Βροχές και άλλα φθινοπωρινά υγρά

Βροχές και άλλα φθινοπωρινά υγρά


     
Φθινοπωρινό
(απόπειρα με σινική, 1)

Βρέχει έξω, μια ευκαιρία
να μπούνε σε μια τάξη
στα ράφια τα βιβλία.

1

Όρθια, το ένα δίπλα στο άλλο:
μια χαρά, προχωράμε πιο μακριά,
προς την άλλη την πλευρά·
στρίμωγμα στα ράφια, ξαφνικά,
κάνω μεταβολή, ξεκινώ ξανά,
από την αρχική πλευρά.

2

Ξαπλωτά, το ένα πάνω στο άλλο:
μια χαρά, προχωράμε πιο ψηλά,
προς το πιο πάνω ράφι·
στρίμωγμα, στα ράφια ξαφνικά,
πάω παραδίπλα, ξεκινώ ξανά,
από το κάτω ράφι.

Tα βιβλία; Πέρα βρέχει!
«Φτου κι απ’ την αρχή»,
ψιθυρίζουνε σοφά·
τα ξεδιάντροπα!

Δεν έχεις προκοπή με αυτά,
ξελογιάζουν ασύστολα,
νιώθουν διδακτικά.

Πορφύριο Ρεντ
(γιατί μεγάλωσα κι εγώ σε μια οδό Πυθίας)


Άκουγα:

«…φυσικά οι άνθρωποι τώρα φοβούνται, ανησυχούν,
το μέλλον είναι άδηλο –κι ελπίζουν πάντα να το μάθουν,
            νιώθουν μεγάλη ταραχή,
            διψούν για ενημέρωση,
                        πλήρη και συνεχή.

Το κανάλι μας, στη σεζόν που ξεκινά,
σε συνεργασία με τον Όμιλο PYTHIA,
εταιρία συμπληρωμάτων διατροφής,
παρουσιάζει, σε παγκόσμια πρώτη,
τον κύριο Ρεντ, τον Πορφύριο Ρεντ.
Έναν άνθρωπο που προβλέπει το μέλλον!
Ηθοποιός, άνεργος πλέον, άστεγος, ζητιάνος,
ο τολμηρός Πορφύριο δέχθηκε να δοκιμάσει
—πειραματικά, για πέντε μόνο μήνες—
ένα διατροφικό συμπλήρωμα, πρωτοποριακό,
τα forecast grains της PYTHIA,
ένα παράθυρο στο μέλλον, ανοιχτό,
το απόλυτο superfood
για κάθε σύγχρονη Πυθία».

        ……

Κοίταξα:

— Από εδώ ο κύριος Ρεντ.
      Καλησπέρα κύριε Ρεντ.
— Πορφύριο παρακαλώ.
— Λοιπόν Πορφύριε, τι λέτε;
Λειτουργεί το προϊόν, υπάρχει ελπίδα;

Ασπριδερός, λευκά περιστέρια τα δυο του χέρια,
μηδέν μέτωπο, πιρούνι το πιγούνι,
κήλη στα άσπρα χείλη, ο Πορφύριο, σοβαρός,
κοιτά την παρουσιάστρια, συνεχώς,
που του προσφέρει ένα μπολ
με μπόλικο μούσλι σε γάλα.
(Μεσάνυχτα στα μάτια του):

— Πολύ θετικά τα συμπεράσματα, ενθαρρυντικά.

Ανοίγει ένα φακελάκι με forecast grains,
προσθέτει τα σπόρια στο μούσλι,
τρώει δυο κουταλιές, βουλιμικά.

(Θολά τα μάτια του):

— Το μέλλον είναι πλέον προφανές.
— Αχ, πείτε μας Πορφύριο, τι μέλλει γενέσθαι;
— Θα ρευτώ, μετά από τρία λεπτά.
— Και μετά;
— Θα κλάσω, μετά από πέντε λεπτά.
— Και μετά;
— Πρέπει να φάω κι άλλα, κι είναι αηδιαστικά.
— Aχ, κάντε μια προσπάθεια, την απαιτεί το κοινό,
για μια πιο πρόβλεψη πιο γενική,
                          όχι μόνο για σας,

(Μέλι η φωνή της, κοιτά τους θεατές):
                            υπάρχουμε κι εμείς!

                        ……

(Αυτός κατεβάζει άλλες δυο κουταλιές)

— Το μέλλον ποτέ δεν περιμένει, άμα κανείς επιμένει.

(Δυσοίωνα μειλίχια η φωνή του)

— Αχ, πείτε τι προβλέπετε, πείτε μας όσα βλέπετε,
ήσασταν κάποτε ηθοποιός, γίνετε παραστατικός!

(Γουρλωμένα τα μάτια του):

                        Απλώνει βουβά ένα χέρι,  
                        της σφίγγει το λαρύγγι,
                       έτσι, στα ξαφνικά, 
                        στο άλλο έχει μαχαίρι,
                       της δίνει τα άντερα στο χέρι,
                       αργά, και ευγενικά.

Ένα όμορφο πορφυρό χρώμα απλώνεται γλυκά στην οθόνη*.

*Έγινε μεγάλος σάλος, αν και η παρουσιάστρια πέθανε ανώδυνα, όπως δήλωσε το κανάλι. Το παραπάνω ποίημα κέρδισε παμψηφεί την πρώτη θέση στον ποιητικό διαγωνισμό Our Future Poets του καναλιού μας. Το κανάλι θα αναλάβει την έκδοση του ποιήματος. Ο νικητής του διαγωνισμού μοίρασε ήδη το χρηματικό έπαθλο ανάμεσα τους οικείους της παρουσιάστριας, για τα έξοδα της κηδείας, και στον άπορο Πορφύριο, για τα έξοδα της δίκης. Δήλωσε ότι οφείλει το έπαθλο και στους δύο.


Ξαφνικά μετά την πρώτη μεγάλη βροχή
(τα πολλά λόγια είναι φτώχεια)

(κοιτάζω γύρω):

γρήγορα γέμισε
πάλι τo κέντρο
δυστυχία και πόνο:
ανεξίτηλοι γέροι,
αδέσποτα πολλά,
σκυλιά και γατιά·
μαζί με αυτά, αρμονικά,
πρόσφυγες και ζητιάνοι,
άστεγοι και τσιγγάνοι.

Ποιοι τάχα νοιάστηκαν για μας και βάλθηκαν
να μας κάνουν φιλόζωους και αλτρουιστές;

¤

(ακούω τον εαυτό μου να φωνάζει):

                        — Πού στην ευχή
                               είχαν κρυφτεί
                               όλο το καλοκαίρι;
                        — Τους είχανε σε αναστολή,
                               όσο είμασταν σε διακοπές,
απαντά αναπάντεχα διερχόμενος πολίτης.

Πολύτιμα τα λόγια του, ανέλπιστα, σωστά,
διακρίνω ένα νόημα, είναι κατευναστικά.
Με πλημμυρίζει αμέσως
κάτι σα συστολή· μαζί με χαρά πολλή·
(ρίχνω την τυρόπιτά μου στα βρεγμένα γατιά
και κάποια κέρματα —αρκετά— σε μια τσιγγάνα):

                        —Έλα να σε πω τη μοίρα σου,
                               και δε θα σε χρεώσω,
                               έλα καλέ μου, κόπιασε,

λέει ξανθιά η τσιγγάνα, ωραία, μαλαγάνα,
με τα τσιμπλιάρικα παιδιά (3 ήταν)
στην κλαρωτή φουστάνα.

(Ανάβω, παίρνω ανάποδες):

γιατί εγώ είχα πράξει απλώς κάτι σωστό,
                               τίποτα παραπάνω,
κάτι σαφώς ζωόφιλο και αλτρουιστικό,
τι τις ήθελε τις κουβέντες ετούτη πάλι εδώ;

Πάνω που πήγαινα να της μιλήσω,
                                  κάτι να της πω,
γλυκό ή πικρό, δεν το ‘χα τόσο καθαρό·
γυρνώ στο πλάι και κοιτώ:
ήτανε αποτρεπτικό και επιτιμητικό
το βλέμμα του πολύτιμου συμπολίτη.

(Σκέφτομαι):

Τι θέλει πάλι ετούτη,
με αποκαλεί καλό;
Αυτό πια μου τη δίνει.
Καιρός πια να του δίνω.

¤

Με πλημμυρίζει αμέσως
κάτι σαν αυταρέσκεια· μαζί με λύπη πολλή.

Από τα Ποιήματα του καιρού


ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: