Δυο κοντινά ποιήματα

Toυ Νikias Skapinakis

                                       

1... έρως ανί­κα­τε μά­χαν

    Σκα­τά πε­ρι­στε­ριών πα­ντού
    στο μπαλ­κό­νι στον ακά­λυ­πτο.
    Το κα­λο­καί­ρι φεύ­γει και
    ακό­μη να κά­νουν φω­λιά.
    Εί­χα βά­λει απω­θη­τι­κό σπρέι πα­ντού,
    και ακί­δες απω­θη­τι­κές, πλα­στι­κές·
    οι με­ταλ­λι­κές πλη­γώ­νουν τους ζω­ό­φι­λους.
            Eπι­μέ­νουν αυ­τά, γλυ­κο­κοι­τά­νε 
            το μπαλ­κό­νι, κου­τσου­λά­νε.
                    Επι­μέ­νω και εγώ:
                    πε­τάω ανελ­λι­πώς
                    κά­θε κλα­ρά­κι, φυλ­λα­ρά­κι,
                    χαρ­τά­κι, που­που­λά­κι,
                    υλι­κό για φω­λιά.
    Απο­φα­σι­σμέ­νος φέ­τος να μη νι­κη­θώ,
    τη­λε­φώ­νη­σα προ­χτές στον ανι­ψιό μου:
    «Φέ­ρ’ το»
    [...]

    Τα εί­δα όμως χτες, εκεί­να τα δυο,
                    πά­νω στο τοι­χά­κι στον ακά­λυ­πτο,
                    να τσι­μπο­λο­γιού­νται στο στή­θος πε­ρι­πα­θώς,
                    να γουρ­γου­ρί­ζουν, να ακ­κί­ζο­νται, να ερω­το­τρο­πούν.
    Του τη­λε­φώ­νη­σα πά­λι:
    «Έλα να πά­ρεις πί­σω το φλο­μπε­ρά­κι»
    —(ρο­μα­ντι­κός, ευαι­σθη­τού­λης, μα­λα­κο­κά­βλης;)—
    ένα έχω να πω:
                    
    ανί­κη­τος ο ζω­ώ­δης έρω­τας.




    2. …
    χων νον ψη­φι­σά­τω τν ριθμν το θη­ρί­ου· ριθμς γρ νθρώ­που στί· κα ριθμς ατο χξς´


      Ευ­ρη­μα­τι­κοί οι γέ­ροι της γει­το­νιάς,
      έκα­ναν τα πα­γκά­κια σα­λο­νά­κια.
      Ό,τι και να πω για την άγρια γριά θα εί­ναι λί­γο,
      μου την εί­πε το πρωί στη εί­σο­δο της τρά­πε­ζας, στην ου­ρά,
      φο­βή­θη­κε —απί­στευ­τη η θε­ού­σα— μην της φάω τη σει­ρά.
      Μπρο­στά αυ­τή, στο τα­μείο,
      πί­σω της εγώ, την κοι­τώ:
      Μπα­σμέ­νη, κα­μπού­ρα, σκο­νι­σμέ­νη,
      μαύ­ρη διά­φα­νη η κάλ­τσα της, σκι­σμέ­νη,
      μαύ­ρο πα­πού­τσι φαρ­μα­κεί­ου με τα­κού­νι,
      μαύ­ρη κι η φού­στα, η μπλού­ζα, η ζα­κέ­τα,
      — μες στον καύ­σω­να, η αθε­ό­φο­βη!
      Α, και με χρυ­σό με­ταλ­λι­κό γυα­λά­κι και μπε­ρε­δά­κι
      (μαύ­ρο, σαν κα­λη­μαύ­κι).
      — Εφτα­κό­σια εί­κο­σι έξη ευ­ρώ δεν έχει ο λο­γα­ρια­σμός;
      — Nαι, της απα­ντά η τα­μί­ας.
      — Δώ­στε μου τα όλα, μέ­χρι να πά­ει στα εξα­κό­σια εξή­ντα πέ­ντε.
      Αστρα­πή το βλέμ­μα της τα­μία δια­σταυ­ρώ­νε­ται με το δι­κό μου.
      — Στα εξα­κό­σια εξή­ντα πέ­ντε εί­πα­τε;
      — Α-κρι-βώς!, λέ­ει η γριά.
      Η συ­ναλ­λα­γή ολο­κλη­ρώ­θη­κε σιω­πη­λά.

      Ευ­ρη­μα­τι­κή και σχο­λα­στι­κά προ­σε­κτι­κή η γριά,
      ήτα­νε να ση­κώ­σει ξ΄ ευ­ρώ στρογ­γυ­λά, αλ­λά…


      ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
       

      αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: