Δύο πορτογαλόφωνοι ποιητές

{24 λεπτά}

Το 13ο ετή­σιο Φε­στι­βάλ Λο­γο­τε­χνί­ας εν Αθή­ναις (ΛΕΑ), πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε την ημι­παν­δη­μι­κή χρο­νιά του 2021 κά­πως κα­θυ­στε­ρη­μέ­να, δη­λα­δή το φθι­νό­πω­ρο αντί για την άνοι­ξη που εί­ναι η «επο­χή του», εν πολ­λοίς δε μέ­σω zoom. Το φε­στι­βάλ αυ­τό, το οποίο διορ­γα­νώ­νε­ται ανελ­λι­πώς υπό τη διεύ­θυν­σή της Adriana Martínez, η οποία και το ίδρυ­σε, φέρ­νει κο­ντά μας κά­θε χρό­νο συγ­γρα­φείς και άλ­λους δη­μιουρ­γούς από την Ιβη­ρι­κή και από την Λα­τι­νι­κή Αμε­ρι­κή κα­θώς και τους με­τα­φρα­στές τους. Κο­ρυ­φαία εκ­δή­λω­ση του φε­στι­βάλ εί­ναι η velada de poesía, δη­λα­δή η ποι­η­τι­κή βρα­διά, την οποία ορ­γα­νώ­νει, συ­ντο­νί­ζει και διευ­θύ­νει κά­θε χρό­νο ο πο­λυ­βρα­βευ­μέ­νος Ισπα­νός ποι­η­τής Juan Vicente Piqueras, στην οποία δια­βά­ζο­νται ποι­ή­μα­τα στην ισπα­νό­φω­νων, πορ­το­γα­λό­φω­νων αλ­λά και Ελ­λή­νων δη­μιουρ­γών από τους ίδιους, ενώ σε οθό­νη προ­βάλ­λε­ται η έτοι­μη εκ των προ­τέ­ρων με­τά­φρα­σή τους.



——————

Φέ­τος, το 14ο Φε­στι­βάλ ΛΕΑ θα πραγ­μα­το­ποι­η­θεί με­τα­ξύ της 14ης και της 24ης Ιου­νί­ου, σε διά­φο­ρους χώ­ρους της Αθή­νας·
πλη­ρο­φο­ρί­ες γι΄ αυ­τό θα βρεί­τε στο
https://lea-festival.com.

——————

Πέρ­σι, η αδυ­να­μία διε­ξα­γω­γής της ποι­η­τι­κής βρα­διάς με τη φυ­σι­κή πα­ρου­σία των ποι­η­τών αντι­σταθ­μί­στη­κε κά­πως με την αύ­ξη­ση του αριθ­μού τους, η οποία οδή­γη­σε ανα­γκα­στι­κά σε δύο ποι­η­τι­κές βρα­διές. Μα­ζί με ισπα­νό­φω­νους και Έλ­λη­νες ποι­η­τές, στην πρώ­τη απάγ­γει­λε ποι­ή­μα­τα η Πορ­το­γα­λί­δα ποι­ή­τρια Maria do Rosário Pedreira (στις 11/11 - https://​lea-​fes​tiva​l.​com/​events/ποι­η­τι­κή-βρα­διά-ι/, στην δεύ­τε­ρη ο Βρα­ζι­λιά­νος ποι­η­τής Leonardo Tonus (στις 18/11 - https://​lea-​fes​tiva​l.​com/​events/ποι­η­τι­κή-βρα­διά-ι/)

Κοι­νό θέ­μα που εί­χε δο­θεί προς ανά­πτυ­ξη σε όλους τους ποι­η­τές και τις ποι­ή­τριες ήταν η με­τα­νά­στευ­ση και η προ­σφυ­γιά, το οποίο υπη­ρέ­τη­σαν με ένα του­λά­χι­στον ποί­η­μα ο κα­θέ­νας και η κα­θε­μιά. (O Leonardo Tonus με πε­ρισ­σό­τε­ρα). Εί­χαν όμως όλοι τους και ποι­ή­μα­τα με άλ­λα θέ­μα­τα, στα οποία, όλως τυ­χαί­ως, στους δύο πορ­το­γα­λό­φω­νους, προ­νο­μια­κή θέ­ση βρέ­θη­κε να κα­τέ­χει ο θά­να­τος (ή ο μη θά­να­τος, αν και όχι κα­τ’ ανά­γκην η ζωή), ο κοι­νός βιο­λο­γι­κός θά­να­τος όσο και οι με­τα­φο­ρές του. Η πο­λι­τι­σμέ­νη Δύ­ση έχει κα­τα­βά­λει φι­λό­τι­μες προ­σπά­θειες να μειώ­σει την ορα­τό­τη­τα του θα­νά­του, μέ­σα στην επι­κρά­τειά της του­λά­χι­στον. Ο θά­να­τος στο νο­σο­κο­μείο ήταν μέ­χρι πρό­τι­νος μια κά­πως βο­λι­κή λύ­ση. Δυ­στυ­χώς, η παν­δη­μία κα­τέ­στη­σε την όλη προ­σπά­θεια εμ­φα­νώς ατε­λέ­σφο­ρη. (Ο ευ­ρω­παϊ­κός πό­λε­μος στην Ου­κρα­νία φέ­τος μάλ­λον θα την κα­τα­στή­σει ακό­μη πιο ατε­λέ­σφο­ρη). Οι με­τα­νά­στες, εδώ και κά­ποια χρό­νια, δεν έχουν πά­ψει να μας θυ­μί­ζουν την μα­ταιο­πο­νία της προ­σπά­θειας από­κρυ­ψης αυ­τού του συμ­βά­ντος της ζω­ής στη Δύ­ση. Αν μη τι άλ­λο, έχουν πλέ­ον βρει έναν ση­μαί­νο­ντα ρό­λο στην ει­δη­σε­ο­γρα­φία μας.

Τα ποι­ή­μα­τα μπο­ρούν να δια­βα­στούν ως επί­και­ρα.

(5+1) ποιήματα της Μαρία ντου Ροζάριου Πεντρέιρα

ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΤΕΧΝΗ

Σ’ ένα μυθιστόρημα, ένα φλιτζάνι είναι μονάχα
ένα φλιτζάνι – απ’ όπου μπορεί να χυθεί
καφές πάνω στο ποίημα, εάν ο ποιητής,
εννοείται, είναι ο ήρωας.

Σ’ ένα ποίημα, ακόμη και λεκιασμένο
από καφέ, το φλιτζάνι είναι βέβαια
η χούφτα του χεριού – από όπου
εγώ πίνω το θαύμα του κόσμου, εάν εσύ,
εννοείται, είσαι ο ποιητής.

Στο μυθιστόρημά μας, δεν είμαι πάντα
εγώ το άτομο που πάει τα φλιτζάνια στο τραπέζι
όπου καθόμαστε το βράδυ, πιασμένοι
χέρι χέρι, λέγοντας πως ο καφές στο βαζάκι
τελείωσε, έχοντας όμως κατά νου πως η ζωή
έχει προχωρήσει πλέον αρκετά ώστε να διαβάσουμε
όλα τα βιβλία που έχουμε κατά νου ακόμα.

Στο ποίημά μου, δε χρειαζόμαστε καφέ
για να κρατηθούμε ξύπνιοι: το στόμα μου
είναι πάντα στη χούφτα του χεριού σου,
όλες τις μέρες υπάρχουν σελίδες στα μάτια σου,
η ζωή γράφεται χωρίς ποτέ να γερνάμε.

        2.

Ευτυχώς
που δεν πέθανα τις φορές που
θέλησα να πεθάνω – που δεν πήδηξα από τη γέφυρα,
ούτε γέμισα αίματα τους καρπούς μου, ούτε
ξάπλωσα στις ράγες, εκεί μακριά. Ευτυχώς
που δεν έδεσα το σκοινί στην οροφή, ούτε
αγόρασα στο φαρμακείο, με πλαστή συνταγή
μια δόση αιώνιου ύπνου. Ευτυχώς
που φοβήθηκα: τα μαχαίρια, τα ύψη, αλλά
πάνω από όλα μην πεθάνω εντελώς
και μείνω εκεί – χαμένη ακόμη πιο πολύ κι από
πριν – να κοιτάζω δίχως να βλέπω. Ευτυχώς
που η οροφή ήταν πάντα υπερβολικά ψηλή και
και εγώ γελοία μικρή για το θάνατο.
Αν είχα πεθάνει μια από εκείνες τις φορές,
δε θα άκουγα τώρα τη φωνή σου να με καλεί,
ενόσω γράφω τούτο το ποίημα, που μπορεί
να μη μοιάζει – αλλά είναι – ένα ερωτικό ποίημα.

                3.

Να μπορούσα κι εγώ να πεθάνω σήμερα όπως εσύ πέθανες για μένα τη νύχτα εκείνη —
και να ξαπλώσω καταγής, να έχω για κρεβάτι μιαν άσπρη πέτρα και
για κουβέρτα τα αστέρια· να μην ακούω παρά το θρόισμα από τα χόρτα
που ξεπροβάλλουν νυχτιάτικα, και τα μικρούτσικα βήματα των εντόμων,
και το τραγούδι του ανέμου στα κυπαρίσσια· και να μη φοβάμαι τις σκιές,
ούτε τα μαύρα πουλιά στα μαρμαρωμένα μπράτσα μου,
ούτε το ότι σε έχω χάσει – να μη φοβάμαι τίποτα. Να μπορούσα
να κλείσω τα μάτια τούτη τη στιγμή και να τα ξεχάσω όλα –
τα χέρια σου τόσο ψυχρά όταν άπλωσα τα δικά μου τη νύχτα εκείνη·
το ότι δεν έχεις πει τη μοναδική λέξη που θα με έκανε να σε σώσω, έστω και
παύοντας να ρωτώ τα πάντα· το ότι έχεις προσβάλεις τη ζωή
και έχεις καλέσει το θάνατο για να μου δείξεις ότι το κορμί σου
είχε πια παραιτηθεί, και ότι θα σκότωνες τον εαυτό σου εντός μου κι ότι ήταν αργά
για να σκεφτώ να σου επιστρέψω τις μέρες που είχα κλέψει. Να μπορούσα
να βυθιστώ σε παγωμένο όνειρο σαν και το δικό σου και να πάψω να
νιώθω τον πόνο,
τον ασύγκριτο πόνο να σε βλέπω και να σε θυμάμαι σε όλα όσα έγραψα –
γιατί εξαιτίας του ποιήματος με αγάπησες, το ποίημα ήτανε πάντα
αυτό που άξιζε τον κόπο (τα υπόλοιπα ήταν οι χειρονομίες που δε χωρούσαν
στα χέρια, οι υποχρεωτικές φράουλες αφού ήταν καλοκαίρι)· να μπορούσα
να πάψω να γράφω τούτο το πρωί, η μέρα τρέμει στη γραμμή
από τις στέγες, τόσο πολύ διστάζει η ζωή, και να μπορούσα να πεθάνω,
όμως σε ακούω να ανασαίνεις στο ποίημά μου.

                4.

Όταν είμαι μόνη
βάζω τους πεθαμένους να κάτσουν στο τραπέζι
και τους δίνω να φάνε –
ένα πιάτο στον καθένα, ως
αντάλλαγμα για τις ιστορίες αυτές που
πεθαίνω από νοσταλγία ακούγοντάς τους
να τις αφηγούνται. Και τους αφουγκράζομαι
με πάθος σαν παλιά – ακριβώς
σα να ήταν ζωντανοί –
για να μη μου φύγουν οι
φωνές τους από τη μνήμη.

Είναι φορές που κλαίω, βέβαια –
κι όχι επειδή αυτοί τάχα
δεν έχουν πια δόντια και μου
τα αφήνουνε όλα σχεδόν στο
πιάτο· αλλά γιατί τους βλέπω εκεί,
στο πλάι μου, και γιατί με νιώθω
τo ίδιο τόσο μόνη.


                5.

Μάνα, μακάρι να μην είχα αφήσει ποτέ το χέρι σου:
με το παιδί στην αγκαλιά, ο δρόμος γίνεται πιο μεγάλος
κι από την απελπισία μου, ζάρωσε γιατί γέρασε
η τόσο καθαρή καρδιά μου. Ήμουνα δεκατεσσάρων χρόνων πριν
από τον κρότο, δεκατέσσερα χρόνια και μισό πριν από
την κραυγή σου, είχα κλείσει τα δεκαπέντε όταν έβγαλα
το πέπλο από τα μάτια σου: αφού πάντοτε μου ‘λεγες να μην
πηγαίνω μακριά, γιατί ζητούσαν το αντίθετο τα
σταματημένα σου μάτια; Κι επιπλέον, μάνα, έφτασα
στο στρατόπεδο κι ήτανε σα να χτύπαγα σε κουρασμένη πόρτα –
χίλιες αντίσκηνα που ήτανε πανιά μανταρισμένα, καράβια για
να βρεθώ πάλι τους δρόμους. Μας έφεραν κουβέρτες
όλο ερωτήσεις· με δελεάσανε με μαρμελάδες
για να με βάλουν στη θέση μου· αλλάξανε στον αδερφό μου
την πάνα με ψυχρά χέρια. Μάνα, εγώ τους είπα πως
το παιδί ήταν δικό μου· και τώρα, όταν γυρεύει τα
στήθη σου στο ασχημάτιστό μου σώμα, καλύπτω με
το πέπλο σου τα μαλλιά μου και του τραγουδώ σιγανά
ζαχαρωμένα τραγούδια. Δεν ξέρω τι ηλικία έχω, μάνα,
μακάρι όμως να μην είχα αφήσει ποτέ το χέρι σου.

Δύο πορτογαλόφωνοι ποιητές



Η Μα­ρία ντου Ρο­ζά­ριου Πε­ντρέι­ρα (Μaria do Rosário Pedreira) γεν­νή­θη­κε το 1959 στην Λισ­σα­βώ­να. Eί­ναι από­φοι­τος Ξέ­νων Γλωσ­σών και Λο­γο­τε­χνιών του Παν/μί­ου της Λισ­σα­βώ­νας. Ερ­γά­στη­κε για μι­κρό χρο­νι­κό διά­στη­μα στην εκ­παί­δευ­ση, πράγ­μα που την έστρε­ψε στην συγ­γρα­φή έρ­γων για νέ­ους, κά­ποια από τα οποία έγι­ναν δη­μο­φι­λείς τη­λε­ο­πτι­κές σει­ρές. Στη συ­νέ­χεια στα­διο­δρό­μη­σε στην εκ­δο­τι­κή βιο­μη­χα­νία, σή­με­ρα δε εί­ναι εκ­δό­τρια έρ­γων πορ­το­γα­λό­φω­νης λο­γο­τε­χνί­ας.
Αν και έχει δη­μο­σιεύ­σει ένα μυ­θι­στό­ρη­μα, κα­θώς και διά­φο­ρες ιστο­ρί­ες και δι­η­γή­μα­τα σε επι­θε­ω­ρή­σεις και αν­θο­λο­γί­ες, εί­ναι κυ­ρί­ως γνω­στή ως ποι­ή­τρια, έχο­ντας εκ­δώ­σει τέσ­σε­ρα ποι­η­τι­κά βι­βλία. Εί­ναι ακό­μη στι­χουρ­γός τρα­γου­διών φά­ντο αλ­λά και άλ­λων, και έχει δη­μο­σιεύ­σει μια βιο­γρα­φία της Αμά­λια Ρο­ντρί­γκες για παι­διά. Ετοι­μά­ζει μια αν­θο­λο­γία λό­γιας ποί­η­σης με πορ­το­γα­λι­κά ποι­ή­μα­τα από τον 13ο έως και τον 19ο αιώ­να, των οποί­ων οι στί­χοι έχουν τρα­γου­δη­θεί ως φά­ντο, μια ερ­γα­σία την οποία έχει πραγ­μα­το­ποι­ή­σει μα­ζί με την τρα­γου­δί­στρια και στι­χουρ­γό φά­ντο Aldina Duarte

Με­τά την ανά­γνω­ση των ήδη με­τα­φρα­σμέ­νων ποι­η­μά­των της στην ποι­η­τι­κή βρα­διά, ο συ­ντο­νι­στής J.V. Piqueras της ζή­τη­σε ένα ως «δώ­ρο». Ακο­λου­θεί:


ΦΑΝΤΟ

Λένε οι άνεμοι πως οι παλίρροιες σήμερα δεν κοιμούνται.
Είμαι τρομαγμένη προσμένοντας να επιστρέψεις: τα κύματα ήδη
καταβρόχθισαν την μικρή παραλία και πέταξαν φύκια
στις γλάστρες της βεράντας. Και, στην πόλη, λένε πως
οι πλατείες πρόσφεραν καταφύγιο σε δεκάδες γλάρους
που κυνηγούσαν τα περιστέρια και τα δάγκωναν.

Το τζάκι τριζοβολά αργά. Το ψωμί είναι ακόμα χλιαρό
στο τραπέζι σου. Το νερό όμως για τη σούπα
έβρασε ήδη τρεις φορές. Και στο σπίτι το φως τρεμοσβήνει, δεν θ' αργήσει
να σβήσει. Να μην αργήσεις κι εσύ, γιατί έφτιαξα για σένα
ένα αλατισμένο ψωμί με χορταρικά και κανέλα· και υπάρχει και γλυκό δαμάσκηνο
και κεκάκια με αυγό* και μια μάλλινη κουβέρτα στο κρεβάτι και εγώ
είμαι τρομαγμένη. Το φεγγάρι φαίνεται μισό
και η γη τρέμει. Και εγώ τρέμω, μη δε γυρίσεις.

*Suspiros (δηλαδή στεναγμοί) λέγονται στα πορτογαλικά τα νόστιμα αυτά γλυκά (ΣτΜ).



(5+1) ποιήματα του Λεονάρντου Τόνους

Από το Diários em mar aberto (Ημε­ρο­λό­για ανοι­χτής θα­λάσ­σης), Eκδ. Folhas de Relva, Σάο Πά­ο­λο

όταν πετάνε οι τσούρου*

*tsuru = όνομα, στα ιαπωνικά, ενός είδους γερανού που ζει στην Ιαπωνία (ΣτΜ)


Το καράβι […] είναι ένα κομμάτι χώρου που επιπλέει, ένας τόπος δίχως άτοπος, που ζει αφ’ εαυτού, που είναι κλεισμένος στον εαυτό του και ταυτόχρονα παραδέρνει στο άπειρο της θάλασσας.
Michel Foucault, “De outros espaços” in Mota, M (org.), Ditos e Escritos III: Estética: Literatura, Pintura e Cinema. Forense Universitária, 2013.

πόσα χωρίσματα χωρούν σε μια φουσκωτή βάρκα;

τον τρόμο μπρος στις απώλειες

στη διάρκεια ενός χρόνου

που συσσωρεύεται

ανάμεσα στα πηγαινέλα

τόσων ζωών.

πόσα άτομα χωρούν σε μια φουσκωτή βάρκα;

κάθε χρόνο χιλιάδες βόδια γκνου μεταναστεύουν γυρεύοντας τροφή στην τανζανία και στην κένυα

όλες οι χήνες μεταναστεύουν για τον νότο. αλλάζουν συνεχώς το ύψος που πετούν

για να κρατιούνται σε απόσταση από το έδαφος.

κάθε χρόνο πεταλούδες monarca κατευθύνονται προς το μεξικό.

κατά χιλιάδες ανταμώνουν σε αποικίες και φτιάχνουν ομάδες σε πεύκα και άλλα κωνοφόρα.

σε πολλές περιπτώσεις είναι τόσο πολυάριθμες που τα δέντρα παίρνουν πορτοκαλί χρώμα

και τα κλαδιά λυγίζουν.

δέντρα σε χρώμα πορτοκαλί

δέντρα-πεταλούδες.

τα σωσίβια των μεταναστών έχουν χρώμα πορτοκαλί

όπως και οι φουσκωτές βάρκες που από το βάρος τους λυγίζουν.

μετανάστες-πεταλούδες, κατά χιλιάδες,

που φτερουγίζουν στις θάλασσες.

πόσα δάκρυα χωρούν σε μια φουσκωτή βάρκα;



την ώρα που αλλάζει ρούχα η σαμπιά* δεν τραγουδά

*sabiá = βραζιλιάνικη τσίχλα χρώματος πορτοκαλί, πτηνό αποδημητικό και ωδικό
– το ποίημα αυτό διαβάζεται καλύτερα μεγαλόφωνα (ΣτΜ)


Il mare non è fiume che sa il viaggio, è acqua selvativa, di sotto è vuoto scatenato e precipizio.
«Η θάλασσα δεν είναι ποτάμι σε καθημερινό ταξίδι, είναι άγριο νερό, αποκάτω του ξεχύνεται ένα κενό σαν γκρεμός». Erri de Luca, Allerimple, Παρίσι: Gallimard, 2021 (μετάφραση Ν.Π.).

φανταστείτε τη θάλασσα. φανταστείτε τη θάλασσά σας. φανταστείτε μια θάλασσα πέρα από τη θάλασσα. φανταστείτε τη θάλασσα πέρα από όλα όσα είναι θάλασσα. από όλα όσα γνωρίζετε ως θάλασσα. όλα όσα αναγνωρίζονται ως θάλασσα. στη θάλασσα, φανταστείτε τη θάλασσά σας, πέρα από ωκεανούς και θάλασσες.

φανταστείτε τη θάλασσα και βγάλτε από αυτήν το περίβλημά σας από θάλασσα. από τη θάλασσα βγάλτε τις στρώσεις θάλασσας που είναι πάνω σας. τα κελύφη από κύματά της. βγάλτε από τη θάλασσα το πηγαινέλα των αμφιβληστροειδών. που βγαίνουν έξω με τα κύματα. από τα κύματα της θάλασσας, βγάλτε τη θάλασσα.

βγάλτε τη θάλασσα και βγείτε από αυτήν. βγείτε από τη θάλασσα για να κάνετε να αποκαλυφθεί η θάλασσα. από όσα την περικλείουν. από όσα τη φυλακίζουν. κάντε τη θάλασσα να αποκαλυφθεί μέσα από όλα όσα την επικαλύπτουν. και την καλύπτουν. ανακαλύψτε τη θάλασσα του δικού σας χρόνου μες στη θάλασσα. των όσων διαδραματίζονται στη θάλασσα.

ανακαλύψτε ξανά τη θάλασσα. ανακαλύψτε ξανά τη θάλασσα μέσα από εκείνο που σε αυτήν δε φαίνεται. στη θάλασσα, ανακαλύψτε τη θάλασσα της μη παρουσίας θάλασσας σε σας. και στη θάλασσα, φανερώστε την θάλασσα.

φανερώστε την θάλασσα και δωρίστε την ως θάλασσα. δωρίστε την θάλασσα με ένα δώρο από θάλασσα. το δώρο από μια θάλασσα ας φανερωθεί στο μέλλον. ένα μέλλον θάλασσας σε όσα είναι πιθανά για σας στη θάλασσα. στα αδιαμόρφωτα ενδεχόμενα της κάθε θάλασσας.

πληροφορήστε τη θάλασσα για τη μορφή της πανάρχαιας εξοικείωσής σας με την θάλασσα. την θάλασσα, πληροφορήστε την για τη μορφή των αβυσσαλέων αναμνήσεών σας από θάλασσα. αναμνήσεων που δεν συμμορφώνονται με τη θάλασσα. που παραμορφώνουν τις ικανότητες της θάλασσας. μιας θάλασσας που απλώνεται. μιας θάλασσας που χαϊδεύει. μιας θάλασσας που σβήνει τα αδίκαστα της θάλασσας.

μην αντιστέκεστε στη θάλασσα. μην αντιστέκεστε στο βλέμμα της θάλασσας. μην αντιστέκεστε στο βλέμμα προς τη θάλασσα. και στο άκουσμα της θάλασσας που καταβροχθίζει το βλέμμα. μην αντιστέκεστε στο βλέμμα-θάλασσά σας.

στην θάλασσα πλησιάστε, μη φοβάστε. μη φοβάστε την θάλασσα όταν πλησιάζετε σε αυτήν. μη φοβάστε την θάλασσα όταν χορεύετε σε αυτήν. όταν αυτή χορεύει. όταν χορεύει στην θάλασσα ο κυματισμός των κυμάτων της θάλασσας. μη φοβάστε να χορέψετε με τον κυματισμό των ανέμων από την θάλασσα. με τα κορμιά στη θάλασσα. με το κορμί σας στη θάλασσα. το κορμί-θάλασσά σας.

αρμενίστε μες στη θάλασσα. ας αρμενίσει η θάλασσα. την θάλασσα αρμενίστε πάνω στην ράχη της θάλασσας. αρμενίστε στα μονοπάτια της, στα μετάξια της θάλασσας. κάντε τη θάλασσα να αρμενίσει ώσπου να μεθύσετε από αυτήν. να μεθύσετε από το άρωμά της. κάντε το άρωμα της θάλασσας να αρμενίσει. το άρωμα των κοχυλιών της θάλασσας. αρμενίστε μες στο άρωμα μιας θάλασσας από κοχύλια.

βαδίστε μες από παπλώματα για τη θάλασσα. βαδίστε τους δρόμους από παπλώματα για την θάλασσα. βαδίστε τον δικό σας δρόμο της θάλασσας. μέχρι να ανταμώσετε την θάλασσα. μέχρι να ανταμώσετε με άλλη θάλασσα. με άλλους που τους ψάχνουν στη θάλασσα. που ψάχνουν άλλους στην θάλασσα. που γραπώνονται από την θάλασσα. που τους κατακρεουργεί η θάλασσα, στη θάλασσα.

τώρα, φανταστείτε αυτή την θάλασσα ένα φθινοπωρινό απόγευμα. την θάλασσα και τα φθινοπωρινά της φύλλα. μια θάλασσα από φθινοπωρινά φύλλα.

33.293 φύλλα που αρμενίζουν τη θάλασσα. φύλλα που χάνονται στη θάλασσα. φύλλα που πνίγονται

στη θάλασσά σας.*


*Η γερμανική εφημερίδα Der Spiegel δημοσίευσε τον Σεπτέμβριο του 2017 στο κυριακάτικό της φύλλο έναν εκτενή κατάλογο, ο οποίος περιλάμβανε πάνω από 48 σελίδες, στους οποίους παρουσίαζε εμπεριστατωμένα τα διαθέσιμα στοιχεία σχετικά με 33.293 πνιγμούς προσφύγων και μεταναστών που έλαβαν χώρα ανάμεσα στο 1993 και τον Μάιο του 2017. Πολλά από τα άτομα εμφανίζονται με την ένδειξη “Μ.Ν.” (δηλαδή “nomen nescio” = αγνώστου ονόματος). Tagespiel.


μπάσταρδα απογέματα

(χωρίς ημερομηνία)


Ο ξένος πολιτισμός είναι μια τοξίνη που εκκρίνεται από τον τυχάρπαστο ξένο, για να εκμηδενίσει όλα τα μέσα άμυνας του εθνικού οργανισμού, όμοιος με το φαινόμενο των θανατηφόρων εισβολών των βακτηρίων.

Plínio Salgado [κορυφαία μορφή του βραζιλιάνικου εθνοφυλετισμού στα χρόνια του Μεσοπολέμου],
O Estrangeiro, Ρϊο ντε Τζανέιρο: Civilização Brasileira, 1926.

από την έξοδο τριάντα τα έτη

και ο τρόμος ο ίδιος

από ένα χθες

εισέτι.

δίχως διάρκεια ο χρόνος,

μένει εκεί έξω μόνος,

έξω είναι δεν ανοίγει

αλλά σήμερα με πνίγει.



μακρινή κυριακή


Στον Πάουλο Ενρίκες
όπου κι αν βρίσκεται


από το Πόσους ντε Κάλντας έρχεται ο Πάουλο Ενρίκες
που από το Σάο Πάουλο τίποτα δε γνωρίζει,
εκτός από το πάρκο της Ιμπαραπουέρα,
την λεωφόρο Παουλίστα
και την οδό Άντοκ Λόμπου.

ο Πάουλο Ενρίκες μένει στην οδό Άντοκ Λόμπου,
στo πεζοδρόμιο ανάμεσα
στην έξοδο του πάρκινγκ του σχολείου Σάο Λουίς
και στο ιπέ, το κόκκινο δέντρο
που φέτος δεν άνθισε.

ο Πάουλο Ενρίκες κατοικεί ανάμεσα σε υπονόμους
και στα ποντίκια των υπονόμων
της οδού Άντοκ Λόμπου.

ο πατέρας του Πάουλο Ενρίκες είναι δημόσιος υπάλληλος στο Πόσους ντε Κάλντας,

ο πατέρας του Πάουλο Ενρίκες έδιωξε τον Πάουλου Ενρίκες από το σπίτι,
αυτός τον έδιωξε από το φωτισμένο σιντριβάνι
και από την πλατεία του Πόσους ντε Κάλντας
όπου ακόμα ακούγεται ο αντίλαλος από τους λόφους του Ρόζα*.

οι γονείς μου περάσανε το μήνα του μέλιτος στο Πόσους ντε Κάλντας
διάφορα ζευγάρια περάσανε το μήνα του μέλιτος στο Πόσους ντε Κάλντας
που ο Πάουλου Ενρίκες εγκατέλειψε
για την λεωφόρο Παουλίστα**
όπου με σταμάτησε
και μου ζήτησε
λίγο από το νερό
που έπινα.

το μπουκάλι με το νερό
και να τον αγκαλιάσω.
στα πεζοδρόμια της οδού Άντοκ Λόμπου
περιφέρεται ο Πάουλου Ενρίκες ξυπόλυτος
και τα καστανά του μάτια ονειρεύονται.

στους δρόμους της πρωτεύουσας περιφέρονται
τα δάκρυα του Πάουλου Ενρίκες
και η οροθετικότητά του.

: τελεία και παύλα,
η τέχνη δε μιμείται τη ζωή.

*Αναφορά στον μέγιστο των μοντερνιστών μυθιστοριογράφων της Βραζιλίας Guimarães Rosa, που ήταν από τα μέρη εκείνα (ΣτΜ)
**Κεντρικός οδικός άξονας που διασχίζει το Σάο Πάουλο (ΣτΜ)

υπερβολικά πολύς καφές
(και όνειρα)


ποίημα ονειρευόμουνα σήμερα όλη νύχτα,

ξύπνησα, και πρωί πρωί, φούσκα αποδείχτηκε σωστή.

λιγοστές οι λέξεις που μένανε απ’ αυτό,

δύο άρθρα και τρία ουσιαστικά ασαφή και γενικά.

μα το ποίημά μου ήταν και πολύ πολύ τζιτζί,

κι οι προθέσεις του ντυμένες σαν τον πεθαμενατζή.

ποίημα πολύ μεγάλο και σε τίποτα στραβό,

ρίμα είχε, παρήχηση, ως και στίχο βουβό.

το χρώμα κάθε λουλουδιού είχε καθρεφτισμένο,

ουράνιο τόξο ήτανε με γεύσεις φορτωμένο.

κόμματα να φτεροκοπούν παντού εδώ και εκεί

και κόσμο που φιλιότανε πολύ πάρα πολύ.

με άντρα να φιλάει άντρα, που γυναίκα αυτός φιλά

και φιλιά αυτή να δίνει εις τον κάθε φαφλατά.

το ποίημά μου μίλαγε παντού για ελευθερία

με κλίσεις σε συνδυασμούς για κάθε ηλικία.

φίλοι μου, εγώ το είπα και το λέω τώρα ακόμα,

ωραίο πράμα να ξυπνάς με ποίημα στο στόμα.

που ξελογιάζει τ’ άπειρο σε χοροεσπερίδα,

και το όνομα του ποιήματος να ‘ναι ακόμη

ελπίδα.

Δύο πορτογαλόφωνοι ποιητές

Ο Λε­ο­νάρ­ντου Τό­νους (Leonardo Tonus) γεν­νή­θη­κε στο Σάο Πά­ου­λο από γο­νείς Ιτα­λούς με­τα­νά­στες και έζη­σε σε μια πο­λυ­πο­λι­τι­σμι­κή γει­το­νιά. Σπού­δα­σε μου­σι­κή στη Βρα­ζι­λία και ήρ­θε στην Ευ­ρώ­πη, όπου σπού­δα­σε γερ­μα­νι­κή γλώσ­σα και λα­τι­νι­κή φι­λο­λο­γία. Στη συ­νέ­χεια ακο­λού­θη­σε σπου­δές λο­γο­τε­χνί­ας στην Γαλ­λία και σή­με­ρα εί­ναι κα­θη­γη­τής βρα­ζι­λιά­νι­κης λο­γο­τε­χνί­ας στο πα­νε­πι­στή­μιο της Σορ­βό­νης (Γαλ­λία). Η ετε­ρό­τη­τα, σε όλα τα πε­δία –έμ­φυ­λη, φυ­λε­τι­κή, γλωσ­σι­κή, θρη­σκευ­τι­κή κλπ – εί­ναι μια στα­θε­ρά στην ποί­η­σή του αλ­λά και στις με­λέ­τες του με θέ­μα την λο­γο­τε­χνία, ει­δι­κά την βρα­ζι­λιά­νι­κη.
Με την ποί­η­ση ασχο­λή­θη­κε σχε­τι­κά πρό­σφα­τα, εστιά­ζο­ντας στην γλωσ­σι­κή λε­πτο­μέ­ρεια και στα εν δυ­νά­μει παι­χνί­δια του γλωσ­σι­κού ύφους που επι­λέ­γει και της ποι­η­τι­κής του. Λι­τός κα­τά κα­νό­να, εξε­ρευ­νά την γρα­πτή γλώσ­σα – και την «ει­κό­να» του ποι­ή­μα­τος – όσο και την προ­φο­ρι­κή, την πα­λαιό­τε­ρη γλώσ­σα και την «υπερ­σύγ­χρο­νη», επω­φε­λού­με­νος και από τη μου­σι­κή του καλ­λιέρ­γεια και την εξοι­κεί­ω­σή του με το φαι­νό­με­νο της με­τα­νά­στευ­σης (στη θε­μα­το­λο­γία του). Πολ­λά ποι­ή­μα­τά του έχουν δη­μο­σιευ­θεί σε βρα­ζι­λιά­νι­κες και ξέ­νες αν­θο­λο­γί­ες, επι­θε­ω­ρή­σεις και πε­ριο­δι­κά. Εί­ναι συγ­γρα­φέ­ας τριών ποι­η­τι­κών συλ­λο­γών: Agora Vai Ser Assim (Τώ­ρα θα ‘ναι έτσι), Eκδ. Nós, 2018, Inquietações em tempos de insônia (Ανη­συ­χί­ες σε και­ρούς αϋ­πνί­ας) Εκδ. Nós, 2019) και Diários em mar aberto (Ημε­ρο­λό­για ανοι­κτής θα­λάσ­σης), Εκδ. Folha de Relvas.

Με­τά την ανά­γνω­ση των ήδη με­τα­φρα­σμέ­νων ποι­η­μά­των του στην ποι­η­τι­κή βρα­διά, ο συ­ντο­νι­στής J.V. Piqueras του ζή­τη­σε ένα ως «δώ­ρο». Ακο­λου­θεί:

πρωινοί βοκαλισμοί
γιορτάζοντας το καλοκαίρι


ασκήσεις προς εκτέλεση όλα τα πρωινά
με την ακρίβεια της συγγραφής χορωδιακού άσματος,
καθότι αγνοώ το απόβαρο των λέξεων.

απιθώνοντας το πρόσωπο μου
στα χέρια σου
περιμαζεύοντας από τα όνειρά σου
το σάστισμα των χειλιών μου
από τα φρύδια σου
ακούγοντας τον φλοίσβο των λιμνών,
εσένα που τίποτα δεν ζητούσες,
μονάχα απαιτούσες,
σε πόδια ανάμεσα τρελά,
ξέπνοο φτεροκόπημα ψηλά,
ζαλισμένοι από έρωτα.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: