5 ποιήματα πολύ παρατηρητικά, από κοντά και από μακριά

5 ποιήματα πολύ παρατηρητικά, από κοντά και από μακριά


«Ποίηση είναι ό,τι χάνεται εντελώς στην μετάφραση» — και ντάλα ο ήλιος ο ηλιάτορας

Την γλώσσα μου έδωσαν ελληνική…
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ

Θα την καταπιώ, γουλιά γουλιά θε να την πιω,
τι κι αν στην ετικέτα της δεν αναγράφεται ελληνιστί:
ΠΕΨΗ-ΚΟΛΛΑ


 


Παράπλευρη απώλεια

Καύσων  —«Το λιμπίστηκα, τι να κάνουμε!»— ενέδωσε ενοχικά.
(Η χοντρή κυρία μπήκε ακράτητη στο παγωτατζίδικο).

Τυχαίο; Δυο ετοιμόρροποι φιλόλογοι σκνίπα
λογομαχούσαν άγρια στην είσοδο:
—το ρήμα λιμπίζομαι
είναι εκ της libido ή εκ του limbo—.
Ήρθαν αμέσως στα χέρια, κι ήταν δυνατοί,
λίμπα τα κάνανε στο μαγαζί στο πι και φι.

Προληπτική…
έκπληκτη η κυρία έσπευσε έντρομη καλού κακού να βγει,
—στερούμενη το παγωτό—
από μιας μοίρας τα σημάδια προσπαθώντας να σωθεί

Προς γνώσιν:
Ενίοτε οι ειδικοί ερίζουν άνευ λόγου και αιτίας,
λόγω ιδιοσυγκρασίας.
Πού να το ξέρει όμως αυτή, ενοχική, προληπτική…

 


Από τις σκέψεις του κ. Ελιέζερ:

    1.

Πολλή συναίνεση, άγριο στριμωξίδι στο κέντρο.
Στριμόκωλα τα πράγματα. Ώρα να στρίβω.

του Umberto Boccion
του Umberto Boccion

Πόλεμος, ακρίβεια, πόλεμος

Πάλι πρωί πρωί στη λεκάνη
—ήτανε χρόνιος δυσκοίλιος— ̶
διάβαζε ένα χαρτί εμβριθώς.

Το μαμούνι βγήκε πάλι αμέριμνο.
— ̶Είχε περάσει τόσες φορές κοντά του.
(Δεν ήταν επικίνδυνο ή αηδιαστικό,
ούτε κατσαρίδα ήταν ούτε σκολόπεντρα,
ένα απλό μαμούνι ήταν).

Το είδε ενώ σφιγγόταν μετά μανίας:
Σπλατς! To έλιωσε η σαγιονάρα του,
χωρίς πολλά πολλά· ήταν φιλόζωος.
Πού να ξέρει ένα μαμούνι στο εξοχικό
την εξοργιστική άνοδο —εσχάτως— ̶
των τιμών του φυσικού αερίου;
Και πασχαλίτσα να ήταν δεν θα τη γλύτωνε.

 


Ευγνωμοσύνη ή φθόνος;

Στον πλαϊνό τοίχο της τράπεζας:

Δεν ήταν τυφλός· ψηλός, άνω των εξήντα,
λιανός, κοντό παντελόνι, πέδιλα με κάλτσες.
Είχε γνωρίσει και καλύτερες μέρες,
στο εγγύς παρελθόν του, ήταν προφανές.

— Έχετε πενήντα λεπτά; είπε,
αρκετά διατακτικά, ελάχιστα επαγγελματικά.
Του έδωσα δίχως σκέψη ένα ευρώ.
Ο ερασιτέχνης και ο πρωτάρης πάντα συγκινούν.

Για την τράπεζα; είπε.
Δεν κατάλαβα τι εννοούσε,
για το σπίτι μου πήγαινα.

Αναμονή τουλάχιστον δέκα λεπτά, είπε.
Με ικανοποίηση, κάπως «πληροφοριακά»,
κοιτώντας επιμόνως την ουρά.
Ένεκα ο covid, στην τράπεζα έμπαιναν
ένας ένας  όσοι είχαν λόγους.
Αυτός τι λόγο θα μπορούσε να έχει;

Από Τα Ποιήματα του Καιρού

 

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: