Ο σοφός Ελιέζερ σηκώθηκε και πήγε να δει την αφίσα με τη φωτογραφία των δύο δέντρων της Μονής Αρετίου που είχε μόλις αναρτηθεί στον τοίχο. Την κοίταξε απρόσεχτος και αφηρημένος, σκεφτόταν μάλλον τα τρία ποιήματα, το μικρό διήγημα και το μικροδιήγημα που του είχα δώσει, ως συνήθως, για να τα διαβάσει και να εκφέρει γνώμη. Ήμουν, όμως, ήδη της γνώμης πως δεν είχε προσέξει κάτι στίχους, εν είδει λεζάντας, κάτω από την αφίσα. Είπε:
―Πάντα έχουν βάρος και βαρύτητα του Θεού τα πράματα, ακόμη και τα μη θεάρεστα. Όμως σταματάω εδώ… Γιατί, όπως μάλλον θα γνωρίζεις, όλα αυτά, τα περί θρησκείας, για κάποιους είναι βαριά, για κάποιους άλλους βαρετά. Έχε το στο νου σου. Οι τρεις ματιές και οι τρεις στάσεις απέναντι στη θρησκεία, την πίστη και την απιστία, έτσι όπως τις περιγράφεις, μου φέρνουν στο νου τη συμπεριφορά των λουομένων όταν βγαίνουν από τη θάλασσα: Κάποιοι κάνουν ντουζ φορώντας το βαρύ απ’ το νερό μπανιερό για να το ξεπλύνουν, κάποιοι αλλάζουν πρώτα και ντύνονται, μόλις βγουν από τη θάλασσα, ή και στο σπίτι, και ξεπλένουν μετά το μαγιό, κάποιοι το απλώνουν να στεγνώσει δίχως ξέπλυμα, ασχέτως του πότε το βγάζουν.
Στράβωσα. Ήταν πλέον προφανές πως δεν είχε δει τη λεζάντα στο κάτω μέρος της αφίσας. Είπα:
―Για να έχουμε, όμως, καλό ρώτημα, τι είναι τελικά πιο σωστό, μπανιερό ή μαγιό;
Αγρίεψε προς στιγμή, τον τσαντίζανε το σοφό οι ειρωνείες. Αμέσως μετά απομακρύνθηκε από την αφίσα σκεφτικός και κρυφογελώντας!