πάντα πολύ σχετικά με το έργο, το συγγραφέα και την εποχή του. Ό,τι βρίσκω.
Αν ο συγγραφέας είναι εν ζωή, σχεδόν πάντα επιδιώκω να έρθω σε επαφή μαζί του. Ενίοτε έρχομαι σε επαφή και με μεταφραστές του έργου σε άλλες γλώσσες, καθώς και με τις μεταφράσεις τους.
Έχω μεταφράσει συλλογικά αρκετές φορές —και συνεχίζω να μεταφράζω με αυτόν τρόπο, μου αρέσει, μαθαίνω πολλά— σε εκπαιδευτικό κατά κύριο λόγο πλαίσιο, σε εργαστήρια/σεμινάρια εκπαίδευσης μεταφραστών, στα οποία είχα τον ρόλο του εκπαιδευτή/συντονιστή. Συνήθως, τα προϊόντα συλλογικής μετάφρασης αυτής της προέλευσης εκδίδονται χωρίς αμοιβή από τον εκδότη. Ο εκπαιδευτής έχει εκ των πραγμάτων αμειφθεί ως διδάσκων, ενώ στους συμμεταφραστές και εκπαιδευόμενους από αυτόν παρέχεται η δυνατότητα να «ξεμυτίσουν» στην αγορά.
Η μη καταβολή αμοιβής δεν συμβαίνει πάντα: για παράδειγμα, το μυθιστόρημα Ο Αλφανουί. Πού περιπλανήθηκε και τι μηχανεύτηκε, του Ισπανού Rafael Sánchez Ferlosio, προϊόν ανάλογου εργαστηρίου, αμείφθηκε (συνολικά) ικανοποιητικά από τον εκδότη (χάρη στην επιδότηση από το ισπανικό ΥΠΠΟ), ενώ τα μέλη της ομάδας και ο συντονιστής (Στέλλα Δούκα, Κλεοπάτρα Ελαιοτριβιάρη, Δάειρα Ζιούβα, Ζήνα Κουφοπούλου, Βαρβάρα Κυριακοπούλου, Νίκος Πρατσίνης) μοιράσθηκαν και το Βραβείο ΕΚΕΜΕΛ - Ινστιτούτου Θερβάντες για την καλύτερη μετάφραση από ισπανικά που τους απονεμήθηκε (2008). Και δεν είναι η μόνη περίπτωση.
Σε γενικές γραμμές πιστεύω πως η συλλογική μετάφραση είναι ποιοτικά πάντα καλύτερη: οι μεταφραστικές ικανότητες και οι προσπάθειες των μελών της ομάδας αθροίζονται (και αναπτύσσονται έτι περαιτέρω), το τελικό προϊόν είναι πιο ισορροπημένο, η όποια «κρυφή» συγγραφική μανία/διαστροφή του ατομικού μεταφραστή τιθασεύεται, το πνεύμα και το γράμμα του συγγραφέα υπηρετούνται εντιμότερα, η μετάφραση είναι διαφανέστερη (ως προς το πρωτότυπο) και εναργέστερη στη γλώσσα προορισμού. Ωραία όλα αυτά, καλά και άγια, όμως η αμοιβή επιμερίζεται σε πολλά άτομα! Συμπέρασμα: η συλλογική μετάφραση με περισσότερα από δύο άτομα δύσκολα μπορεί να αποκτήσει σταθερά μια θέση στην πιάτσα. Ειδικά όταν έχει να αντιμετωπίσει τις γλίσχρες αμοιβές που τείνουν να γίνουν ο κανόνας στην εκδοτική αγορά της χώρας μας. Εξαιρούνται οι συλλογικές μεταφράσεις εντός εκπαιδευτικού πεδίου/πλαισίου που προαναφέραμε ή κάποιες που γίνονται χάριν παιδιάς ή για την παρέα!
Έχω επίσης κάποια εμπειρία συλλογικών —συνεργατικών μάλλον θα ήταν εδώ ο σωστός όρος— μεταφράσεων και εκτός του εκπαιδευτικού πεδίου/πλαισίου, πάντα με (έναν) συμμεταφραστή που ήταν έμπειρος μεταφραστής. Την κρίνω και αυτή πάρα πολύ θετικά.
Όταν, ανατρέχοντας, μετά από κάποιο καιρό, στην εκδοθείσα μετάφρασή μου, δεν εκνευρίζομαι με αυτά που διαβάζω.
Το μυθιστόρημα Το τελευταίο πέταγμα του φλαμίνγκο, του Μοζαμβικανού συγγραφέα Mia Couto. Άργησα πολύ να βρω τον βηματισμό μου σε αυτή τη μετάφραση. Και αυτό επειδή η γλώσσα του βιβλίου, λαμπρό και χαρακτηριστικό προϊόν της λογοτεχνίας της μεταποικιοκρατικής Μοζαμβίκης του 21ου αιώνα, είναι μία πάλλουσα και υπό διαμόρφωση ακόμη απόπειρα για μια γραπτή «κοινή» της καθομιλουμένης πορτογαλικής της Μοζαμβίκης, μια απόπειρα η οποία στοχεύει, μεταξύ άλλων, και στην δημιουργία μιας κατάλληλης για την λογοτεχνία της χώρας εκδοχής της «γλώσσας του λαού». Η Μοζαμβίκη, η οποία μέχρι πριν 50 χρόνια ήταν πορτογαλική αποικία, έχει υιοθετήσει τα (mainstream τέως μητροπολιτικά για τη χώρα) πορτογαλικά ως επίσημη γλώσσα. Για τα παραπάνω υπάρχει και η σχετική μαρτυρία του ίδιου του συγγραφέα, ο οποίος επαίρεται για το τολμηρό εγχείρημά του, ενδίδοντας μετά χαράς στις γοητευτικές προσκλήσεις του αλλά και στις κρυμμένες παγίδες του. Διαβάζοντας μεταφράσεις του εν λόγω έργου σε άλλες γλώσσες, δηλαδή τα αγγλικά και τα ισπανικά, ένιωσα κάπως τυχερός, σε σχέση με τον αγγλόφωνο ή τον ισπανόφωνο συνάδελφό μου. Και αυτό επειδή η γραπτή μας λογοτεχνική γλώσσα είναι ακόμη, έστω και «εις μικρόν» πλέον, υπό διαμόρφωση, λόγω των αναπάντεχων, αν και όχι πολύ συχνών, απόηχων και θορύβων του περιβόητου γλωσσικού ζητήματος.
Αν τις βρω ή αν μου τις επισημάνουν, τις διαβάζω. Δεν τις φυλάω. (Δεν έχω φυλάξει καν αντίτυπο από όλα τα βιβλία που έχω μεταφράσει). Πάντως είναι σπάνια —σχεδόν ανύπαρκτη— η (επί της ουσίας) κριτική στη μετάφραση στην Ελλάδα, πέρα από κάτι γενικολογίες, του τύπου η μετάφραση είναι «επιτυχημένη», «ρέουσα», «ωραία»... Μοιραία, κατά κανόνα σχεδόν, ο κριτικός του βιβλίου δεν γνωρίζει την γλώσσα αφετηρίας ή δεν έχει τον χρόνο να ασχοληθεί με το θέμα ή δεν βρίσκει τον λόγο να μπει στον κόπο (ή/και να εκτεθεί ή να χαλάσει καρδιές…). Η κριτική, θετική ή αρνητική, στη μετάφραση ενός λογοτεχνικού βιβλίου καμία σχεδόν σημασία δεν έχει για το αναγνωστικό κοινό, ενώ μικρή είναι και η σημασία της ακόμα για τους «εντός των τειχών», οι οποίοι διαμορφώνουν άποψη με inside πληροφόρηση (από μεμονωμένους συναδέλφους φίλους τους ή από το σινάφι συλλήβδην) είτε ξεφυλλίζοντας το έργο στο βιβλιοπωλείο. Ή και από το site/blog του εκδότη, καθότι, ενίοτε, κάποιες σελίδες παρέχονται σε αυτό δωρεάν, εν είδει dégustation. Ειδικά τα τελευταία χρόνια, που το επίπεδο της συνολικής κριτικής των περισσότερων μεταφρασμένων προϊόντων μυθοπλασίας, ασχέτως της ύπαρξης ή μη μιας κριτικής αποτίμησης του μεταφραστικού αποτελέσματος, είναι εμφανώς χαμηλότερου επίπεδου από ό,τι ήταν πριν (από λίγα μόνο) χρόνια.
Πέντε μεταφράσεις μου που ξεχωρίζω